Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Η Επιστροφή της Πίστης




 Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου πίσω από το Ζιμόρι ανέβαιναν προς τον ουρανό, χαρίζοντας λάμψη. Τα πάντα γύρω είχαν πάρει μορφή. Ηρεμία και γαλήνη κυριαρχούσε παντού. Ήταν τόσο όμορφα αυτό το πρωινό. Η Μεγαλόχαρη έφερε αυτό που ποθούσαν. Τα πουλιά κελαϊδούσαν γεμίζοντας τις ψυχές των ανθρώπων. Ένα απαλό αεράκι χάιδευε τα πρόσωπα, σαν να ήταν το χέρι της Μεγαλόχαρης. Απ' τον Κάρπενο ανέβαιναν σύννεφα με τις ακτίνες να πέφτουν και να λάμπουν. Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα και μαγικά. Ήταν η αρχή…

Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν. Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90 άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό, που η μόνη εικόνα που θυμούνται ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους. Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού. Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία, ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.

Μα τώρα, καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια, κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα που μόλις γνώρισε. Άκουγαν λόγια που δεν καταλάβαιναν όλα, μα κάτι μέσα τους ανασάλευε σαν να τα ήξεραν από πριν, από μια άλλη ζωή.

Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι και τους έδειχνε: Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού. Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου. Μην βιάζεσαι. Με την καρδιά.

Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι, χωρίς να ντρέπονται. Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια, μα τώρα ήξεραν και γιατί. Και τα παιδιά, εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό, ρώταγαν:

Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;

Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις. Ήταν βλέμματα, ήταν χάδια, ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».

Οι πρώτες ακτίνες, πίσω απ’ το Ζιμόρι,
ανέβαιναν δειλά, σαν προσευχή στον ουρανό.
Χρυσόφωτη λάμψη απλωνόταν στη γη,
και τα πράγματα έπαιρναν μορφή
σαν να ξυπνούσαν απ’ το όνειρο.

Σιωπή γεμάτη νόημα.
Η γαλήνη απλωνόταν,
σαν πέπλο της Μεγαλόχαρης.
Όμορφο το πρωινό, αλλιώτικο
ευλογημένο.

Τα πουλιά κελαηδούσαν,
όχι για τον κόσμο,
μα για τις ψυχές των ανθρώπων.
Κι ένα αεράκι γλυκό
χάιδευε τα πρόσωπα,
όπως το χέρι της Παναγιάς
στις μέρες της προσμονής.

Απ’ τον Κάρπενο,
σύννεφα ταξίδευαν αργά,
κι οι ακτίνες τούς χάριζαν φως
λάμψη μέσα στη σιγή.

Ήταν η αρχή.
Και τίποτα δεν ήταν μικρό.

Κάποιος έσφιγγε το κομποσχοίνι του
δίχως να το καταλαβαίνει
όχι από φόβο,
μα γιατί το φως τού ’φέρνε μνήμες.
Εκείνες τις παλιές,
που έρχονται δίχως θόρυβο,
όπως έρχεται κι η ευλογία.

Τα σπίτια είχαν ακόμη τη δροσιά της νύχτας
στις πέτρες τους,
και οι αυλές μύριζαν γιασεμί.
Μια γριά καθισμένη στη γωνιά
κοιτούσε προς το βουνό
και στα μάτια της έλαμπε
μια ιστορία που δεν ειπώθηκε ποτέ.

Οι καμπάνες δεν είχαν χτυπήσει ακόμη,
μα μέσα στους ανθρώπους
ένας ήχος αντηχούσε
σαν κάλεσμα που δεν προφέρεται με λέξεις.

Η μέρα δεν είχε πάρει ακόμα την τροπή της.
Κι όμως, όλα είχαν ήδη γραφτεί
στο φως, στο αεράκι,
στις σκιές που άλλαζαν θέση
χωρίς να βιάζονται.

Και τότε, κάπου μακριά,
ένα παιδί γέλασε.
Ήταν το πρώτο γέλιο της μέρας.
Και μέσα του
χώρεσε ολόκληρη η ζωή.

Και κάπου πιο πέρα,
μες στη σιγαλιά της πέτρας
και των κλειστών παραθύρων,
ένα κερί άναψε.
Όχι για να φανεί
αλλά για να θυμίσει.

Ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής,
ύστερα από δεκαετίες
που δεν επιτρεπόταν ούτε στα μάτια
να στραφούν προς τον ουρανό,
η προσευχή ξαναβρήκε τον δρόμο της.

Η Αλβανία του Χότζα
δεν ήταν πια η ίδια.
Η πίστη, κάποτε απαγορευμένη,
σαν παράνομο μυστικό ανάμεσα σε τοίχους,
σήμερα άνοιγε παράθυρο στον ήλιο.

Οι παλιές εικόνες,
θαμμένες σε πατάρια και κάτω από σανίδια,
ξεθάβονταν με χέρια που έτρεμαν,
μα δεν δίσταζαν.
Η Μεγαλόχαρη,
που άλλοτε ψιθυριζόταν μόνο 

 στα κρυφά και σκοτεινά,
ξαναπήρε θέση σε κάθε τοίχο
όχι μόνο στο σπίτι,
μα και στην καρδιά.

Τα σταυρουδάκια βγήκαν απ’ τα σεντούκια.
Τα παιδιά ρωτούσαν.
Οι γέροντες χαμογελούσαν.

Μια γυναίκα στάθηκε μπροστά στην εκκλησία
που κάποτε ήταν στάβλος.
Στα μάτια της καθρεφτιζόταν ο ουρανός
και στα χείλη της
μία λέξη:

Ήρθε ο καιρός.

Ήταν η κυρά-Τάσσω.
Μεγάλωσε με την εικόνα κρυμμένη κάτω απ’ τη σανίδα της κουζίνας.
Μάθαινε στα εγγόνια της να κάνουν το σταυρό
όπως οι παλιοί αντάρτες κρυβόντουσαν στα βουνά
μυστικά, στα σκοτεινά,
με μάτια που κοίταζαν πίσω απ’ τις κουρτίνες.

Κάθε Πάσχα,
έβαφε αυγά με βότανα και σιωπή.
Γιατί, γιαγιά;
Έτσι, παιδί μου. Για το καλό, κοίτα μην σου ξεφύγει τίποτα;

Και τώρα
τώρα που δεν κινδυνεύεις πια να σε στείλουν εξορία
επειδή άναψες κερί,
πήρε την παλιά εικόνα
με τα άχυρα ακόμα κολλημένα πίσω,
την σκούπισε με το ποδόγυρό της
και την έβαλε στο εικονοστάσι,
που ήταν πάντα εκεί.
Αόρατο, μα ζωντανό.

Έπειτα,
πήγε στην εκκλησία.
Εκείνη που είχαν κάνει αποθήκη.
Τώρα μοσχοβολούσε λιβάνι.

Ο παπάς νέος, με γένι,
με φωνή που έτρεμε
έψελνε δειλά.
Μα μέσα απ’ τα λόγια του
έβγαιναν δεκαετίες καταπίεσης,
συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν,
και πίστη που δεν έσβησε ποτέ.

Οι γυναίκες δάκρυζαν.
Οι άντρες στέκονταν ίσια,
όπως παλιά στις δοξολογίες.

Η κυρά-Τάσσω δεν είπε τίποτα.
Μόνο κάθισε στο παλιό της στασίδι
κι έσφιξε το κομποσχοίνι.

Στον κόμπο τον εκατοστό
είπε το όνομα του πατέρα της,
στον εκατόν πρώτο
το όνομα του άντρα της,
στον εκατόν δεύτερο
έκλαψε.

Μα ήταν πια ελεύθερο το δάκρυ.

Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν.
Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90
άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό,
που η μόνη εικόνα που θυμούνται
ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους.


Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού.
Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία,
ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί
και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.

Μα τώρα,
καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια,
κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα
που μόλις γνώρισε.
Άκουγαν λόγια που δεν τα καταλάβαιναν όλα,
μα κάτι μέσα τους ανασάλευε
σαν να τα ήξεραν από πριν,
από μια άλλη ζωή.

Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι
και τους έδειχνε:
«Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού.
Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου.
Μην βιάζεσαι.
Με την καρδιά.»

Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι,
χωρίς να ντρέπονται.
Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια,
μα τώρα ήξεραν και γιατί.
Και τα παιδιά,
εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό,
ρώταγαν:

Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;

Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις.
Ήταν βλέμματα,
ήταν χάδια,
ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».

Ο Νικόδημος γεννήθηκε το 1969,αβαπτιστος
σε μια χώρα που είχε ήδη ξεχάσει πώς προσεύχεται.
Ο πατέρας του ήταν εργάτης,
η μάνα του δασκάλα.
Ούτε εικόνες στο σπίτι,
ούτε σταυροί στον λαιμό.
Μόνο σφυροδρέπανα στους τοίχους
και συνθήματα για έναν ουρανό χωρίς Θεό.

Και όμως, από παιδί
ένιωθε πως κάτι έλειπε.
Όχι σαν έλλειψη,
μα σαν σκιά
σαν ήχος που δεν τον ακούς,
μα καταλαβαίνεις ότι υπάρχει.

Όταν η χώρα άνοιξε ξανά τις πόρτες της στην πίστη,
ο Ιωνας ήταν ήδη άντρας.
Είχε γυναίκα, παιδί, και μια ζωή τακτοποιημένη.
Μα η ψυχή του
ατάκτως ερριμμένη.

Πήγε μια μέρα στην εκκλησία,
χωρίς να ξέρει γιατί.
Ίσως τον τράβηξε η καμπάνα.
Ίσως η μυρωδιά του κεριού
που τον πήγε πίσω, σε κάτι που δεν έζησε.
Ίσως το βλέμμα μιας γριάς
που κρατούσε το κομποσχοίνι σαν πυξίδα.

Στάθηκε στην πόρτα.
Δεν μπήκε.
Κοίταζε.

Και τότε
είδε ένα παιδί να κάνει τον σταυρό του.
Άτσαλα.
Μπερδεμένα.

Και σκέφτηκε:
Αυτό το παιδί ξέρει περισσότερο από μένα.
Κι εγώ είμαι ο πατέρας του.

Μπήκε σιγά σιγά.
Έκατσε πίσω πίσω.
Και όταν ο ιερέας ψιθύρισε «Ειρήνη πάσι»,
ο Ιωνας ένιωσε να τον αφορά.

Για πρώτη φορά στη ζωή του
δεν ένιωσε μόνος.

Ο πατήρ Αναστάσιος δεν γεννήθηκε παπάς.
Ούτε παιδί ιερέα ήταν.
Γεννήθηκε κι αυτός μέσα στη σιγή,
το 1969, δύο χρόνια μετά τη μεγάλη απαγόρευση.

Η γιαγιά του
του μάθαινε το «Πάτερ Ημών»
σαν παραμύθι.
Χαμηλόφωνα,
ανάμεσα στο μεσημεριανό υπνο και το πλύσιμο των  ρούχων.
«Μην το πεις στο σχολείο, παιδί μου.
Είναι μυστικό.»

Κι αυτό το μυστικό,
αντί να τον πνίξει,
τον ρίζωσε.
Έφυγε,

 λιποτάκτησε από το καθεστώς,

 και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη.
Έμαθε θεολογία δίχως να ξέρει αν ποτέ
θα λειτουργήσει στην πατρίδα του.
Μα ήλπιζε.

Κι όταν το καθεστώς έπεσε,
δεν γύρισε αμέσως.
Περίμενε.

Ήθελε να γυρίσει
όχι μόνο ως ιερέας,
αλλά ως θεραπευτής μιας πληγής.
Όχι για να θυμίσει ποιος είναι ο Θεός,
αλλά για να σταθεί δίπλα σ’ εκείνους
που δεν τον γνώρισαν ποτέ.

Η πρώτη του λειτουργία
έγινε σε μια εκκλησία μισογκρεμισμένη.
Τα τζάμια έλειπαν,
οι εικόνες είχαν γίνει στάχτη.
Μα μέσα στους τοίχους
υπήρχε ακόμα σιωπή.
Και η σιωπή αυτή ήταν ιερή.



Ο Ιωνας ήταν εκεί.
Και η γιαγιά Τάσσω.
Και ένα παιδί με μάτια γεμάτα ερωτήσεις.

Ο πατήρ Αναστάσιος στάθηκε στο ιερό,
έκανε τον σταυρό του
και είπε σιγανά,
με φωνή που έτρεμε:

Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…


Κανείς δεν κοινώνησε εκείνη τη μέρα.
Κανείς δεν τόλμησε.
Μα όλοι ένιωσαν,
για πρώτη φορά ίσως,
πως η ψυχή τους στεκόταν όρθια.

Ο πατήρ Αναστάσιος δεν έλεγε πολλά.
Μιλούσε με τα μάτια,
με τις πράξεις,
με μια καλοσύνη που δεν φώναζε,
μόνο ακουμπούσε σιγά στο βάθος.

Τον έβλεπες κάθε πρωί
να ανοίγει την παλιά εκκλησία,
να σκουπίζει τις σκόνες του καιρού
και να στήνει ένα τραπεζάκι
με λίγο καφέ και δυο καρέκλες απ’ το καφενείο.

Δεν έκανε κατήχηση
έκανε κουβέντα.
Όποιος περνούσε,
καθόταν λίγο.
Για να ξεκουραστεί, έλεγαν.
Μα η ψυχή ήξερε καλύτερα.

Έτσι γνώρισε και τον Ιωνας.
Ο Ιωνας ερχόταν κάθε μέρα λίγο πιο κοντά.
Πρώτα στάθηκε απ’ έξω,
μετά στον νάρθηκα,
και ύστερα στο παγκάρι δίπλα, όχι μπροστά.

Ο ιερέας δεν τον πίεσε ποτέ.
Μια μέρα μόνο του είπε:

Η πίστη δεν ζητάει βεβαιότητα.
Μόνο αλήθεια.
Κι η αλήθεια σου αρκεί.
Όπως είσαι.

Ο Ιωνας τον κοίταξε σαν να άκουγε τον πατέρα του.
Από εκείνη τη μέρα,
κάθε Σάββατο, ερχόταν και βοηθούσε.
Άναβε κεριά,
έφερνε λουλούδια,
κάποιες φορές έφερνε και το παιδί του.

Ο πατήρ Αναστάσιος έπιανε το παιδί από τον ώμο
και του έλεγε ιστορίες
όχι μόνο για αγίους,
αλλά και για ανθρώπους σαν τον παππού του,
που έσκαβε και μες στο χώμα φύλαγε το σταυρό του.

Κι έτσι,
μέσα απ’ τον Ιωνα,
ξαναγύριζε μια γενιά στην πίστη.
Όχι με φωνές και νουθεσίες,
αλλά με αγάπη.
Με συντροφιά.
Με ανάσες ειλικρινείς.

Ήταν Κυριακή της Ανάστασης.
Μα για το χωριό,
ήταν Ανάσταση με κάθε έννοια.

Η παλιά εκκλησία της Παναγιάς
χτισμένη περίπου τον 11ο αιώνα,
με πέτρα λαξευμένη απ’ τα χέρια των προγόνων
είχε γίνει στάβλος στα χρόνια της σιωπής.

Εκεί που κάποτε ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη»,
είχαν δεθεί αγελάδες.
Οι τοιχογραφίες είχαν καλυφθεί με ασβέστη.
Το ιερό, χωρίς Άγιο Τραπέζι,
είχε γίνει αποθήκη σανού.

Κι όμως
η πέτρα θυμάται.

Με κόπο, με ιδρώτα,
με χέρια απλών ανθρώπων και λίγα λεφτά από δω κι από κει,
το καθάρισαν.
Σήκωσαν σιγά σιγά την Αγία Τράπεζα,
βρήκαν υπολείμματα από την παλιά εικόνα,
κι ο πατήρ Αναστάσιος έστησε το πρώτο κερί
στο σημείο όπου επί δεκαετίες υπήρχε μονάχα σκοτάδι.

Εκείνη τη μέρα,
ήρθε όλο το χωριό.
Άλλοι από πίστη,
άλλοι από περιέργεια,
μα όλοι με καρδιά που χτυπούσε.

Ο Ιωνας έφερε τα παιδιά του.
Η κυρά-Τασσω φόρεσε το μαύρο της μαντήλι
κι έσφιγγε το κομποσχοίνι μέχρι να ματώσει το δάχτυλο.

Όταν χτύπησε η καμπάνα
όλοι σιώπησαν.

Ο πατήρ Αναστάσιος μπήκε από το Ιερό,
κρατώντας το Άγιο Φως,
και ψιθύρισε:

«Δεύτε λάβετε φως...»

Τα κεριά άναψαν.
Μέσα σε δευτερόλεπτα,
το ερειπωμένο κτίσμα φώτισε
μα όχι απ’ τη φλόγα.
Απ’ την πίστη που είχε κρυφτεί
και τώρα επέστρεφε.

Ο ιερέας δάκρυσε.
Δεν το ’κρυψε.

Πόσα χρόνια...
Πόσα χρόνια να περιμένει ένας τόπος,
για να του ξαναμιλήσει ο Θεός;

Κανείς δεν απάντησε.
Μα όλοι ήξεραν την απάντηση.

Όσα χρειάζονται.
Μα όχι ένα παραπάνω.


Ο κομματάρχης, η μικρή εξουσία που έγινε μεγάλη πληγή

 Ιωνας 12/4/2025

Από την Αλβανία του Χότζα στην Ελλάδα του σήμερα

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Αλλά συχνά μεταμφιέζεται.
Όσα πιστέψαμε πως αφήσαμε πίσω μας  την καταπίεση, τον έλεγχο, τον φόβο  επιστρέφουν, με νέα πρόσωπα, πιο εκλεπτυσμένα μέσα, πιο ήπιο προσωπείο. 

Στις πρώην κομμουνιστικές κοινωνίες, η μετάβαση στη δημοκρατία και την αγορά δεν συνοδεύτηκε πάντα από μετάβαση στην ελευθερία. Και στις πρώην δημοκρατίες, η ελευθερία κατέληξε συχνά να είναι υπόθεση των λίγων.

Ο κομματάρχης, τοπικός εκφραστής της απόλυτης εξουσίας στην Αλβανία του Χότζα, είναι μια φιγούρα που δεν πρέπει να τη δούμε απλώς σαν ιστορικό απολίθωμα, αλλά σαν μηχανισμό εξουσίας που μεταλλάσσεται και επιβιώνει ακόμα. Όχι πια μόνο στον βορρά  αλλά και στο δικό μας σπίτι.

Ο κομματάρχης ως σύμβολο ελέγχου.

Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα, ο κομματάρχης ήταν το πρόσωπο του καθεστώτος μέσα στην τοπική κοινωνία.
Είχε τη δύναμη να σε ανεβάσει ή να σε εξαφανίσει. 

Έκρινε ποιος θα σπουδάσει, ποιος θα δουλέψει, ποιος θα έχει καθαρή βιογραφία. 

Οι άνθρωποι τον έτρεμαν περισσότερο από τον ίδιο τον νόμο. Το χωριό δεν είχε άλλον θεό. Μόνο αυτόν.

Η καθημερινή ζωή ήταν ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης μέσα από τη σιωπή. Τα «σακούλια» με τρόφιμα και πεσκέσια δεν ήταν προσφορές ευγνωμοσύνης, αλλά εισιτήρια ελπίδας. Η φτώχεια ήταν οργανωμένο εργαλείο εξουσίας. Κι όσο πιο αμόρφωτος ήταν ο πολίτης, τόσο πιο ακίνδυνος ήταν για το καθεστώς.

Αυτή η λειτουργία εξουσίας ο απόλυτος έλεγχος των πόρων, της πληροφορίας και της δυνατότητας του άλλου να ζήσει είναι το θεμέλιο κάθε αυταρχικού μοντέλου. Και, όπως αποδεικνύεται, δεν χρειάζεται ιδεολογική στολή για να επιβιώσει.

Από τον κομματάρχη του κομμουνιστικού  κόμματος στον κομματάρχη της αγοράς

Στην Ελλάδα του 2025, δεν έχουμε κομματάρχες με εξουσιοδοτήσεις από το μπιρό. Έχουμε όμως βουλευτές και δημάρχους που λειτουργούν με την ίδια λογική. Το πελατειακό κράτος, η διαφθορά, η διαπλοκή και η συγκάλυψη δεν είναι απόνερα κάποιου παλιού καθεστώτος. Είναι η κανονικότητα. Και η κανονικότητα αυτή αναπαράγεται, όχι μέσα από τη βία, αλλά μέσα από την ανοχή.

Η εξουσία σήμερα δεν χρειάζεται να σε εξορίσει. Αρκεί να μην σε προσλάβει.
Δεν χρειάζεται να σε φυλακίσει. Αρκεί να μην σε ακούσει.
Δεν χρειάζεται να σε φιμώσει. Αρκεί να σε αγνοήσει.

Όπως τότε, έτσι και τώρα, η εξουσία δεν θέλει πολίτες με φωνή. Θέλει πελάτες με ανάγκες.
Άνθρωποι που χρωστάνε χάρες. Που σιωπούν για να μην «χαλάσουν σχέσεις».
Που περιμένουν έναν γνωστό, μια θέση, ένα τηλέφωνο.

Στις δημόσιες προσλήψεις, χιλιάδες νέοι με πτυχία και προσόντα αποκλείονται γιατί δεν έχουν άκρες. Διαγωνισμοί με κομμένα και ραμμένα κριτήρια, ώστε να ευνοούνται οι σωστοί.  Αξιοκρατία μόνο στη θεωρία.

Στη δικαιοσύνη, υποθέσεις που αφορούν πολιτικά πρόσωπα ή ισχυρούς επιχειρηματίες θάβονται για χρόνια. Ο απλός πολίτης που θα διεκδικήσει το δίκιο του θα βρεθεί αντιμέτωπος με τοίχους, έξοδα και καθυστερήσεις.

Στην τοπική αυτοδιοίκηση, αναθέσεις και έργα μοιράζονται ανάλογα με τις πολιτικές σχέσεις, όχι με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Δημόσιοι πόροι γίνονται εργαλείο αναπαραγωγής της τοπικής μικροεξουσίας.

Στο πανεπιστήμιο, φοιτητές που δεν έχουν πλάτες μένουν έξω από μεταπτυχιακά και προγράμματα. Και νέοι επιστήμονες εργάζονται με επισφαλείς συμβάσεις, ελπίζοντας σε μια ευκαιρία που αργεί να έρθει.

Το σύστημα αλλάζει πρόσωπα, όχι συνείδηση

Το πιο ανησυχητικό είναι πως αυτή η πραγματικότητα δεν προκαλεί πια οργή.
Προκαλεί… συνήθεια.
Οι πολίτες μαθαίνουν να ζουν με το «έτσι είναι», με το «εγώ δεν μπορώ να το αλλάξω».
Έτσι, ο κομματάρχης δεν χρειάζεται πια να επιβάλει τον εαυτό του.
Τον κουβαλάμε μόνοι μας.

Αυτή η εσωτερικευμένη εξάρτηση – η ιδέα πως για να πετύχεις πρέπει να έχεις πλάτες – είναι το θεμέλιο κάθε στρεβλής κοινωνίας.
Και όσο το δεχόμαστε, όσο το αναπαράγουμε, τόσο πιο μακρινή γίνεται κάθε ιδέα ουσιαστικής Δημοκρατίας.

Ο κομματάρχης δεν πέθανε.
Απλώς άλλαξε ρόλο.
Σήμερα κρατά tablet αντί για φάκελο. Μιλάει για καινοτομία, για ανάπτυξη, για μεταρρυθμίσεις αλλά στο παρασκήνιο λειτουργεί με την ίδια λογική, έλεγχος, εξάρτηση, επιβίωση μέσα από σιωπή.

Η ευθύνη, όμως, δεν βαραίνει μόνο την εξουσία. Βαραίνει και την κοινωνία.
Γιατί η πιο σκληρή μορφή εξουσίας είναι εκείνη που ο πολίτης δεν την πολεμά, αλλά τη θεωρεί φυσική.

Η ιστορία του κομματάρχη είτε στην Αλβανία του Χότζα είτε στην Ελλάδα του σήμερα  είναι μια ιστορία που δεν τελειώνει, αν δεν την τελειώσουμε εμείς.
Όχι μόνο με νόμους, όχι μόνο με πολιτικές αλλαγές,  αλλά με αλλαγή νοοτροπίας.

Και μέχρι να συμβεί αυτό, ο κομματάρχης θα συνεχίσει να κυβερνά ίσως όχι από πάνω,
αλλά από μέσα μας.

«Η Φούσσια, το Παράθυρο και η Σιωπή»







Ήταν αρχές Απριλίου. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Όπου κι αν γύριζες το βλέμμα, έβλεπες καταπράσινα τοπία. Τα ανθισμένα λουλούδια γέμιζαν την ψυχή με χρώματα και ευωδιές.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες χωρίς βροχή και η "φούσσια" είχε γεμίσει χορτάρι, μιας και είχαμε καιρό να παίξουμε. Ήταν λες και θα παίζαμε σ’ ένα γήπεδο σαν κι αυτά που βλέπαμε στην τηλεόραση.
Στην επιστροφή από το σχολείο, όλα τα παιδιά του χωριού ανεβαίναμε μαζί. Ήταν περίπου μία ώρα περπάτημα για να φτάσουμε στο χωριό. Ένα τσούρμο παιδιά, ανεβαίναμε την τελευταία ανηφόρα – στο Κολώκι – κι εκεί άρχιζε το χωριό. Το πρώτο κτίριο που συναντούσαμε ήταν τα γραφεία του κόμματος και το δημόσιο τηλέφωνο. Απέναντι, βρισκόταν το μοναδικό μαγαζί του χωριού, στη δυτική πλευρά μιας μεγάλης αλάνας που την είχαμε μετατρέψει σε γήπεδο.
Στην ανατολική πλευρά ήταν το σπίτι του παπά. Νότια περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού, ενώ στη βόρεια πλευρά υπήρχε ένα ακόμη σπίτι, λίγο πιο απομακρυσμένο.
Φτάνοντας μπροστά στη φούσσια, που είχε πρασινίσει από το χορτάρι, λέω στον Τέλη:
– Κοίτα! Είναι τέλεια! Πάμε να παίξουμε μπάλα;
Ο Τέλης απαντά χωρίς δισταγμό:
– Δεν έχουμε μπάλα.
Ο Ορέστης, που ήταν παραδίπλα, ακούει και πετιέται:
– Πάω εγώ να πάρω το τόπι από το σπίτι! Ποιος είναι για παιχνίδι;
Σχεδόν όλοι συμφώνησαν, παρόλο που μας έκοβε η λόρδα. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από τόσους μήνες χειμώνα, που μας δινόταν η ευκαιρία να παίξουμε στο δικό μας γήπεδο.
Η Λίνα φώναξε απορημένη:
– Μα νηστικοί όλη μέρα, θα πάτε να παίξετε μπάλα;
Η αλήθεια είναι ότι φεύγαμε από τις επτά το πρωί για το σχολείο στον Θεολόγο, και τελειώναμε στις 1:30 ή στις 2:00, ανάλογα την ημέρα. Μετά, ανεβαίναμε με τα πόδια την απότομη ανηφόρα του Μαγκανάρη. Το πρωί ήταν πιο εύκολο, γιατί ήταν κατηφόρα, και συνήθως τρώγαμε τραχανά για πρωινό.
Αφού συμφωνήσαμε όλοι να παίξουμε, αφήσαμε τις τσάντες κάτω από μια κουμπουλιά, δίπλα από το μαγαζί. Πήραμε πέτρες και τις βάλαμε για τέρματα, περιμένοντας τον Ορέστη να φέρει το τόπι. Ήρθε τρέχοντας, κρατώντας ένα σαρανταπεντάρι.
Είχαμε ήδη χωριστεί σε ομάδες και το παιχνίδι ξεκίνησε. Οι φωνές έδιναν και έπαιρναν:
– Έεελα! Δώσε πάσα!
Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση μεγάλωνε. Οι φωνές μας ακούγονταν σ’ όλο το χωριό:
– Γκολ! Το 'βαλα!
Βέβαια, δεν έλειπαν και οι εντάσεις:
– Όχι, δεν μπήκε!
– Πέρασε ξυστά απ’ το δοκάρι!
– Όχι, ήταν απ’ έξω!
Και μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία, σε μια φάση ο Ηλίας βρίσκει καλά στρωμένη τη μπάλα και ρίχνει ένα δυνατό σουτ. Η μπάλα καρφώνεται στο παράθυρο του παπά, σπάει το τζάμι και... μπαίνει μέσα στο σπίτι!
Ήταν μεσημέρι, ώρα που συνήθως ο παπάς κοιμόταν. Παγώσαμε.
– Πάει η μπάλα! Τι κάνουμε τώρα;
Ο παπάς βγαίνει έξω, έξαλλος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Άλλοι έφυγαν τρέχοντας, άλλοι κρύφτηκαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μπάλα πήγαινε στην αυλή του. Άλλες φορές προλαβαίναμε να την πάρουμε πριν βγει. Αν δεν προλαβαίναμε, την κρατούσε και μόνο μετά από παρακαλετά και υποσχέσεις μας την επέστρεφε.
Κάπου είχε αγανακτήσει με το παιχνίδι μας, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Βαγγέλης ήταν απ’ τους ήσυχους. Εκείνους που μιλούσαν λίγο, αλλά όταν το έκαναν, ακουγόταν σαν να είχε βαρύτητα. Εκείνο το απόγευμα, καθόταν με την πλάτη του στον κορμό της κουμπουλιάς, με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ το κεφάλι και κοίταζε τον ουρανό.
– Άμα του ζητούσαμε όλοι μαζί συγγνώμη; είπε τελικά. Ίσως να μην είναι αργά.
Ο Άλκης γέλασε, εκείνο το κοφτό γέλιο του που ακουγόταν πάντα σα μισό πείραγμα και μισό “δεν το πιστεύω”.
– Τι να την κάνουμε τη συγγνώμη, ρε Βαγγέλη; Τον έχουμε τρελάνει από το καλοκαίρι! Αν ήμουν στη θέση του, θα μας είχε δώσει όλους αφορισμό.
Ο Λάμπης, που μέχρι εκείνη την ώρα πελεκούσε με μια πέτρα τη σόλα του παπουτσιού του, σήκωσε το κεφάλι και είπε κάτι που δεν το περίμενε κανείς από τον Λάμπη:
– Δεν έχει άδικο ο Άλκης... Αλλά κι ο παπάς, μόνος του είναι. Ούτε παιδιά, ούτε γέλια. Ίσως τελικά του λείπαμε... με τον δικό του τρόπο.
Κι ο Χρήστος, που πάντα άργησε να μπει στις κουβέντες, αλλά όταν το έκανε, μιλούσε σα να έγραφε γράμμα στον εαυτό του, συμπλήρωσε ήρεμα:
– Άλλο να σου λείπουν τα παιδιά. Κι άλλο να σου σπάνε το τζάμι.
Σκάσαμε στα γέλια όλοι. Έτσι, χωρίς λόγο. Ή μάλλον με λόγο. Γιατί ήταν η πρώτη στιγμή που νιώθαμε όλοι, χωρίς να το λέμε, ότι κάτι μέσα μας γινόταν πιο ώριμο — αλλά και πιο τρυφερό. Δεν είχαμε πια ανάγκη το παιχνίδι για να νιώθουμε δεμένοι. Είχαμε γίνει, χωρίς να το καταλάβουμε, κάτι περισσότερο από ομάδα: είχαμε γίνει παρέα με μνήμη.
Ο Λάκης, που συνήθως δεν μιλούσε πολύ, είπε ήρεμα: – Άλλο να σου λείπουν τα παιδιά, κι άλλο να σου σπάνε το τζάμι.

Μας έπιασε γέλιο. Όλοι μαζί, χωρίς λόγο. Ή μάλλον... για όλους τους λόγους. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που δεν χρειάζονται κουβέντες. Ήμασταν απλώς όλοι εκεί. Μαζί.

Ο Βασίλης σηκώθηκε πρώτος. – Πάμε, είπε. Όχι για παιχνίδι. Για να τον δούμε. Κι αν δεν ανοίξει, δεν πειράζει. Να ξέρει μόνο πως περάσαμε.

Κι έτσι ξεκινήσαμε. Ήσυχα, χωρίς πολλά. Ο δρόμος για το σπίτι του παπά μάς φάνηκε πιο μακρύς απ’ ό,τι συνήθως.




Έθιμο του Ευαγγελισμού της περιοχής Θεολόγο η Ριζά.

 


Έθιμο του Ευαγγελισμού της περιοχής Θεολόγο η Ριζά.

Στον τόπο μας, στον Θεολόγο η Ριζά, η γιορτή του Ευαγγελισμού της Παναγίας είναι μια από τις πιο ζωντανές και αγαπημένες παραδόσεις. Η μέρα αυτή δεν είναι μόνο μια θρησκευτική γιορτή, αλλά και μια γιορτή που γεμίζει την καρδιά μας περηφάνια και ελπίδα.

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη πίστη, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήρθε στην Παρθένο Μαρία και της ανακοίνωσε το μεγαλύτερο μυστήριο: ότι με τη δύναμη του Υψίστου, θα γίνει μητέρα του Θεού, του Χριστού μας. Της είπε:

«Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου, ευλογημένη συ εν γυναιξί.»
Με αυτά τα λόγια η Μαρία θεωρήθηκε η πιο ευλογημένη γυναίκα από όλες.

Αυτή η μέρα έχει διπλή σημασία για τον ελληνισμό, γιατί ταυτίζεται με την εθνική μας εορτή, την 25η Μαρτίου. Είναι η μέρα που θυμόμαστε το ξεκίνημα της Επανάστασης του 1821, που απελευθέρωσε τον λαό μας μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς από τους Τούρκους. Γι’ αυτό και η χαρά είναι διπλή γιορτάζουμε και την πίστη και την ελευθερία.

Στον τόπο μας, η γιορτή αυτή έχει και ιδιαίτερα τοπικά έθιμα που διατηρούνται ζωντανά από γενιά σε γενιά. Την παραμονή και την ίδια μέρα, τα μικρά παιδιά παίρνουν κουδούνια και κυπριά, μικρά κουδούνια που κουδουνίζουν δυνατά. Βγαίνουν όλοι μαζί στους δρόμους του χωριού και χτυπούν τα κουδούνια με δύναμη από τα σοκάκια μέχρι τα μαντριά, από τις αυλές μέχρι τα κατώγια των σπιτιών.

Ο σκοπός αυτού του δυνατού κουδουνίσματος είναι να διώξει τα κακά πνεύματα και τα «ερπετά» που πιστεύουμε ότι φέρνουν κακοτυχία ή καταστροφή. Ταυτόχρονα, το κουδούνισμα είναι σαν να κυνηγάει μακριά τους Τούρκους κατακτητές που θέλαμε να φύγουν από τον τόπο μας.

Τα παιδιά τραγουδούν με φωνές καθαρές και χαρούμενες ένα παλιό τραγούδι:

«Φευγάστε φίδια και γουστέρια
έφτακαν τα καλοκαίρια.
Θα σας κόψουν τα κεφάλια,
θα τα βράσουν στα τσουκάλια.»

Το τραγούδι αυτό είναι γεμάτο νόημα και θυμίζει την επιθυμία μας για ελευθερία, για να διώξουμε μακριά τους κατακτητές και τα κακά που μας πλήγωσαν.

Εκτός από τα παιδιά, και οι νοικοκυρές του χωριού έχουν τα δικά τους έθιμα. Την ημέρα του Ευαγγελισμού δεν κάνουν δουλειές μέσα στο σπίτι. Αντίθετα, ζυμώνουν μικρές πίτες με πολύ προσοχή και μέσα σε κάθε πίτα βάζουν ένα νόμισμα κρυμμένο. Όποιος τυχερός βρει το νόμισμα στην πίτα, λέγεται ότι θα έχει τύχη και ευλογία όλη τη χρονιά.

Αυτά τα έθιμα είναι ο τρόπος που οι κάτοικοι του Θεολόγου η Ριζά εκφράζουν την πίστη τους, την αγάπη για τον τόπο και την ελπίδα τους για ένα καλύτερο μέλλον. Μέσα από τους ήχους των κουδουνιών, τα τραγούδια και τις πίτες, ζωντανεύει η παράδοση, η ιστορία και η ψυχή του λαού μας.

Αναδίφηση στην ιστορία τής Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου.

 

Αναδίφηση στην ιστορία τής Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου.





Σκαλίζοντας την ιστορία της Ιερά Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που βρίσκεται στην γενέθλια γης  Μάλτσιανη Βορείου Ηπείρου περιοχή Ριζών,
μένεις έκπληκτος από την πληθώρα των πληροφοριών που συναντάς.
Χώρος πίστης και λατρείας για αιώνες για εμάς τους Ριζιώτες, βοήθησε
να κρατήσουν κρυμμένη καλά την πίστη μέσα τους, στα κακοτράχαλα μέρη του ορεινού τοπίου των Ριζών.
Παράλληλα η Μονή είχε τεράστια προσφορά πέραν της πίστης και στα γράμματα καθώς λειτουργούσε ως σχολείο για την περιφέρεια των Ριζών.
Την πρώτη μαρτυρία για την λειτουργία της Μονής ως κρυφό σχολείο την συναντούμε στον Μαλτσιανίτη λογοτέχνη Σταυριανός Βηστιάρης 1540-1610, ό όποιος αναφέρει στο χειρόγραφο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1634 » Οι ανδραγαθίες του σεβαστού ανδριοτάτου Μιχαήλ Βοϊβοδά» ότι έμαθε γράμματα στο σχολείο της μονής.
Στο μοναστήρι σύμφωνα με της αναφορές υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη, βλέπε Μυστακίδη, (Φωνή Ηπείρου φυλ.452 9-11-1901)
Σπουδαίο είναι το έργο του Φιλήμωνος από τον Άγιο Ανδρέα, οποίος διηύθυνε τη μονή για πολλά έτη ως αρχιερατικός επίτροπος και ηγούμενος της μονής από το 1866-1890.
Τα σημαντικότερα έργα τής Μονής την εποχή του Φιλήμων ήταν η κατασκευή της πέτρινης γέφυρας του Μύλου το 1888, καθώς και το πρώτο επίσημο σχολείο «Κεντρικών της Ρίζης Σχολή» στο μύλο το Μάρτιο του1876.
Η Μονή σύμφωνα με τα κείμενα του Μυστακίδη, πιθανών ιδρύθηκε τον έκτο με έβδομο αιώνα μ.Χ, όμως σαφείς ενδείξεις για την ακριβές χρονολογία δεν υπάρχουν, μόνο αναφορές για την ίδρυση της.
Η μονή στο διάβα των αιώνων λειτουργούσε ως Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική, καθώς για αρκετά χρόνια και ως Επισκοπική έδρα, σε διάφορους περιόδους της λειτουργίας και ύπαρξής της.
Στο μοναστήρι υπήρχε ο κώδικας της μονής, παλιό χειρόγραφο με πολλές ιστορικές πληροφορίες για ολόκληρη την περιοχή της Ηπείρου ( Λ.Βρανούση. Χρονικά Ηπείρου σελ.173-180)
Σύμφωνα με την πληροφορία που έρχεται από τον Λ. Βρανούση όταν είχε διατελέσει ηγούμενος του μοναστηριού, ο Κύριλλος από το χωριό Λεσινίτσα, ο ίδιος ανήγγειλε ότι πήρε μαζί του το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο και επρόκειτο να το δημοσίευση.
Ο Κύριλλος είχε ταξιδέψει στο Ιάσιον της Μολδαβίας περίπου στα μέσα του 1800, παίρνοντας το μαζί του, δυστυχώς το χειρόγραφο έμεινε αδημοσίευτο έτσι χάθηκαν και τα ίχνη του χειρόγραφου της μονής, μαζί και η ιστορία αιώνων της μονής.

Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα οικοδομήθηκε το 1843, πριν ο ναός βρισκόταν στην τοποθεσία Γράβα και είχε καταστραφεί λόγο πυρκαγιάς, δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες για το θέμα αυτό.
Ο ναός της μονής οικοδομήθηκε  με την δαπάνη του εκ Βλαχίας Αρσενίου Ιερομονάχου.
Ηγούμενος την περίοδο εκείνη ήταν ο Καλλίνικος από το χωριό Κομμάτι.
Το μοναστήρι στο διάβα των αιώνων σύμφωνα με αναφορές που υπάρχουν καταστράφηκε από πυρκαγιά δυο φορές, η πρώτη ήταν το 1473 και η δεύτερη το 1843.

Ο Δροβιανίτης λόγιος Ν.Μυστακίδης που αναδίφησε παλιά έγραφα του μοναστηριού, από όσα είχαν διασωθεί από την πυρκαγιά, έχει δημοσίευση μία μελέτη στο περιοδικό των Πατριαρχείων ( Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος18 1898 σελ. 444& 482-484)
( βλέπε ) Β.Μπαράς Δέλβινο Βορείου…σελ.200-203

Το δημοσίευμα του Νικολάου Μυστακίδη με τίτλο » Θεσπρωτικά» – Ηγούμενοι χρηματίσαντες εν τη κατά την Μάλσιανην μονή τού Άγίου Αποστόλου και Έυαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.

Πιθανών να είναι και ο μοναδικός κατάλογος, με τους ηγούμενους της μονής που έχει δημοσιευτεί.Το δημοσίευμα αναφέρει όσα στοιχεία ήταν δυνατόν να αντλήσει από την βιβλιοθήκη της μονής, παρουσιάζοντας όλους τους ηγούμενους με χρονολογική σειρά, ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποιους που διοίκησαν την μονή, αφήνοντας το αποτύπωμα στην ιστορία της μονής και ολόκληρης της περιοχής.Τα πρώτα έτη υπάρχει ονομαστική αναφορά για τους ηγούμενους, το πρώτο όνομα σύμφωνα με την χρονολογική αναφορά το συναντούμε  1073  Ιερομόναχος Νικηφόρος.Ο ρόλος της μονής σπουδαίος για την περιοχή όχι μόνο στην διάδοση των γραμμάτων, αλλά και την μεγάλη βοήθεια που προσέφερε στους κατοίκους των Ριζών, την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το 1500 βοηθούσε φτωχούς και διατηρούσε υποτρόφους μέσα στη μονή.

Σύμφωνα με την αφήγηση του Α.Πετρίδη*, η Παναγίας στην Ρίππεση που γινόταν το μεγαλύτερο παραδοσιακό έμπορο πανηγύρι το Παζαρόπουλο, που συμμετείχαν τα χωριά των Ριζών και της Μουργκάνας, ήταν μετόχι του μοναστηριού.

Το μοναστήρι διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία, όχι μόνο στα γύρω χωριά, αλλά και σε πολλά χωριά της Ηπείρου, την Ρουμανία, και την Κωνσταντινούπολη.

*- Β.Μπαράς Το Δελβίνο Βορείου Ηπείρου και οι γειτονικές του περιοχές σελ.197.
*- Α.Πετρίδης Περί Δωδώνης
*- Χρονικά της μεσαιωνικής και τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, έκδ. Έταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών Ιωάννινα 1962 Λέανδρος Βρανούσης
*- Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος18 1898
*-Φωνή Ηπείρου φυλ.452 9-11-1901

Αιωνόβια δέντρα.

Πλάτανος



Τα Αιωνόβια Δέντρα στον Τόπο μας

Οι παλιότερες γενιές αντιμετώπιζαν τα αιωνόβια δέντρα με σεβασμό και δέος, συχνά από φόβο για πιθανές κατάρες σε περίπτωση που τα έκοβαν [1]. Ιδιαίτερα εκείνα που βρίσκονταν κοντά σε εκκλησίες ή ανήκαν σε μετόχια θεωρούνταν βακούφικα, δηλαδή αφιερωμένα στην Εκκλησία, και πίστευαν πως θα τους έπιανε κατάρα αν τα πείραζαν.

Τα αιωνόβια δέντρα σε κάθε τόπο αποτελούν σύμβολα σοφίας, μακροζωίας, ιερότητας, γενναιότητας και γαλήνης, κατέχοντας διαχρονικά ξεχωριστή θέση στον παραδοσιακό μας πολιτισμό. 

Είναι δέντρα που σεβάστηκε ο χρόνος και οι πρόγονοί μας – δέντρα που αποδεικνύουν την ανθεκτικότητα της φύσης μέσα στους αιώνες, πολλά από τα οποία συνδέονται με σημαντικά ιστορικά γεγονότα του τόπου. Έχουμε υποχρέωση και ευθύνη να τα προστατεύσουμε και να τα διατηρήσουμε ως ζωντανά στοιχεία της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Πρόκειται για ζωντανούς μάρτυρες της ιστορίας και του τοπίου – δέντρα που “είδαν” και “άκουσαν” πολλά, που έγιναν σιωπηλοί μάρτυρες των παραπόνων και των αγωνιών μας, άκουσαν τις καμπάνες να ηχούν για χαρές και λύπες. Συνδέονται με μοναδικές ιστορίες και μύθους που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.


Τα Δέντρα της Μάλτσιανης Ριζών

Ο τόπος μας είναι ένας αληθινός θησαυρός φύσης, πλούσιος σε βιοποικιλότητα, γεμάτος δέντρα, φυτά και αρωματικά βότανα που ευδοκιμούν στον ευλογημένο αυτόν τόπο. Ανάμεσα στις ρίζες του παρελθόντος και στη ζωντάνια του παρόντος, ξεχωρίζουν τρία αιωνόβια δέντρα που σημάδεψαν τη ζωή του χωριού μας: οι περήφανες βελανιδιές, τα σκιερά πλατάνια και οι ευλογημένες ελιές. Κάθε ένα τους κουβαλά ιστορίες, αναμνήσεις και σοφία αιώνων, ριζωμένα βαθιά στη γη αλλά και στις καρδιές των ανθρώπων.


Πλατάνια

Στην ελληνική μυθολογία, η Πλάτανος ήταν κόρη του Ποσειδώνα και αδελφή των γιγάντων Αλωάδων. Όταν τα αδέλφια της πέθαναν, από τη θλίψη της μεταμορφώθηκε σε δέντρο. Από τον πατέρα της κληρονόμησε την αγάπη για το υγρό στοιχείο, γι’ αυτό και φυτρώνει πάντα κοντά στο νερό· από τα αδέρφια της, πήρε το γιγάντιο ανάστημα.

Αναφορές για τον πλάτανο έχουμε ήδη από την Ομηρική εποχή. Στη Μάλτσιανη, σημείο αναφοράς αποτελεί ο πλάτανος στο κέντρο του χωριού, δίπλα από την πηγή της Μαργάρος. Επίσης, σημαντικά πλατάνια υπάρχουν στο Ριζοράδη, στην Πλασιά και, παλαιότερα, στον λάκκο της Γρούζας – τα τελευταία κόπηκαν την εποχή του καθεστώτος για τη δημιουργία ασβεσταριών.


Ελιά – Το Δώρο της Αθηνάς

Η ελιά είναι από τα πιο ιερά δέντρα της αρχαιότητας, υπό την προστασία της θεάς Αθηνάς. Σύμφωνα με τον μύθο, η Αθηνά χάρισε στους Αθηναίους την πρώτη ελιά του κόσμου, που φύτρωσε εκεί όπου χτύπησε το δόρυ της, νικώντας τον Ποσειδώνα στη διεκδίκηση της πόλης.

Η ελιά υπήρξε αναντικατάστατη για τη διατροφή, τη θέρμανση, την υγεία, την κατασκευή σκευών και επίπλων. Από τότε, τα ελαιόδεντρα γύρω από την Αθήνα θεωρούνταν ιερά, και η βεβήλωσή τους τιμωρούνταν με εξοστρακισμό ή και θάνατο.

Στον τόπο μας, η ελιά έχει θρέψει γενιές ολόκληρες. Αιωνόβιες ελιές βρίσκονται σε όλα τα χωριά των Ριζών, ενώ στη Μάλτσιανη εντοπίζονται κυρίως στα τοπωνύμια Περιβόλια, Βίτσα και Παναγία – δίπλα στο Κεφαλόβρυσο.


Βελανιδιά – Η Δρυς του Δία

Η βελανιδιά, ή αλλιώς δρυς, είναι από τα πιο ιερά δέντρα των αρχαίων Ελλήνων, αφιερωμένη στον Δία, θεό του κεραυνού. Η ανθεκτικότητά της στους κεραυνούς πιθανόν την κατέστησε σύμβολο και ιερό δέντρο του θεού [2].

Στη Δωδώνη, στο αρχαιότερο μαντείο του κόσμου, οι ιέρειες ερμήνευαν τα μηνύματα του θεού μέσω του θροΐσματος των φύλλων μιας ιερής δρυός. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δύο ιέρειες από τις Θήβες της Αιγύπτου, πουλήθηκαν ως δούλες – η μία ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνος Διός στην όαση Σίουα και η άλλη το μαντείο του Δωδωναίου Δία, κάτω από μια βελανιδιά που φύτρωσε μόνη της [2].

Στη Μάλτσιανη, οι βελανιδιές είναι παρούσες εδώ και αιώνες. Τοπωνύμια με την ονομασία "Βαλανιδιές" επιβεβαιώνουν την παρουσία τους. Η μεγαλύτερη βελανιδιά βρίσκεται σήμερα κάτω από τον δρόμο κοντά στο Μαγκανάρη.


Τα Δέντρα στη Λαϊκή Παράδοση

Τα αιωνόβια δέντρα έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους και στα δημοτικά τραγούδια(3), καθώς και στις παροιμίες:

Παροιμίες για τον πλάτανο:

1-Ίσκιο πο'χεις πλάτανε, να πείνα που δε χορταίνεις.

2-Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αέρα.

3-Όπου πλάτανος, εκεί και νερό.

4-Σαν δεις πλάτανο και βάτο, τρέχει το νερό από κάτω.

5-Χαιρέτα μου τον πλάτανο. (Ειρωνικά, για υποσχέσεις αδύνατες να πραγματοποιηθούν.)


Τα αιωνόβια δέντρα είναι ζωντανοί φρουροί της φύσης και της ιστορίας μας. Η διατήρησή τους δεν είναι μόνο υποχρέωση – είναι πράξη σεβασμού προς το παρελθόν και προσφορά στο μέλλον. Οι τοπικές κοινωνίες καλούνται να συμβάλλουν στην ανάδειξη και συντήρησή τους, ώστε να συνεχίσουν να αποτελούν πόλο ιστορικής και πολιτισμικής έλξης.


Βιβλιογραφία

1-Γρήγορη Κατσαλίδα – Η περιοχή Θεολόγου Αγίων Σαράντα, 1994

2-Παναγιώτης Μπάρκας – Τα ταξίδια της φηγού, εκδ. Ελίκρανον, 2016

3-Γιώργος Παναγιώτου – Δεν είμαστε κι εμείς Ρωμιοί, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1994

Πηγές της Μάλτσιανης Θεολόγου

 

Πηγές της Μάλτσιανης Θεολόγου 

Ιωνας 6 Μαρτίου 2017

Είναι πολλά εκείνα που αξίζουν τον κόπο για να επισκεφτεί κάποιος την Μάλτσιανη, όπως τη Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (που ιδρύθηκε περίπου τον 6ο μ.Χ. αιώνα), τον Ιερό Ναό Κοίμησης Θεοτόκου στο κέντρο της Μάλτσιανης (μία από τις πιο παλιές εκκλησίες, πιθανόν του 1100), το αρχαίο κάστρο Ελίκρανον στον Αελιά, τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου στους Βουρλάτες, και πολλά ακόμη που αξίζουν να τα γνωρίσουμε.

Αρχαία τοίχοι στον Αελιά (Ελίκρανον)

Πέραν αυτών, υπάρχει και το φυσικό κάλλος: τα τοπία με τα γάργαρα νερά και η πληθώρα πηγών του χωριού με πεντακάθαρα νερά. Έτσι, θεώρησα χρήσιμο να καταγράψω τις πηγές του χωριού.

Μορφολογία του εδάφους

Η μορφολογία του εδάφους στο μεγαλύτερο μέρος του οικισμού είναι αργιλώδης, εκτός από τις περιοχές Παπουτσιάτες και Παππαδάτες, όπου το έδαφος είναι κοκκινόχωμα. Η ιδιαιτερότητα της Μάλτσιανης, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, είναι ότι σημειώνονται πολλές καθιζήσεις — πράγμα που με την πρώτη ματιά γίνεται εύκολα αντιληπτό και μαρτυρά την ύπαρξη νερού στο υπέδαφος.

Για εκείνους που μεγάλωσαν στο χωριό και περπάτησαν κάθε σπιθαμή του, η επιστροφή μετά από χρόνια συναντά μια διαφορετική μορφολογία λόγω καθίζησης (χαρακτηριστική διαφορά βλέπουμε στο τοπωνύμιο γκορτσιές στους Αντωνάτες, Τζοράτες, Γρούζας κ.ά.).

Κατάλογος Πηγών

Προσπαθώντας να καταγράψω τις πηγές του χωριού, πρώτα θα περιγράψω αυτές που βρίσκονται μέσα στον οικισμό και μετά εκείνες εκτός οικισμού.

Εντός οικισμού:

    Πηγή Μαργάρος
  1. Μαργάρο: Βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και πηγάζει από τον Νίκα, ακριβώς πάνω από το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η πηγή. Δίπλα της υπάρχει ένας τεράστιος πλάτανος. Παλιότερα, υπήρχε και δεξαμενή νερού (βηρρός) για πότισμα κήπων. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται ο Ιερός Ναός Κοίμησης Θεοτόκου.

  2. Πηγή Γλύκερα 
    Γλύκερας: Η πηγή με τη μεγαλύτερη ποσότητα νερού στο χωριό. Βρίσκεται στην πανωμεριά, δίπλα στο παλιό σπίτι του Νάσιου Γρηγόρη. Από εδώ ποτίζονταν οι κήποι στους Παπαδάτες, Αντωνάτες και Τζοράτες. Σε περίοδο ξηρασίας, χρησιμοποιούνταν και από τους κατωμερίτες. 

  3. Πλάτανος: Πηγή με το (κατά τους ντόπιους) καλύτερο νερό. Οι παλιοί ισχυρίζονταν ότι είναι ιαματικό, ιδιαίτερα για νεφρικά προβλήματα.

  4. Κάτω από το παλιό σχολείο: Δίπλα στην εκκλησία, ανάμεσα στα σπίτια του Βασίλη Μέτση και του Νικόλα Γιώτη. Το νερό της λιγοστεύει το καλοκαίρι.

  5. Τζανεϊκά: Δίπλα στο σπίτι του Θύμιου Τζάνη. Στερεύει το καλοκαίρι.

  6. Παπουτσιάτες (Βηρρό): Μετά τα σπίτια, δεξιά πάνω από το δρόμο, κοντά στους παλιούς κήπους.

  7. Αντωνάτες (Λαγούμι): Κάτω από το σπίτι του Ζήκου Λάμπρη. Το νερό της λιγοστεύει το καλοκαίρι, μερικές φορές στερεύει τελείως.

Εκτός από αυτές, υπάρχουν μικρότερες πηγές στον οικισμό και στους κήπους (π.χ. στον κήπο του Ζήκου Λάμπρη, του Δημήτρη Παππά, του Νικόλα Παπουτσή, στο Κολώκι, του Δημήτρη Σταμούλη κ.ά.), οι οποίες συνήθως στερεύουν το καλοκαίρι.

Εκτός οικισμού:

  • Βουρλάτες: Πηγή στον Κατουριάρη (κοντά στον Άγιο Νικόλαο) και στον Σταυρό της Μάλτσιανης (με εξαιρετικό νερό).

  • Πλασιά: Η πηγή τροφοδοτεί σήμερα το χωριό Γρίαζδανη με πόσιμο νερό.

  • Κουτσοράχια, Ζιμόρι, Κατωκάμπος: Μικρές πηγές.

  • Κρυονέρι (Σεντένικου): Πηγή σε μεγάλο υψόμετρο με υπερβολικά κρύο νερό (αδύνατη η άμεση κατανάλωση).

  • Νότιο τμήμα: Πηγές στους Ευαγγελάτες (κοντά στο Μαγκανάρη), στα Βατσάρια (στερεύει το καλοκαίρι), και τη Βίτσα (στη συκιά του λάκκου του Κολωκιού).

  • Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου: Η πηγή της τροφοδοτεί το κέντρο του Θεολόγου.

  • Κεφαλόβρυσο: Ιστορική πηγή που ανήκε στο μοναστήρι. Χτίστηκε περί το 1600 από τον ηγούμενο Γεράσιμο και πότιζε τους κήπους των Κορύτων και τα χωράφια στο Φραγκοπήγαδο μέσω του πετρογέφυρου του Χάβου.

  • Φραγκοπήγαδο: Πολύ παλιά χτισμένη πηγή.

Υπάρχουν και πηγάδια-βρύσες, όπως:

  • Η βρύση του Παπουτσή.

  • Η βρύση του Λώλη στο Ριζοράδη.

  • Η βρύση της Βανθήγιας κοντά στα Βατσάρια.

Υ.Γ.: Πιθανόν να υπάρχουν και άλλες πηγές. Ελπίζω όσοι γνωρίζουν να συμβάλουν για την πληρέστερη καταγραφή τους.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...