Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου πίσω από το Ζιμόρι ανέβαιναν προς τον ουρανό, χαρίζοντας λάμψη. Τα πάντα γύρω είχαν πάρει μορφή. Ηρεμία και γαλήνη κυριαρχούσε παντού. Ήταν τόσο όμορφα αυτό το πρωινό. Η Μεγαλόχαρη έφερε αυτό που ποθούσαν. Τα πουλιά κελαϊδούσαν γεμίζοντας τις ψυχές των ανθρώπων. Ένα απαλό αεράκι χάιδευε τα πρόσωπα, σαν να ήταν το χέρι της Μεγαλόχαρης. Απ' τον Κάρπενο ανέβαιναν σύννεφα με τις ακτίνες να πέφτουν και να λάμπουν. Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα και μαγικά. Ήταν η αρχή…
Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν. Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90 άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό, που η μόνη εικόνα που θυμούνται ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους. Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού. Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία, ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.
Μα τώρα, καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια, κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα που μόλις γνώρισε. Άκουγαν λόγια που δεν καταλάβαιναν όλα, μα κάτι μέσα τους ανασάλευε σαν να τα ήξεραν από πριν, από μια άλλη ζωή.
Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι και τους έδειχνε: Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού. Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου. Μην βιάζεσαι. Με την καρδιά.
Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι, χωρίς να ντρέπονται. Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια, μα τώρα ήξεραν και γιατί. Και τα παιδιά, εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό, ρώταγαν:
Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;
Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις. Ήταν βλέμματα, ήταν χάδια, ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».
Οι πρώτες ακτίνες, πίσω απ’ το Ζιμόρι,
ανέβαιναν δειλά, σαν προσευχή στον ουρανό.
Χρυσόφωτη λάμψη απλωνόταν στη γη,
και τα πράγματα έπαιρναν μορφή
σαν να ξυπνούσαν απ’ το όνειρο.
Σιωπή γεμάτη νόημα.
Η γαλήνη απλωνόταν,
σαν πέπλο της Μεγαλόχαρης.
Όμορφο το πρωινό, αλλιώτικο
ευλογημένο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν,
όχι για τον κόσμο,
μα για τις ψυχές των ανθρώπων.
Κι ένα αεράκι γλυκό
χάιδευε τα πρόσωπα,
όπως το χέρι της Παναγιάς
στις μέρες της προσμονής.
Απ’ τον Κάρπενο,
σύννεφα ταξίδευαν αργά,
κι οι ακτίνες τούς χάριζαν φως
λάμψη μέσα στη σιγή.
Ήταν η αρχή.
Και τίποτα δεν ήταν μικρό.
Κάποιος έσφιγγε το κομποσχοίνι του
δίχως να το καταλαβαίνει
όχι από φόβο,
μα γιατί το φως τού ’φέρνε μνήμες.
Εκείνες τις παλιές,
που έρχονται δίχως θόρυβο,
όπως έρχεται κι η ευλογία.
Τα σπίτια είχαν ακόμη τη δροσιά της νύχτας
στις πέτρες τους,
και οι αυλές μύριζαν γιασεμί.
Μια γριά καθισμένη στη γωνιά
κοιτούσε προς το βουνό
και στα μάτια της έλαμπε
μια ιστορία που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Οι καμπάνες δεν είχαν χτυπήσει ακόμη,
μα μέσα στους ανθρώπους
ένας ήχος αντηχούσε
σαν κάλεσμα που δεν προφέρεται με λέξεις.
Η μέρα δεν είχε πάρει ακόμα την τροπή της.
Κι όμως, όλα είχαν ήδη γραφτεί
στο φως, στο αεράκι,
στις σκιές που άλλαζαν θέση
χωρίς να βιάζονται.
Και τότε, κάπου μακριά,
ένα παιδί γέλασε.
Ήταν το πρώτο γέλιο της μέρας.
Και μέσα του
χώρεσε ολόκληρη η ζωή.
Και κάπου πιο πέρα,
μες στη σιγαλιά της πέτρας
και των κλειστών παραθύρων,
ένα κερί άναψε.
Όχι για να φανεί
αλλά για να θυμίσει.
Ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής,
ύστερα από δεκαετίες
που δεν επιτρεπόταν ούτε στα μάτια
να στραφούν προς τον ουρανό,
η προσευχή ξαναβρήκε τον δρόμο της.
Η Αλβανία του Χότζα
δεν ήταν πια η ίδια.
Η πίστη, κάποτε απαγορευμένη,
σαν παράνομο μυστικό ανάμεσα σε τοίχους,
σήμερα άνοιγε παράθυρο στον ήλιο.
Οι παλιές εικόνες,
θαμμένες σε πατάρια και κάτω από σανίδια,
ξεθάβονταν με χέρια που έτρεμαν,
μα δεν δίσταζαν.
Η Μεγαλόχαρη,
που άλλοτε ψιθυριζόταν μόνο
στα κρυφά και σκοτεινά,
ξαναπήρε θέση σε κάθε τοίχο
όχι μόνο στο σπίτι,
μα και στην καρδιά.
Τα σταυρουδάκια βγήκαν απ’ τα σεντούκια.
Τα παιδιά ρωτούσαν.
Οι γέροντες χαμογελούσαν.
Μια γυναίκα στάθηκε μπροστά στην εκκλησία
που κάποτε ήταν στάβλος.
Στα μάτια της καθρεφτιζόταν ο ουρανός
και στα χείλη της
μία λέξη:
Ήρθε ο καιρός.
Ήταν η κυρά-Τάσσω.
Μεγάλωσε με την εικόνα κρυμμένη κάτω απ’ τη σανίδα της κουζίνας.
Μάθαινε στα εγγόνια της να κάνουν το σταυρό
όπως οι παλιοί αντάρτες κρυβόντουσαν στα βουνά
μυστικά, στα σκοτεινά,
με μάτια που κοίταζαν πίσω απ’ τις κουρτίνες.
Κάθε Πάσχα,
έβαφε αυγά με βότανα και σιωπή.
Γιατί, γιαγιά;
Έτσι, παιδί μου. Για το καλό, κοίτα μην σου ξεφύγει τίποτα;
Και τώρα
τώρα που δεν κινδυνεύεις πια να σε στείλουν εξορία
επειδή άναψες κερί,
πήρε την παλιά εικόνα
με τα άχυρα ακόμα κολλημένα πίσω,
την σκούπισε με το ποδόγυρό της
και την έβαλε στο εικονοστάσι,
που ήταν πάντα εκεί.
Αόρατο, μα ζωντανό.
Έπειτα,
πήγε στην εκκλησία.
Εκείνη που είχαν κάνει αποθήκη.
Τώρα μοσχοβολούσε λιβάνι.
Ο παπάς νέος, με γένι,
με φωνή που έτρεμε
έψελνε δειλά.
Μα μέσα απ’ τα λόγια του
έβγαιναν δεκαετίες καταπίεσης,
συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν,
και πίστη που δεν έσβησε ποτέ.
Οι γυναίκες δάκρυζαν.
Οι άντρες στέκονταν ίσια,
όπως παλιά στις δοξολογίες.
Η κυρά-Τάσσω δεν είπε τίποτα.
Μόνο κάθισε στο παλιό της στασίδι
κι έσφιξε το κομποσχοίνι.
Στον κόμπο τον εκατοστό
είπε το όνομα του πατέρα της,
στον εκατόν πρώτο
το όνομα του άντρα της,
στον εκατόν δεύτερο
έκλαψε.
Μα ήταν πια ελεύθερο το δάκρυ.
Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν.
Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90
άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό,
που η μόνη εικόνα που θυμούνται
ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους.
Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού.
Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία,
ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί
και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.
Μα τώρα,
καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια,
κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα
που μόλις γνώρισε.
Άκουγαν λόγια που δεν τα καταλάβαιναν όλα,
μα κάτι μέσα τους ανασάλευε
σαν να τα ήξεραν από πριν,
από μια άλλη ζωή.
Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι
και τους έδειχνε:
«Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού.
Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου.
Μην βιάζεσαι.
Με την καρδιά.»
Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι,
χωρίς να ντρέπονται.
Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια,
μα τώρα ήξεραν και γιατί.
Και τα παιδιά,
εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό,
ρώταγαν:
Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;
Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις.
Ήταν βλέμματα,
ήταν χάδια,
ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».
Ο Νικόδημος γεννήθηκε το 1969,αβαπτιστος
σε μια χώρα που είχε ήδη ξεχάσει πώς προσεύχεται.
Ο πατέρας του ήταν εργάτης,
η μάνα του δασκάλα.
Ούτε εικόνες στο σπίτι,
ούτε σταυροί στον λαιμό.
Μόνο σφυροδρέπανα στους τοίχους
και συνθήματα για έναν ουρανό χωρίς Θεό.
Και όμως, από παιδί
ένιωθε πως κάτι έλειπε.
Όχι σαν έλλειψη,
μα σαν σκιά
σαν ήχος που δεν τον ακούς,
μα καταλαβαίνεις ότι υπάρχει.
Όταν η χώρα άνοιξε ξανά τις πόρτες της στην πίστη,
ο Ιωνας ήταν ήδη άντρας.
Είχε γυναίκα, παιδί, και μια ζωή τακτοποιημένη.
Μα η ψυχή του
ατάκτως ερριμμένη.
Πήγε μια μέρα στην εκκλησία,
χωρίς να ξέρει γιατί.
Ίσως τον τράβηξε η καμπάνα.
Ίσως η μυρωδιά του κεριού
που τον πήγε πίσω, σε κάτι που δεν έζησε.
Ίσως το βλέμμα μιας γριάς
που κρατούσε το κομποσχοίνι σαν πυξίδα.
Στάθηκε στην πόρτα.
Δεν μπήκε.
Κοίταζε.
Και τότε
είδε ένα παιδί να κάνει τον σταυρό του.
Άτσαλα.
Μπερδεμένα.
Και σκέφτηκε:
Αυτό το παιδί ξέρει περισσότερο από μένα.
Κι εγώ είμαι ο πατέρας του.
Μπήκε σιγά σιγά.
Έκατσε πίσω πίσω.
Και όταν ο ιερέας ψιθύρισε «Ειρήνη πάσι»,
ο Ιωνας ένιωσε να τον αφορά.
Για πρώτη φορά στη ζωή του
δεν ένιωσε μόνος.
Ο πατήρ Αναστάσιος δεν γεννήθηκε παπάς.
Ούτε παιδί ιερέα ήταν.
Γεννήθηκε κι αυτός μέσα στη σιγή,
το 1969, δύο χρόνια μετά τη μεγάλη απαγόρευση.
Η γιαγιά του
του μάθαινε το «Πάτερ Ημών»
σαν παραμύθι.
Χαμηλόφωνα,
ανάμεσα στο μεσημεριανό υπνο και το πλύσιμο των ρούχων.
«Μην το πεις στο σχολείο, παιδί μου.
Είναι μυστικό.»
Κι αυτό το μυστικό,
αντί να τον πνίξει,
τον ρίζωσε.
Έφυγε,
λιποτάκτησε από το καθεστώς,
και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη.
Έμαθε θεολογία δίχως να ξέρει αν ποτέ
θα λειτουργήσει στην πατρίδα του.
Μα ήλπιζε.
Κι όταν το καθεστώς έπεσε,
δεν γύρισε αμέσως.
Περίμενε.
Ήθελε να γυρίσει
όχι μόνο ως ιερέας,
αλλά ως θεραπευτής μιας πληγής.
Όχι για να θυμίσει ποιος είναι ο Θεός,
αλλά για να σταθεί δίπλα σ’ εκείνους
που δεν τον γνώρισαν ποτέ.
Η πρώτη του λειτουργία
έγινε σε μια εκκλησία μισογκρεμισμένη.
Τα τζάμια έλειπαν,
οι εικόνες είχαν γίνει στάχτη.
Μα μέσα στους τοίχους
υπήρχε ακόμα σιωπή.
Και η σιωπή αυτή ήταν ιερή.
Ο Ιωνας ήταν εκεί.
Και η γιαγιά Τάσσω.
Και ένα παιδί με μάτια γεμάτα ερωτήσεις.
Ο πατήρ Αναστάσιος στάθηκε στο ιερό,
έκανε τον σταυρό του
και είπε σιγανά,
με φωνή που έτρεμε:
Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…
Κανείς δεν κοινώνησε εκείνη τη μέρα.
Κανείς δεν τόλμησε.
Μα όλοι ένιωσαν,
για πρώτη φορά ίσως,
πως η ψυχή τους στεκόταν όρθια.
Ο πατήρ Αναστάσιος δεν έλεγε πολλά.
Μιλούσε με τα μάτια,
με τις πράξεις,
με μια καλοσύνη που δεν φώναζε,
μόνο ακουμπούσε σιγά στο βάθος.
Τον έβλεπες κάθε πρωί
να ανοίγει την παλιά εκκλησία,
να σκουπίζει τις σκόνες του καιρού
και να στήνει ένα τραπεζάκι
με λίγο καφέ και δυο καρέκλες απ’ το καφενείο.
Δεν έκανε κατήχηση
έκανε κουβέντα.
Όποιος περνούσε,
καθόταν λίγο.
Για να ξεκουραστεί, έλεγαν.
Μα η ψυχή ήξερε καλύτερα.
Έτσι γνώρισε και τον Ιωνας.
Ο Ιωνας ερχόταν κάθε μέρα λίγο πιο κοντά.
Πρώτα στάθηκε απ’ έξω,
μετά στον νάρθηκα,
και ύστερα στο παγκάρι δίπλα, όχι μπροστά.
Ο ιερέας δεν τον πίεσε ποτέ.
Μια μέρα μόνο του είπε:
Η πίστη δεν ζητάει βεβαιότητα.
Μόνο αλήθεια.
Κι η αλήθεια σου αρκεί.
Όπως είσαι.
Ο Ιωνας τον κοίταξε σαν να άκουγε τον πατέρα του.
Από εκείνη τη μέρα,
κάθε Σάββατο, ερχόταν και βοηθούσε.
Άναβε κεριά,
έφερνε λουλούδια,
κάποιες φορές έφερνε και το παιδί του.
Ο πατήρ Αναστάσιος έπιανε το παιδί από τον ώμο
και του έλεγε ιστορίες
όχι μόνο για αγίους,
αλλά και για ανθρώπους σαν τον παππού του,
που έσκαβε και μες στο χώμα φύλαγε το σταυρό του.
Κι έτσι,
μέσα απ’ τον Ιωνα,
ξαναγύριζε μια γενιά στην πίστη.
Όχι με φωνές και νουθεσίες,
αλλά με αγάπη.
Με συντροφιά.
Με ανάσες ειλικρινείς.
Ήταν Κυριακή της Ανάστασης.
Μα για το χωριό,
ήταν Ανάσταση με κάθε έννοια.
Η παλιά εκκλησία της Παναγιάς
χτισμένη περίπου τον 11ο αιώνα,
με πέτρα λαξευμένη απ’ τα χέρια των προγόνων
είχε γίνει στάβλος στα χρόνια της σιωπής.
Εκεί που κάποτε ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη»,
είχαν δεθεί αγελάδες.
Οι τοιχογραφίες είχαν καλυφθεί με ασβέστη.
Το ιερό, χωρίς Άγιο Τραπέζι,
είχε γίνει αποθήκη σανού.
Κι όμως
η πέτρα θυμάται.
Με κόπο, με ιδρώτα,
με χέρια απλών ανθρώπων και λίγα λεφτά από δω κι από κει,
το καθάρισαν.
Σήκωσαν σιγά σιγά την Αγία Τράπεζα,
βρήκαν υπολείμματα από την παλιά εικόνα,
κι ο πατήρ Αναστάσιος έστησε το πρώτο κερί
στο σημείο όπου επί δεκαετίες υπήρχε μονάχα σκοτάδι.
Εκείνη τη μέρα,
ήρθε όλο το χωριό.
Άλλοι από πίστη,
άλλοι από περιέργεια,
μα όλοι με καρδιά που χτυπούσε.
Ο Ιωνας έφερε τα παιδιά του.
Η κυρά-Τασσω φόρεσε το μαύρο της μαντήλι
κι έσφιγγε το κομποσχοίνι μέχρι να ματώσει το δάχτυλο.
Όταν χτύπησε η καμπάνα
όλοι σιώπησαν.
Ο πατήρ Αναστάσιος μπήκε από το Ιερό,
κρατώντας το Άγιο Φως,
και ψιθύρισε:
«Δεύτε λάβετε φως...»
Τα κεριά άναψαν.
Μέσα σε δευτερόλεπτα,
το ερειπωμένο κτίσμα φώτισε
μα όχι απ’ τη φλόγα.
Απ’ την πίστη που είχε κρυφτεί
και τώρα επέστρεφε.
Ο ιερέας δάκρυσε.
Δεν το ’κρυψε.
Πόσα χρόνια...
Πόσα χρόνια να περιμένει ένας τόπος,
για να του ξαναμιλήσει ο Θεός;
Κανείς δεν απάντησε.
Μα όλοι ήξεραν την απάντηση.
Όσα χρειάζονται.
Μα όχι ένα παραπάνω.