Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Ο κομματάρχης, η μικρή εξουσία που έγινε μεγάλη πληγή

 Ιωνας 12/4/2025

Από την Αλβανία του Χότζα στην Ελλάδα του σήμερα

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Αλλά συχνά μεταμφιέζεται.
Όσα πιστέψαμε πως αφήσαμε πίσω μας  την καταπίεση, τον έλεγχο, τον φόβο  επιστρέφουν, με νέα πρόσωπα, πιο εκλεπτυσμένα μέσα, πιο ήπιο προσωπείο. 

Στις πρώην κομμουνιστικές κοινωνίες, η μετάβαση στη δημοκρατία και την αγορά δεν συνοδεύτηκε πάντα από μετάβαση στην ελευθερία. Και στις πρώην δημοκρατίες, η ελευθερία κατέληξε συχνά να είναι υπόθεση των λίγων.

Ο κομματάρχης, τοπικός εκφραστής της απόλυτης εξουσίας στην Αλβανία του Χότζα, είναι μια φιγούρα που δεν πρέπει να τη δούμε απλώς σαν ιστορικό απολίθωμα, αλλά σαν μηχανισμό εξουσίας που μεταλλάσσεται και επιβιώνει ακόμα. Όχι πια μόνο στον βορρά  αλλά και στο δικό μας σπίτι.

Ο κομματάρχης ως σύμβολο ελέγχου.

Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα, ο κομματάρχης ήταν το πρόσωπο του καθεστώτος μέσα στην τοπική κοινωνία.
Είχε τη δύναμη να σε ανεβάσει ή να σε εξαφανίσει. 

Έκρινε ποιος θα σπουδάσει, ποιος θα δουλέψει, ποιος θα έχει καθαρή βιογραφία. 

Οι άνθρωποι τον έτρεμαν περισσότερο από τον ίδιο τον νόμο. Το χωριό δεν είχε άλλον θεό. Μόνο αυτόν.

Η καθημερινή ζωή ήταν ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης μέσα από τη σιωπή. Τα «σακούλια» με τρόφιμα και πεσκέσια δεν ήταν προσφορές ευγνωμοσύνης, αλλά εισιτήρια ελπίδας. Η φτώχεια ήταν οργανωμένο εργαλείο εξουσίας. Κι όσο πιο αμόρφωτος ήταν ο πολίτης, τόσο πιο ακίνδυνος ήταν για το καθεστώς.

Αυτή η λειτουργία εξουσίας ο απόλυτος έλεγχος των πόρων, της πληροφορίας και της δυνατότητας του άλλου να ζήσει είναι το θεμέλιο κάθε αυταρχικού μοντέλου. Και, όπως αποδεικνύεται, δεν χρειάζεται ιδεολογική στολή για να επιβιώσει.

Από τον κομματάρχη του κομμουνιστικού  κόμματος στον κομματάρχη της αγοράς

Στην Ελλάδα του 2025, δεν έχουμε κομματάρχες με εξουσιοδοτήσεις από το μπιρό. Έχουμε όμως βουλευτές και δημάρχους που λειτουργούν με την ίδια λογική. Το πελατειακό κράτος, η διαφθορά, η διαπλοκή και η συγκάλυψη δεν είναι απόνερα κάποιου παλιού καθεστώτος. Είναι η κανονικότητα. Και η κανονικότητα αυτή αναπαράγεται, όχι μέσα από τη βία, αλλά μέσα από την ανοχή.

Η εξουσία σήμερα δεν χρειάζεται να σε εξορίσει. Αρκεί να μην σε προσλάβει.
Δεν χρειάζεται να σε φυλακίσει. Αρκεί να μην σε ακούσει.
Δεν χρειάζεται να σε φιμώσει. Αρκεί να σε αγνοήσει.

Όπως τότε, έτσι και τώρα, η εξουσία δεν θέλει πολίτες με φωνή. Θέλει πελάτες με ανάγκες.
Άνθρωποι που χρωστάνε χάρες. Που σιωπούν για να μην «χαλάσουν σχέσεις».
Που περιμένουν έναν γνωστό, μια θέση, ένα τηλέφωνο.

Στις δημόσιες προσλήψεις, χιλιάδες νέοι με πτυχία και προσόντα αποκλείονται γιατί δεν έχουν άκρες. Διαγωνισμοί με κομμένα και ραμμένα κριτήρια, ώστε να ευνοούνται οι σωστοί.  Αξιοκρατία μόνο στη θεωρία.

Στη δικαιοσύνη, υποθέσεις που αφορούν πολιτικά πρόσωπα ή ισχυρούς επιχειρηματίες θάβονται για χρόνια. Ο απλός πολίτης που θα διεκδικήσει το δίκιο του θα βρεθεί αντιμέτωπος με τοίχους, έξοδα και καθυστερήσεις.

Στην τοπική αυτοδιοίκηση, αναθέσεις και έργα μοιράζονται ανάλογα με τις πολιτικές σχέσεις, όχι με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Δημόσιοι πόροι γίνονται εργαλείο αναπαραγωγής της τοπικής μικροεξουσίας.

Στο πανεπιστήμιο, φοιτητές που δεν έχουν πλάτες μένουν έξω από μεταπτυχιακά και προγράμματα. Και νέοι επιστήμονες εργάζονται με επισφαλείς συμβάσεις, ελπίζοντας σε μια ευκαιρία που αργεί να έρθει.

Το σύστημα αλλάζει πρόσωπα, όχι συνείδηση

Το πιο ανησυχητικό είναι πως αυτή η πραγματικότητα δεν προκαλεί πια οργή.
Προκαλεί… συνήθεια.
Οι πολίτες μαθαίνουν να ζουν με το «έτσι είναι», με το «εγώ δεν μπορώ να το αλλάξω».
Έτσι, ο κομματάρχης δεν χρειάζεται πια να επιβάλει τον εαυτό του.
Τον κουβαλάμε μόνοι μας.

Αυτή η εσωτερικευμένη εξάρτηση – η ιδέα πως για να πετύχεις πρέπει να έχεις πλάτες – είναι το θεμέλιο κάθε στρεβλής κοινωνίας.
Και όσο το δεχόμαστε, όσο το αναπαράγουμε, τόσο πιο μακρινή γίνεται κάθε ιδέα ουσιαστικής Δημοκρατίας.

Ο κομματάρχης δεν πέθανε.
Απλώς άλλαξε ρόλο.
Σήμερα κρατά tablet αντί για φάκελο. Μιλάει για καινοτομία, για ανάπτυξη, για μεταρρυθμίσεις αλλά στο παρασκήνιο λειτουργεί με την ίδια λογική, έλεγχος, εξάρτηση, επιβίωση μέσα από σιωπή.

Η ευθύνη, όμως, δεν βαραίνει μόνο την εξουσία. Βαραίνει και την κοινωνία.
Γιατί η πιο σκληρή μορφή εξουσίας είναι εκείνη που ο πολίτης δεν την πολεμά, αλλά τη θεωρεί φυσική.

Η ιστορία του κομματάρχη είτε στην Αλβανία του Χότζα είτε στην Ελλάδα του σήμερα  είναι μια ιστορία που δεν τελειώνει, αν δεν την τελειώσουμε εμείς.
Όχι μόνο με νόμους, όχι μόνο με πολιτικές αλλαγές,  αλλά με αλλαγή νοοτροπίας.

Και μέχρι να συμβεί αυτό, ο κομματάρχης θα συνεχίσει να κυβερνά ίσως όχι από πάνω,
αλλά από μέσα μας.

«Η Φούσσια, το Παράθυρο και η Σιωπή»







Ήταν αρχές Απριλίου. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Όπου κι αν γύριζες το βλέμμα, έβλεπες καταπράσινα τοπία. Τα ανθισμένα λουλούδια γέμιζαν την ψυχή με χρώματα και ευωδιές.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες χωρίς βροχή και η "φούσσια" είχε γεμίσει χορτάρι, μιας και είχαμε καιρό να παίξουμε. Ήταν λες και θα παίζαμε σ’ ένα γήπεδο σαν κι αυτά που βλέπαμε στην τηλεόραση.
Στην επιστροφή από το σχολείο, όλα τα παιδιά του χωριού ανεβαίναμε μαζί. Ήταν περίπου μία ώρα περπάτημα για να φτάσουμε στο χωριό. Ένα τσούρμο παιδιά, ανεβαίναμε την τελευταία ανηφόρα – στο Κολώκι – κι εκεί άρχιζε το χωριό. Το πρώτο κτίριο που συναντούσαμε ήταν τα γραφεία του κόμματος και το δημόσιο τηλέφωνο. Απέναντι, βρισκόταν το μοναδικό μαγαζί του χωριού, στη δυτική πλευρά μιας μεγάλης αλάνας που την είχαμε μετατρέψει σε γήπεδο.
Στην ανατολική πλευρά ήταν το σπίτι του παπά. Νότια περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού, ενώ στη βόρεια πλευρά υπήρχε ένα ακόμη σπίτι, λίγο πιο απομακρυσμένο.
Φτάνοντας μπροστά στη φούσσια, που είχε πρασινίσει από το χορτάρι, λέω στον Τέλη:
– Κοίτα! Είναι τέλεια! Πάμε να παίξουμε μπάλα;
Ο Τέλης απαντά χωρίς δισταγμό:
– Δεν έχουμε μπάλα.
Ο Ορέστης, που ήταν παραδίπλα, ακούει και πετιέται:
– Πάω εγώ να πάρω το τόπι από το σπίτι! Ποιος είναι για παιχνίδι;
Σχεδόν όλοι συμφώνησαν, παρόλο που μας έκοβε η λόρδα. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από τόσους μήνες χειμώνα, που μας δινόταν η ευκαιρία να παίξουμε στο δικό μας γήπεδο.
Η Λίνα φώναξε απορημένη:
– Μα νηστικοί όλη μέρα, θα πάτε να παίξετε μπάλα;
Η αλήθεια είναι ότι φεύγαμε από τις επτά το πρωί για το σχολείο στον Θεολόγο, και τελειώναμε στις 1:30 ή στις 2:00, ανάλογα την ημέρα. Μετά, ανεβαίναμε με τα πόδια την απότομη ανηφόρα του Μαγκανάρη. Το πρωί ήταν πιο εύκολο, γιατί ήταν κατηφόρα, και συνήθως τρώγαμε τραχανά για πρωινό.
Αφού συμφωνήσαμε όλοι να παίξουμε, αφήσαμε τις τσάντες κάτω από μια κουμπουλιά, δίπλα από το μαγαζί. Πήραμε πέτρες και τις βάλαμε για τέρματα, περιμένοντας τον Ορέστη να φέρει το τόπι. Ήρθε τρέχοντας, κρατώντας ένα σαρανταπεντάρι.
Είχαμε ήδη χωριστεί σε ομάδες και το παιχνίδι ξεκίνησε. Οι φωνές έδιναν και έπαιρναν:
– Έεελα! Δώσε πάσα!
Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση μεγάλωνε. Οι φωνές μας ακούγονταν σ’ όλο το χωριό:
– Γκολ! Το 'βαλα!
Βέβαια, δεν έλειπαν και οι εντάσεις:
– Όχι, δεν μπήκε!
– Πέρασε ξυστά απ’ το δοκάρι!
– Όχι, ήταν απ’ έξω!
Και μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία, σε μια φάση ο Ηλίας βρίσκει καλά στρωμένη τη μπάλα και ρίχνει ένα δυνατό σουτ. Η μπάλα καρφώνεται στο παράθυρο του παπά, σπάει το τζάμι και... μπαίνει μέσα στο σπίτι!
Ήταν μεσημέρι, ώρα που συνήθως ο παπάς κοιμόταν. Παγώσαμε.
– Πάει η μπάλα! Τι κάνουμε τώρα;
Ο παπάς βγαίνει έξω, έξαλλος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Άλλοι έφυγαν τρέχοντας, άλλοι κρύφτηκαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μπάλα πήγαινε στην αυλή του. Άλλες φορές προλαβαίναμε να την πάρουμε πριν βγει. Αν δεν προλαβαίναμε, την κρατούσε και μόνο μετά από παρακαλετά και υποσχέσεις μας την επέστρεφε.
Κάπου είχε αγανακτήσει με το παιχνίδι μας, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Βαγγέλης ήταν απ’ τους ήσυχους. Εκείνους που μιλούσαν λίγο, αλλά όταν το έκαναν, ακουγόταν σαν να είχε βαρύτητα. Εκείνο το απόγευμα, καθόταν με την πλάτη του στον κορμό της κουμπουλιάς, με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ το κεφάλι και κοίταζε τον ουρανό.
– Άμα του ζητούσαμε όλοι μαζί συγγνώμη; είπε τελικά. Ίσως να μην είναι αργά.
Ο Άλκης γέλασε, εκείνο το κοφτό γέλιο του που ακουγόταν πάντα σα μισό πείραγμα και μισό “δεν το πιστεύω”.
– Τι να την κάνουμε τη συγγνώμη, ρε Βαγγέλη; Τον έχουμε τρελάνει από το καλοκαίρι! Αν ήμουν στη θέση του, θα μας είχε δώσει όλους αφορισμό.
Ο Λάμπης, που μέχρι εκείνη την ώρα πελεκούσε με μια πέτρα τη σόλα του παπουτσιού του, σήκωσε το κεφάλι και είπε κάτι που δεν το περίμενε κανείς από τον Λάμπη:
– Δεν έχει άδικο ο Άλκης... Αλλά κι ο παπάς, μόνος του είναι. Ούτε παιδιά, ούτε γέλια. Ίσως τελικά του λείπαμε... με τον δικό του τρόπο.
Κι ο Χρήστος, που πάντα άργησε να μπει στις κουβέντες, αλλά όταν το έκανε, μιλούσε σα να έγραφε γράμμα στον εαυτό του, συμπλήρωσε ήρεμα:
– Άλλο να σου λείπουν τα παιδιά. Κι άλλο να σου σπάνε το τζάμι.
Σκάσαμε στα γέλια όλοι. Έτσι, χωρίς λόγο. Ή μάλλον με λόγο. Γιατί ήταν η πρώτη στιγμή που νιώθαμε όλοι, χωρίς να το λέμε, ότι κάτι μέσα μας γινόταν πιο ώριμο — αλλά και πιο τρυφερό. Δεν είχαμε πια ανάγκη το παιχνίδι για να νιώθουμε δεμένοι. Είχαμε γίνει, χωρίς να το καταλάβουμε, κάτι περισσότερο από ομάδα: είχαμε γίνει παρέα με μνήμη.
Ο Λάκης, που συνήθως δεν μιλούσε πολύ, είπε ήρεμα: – Άλλο να σου λείπουν τα παιδιά, κι άλλο να σου σπάνε το τζάμι.

Μας έπιασε γέλιο. Όλοι μαζί, χωρίς λόγο. Ή μάλλον... για όλους τους λόγους. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που δεν χρειάζονται κουβέντες. Ήμασταν απλώς όλοι εκεί. Μαζί.

Ο Βασίλης σηκώθηκε πρώτος. – Πάμε, είπε. Όχι για παιχνίδι. Για να τον δούμε. Κι αν δεν ανοίξει, δεν πειράζει. Να ξέρει μόνο πως περάσαμε.

Κι έτσι ξεκινήσαμε. Ήσυχα, χωρίς πολλά. Ο δρόμος για το σπίτι του παπά μάς φάνηκε πιο μακρύς απ’ ό,τι συνήθως.




Έθιμο του Ευαγγελισμού της περιοχής Θεολόγο η Ριζά.

 


Έθιμο του Ευαγγελισμού της περιοχής Θεολόγο η Ριζά.

Στον τόπο μας, στον Θεολόγο η Ριζά, η γιορτή του Ευαγγελισμού της Παναγίας είναι μια από τις πιο ζωντανές και αγαπημένες παραδόσεις. Η μέρα αυτή δεν είναι μόνο μια θρησκευτική γιορτή, αλλά και μια γιορτή που γεμίζει την καρδιά μας περηφάνια και ελπίδα.

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη πίστη, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήρθε στην Παρθένο Μαρία και της ανακοίνωσε το μεγαλύτερο μυστήριο: ότι με τη δύναμη του Υψίστου, θα γίνει μητέρα του Θεού, του Χριστού μας. Της είπε:

«Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου, ευλογημένη συ εν γυναιξί.»
Με αυτά τα λόγια η Μαρία θεωρήθηκε η πιο ευλογημένη γυναίκα από όλες.

Αυτή η μέρα έχει διπλή σημασία για τον ελληνισμό, γιατί ταυτίζεται με την εθνική μας εορτή, την 25η Μαρτίου. Είναι η μέρα που θυμόμαστε το ξεκίνημα της Επανάστασης του 1821, που απελευθέρωσε τον λαό μας μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς από τους Τούρκους. Γι’ αυτό και η χαρά είναι διπλή γιορτάζουμε και την πίστη και την ελευθερία.

Στον τόπο μας, η γιορτή αυτή έχει και ιδιαίτερα τοπικά έθιμα που διατηρούνται ζωντανά από γενιά σε γενιά. Την παραμονή και την ίδια μέρα, τα μικρά παιδιά παίρνουν κουδούνια και κυπριά, μικρά κουδούνια που κουδουνίζουν δυνατά. Βγαίνουν όλοι μαζί στους δρόμους του χωριού και χτυπούν τα κουδούνια με δύναμη από τα σοκάκια μέχρι τα μαντριά, από τις αυλές μέχρι τα κατώγια των σπιτιών.

Ο σκοπός αυτού του δυνατού κουδουνίσματος είναι να διώξει τα κακά πνεύματα και τα «ερπετά» που πιστεύουμε ότι φέρνουν κακοτυχία ή καταστροφή. Ταυτόχρονα, το κουδούνισμα είναι σαν να κυνηγάει μακριά τους Τούρκους κατακτητές που θέλαμε να φύγουν από τον τόπο μας.

Τα παιδιά τραγουδούν με φωνές καθαρές και χαρούμενες ένα παλιό τραγούδι:

«Φευγάστε φίδια και γουστέρια
έφτακαν τα καλοκαίρια.
Θα σας κόψουν τα κεφάλια,
θα τα βράσουν στα τσουκάλια.»

Το τραγούδι αυτό είναι γεμάτο νόημα και θυμίζει την επιθυμία μας για ελευθερία, για να διώξουμε μακριά τους κατακτητές και τα κακά που μας πλήγωσαν.

Εκτός από τα παιδιά, και οι νοικοκυρές του χωριού έχουν τα δικά τους έθιμα. Την ημέρα του Ευαγγελισμού δεν κάνουν δουλειές μέσα στο σπίτι. Αντίθετα, ζυμώνουν μικρές πίτες με πολύ προσοχή και μέσα σε κάθε πίτα βάζουν ένα νόμισμα κρυμμένο. Όποιος τυχερός βρει το νόμισμα στην πίτα, λέγεται ότι θα έχει τύχη και ευλογία όλη τη χρονιά.

Αυτά τα έθιμα είναι ο τρόπος που οι κάτοικοι του Θεολόγου η Ριζά εκφράζουν την πίστη τους, την αγάπη για τον τόπο και την ελπίδα τους για ένα καλύτερο μέλλον. Μέσα από τους ήχους των κουδουνιών, τα τραγούδια και τις πίτες, ζωντανεύει η παράδοση, η ιστορία και η ψυχή του λαού μας.

Αναδίφηση στην ιστορία τής Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου.

 

Αναδίφηση στην ιστορία τής Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου.





Σκαλίζοντας την ιστορία της Ιερά Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που βρίσκεται στην γενέθλια γης  Μάλτσιανη Βορείου Ηπείρου περιοχή Ριζών,
μένεις έκπληκτος από την πληθώρα των πληροφοριών που συναντάς.
Χώρος πίστης και λατρείας για αιώνες για εμάς τους Ριζιώτες, βοήθησε
να κρατήσουν κρυμμένη καλά την πίστη μέσα τους, στα κακοτράχαλα μέρη του ορεινού τοπίου των Ριζών.
Παράλληλα η Μονή είχε τεράστια προσφορά πέραν της πίστης και στα γράμματα καθώς λειτουργούσε ως σχολείο για την περιφέρεια των Ριζών.
Την πρώτη μαρτυρία για την λειτουργία της Μονής ως κρυφό σχολείο την συναντούμε στον Μαλτσιανίτη λογοτέχνη Σταυριανός Βηστιάρης 1540-1610, ό όποιος αναφέρει στο χειρόγραφο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1634 » Οι ανδραγαθίες του σεβαστού ανδριοτάτου Μιχαήλ Βοϊβοδά» ότι έμαθε γράμματα στο σχολείο της μονής.
Στο μοναστήρι σύμφωνα με της αναφορές υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη, βλέπε Μυστακίδη, (Φωνή Ηπείρου φυλ.452 9-11-1901)
Σπουδαίο είναι το έργο του Φιλήμωνος από τον Άγιο Ανδρέα, οποίος διηύθυνε τη μονή για πολλά έτη ως αρχιερατικός επίτροπος και ηγούμενος της μονής από το 1866-1890.
Τα σημαντικότερα έργα τής Μονής την εποχή του Φιλήμων ήταν η κατασκευή της πέτρινης γέφυρας του Μύλου το 1888, καθώς και το πρώτο επίσημο σχολείο «Κεντρικών της Ρίζης Σχολή» στο μύλο το Μάρτιο του1876.
Η Μονή σύμφωνα με τα κείμενα του Μυστακίδη, πιθανών ιδρύθηκε τον έκτο με έβδομο αιώνα μ.Χ, όμως σαφείς ενδείξεις για την ακριβές χρονολογία δεν υπάρχουν, μόνο αναφορές για την ίδρυση της.
Η μονή στο διάβα των αιώνων λειτουργούσε ως Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική, καθώς για αρκετά χρόνια και ως Επισκοπική έδρα, σε διάφορους περιόδους της λειτουργίας και ύπαρξής της.
Στο μοναστήρι υπήρχε ο κώδικας της μονής, παλιό χειρόγραφο με πολλές ιστορικές πληροφορίες για ολόκληρη την περιοχή της Ηπείρου ( Λ.Βρανούση. Χρονικά Ηπείρου σελ.173-180)
Σύμφωνα με την πληροφορία που έρχεται από τον Λ. Βρανούση όταν είχε διατελέσει ηγούμενος του μοναστηριού, ο Κύριλλος από το χωριό Λεσινίτσα, ο ίδιος ανήγγειλε ότι πήρε μαζί του το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο και επρόκειτο να το δημοσίευση.
Ο Κύριλλος είχε ταξιδέψει στο Ιάσιον της Μολδαβίας περίπου στα μέσα του 1800, παίρνοντας το μαζί του, δυστυχώς το χειρόγραφο έμεινε αδημοσίευτο έτσι χάθηκαν και τα ίχνη του χειρόγραφου της μονής, μαζί και η ιστορία αιώνων της μονής.

Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα οικοδομήθηκε το 1843, πριν ο ναός βρισκόταν στην τοποθεσία Γράβα και είχε καταστραφεί λόγο πυρκαγιάς, δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες για το θέμα αυτό.
Ο ναός της μονής οικοδομήθηκε  με την δαπάνη του εκ Βλαχίας Αρσενίου Ιερομονάχου.
Ηγούμενος την περίοδο εκείνη ήταν ο Καλλίνικος από το χωριό Κομμάτι.
Το μοναστήρι στο διάβα των αιώνων σύμφωνα με αναφορές που υπάρχουν καταστράφηκε από πυρκαγιά δυο φορές, η πρώτη ήταν το 1473 και η δεύτερη το 1843.

Ο Δροβιανίτης λόγιος Ν.Μυστακίδης που αναδίφησε παλιά έγραφα του μοναστηριού, από όσα είχαν διασωθεί από την πυρκαγιά, έχει δημοσίευση μία μελέτη στο περιοδικό των Πατριαρχείων ( Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος18 1898 σελ. 444& 482-484)
( βλέπε ) Β.Μπαράς Δέλβινο Βορείου…σελ.200-203

Το δημοσίευμα του Νικολάου Μυστακίδη με τίτλο » Θεσπρωτικά» – Ηγούμενοι χρηματίσαντες εν τη κατά την Μάλσιανην μονή τού Άγίου Αποστόλου και Έυαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.

Πιθανών να είναι και ο μοναδικός κατάλογος, με τους ηγούμενους της μονής που έχει δημοσιευτεί.Το δημοσίευμα αναφέρει όσα στοιχεία ήταν δυνατόν να αντλήσει από την βιβλιοθήκη της μονής, παρουσιάζοντας όλους τους ηγούμενους με χρονολογική σειρά, ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποιους που διοίκησαν την μονή, αφήνοντας το αποτύπωμα στην ιστορία της μονής και ολόκληρης της περιοχής.Τα πρώτα έτη υπάρχει ονομαστική αναφορά για τους ηγούμενους, το πρώτο όνομα σύμφωνα με την χρονολογική αναφορά το συναντούμε  1073  Ιερομόναχος Νικηφόρος.Ο ρόλος της μονής σπουδαίος για την περιοχή όχι μόνο στην διάδοση των γραμμάτων, αλλά και την μεγάλη βοήθεια που προσέφερε στους κατοίκους των Ριζών, την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το 1500 βοηθούσε φτωχούς και διατηρούσε υποτρόφους μέσα στη μονή.

Σύμφωνα με την αφήγηση του Α.Πετρίδη*, η Παναγίας στην Ρίππεση που γινόταν το μεγαλύτερο παραδοσιακό έμπορο πανηγύρι το Παζαρόπουλο, που συμμετείχαν τα χωριά των Ριζών και της Μουργκάνας, ήταν μετόχι του μοναστηριού.

Το μοναστήρι διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία, όχι μόνο στα γύρω χωριά, αλλά και σε πολλά χωριά της Ηπείρου, την Ρουμανία, και την Κωνσταντινούπολη.

*- Β.Μπαράς Το Δελβίνο Βορείου Ηπείρου και οι γειτονικές του περιοχές σελ.197.
*- Α.Πετρίδης Περί Δωδώνης
*- Χρονικά της μεσαιωνικής και τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, έκδ. Έταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών Ιωάννινα 1962 Λέανδρος Βρανούσης
*- Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος18 1898
*-Φωνή Ηπείρου φυλ.452 9-11-1901

Αιωνόβια δέντρα.

Πλάτανος



Τα Αιωνόβια Δέντρα στον Τόπο μας

Οι παλιότερες γενιές αντιμετώπιζαν τα αιωνόβια δέντρα με σεβασμό και δέος, συχνά από φόβο για πιθανές κατάρες σε περίπτωση που τα έκοβαν [1]. Ιδιαίτερα εκείνα που βρίσκονταν κοντά σε εκκλησίες ή ανήκαν σε μετόχια θεωρούνταν βακούφικα, δηλαδή αφιερωμένα στην Εκκλησία, και πίστευαν πως θα τους έπιανε κατάρα αν τα πείραζαν.

Τα αιωνόβια δέντρα σε κάθε τόπο αποτελούν σύμβολα σοφίας, μακροζωίας, ιερότητας, γενναιότητας και γαλήνης, κατέχοντας διαχρονικά ξεχωριστή θέση στον παραδοσιακό μας πολιτισμό. 

Είναι δέντρα που σεβάστηκε ο χρόνος και οι πρόγονοί μας – δέντρα που αποδεικνύουν την ανθεκτικότητα της φύσης μέσα στους αιώνες, πολλά από τα οποία συνδέονται με σημαντικά ιστορικά γεγονότα του τόπου. Έχουμε υποχρέωση και ευθύνη να τα προστατεύσουμε και να τα διατηρήσουμε ως ζωντανά στοιχεία της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Πρόκειται για ζωντανούς μάρτυρες της ιστορίας και του τοπίου – δέντρα που “είδαν” και “άκουσαν” πολλά, που έγιναν σιωπηλοί μάρτυρες των παραπόνων και των αγωνιών μας, άκουσαν τις καμπάνες να ηχούν για χαρές και λύπες. Συνδέονται με μοναδικές ιστορίες και μύθους που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.


Τα Δέντρα της Μάλτσιανης Ριζών

Ο τόπος μας είναι ένας αληθινός θησαυρός φύσης, πλούσιος σε βιοποικιλότητα, γεμάτος δέντρα, φυτά και αρωματικά βότανα που ευδοκιμούν στον ευλογημένο αυτόν τόπο. Ανάμεσα στις ρίζες του παρελθόντος και στη ζωντάνια του παρόντος, ξεχωρίζουν τρία αιωνόβια δέντρα που σημάδεψαν τη ζωή του χωριού μας: οι περήφανες βελανιδιές, τα σκιερά πλατάνια και οι ευλογημένες ελιές. Κάθε ένα τους κουβαλά ιστορίες, αναμνήσεις και σοφία αιώνων, ριζωμένα βαθιά στη γη αλλά και στις καρδιές των ανθρώπων.


Πλατάνια

Στην ελληνική μυθολογία, η Πλάτανος ήταν κόρη του Ποσειδώνα και αδελφή των γιγάντων Αλωάδων. Όταν τα αδέλφια της πέθαναν, από τη θλίψη της μεταμορφώθηκε σε δέντρο. Από τον πατέρα της κληρονόμησε την αγάπη για το υγρό στοιχείο, γι’ αυτό και φυτρώνει πάντα κοντά στο νερό· από τα αδέρφια της, πήρε το γιγάντιο ανάστημα.

Αναφορές για τον πλάτανο έχουμε ήδη από την Ομηρική εποχή. Στη Μάλτσιανη, σημείο αναφοράς αποτελεί ο πλάτανος στο κέντρο του χωριού, δίπλα από την πηγή της Μαργάρος. Επίσης, σημαντικά πλατάνια υπάρχουν στο Ριζοράδη, στην Πλασιά και, παλαιότερα, στον λάκκο της Γρούζας – τα τελευταία κόπηκαν την εποχή του καθεστώτος για τη δημιουργία ασβεσταριών.


Ελιά – Το Δώρο της Αθηνάς

Η ελιά είναι από τα πιο ιερά δέντρα της αρχαιότητας, υπό την προστασία της θεάς Αθηνάς. Σύμφωνα με τον μύθο, η Αθηνά χάρισε στους Αθηναίους την πρώτη ελιά του κόσμου, που φύτρωσε εκεί όπου χτύπησε το δόρυ της, νικώντας τον Ποσειδώνα στη διεκδίκηση της πόλης.

Η ελιά υπήρξε αναντικατάστατη για τη διατροφή, τη θέρμανση, την υγεία, την κατασκευή σκευών και επίπλων. Από τότε, τα ελαιόδεντρα γύρω από την Αθήνα θεωρούνταν ιερά, και η βεβήλωσή τους τιμωρούνταν με εξοστρακισμό ή και θάνατο.

Στον τόπο μας, η ελιά έχει θρέψει γενιές ολόκληρες. Αιωνόβιες ελιές βρίσκονται σε όλα τα χωριά των Ριζών, ενώ στη Μάλτσιανη εντοπίζονται κυρίως στα τοπωνύμια Περιβόλια, Βίτσα και Παναγία – δίπλα στο Κεφαλόβρυσο.


Βελανιδιά – Η Δρυς του Δία

Η βελανιδιά, ή αλλιώς δρυς, είναι από τα πιο ιερά δέντρα των αρχαίων Ελλήνων, αφιερωμένη στον Δία, θεό του κεραυνού. Η ανθεκτικότητά της στους κεραυνούς πιθανόν την κατέστησε σύμβολο και ιερό δέντρο του θεού [2].

Στη Δωδώνη, στο αρχαιότερο μαντείο του κόσμου, οι ιέρειες ερμήνευαν τα μηνύματα του θεού μέσω του θροΐσματος των φύλλων μιας ιερής δρυός. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δύο ιέρειες από τις Θήβες της Αιγύπτου, πουλήθηκαν ως δούλες – η μία ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνος Διός στην όαση Σίουα και η άλλη το μαντείο του Δωδωναίου Δία, κάτω από μια βελανιδιά που φύτρωσε μόνη της [2].

Στη Μάλτσιανη, οι βελανιδιές είναι παρούσες εδώ και αιώνες. Τοπωνύμια με την ονομασία "Βαλανιδιές" επιβεβαιώνουν την παρουσία τους. Η μεγαλύτερη βελανιδιά βρίσκεται σήμερα κάτω από τον δρόμο κοντά στο Μαγκανάρη.


Τα Δέντρα στη Λαϊκή Παράδοση

Τα αιωνόβια δέντρα έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους και στα δημοτικά τραγούδια(3), καθώς και στις παροιμίες:

Παροιμίες για τον πλάτανο:

1-Ίσκιο πο'χεις πλάτανε, να πείνα που δε χορταίνεις.

2-Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αέρα.

3-Όπου πλάτανος, εκεί και νερό.

4-Σαν δεις πλάτανο και βάτο, τρέχει το νερό από κάτω.

5-Χαιρέτα μου τον πλάτανο. (Ειρωνικά, για υποσχέσεις αδύνατες να πραγματοποιηθούν.)


Τα αιωνόβια δέντρα είναι ζωντανοί φρουροί της φύσης και της ιστορίας μας. Η διατήρησή τους δεν είναι μόνο υποχρέωση – είναι πράξη σεβασμού προς το παρελθόν και προσφορά στο μέλλον. Οι τοπικές κοινωνίες καλούνται να συμβάλλουν στην ανάδειξη και συντήρησή τους, ώστε να συνεχίσουν να αποτελούν πόλο ιστορικής και πολιτισμικής έλξης.


Βιβλιογραφία

1-Γρήγορη Κατσαλίδα – Η περιοχή Θεολόγου Αγίων Σαράντα, 1994

2-Παναγιώτης Μπάρκας – Τα ταξίδια της φηγού, εκδ. Ελίκρανον, 2016

3-Γιώργος Παναγιώτου – Δεν είμαστε κι εμείς Ρωμιοί, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1994

Πηγές της Μάλτσιανης Θεολόγου

 

Πηγές της Μάλτσιανης Θεολόγου 

Ιωνας 6 Μαρτίου 2017

Είναι πολλά εκείνα που αξίζουν τον κόπο για να επισκεφτεί κάποιος την Μάλτσιανη, όπως τη Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (που ιδρύθηκε περίπου τον 6ο μ.Χ. αιώνα), τον Ιερό Ναό Κοίμησης Θεοτόκου στο κέντρο της Μάλτσιανης (μία από τις πιο παλιές εκκλησίες, πιθανόν του 1100), το αρχαίο κάστρο Ελίκρανον στον Αελιά, τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου στους Βουρλάτες, και πολλά ακόμη που αξίζουν να τα γνωρίσουμε.

Αρχαία τοίχοι στον Αελιά (Ελίκρανον)

Πέραν αυτών, υπάρχει και το φυσικό κάλλος: τα τοπία με τα γάργαρα νερά και η πληθώρα πηγών του χωριού με πεντακάθαρα νερά. Έτσι, θεώρησα χρήσιμο να καταγράψω τις πηγές του χωριού.

Μορφολογία του εδάφους

Η μορφολογία του εδάφους στο μεγαλύτερο μέρος του οικισμού είναι αργιλώδης, εκτός από τις περιοχές Παπουτσιάτες και Παππαδάτες, όπου το έδαφος είναι κοκκινόχωμα. Η ιδιαιτερότητα της Μάλτσιανης, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, είναι ότι σημειώνονται πολλές καθιζήσεις — πράγμα που με την πρώτη ματιά γίνεται εύκολα αντιληπτό και μαρτυρά την ύπαρξη νερού στο υπέδαφος.

Για εκείνους που μεγάλωσαν στο χωριό και περπάτησαν κάθε σπιθαμή του, η επιστροφή μετά από χρόνια συναντά μια διαφορετική μορφολογία λόγω καθίζησης (χαρακτηριστική διαφορά βλέπουμε στο τοπωνύμιο γκορτσιές στους Αντωνάτες, Τζοράτες, Γρούζας κ.ά.).

Κατάλογος Πηγών

Προσπαθώντας να καταγράψω τις πηγές του χωριού, πρώτα θα περιγράψω αυτές που βρίσκονται μέσα στον οικισμό και μετά εκείνες εκτός οικισμού.

Εντός οικισμού:

    Πηγή Μαργάρος
  1. Μαργάρο: Βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και πηγάζει από τον Νίκα, ακριβώς πάνω από το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η πηγή. Δίπλα της υπάρχει ένας τεράστιος πλάτανος. Παλιότερα, υπήρχε και δεξαμενή νερού (βηρρός) για πότισμα κήπων. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται ο Ιερός Ναός Κοίμησης Θεοτόκου.

  2. Πηγή Γλύκερα 
    Γλύκερας: Η πηγή με τη μεγαλύτερη ποσότητα νερού στο χωριό. Βρίσκεται στην πανωμεριά, δίπλα στο παλιό σπίτι του Νάσιου Γρηγόρη. Από εδώ ποτίζονταν οι κήποι στους Παπαδάτες, Αντωνάτες και Τζοράτες. Σε περίοδο ξηρασίας, χρησιμοποιούνταν και από τους κατωμερίτες. 

  3. Πλάτανος: Πηγή με το (κατά τους ντόπιους) καλύτερο νερό. Οι παλιοί ισχυρίζονταν ότι είναι ιαματικό, ιδιαίτερα για νεφρικά προβλήματα.

  4. Κάτω από το παλιό σχολείο: Δίπλα στην εκκλησία, ανάμεσα στα σπίτια του Βασίλη Μέτση και του Νικόλα Γιώτη. Το νερό της λιγοστεύει το καλοκαίρι.

  5. Τζανεϊκά: Δίπλα στο σπίτι του Θύμιου Τζάνη. Στερεύει το καλοκαίρι.

  6. Παπουτσιάτες (Βηρρό): Μετά τα σπίτια, δεξιά πάνω από το δρόμο, κοντά στους παλιούς κήπους.

  7. Αντωνάτες (Λαγούμι): Κάτω από το σπίτι του Ζήκου Λάμπρη. Το νερό της λιγοστεύει το καλοκαίρι, μερικές φορές στερεύει τελείως.

Εκτός από αυτές, υπάρχουν μικρότερες πηγές στον οικισμό και στους κήπους (π.χ. στον κήπο του Ζήκου Λάμπρη, του Δημήτρη Παππά, του Νικόλα Παπουτσή, στο Κολώκι, του Δημήτρη Σταμούλη κ.ά.), οι οποίες συνήθως στερεύουν το καλοκαίρι.

Εκτός οικισμού:

  • Βουρλάτες: Πηγή στον Κατουριάρη (κοντά στον Άγιο Νικόλαο) και στον Σταυρό της Μάλτσιανης (με εξαιρετικό νερό).

  • Πλασιά: Η πηγή τροφοδοτεί σήμερα το χωριό Γρίαζδανη με πόσιμο νερό.

  • Κουτσοράχια, Ζιμόρι, Κατωκάμπος: Μικρές πηγές.

  • Κρυονέρι (Σεντένικου): Πηγή σε μεγάλο υψόμετρο με υπερβολικά κρύο νερό (αδύνατη η άμεση κατανάλωση).

  • Νότιο τμήμα: Πηγές στους Ευαγγελάτες (κοντά στο Μαγκανάρη), στα Βατσάρια (στερεύει το καλοκαίρι), και τη Βίτσα (στη συκιά του λάκκου του Κολωκιού).

  • Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου: Η πηγή της τροφοδοτεί το κέντρο του Θεολόγου.

  • Κεφαλόβρυσο: Ιστορική πηγή που ανήκε στο μοναστήρι. Χτίστηκε περί το 1600 από τον ηγούμενο Γεράσιμο και πότιζε τους κήπους των Κορύτων και τα χωράφια στο Φραγκοπήγαδο μέσω του πετρογέφυρου του Χάβου.

  • Φραγκοπήγαδο: Πολύ παλιά χτισμένη πηγή.

Υπάρχουν και πηγάδια-βρύσες, όπως:

  • Η βρύση του Παπουτσή.

  • Η βρύση του Λώλη στο Ριζοράδη.

  • Η βρύση της Βανθήγιας κοντά στα Βατσάρια.

Υ.Γ.: Πιθανόν να υπάρχουν και άλλες πηγές. Ελπίζω όσοι γνωρίζουν να συμβάλουν για την πληρέστερη καταγραφή τους.

Σαν το σκυλί στο Μαγκανάρη.

 

Σαν το σκυλί στο Μαγκανάρη
Ιωνας, 2 Μαρτίου 2018



Μία φράση–ή και μύθος–γνωστή ευρέως στους κατοίκους των Ριζών, ιδίως στο χωριό Μάλτσιανη, χρησιμοποιείται για να περιγράψει περιπτώσεις ανθρώπων βασανισμένων και ταλαιπωρημένων.
Μύθος;

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γηραιότερων χωριανών σχετικά με τον μύθο της φράσης «σαν το σκυλί στο Μαγκανάρη», κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς διαδραματίστηκε το γεγονός. Ωστόσο, οι παλαιότεροι έλεγαν πως η ιστορία προέρχεται από εποχές πριν την κυριαρχία των Φράγκων.

Στο χωριό Τσερκοβίτσα γινόταν γλέντι. Το σκυλί έτρωγε απομεινάρια από το σφάξιμο των ζώων που προορίζονταν για το τραπέζι των καλεσμένων. Τότε, ακούστηκαν ντουφεκιές από το χωριό Μάλτσιανη· το σκυλί θεώρησε πως και εκεί γινόταν γιορτή και έτρεξε να ανέβει προς τα πάνω.

Η διαδρομή προς τη Μάλτσιανη είναι δύσκολη και ανηφορική. Όταν έφτασε κοντά στο Μαγκανάρη, στην Τσερκοβίτσα είχαν ήδη αρχίσει να ψήνουν τα κρέατα. Το σκυλί πήρε μυρωδιά από τα ψητά και αποφάσισε να επιστρέψει πίσω κατηφορίζοντας.

Καθώς πλησίαζε ξανά στην Τσερκοβίτσα, ακούστηκαν πάλι ντουφεκιές από τη Μάλτσιανη. Το σκυλί, μετανιωμένο, άρχισε να ανεβαίνει και πάλι προς το Μαγκανάρη, λαχανιασμένο και κουρασμένο από την απότομη ανηφόρα. Όταν έφτασε ξανά εκεί, ακούστηκαν ντουφεκιές από το άλλο γλέντι.

Έτσι, το σκυλί συνέχισε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις δύο γιορτές, χωρίς τελικά να προλάβει να γευτεί ή να απολαύσει τίποτα από καμία.
Έτσι έμεινε η φράση: «Σαν το σκυλί στο Μαγκανάρη».

Τοπωνύμιο: Μαγκανάρη

Κατά το παρελθόν, στο σημείο που λέγεται Μαγκανάρη υπήρχε οικισμός. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι κάτοικοι αυτού του οικισμού πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκαν στη σημερινή θέση του χωριού Μάλτσιανη περίπου στις αρχές ή τα μέσα του 1800. Ακόμη και σήμερα διακρίνονται τα ερείπια του παλιού οικισμού.

Αν το κοιτάξει κανείς από τον Θεολόγο, φαίνεται σαν απότομη ανηφόρα που ξεκινάει από το ποτάμι και οδηγεί προς τη Μάλτσιανη. Από μακριά μοιάζει σαν κάθισμα: ο παλιός οικισμός ξεκινά από το σημείο της «ορθής γωνίας» και απλώνεται προς την πλάτη του καθίσματος.

Το έδαφος είναι κοκκινωπό, με θαμνώδη βλάστηση, πλούσιο σε χαμοσφάκη ή φασκόμηλο, ασφάκες, βελανιδιές, συκιές και γκορτσιές.

Η προέλευση του ονόματος «Μαγκανάρη»

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, υπάρχουν δύο εκδοχές για την ονομασία:

Η πρώτη εκδοχή αναφέρει ότι στον οικισμό υπήρχε εργαστήριο που κατασκεύαζε μάγγανα – εξαρτήματα για παραδοσιακούς αργαλειούς. Το μάγγανο είναι εργαλείο του αργαλειού, όπου τύλιγαν το ράμμα σε μασούρια για να φτιάξουν υφαντά.

(Μασούρι: Ξύλο λεπτό, μήκους 40-50 εκατοστών, όπου τύλιγαν το νήμα που περνούσε μέσα στο στημόνι.)

Η δεύτερη εκδοχή, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των χωριανών, λέει ότι στο Μαγκανάρη ζούσε κάποιος που ασχολούνταν με μάγια. Βοηθούσε γυναίκες που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, δίνοντάς τους βότανα σε συνδυασμό με τελετουργικά. Οι "μαγγανείες" του γίνονταν επί πληρωμή, και τον επισκέπτονταν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της Ηπείρου. Η λέξη maga στα ιταλικά σημαίνει "μάγισσα" ή "φαρμακεύτρα" — από εκεί θεωρείται ότι προήλθε η ονομασία "Μαγκανάρη".

Εξετάζοντας τις δύο εκδοχές, είναι πιθανό το τοπωνύμιο να σχετίζεται και με τις δύο, με κάθε μία να έχει καταγραφεί σε διαφορετική χρονική περίοδο ή να αντιστοιχεί σε διαφορετική πτυχή του τοπικού θρύλου.


Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...