Ήταν αρχές Απριλίου. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Όπου κι αν γύριζες το βλέμμα, έβλεπες καταπράσινα τοπία. Τα ανθισμένα λουλούδια γέμιζαν την ψυχή με χρώματα και ευωδιές.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες χωρίς βροχή και η "φούσσια" είχε γεμίσει χορτάρι, μιας και είχαμε καιρό να παίξουμε. Ήταν λες και θα παίζαμε σ’ ένα γήπεδο σαν κι αυτά που βλέπαμε στην τηλεόραση.
Στην επιστροφή από το σχολείο, όλα τα παιδιά του χωριού ανεβαίναμε μαζί. Ήταν περίπου μία ώρα περπάτημα για να φτάσουμε στο χωριό. Ένα τσούρμο παιδιά, ανεβαίναμε την τελευταία ανηφόρα – στο Κολώκι – κι εκεί άρχιζε το χωριό. Το πρώτο κτίριο που συναντούσαμε ήταν τα γραφεία του κόμματος και το δημόσιο τηλέφωνο. Απέναντι, βρισκόταν το μοναδικό μαγαζί του χωριού, στη δυτική πλευρά μιας μεγάλης αλάνας που την είχαμε μετατρέψει σε γήπεδο.
Στην ανατολική πλευρά ήταν το σπίτι του παπά. Νότια περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού, ενώ στη βόρεια πλευρά υπήρχε ένα ακόμη σπίτι, λίγο πιο απομακρυσμένο.
Φτάνοντας μπροστά στη φούσσια, που είχε πρασινίσει από το χορτάρι, λέω στον Τέλη:
– Κοίτα! Είναι τέλεια! Πάμε να παίξουμε μπάλα;
Ο Τέλης απαντά χωρίς δισταγμό:
– Δεν έχουμε μπάλα.
Ο Ορέστης, που ήταν παραδίπλα, ακούει και πετιέται:
– Πάω εγώ να πάρω το τόπι από το σπίτι! Ποιος είναι για παιχνίδι;
Σχεδόν όλοι συμφώνησαν, παρόλο που μας έκοβε η λόρδα. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από τόσους μήνες χειμώνα, που μας δινόταν η ευκαιρία να παίξουμε στο δικό μας γήπεδο.
Η Λίνα φώναξε απορημένη:
– Μα νηστικοί όλη μέρα, θα πάτε να παίξετε μπάλα;
Η αλήθεια είναι ότι φεύγαμε από τις επτά το πρωί για το σχολείο στον Θεολόγο, και τελειώναμε στις 1:30 ή στις 2:00, ανάλογα την ημέρα. Μετά, ανεβαίναμε με τα πόδια την απότομη ανηφόρα του Μαγκανάρη. Το πρωί ήταν πιο εύκολο, γιατί ήταν κατηφόρα, και συνήθως τρώγαμε τραχανά για πρωινό.
Αφού συμφωνήσαμε όλοι να παίξουμε, αφήσαμε τις τσάντες κάτω από μια κουμπουλιά, δίπλα από το μαγαζί. Πήραμε πέτρες και τις βάλαμε για τέρματα, περιμένοντας τον Ορέστη να φέρει το τόπι. Ήρθε τρέχοντας, κρατώντας ένα σαρανταπεντάρι.
Είχαμε ήδη χωριστεί σε ομάδες και το παιχνίδι ξεκίνησε. Οι φωνές έδιναν και έπαιρναν:
– Έεελα! Δώσε πάσα!
Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση μεγάλωνε. Οι φωνές μας ακούγονταν σ’ όλο το χωριό:
– Γκολ! Το 'βαλα!
Βέβαια, δεν έλειπαν και οι εντάσεις:
– Όχι, δεν μπήκε!
– Πέρασε ξυστά απ’ το δοκάρι!
– Όχι, ήταν απ’ έξω!
Και μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία, σε μια φάση ο Ηλίας βρίσκει καλά στρωμένη τη μπάλα και ρίχνει ένα δυνατό σουτ. Η μπάλα καρφώνεται στο παράθυρο του παπά, σπάει το τζάμι και... μπαίνει μέσα στο σπίτι!
Ήταν μεσημέρι, ώρα που συνήθως ο παπάς κοιμόταν. Παγώσαμε.
– Πάει η μπάλα! Τι κάνουμε τώρα;
Ο παπάς βγαίνει έξω, έξαλλος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Άλλοι έφυγαν τρέχοντας, άλλοι κρύφτηκαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μπάλα πήγαινε στην αυλή του. Άλλες φορές προλαβαίναμε να την πάρουμε πριν βγει. Αν δεν προλαβαίναμε, την κρατούσε και μόνο μετά από παρακαλετά και υποσχέσεις μας την επέστρεφε.
Κάπου είχε αγανακτήσει με το παιχνίδι μας, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Βαγγέλης ήταν απ’ τους ήσυχους. Εκείνους που μιλούσαν λίγο, αλλά όταν το έκαναν, ακουγόταν σαν να είχε βαρύτητα. Εκείνο το απόγευμα, καθόταν με την πλάτη του στον κορμό της κουμπουλιάς, με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ το κεφάλι και κοίταζε τον ουρανό.
– Άμα του ζητούσαμε όλοι μαζί συγγνώμη; είπε τελικά. Ίσως να μην είναι αργά.
Ο Άλκης γέλασε, εκείνο το κοφτό γέλιο του που ακουγόταν πάντα σα μισό πείραγμα και μισό “δεν το πιστεύω”.
– Τι να την κάνουμε τη συγγνώμη, ρε Βαγγέλη; Τον έχουμε τρελάνει από το καλοκαίρι! Αν ήμουν στη θέση του, θα μας είχε δώσει όλους αφορισμό.
Ο Λάμπης, που μέχρι εκείνη την ώρα πελεκούσε με μια πέτρα τη σόλα του παπουτσιού του, σήκωσε το κεφάλι και είπε κάτι που δεν το περίμενε κανείς από τον Λάμπη:
– Δεν έχει άδικο ο Άλκης... Αλλά κι ο παπάς, μόνος του είναι. Ούτε παιδιά, ούτε γέλια. Ίσως τελικά του λείπαμε... με τον δικό του τρόπο.
Κι ο Χρήστος, που πάντα άργησε να μπει στις κουβέντες, αλλά όταν το έκανε, μιλούσε σα να έγραφε γράμμα στον εαυτό του, συμπλήρωσε ήρεμα:
– Άλλο να σου λείπουν τα παιδιά. Κι άλλο να σου σπάνε το τζάμι.
Σκάσαμε στα γέλια όλοι. Έτσι, χωρίς λόγο. Ή μάλλον με λόγο. Γιατί ήταν η πρώτη στιγμή που νιώθαμε όλοι, χωρίς να το λέμε, ότι κάτι μέσα μας γινόταν πιο ώριμο — αλλά και πιο τρυφερό. Δεν είχαμε πια ανάγκη το παιχνίδι για να νιώθουμε δεμένοι. Είχαμε γίνει, χωρίς να το καταλάβουμε, κάτι περισσότερο από ομάδα: είχαμε γίνει παρέα με μνήμη.
Ο Λάκης, που συνήθως δεν μιλούσε πολύ, είπε ήρεμα:
– Άλλο να σου λείπουν τα παιδιά, κι άλλο να σου σπάνε το τζάμι.
Μας έπιασε γέλιο. Όλοι μαζί, χωρίς λόγο. Ή μάλλον... για όλους τους λόγους. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που δεν χρειάζονται κουβέντες. Ήμασταν απλώς όλοι εκεί. Μαζί.
Ο Βασίλης σηκώθηκε πρώτος.
– Πάμε, είπε. Όχι για παιχνίδι. Για να τον δούμε. Κι αν δεν ανοίξει, δεν πειράζει. Να ξέρει μόνο πως περάσαμε.
Κι έτσι ξεκινήσαμε. Ήσυχα, χωρίς πολλά. Ο δρόμος για το σπίτι του παπά μάς φάνηκε πιο μακρύς απ’ ό,τι συνήθως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγραφούνε.