Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

 


Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα. Στα βάθη του χρόνου, ο μεγάλος ιστορικός Ηρόδοτος, στο αριστουργηματικό του έργο Ἱστορίαι (5ος αιώνας π.Χ.), αναφέρεται στους Θεσπρωτούς, ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή, και εξυμνεί τη Δωδώνη, όπου δεσπόζει το ιερό βουνό Τόμαρος¹. Το βουνό αυτό υπήρξε το πνευματικό κέντρο λατρείας, μαντείου και πολιτισμού, εστία μιας θρησκευτικής παράδοσης που άντεξε στον χρόνο.

Παράλληλα, η περιοχή αυτή ήταν το κέντρο του κράτους των Μολοσσών, ενός λαού με σημαντική ιστορική και πολιτισμική παρουσία στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Πετρίδη, το Σιεντενικού ή Σουδενίκον είναι οροσειρά του Τόμαρου, και το χωριό Μάλτσιανη ήταν παλαιότερα γνωστό ως Μολωσιάνη, όνομα που μαρτυρεί την καταγωγή και την ένταξή του στο μολοσσικό σύστημα οικισμών². Αυτή η ονομασία δεν αποτελεί απλώς τοπική λεπτομέρεια, αλλά αποκαλύπτει τη βαθιά ιστορική συνέχεια που συνδέει τον σύγχρονο οικισμό με τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους Μολοσσούς, οι οποίοι, όπως επιβεβαιώνουν αρχαίες πηγές και σύγχρονες μελέτες³, κατείχαν και πολιτισμικά επηρέαζαν τα εδάφη γύρω από τον Τόμαρο και τη Δωδώνη.

Από αυτή τη μακραίωνη πολιτισμική κληρονομιά πηγάζει και η ζωντανή λαϊκή μνήμη της Μάλτσιανης, που μεταφέρεται προφορικά από γενιά σε γενιά. Το τοπωνύμιο Μαγκανάρη, που χαρακτηρίζει μια απότομη ανηφόρα και παλιό οικισμό κοντά στο χωριό, κουβαλά δύο βασικές ερμηνείες αφενός, τη σχέση με το εργαλείο του μάγγανου ή αργαλειού  ένα στοιχείο της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης και της τεχνικής γνώσης αφετέρου, με τις μαγγανείες, τις μαγικές και θεραπευτικές πρακτικές που, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ασκούσε μια γυναίκα, συνδυάζοντας βότανα και τελετουργικά για να βοηθά όσους είχαν ανάγκη για τεκνοποίηση⁴.

Η ύπαρξη αυτής της γυναικείας μορφής που έκανε μάγια αποτελεί ζωντανό παράδειγμα της διαχρονικής παρουσίας ενός κόσμου όπου το καθημερινό συνυπάρχει με το ιερό και το μυστήριο. Αυτές οι πρακτικές μαγείας και θεραπείας θυμίζουν τις αρχαίες θρησκευτικές και μαντικές τελετουργίες που περιγράφει ο Ηρόδοτος για την περιοχή¹, μεταφέροντας έτσι την ιστορική και πνευματική συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.

Μέσα από τα τοπωνύμια, τους μύθους και τις αφηγήσεις, η Μάλτσιανη αποκαλύπτει την πολύπλευρη ταυτότητά της, τόπος όπου η ανθρώπινη καθημερινότητα, η τεχνική γνώση και το πνεύμα συναντώνται και διαπλέκονται αρμονικά. Η σύνδεση αυτή επιβεβαιώνει ότι η περιοχή υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών, όπου το ιερό και το λαϊκό αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο.

Έτσι, το τοπωνύμιο Μαγκανάρης δεν είναι απλώς το όνομα μιας τοποθεσίας ή ενός εργαλείου είναι σύμβολο μιας βαθιάς πολιτισμικής συνέχειας, που αντανακλά την ψυχή και την ιστορία της Μάλτσιανης  μια φλόγα που φωτίζει τη διαδρομή από τους αρχαίους Θεσπρωτούς και Μολοσσούς του Ηροδότου μέχρι τις ζωντανές αφηγήσεις των σημερινών κατοίκων.

Στο ιστορικό υπόβαθρο της Μάλτσιανης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση με τους αρχαίους Μολοσσούς, το ηπειρωτικό φύλο που κυριάρχησε στην περιοχή της Ηπείρου. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Πετρίδη, το χωριό παλαιότερα ήταν γνωστό ως Μολωσιάνη², όνομα που φανερώνει την καταγωγή και την πολιτισμική του ταυτότητα, καθώς αποτελούσε τμήμα του μολοσσικού συστήματος οικισμών. Αυτή η ονομασία δεν είναι τυχαία, μαρτυρεί τη βαθιά ιστορική συνέχεια που συνδέει τον σύγχρονο οικισμό με τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους Μολοσσούς, οι οποίοι, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς και επιβεβαιώνουν οι σύγχρονες αρχαιολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες³, είχαν έντονη παρουσία και σημαντική πολιτισμική επιρροή στα εδάφη γύρω από τον Τόμαρο και τη Δωδώνη.

Η περιοχή της Μάλτσιανης, με το ιστορικό τοπωνύμιο Μαγκανάρη, διατηρεί ζωντανή την παράδοση μιας κοινωνίας που συνδύαζε την παραγωγική τέχνη (κατασκευή μάγγανων) με μυστικιστικές πρακτικές θεραπείας και μάγια. Αυτή η σύνδεση θυμίζει τις αναφορές του Ηροδότου για τους Θεσπρωτούς και άλλους αρχαίους ηπειρώτες, που μέσα από τις αφηγήσεις τους διατηρούσαν ζωντανές τις θρησκευτικές και πολιτιστικές τους παραδόσεις, ανάμεικτες με δεισιδαιμονίες και λαϊκή σοφία. Η ιστορία του Μαγκανάρη αποκαλύπτει την ιστορική συνέχεια και το βάθος της λαογραφίας στην περιοχή, που αντλεί από τις ρίζες της αρχαίας Ηπείρου.


* Η ονομασία Σουδενίκον, με την οποία αναφέρεται η περιοχή από τον Αθανάσιο Πετρίδη (1866), πιθανώς φέρει ετυμολογική ρίζα από την αρχαιοελληνική λέξη σούδα (αύλακας, τάφρος, υδατορροή) και το νίκη/νικ-, αποδίδοντας την έννοια του «υδάτινου τόπου που κυριεύθηκε ή ιδρύθηκε μετά από νίκη».

Η Μάλτσιανη, με τις άφθονες πηγές της, τα φυσικά ρέματα και τα πέτρινα αυλάκια που διασχίζουν τον οικισμό, επιβεβαιώνει γεωγραφικά αυτή την ερμηνεία, δείχνοντας ότι το ίδιο το όνομά της φέρει αποτύπωμα του νερού και της ιστορικής συνέχειας.

Παραπομπές

¹ Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Βιβλίο 2, §52 και 57· Βιβλίο 1, §56 — αναφορά στο μαντείο της Δωδώνης και τους Θεσπρωτούς.
² Αθανάσιος Πετρίδης, Ιστορικά και τοπωνυμικά της Ηπείρου, εκδ. Νέα Σύνορα (πιθανώς σελ. 135–140) — αναφορά στο Σιεντενικού και τη «Μολωσιάνη».
³ Πρβλ. Θουκυδίδης 2.80, Πλούταρχος (Αλέξανδρος), Στράβων 7.7· και επιγραφικές μαρτυρίες (IG IX, επιγραφές Ηπείρου).
⁴ Προφορική παράδοση από κατοίκους της Μάλτσιανης (καταγραφή 1987), σε συνδυασμό με σχετική αναφορά στη λαϊκή ιαματική μαγεία. Βλ. και Ν. Πολίτης, Παραδόσεις.


Η Γούρα με τις παπαρούνες μνήμες και σκέψεις




Ήταν Μάρτιος. Το τοπίο στο χωριό είχε ντυθεί στα καταπράσινα. Τα αγριολούλουδα είχαν ανθίσει, τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι μικρούς κόκκινους καρπούς. Ήταν τόσο νόστιμοι, που αν βρίσκαμε κανέναν καλό, τον τρώγαμε αμέσως. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ, άλλα κατακόκκινα. Ήταν όλα τόσο όμορφα, που το χωριό, όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο, έμοιαζε παραμυθένιο.
Τέτοια εποχή, οι δουλειές για τους κατοίκους του μικρού χωριού ήταν πολλές. Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους τους, που έπρεπε να καλλιεργήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα. Είχαν τα γίδια, τα πρόβατα ότι είχε η καθεμιά και φυσικά την υποχρεωτική δουλειά στον συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω. Λίγες ήταν οι οικογένειες με δύο παιδιά. Έτσι, πέρα από τον συνεταιρισμό, έπρεπε να φροντίσουν και τα ζωντανά, και τους κήπους. Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις, αν ήθελες να έχεις τα απαραίτητα για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί, έξι ή επτά χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν. Θυμάμαι όμως καλά την εικόνα εκείνη. Έχει αποτυπωθεί τόσο βαθιά μέσα μου, που κάθε φορά που έρχεται μια δυσκολία στη ζωή, η μνήμη φέρνει μπροστά εκείνο το τοπίο σαν παρηγοριά.
Εκείνη την περίοδο χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες. Η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να τα ταΐσει. Κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά που τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, πήγα μαζί της.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες, κοντά στου Παπαλέξη, που είχε πολλά πυράρια με φρέσκα βλαστάρια. Επειδή ήταν δύσκολο το μέρος, δεν μπορούσα να μπω και εγώ μέσα, κι έτσι με άφησε στη γούρα του Παπαλέξη. Στην κορυφή της υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και κάθισα.
Η γούρα ήταν σπαρμένη με βρίζα, που είχε αρχίσει να δένει τα στάχυα. Μια καταπράσινη έκταση περίπου ενάμισι στρέμμα. Ό,τι έπιανε το μάτι ήταν ανθισμένο σχεδόν σε όλη η γούρα ήταν κατακόκκινη σαν χαλί από παπαρούνες. Μια εικόνα βγαλμένη από τον παράδεισο.
Αυτή είναι η εικόνα που για μένα έγινε ο ίδιος ο παράδεισος. Κι αν κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εκδοχή του παραδείσου, για μένα είναι αυτή. Ο δικός μου παράδεισος.
Αυτός ο παράδεισος, όπως για πολλούς από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε χωριά, έσβησε με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. Το ίδιο έγινε και με τη νέα γη της επαγγελίας, που πιστέψαμε όταν πρωτοήρθαμε, μέχρι να καταλάβουμε πως τα συστήματα είναι τα ίδια μόνο το αφήγημα αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, αγαπούν τα παραμύθια.
Όσο η πολιτική δεν έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αυτή η απογοήτευση θα συνεχίζεται. Όσοι προερχόμαστε από την απέκει πλευρά, πιστεύαμε πως έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς. Όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία τι φταίει άραγε;
Το καθεστώς ή το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης;
Μα δεν είναι κομμουνιστικό. Είναι καπιταλισμός, ελεύθερη οικονομία, αγορά…
Κι όμως, στα παραπάνω ερωτήματα, και στις δύο όχθες, η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.

Όταν η πατρίδα σιωπά το χρονικό της εγκατάλειψης




Δεν είναι μόνο χωριά η πόλεις. 
Είναι πατρίδα που δεν διεκδικεί κι όμως διεκδικείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν χάνεται από χάρτες.
Χάνεται σιωπηλά, μέρα τη μέρα, από την αδιαφορία μας, από τη λήθη, από μια κοινότητα που έπαψε να ελπίζει στον εαυτό της και απλώς περιμένει κάθε τόσο τον σωτήρα από την Ελλάδα.
Κι όμως, αυτός ο σωτήρας δεν υπάρχει. 
Γιατί το ίδιο το ελληνικό κράτος έχει πάψει να ασχολείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι πλέον για το εθνικό κέντρο ούτε καν ζήτημα. 
Είναι ένα αγκάθι που πολλοί θέλουν να θεωρείται λυμένο. 
Μια ενοχλητική υπενθύμιση μιας ιστορικής εκκρεμότητας που δεν βολεύει σε συμφωνίες, ισορροπίες και διπλωματικά τραπέζια.
Όταν κάτι χάνεται ή υποχωρεί, όταν περιορίζονται δικαιώματα, όταν καταπατώνται υποδομές, θυμούνται για λίγο να φωνάξουν πατριωτικά. 
Λένε πέντε εθνικιστικές κορώνες για τις κάμερες και έπειτα σιωπή.
Καμία στρατηγική. 
Καμία πίεση. 
Καμία θεσμική συνέχεια.
Δεν κινητοποιούνται μηχανισμοί. 
Δεν κινούνται διπλωματικές πηγές. 
Δεν πιέζονται διεθνείς οργανισμοί.
Και όταν οι φορείς της κοινότητας ζητούν στήριξη, η απάντηση είναι: αφού είστε διασκορπισμένοι ή ακόμα χειρότερα αποφασίστε τι θέλετε, να τελειώνουμε μ’ αυτό το θέμα.
Αυτό δεν είναι απλώς παραμέληση. 
Είναι πολιτική συνενοχή στην εγκατάλειψη ενός ιστορικού τμήματος του Ελληνισμού.
Απέναντι σε αυτή την κρατική αδράνεια, η ίδια η κοινότητα δείχνει σημάδια εσωτερικής διάλυσης.
Η αλήθεια είναι πως για χρόνια περιμένει σωτήρες απ’ αλλού, αντί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. 
Όμως η Ιστορία δεν γράφεται με αναμονή και παρακάλια. 
Όπως λέει και η παροιμία, “άμα δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίνει η μάνα”. 
Αν δεν διεκδικήσεις, δεν θα σε ακούσει κανείς. 
Και δυστυχώς, μεγάλο μέρος του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού έχει βυθιστεί σε έναν σιωπηλό συμβιβασμό.
Η γλώσσα υποχωρεί.
Η μνήμη χάνεται.
Η νέα γενιά φεύγει ή σιωπά.
Και η κοινότητα ελπίζει, μάταια, σε κάποιο χέρι από την Αθήνα που δεν θα απλωθεί ποτέ.
Γι’ αυτό γράφω. 
Όχι από ρομαντισμό, ούτε από εθνικισμό.
Αλλά γιατί η σιωπή σκοτώνει.
Και η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι ένας μύθος. 
Είναι παρόν που ασφυκτιά και μέλλον που δεν σχεδιάζεται.
Αν δεν μιλήσουμε, αν δεν καταγράψουμε, αν δεν απαιτήσουμε σοβαρή εθνική πολιτική,
τότε θα γίνουμε η τελευταία γενιά που θυμάται ότι υπήρχε εκεί ένας κόσμος ελληνικός

Μάλτσιανη Ιστορίες που Ψιθυρίζει η Γη και τα Νερά




Η στροφή στη Μάλτσιανη δεν είναι φυγή από την πολιτική καθημερινότητα. Είναι επιστροφή στην ουσία της.
Τελευταία γράφω για πολιτικά ζητήματα. Όχι τόσο για την κομματική επικαιρότητα, όσο για τη μεγάλη εικόνα τη θέση της πατρίδας, το βάρος της ιστορίας, τις ευθύνες μας απέναντι σε έναν τόπο που ζητά λόγο και μέλλον.
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα δεν είναι πάντα εύκολα. Κάποιες φορές είναι φορτισμένα, απαιτητικά, ή πικρά. 
Είναι, όπως λέει κι ο λόγος, η φροντίδα του πολιτικού ανθρώπου για τον κοινό τόπο, για το εμείς.
Κι αυτό το «εμείς», αν δεν έχει ρίζες, καταντά λόγος αφηρημένος. Αν δεν πατά πάνω σε χώμα, σε μνήμη, σε πέτρα, σε πρόσωπα και ποτάμια, χάνει τη δύναμή του.
Γι’ αυτό επιστρέφω ή μάλλον συνεχίζω με τη Μάλτσιανη. Όχι ως φυγή από την πολιτική στην ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά ως βαθιά πολιτική πράξη να μιλήσεις για τον τόπο σου όταν σβήνει να τον καταγράψεις όταν ξεχνιέται να τον κατανοήσεις όταν αλλάζει.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό με παρελθόν. 
Είναι μια μνήμη ζωντανή, ένας χάρτης αξιών, μια πυξίδα πολιτισμού. 
Κάθε πηγή της, κάθε εκκλησάκι, κάθε μαχαλάς, δεν είναι μόνο ιστορία είναι μαρτυρία ύπαρξης.
Σήμερα που η πολιτική συχνά χάνει τον προσανατολισμό της, ίσως είναι καιρός να στραφούμε ξανά σε αυτά που δεν φαίνονται.
Στους τόπους. Στους ανθρώπους. Στα αποτυπώματα που άφησαν οι πρόγονοί μας στις πέτρες, και στα ερωτήματα που μας απευθύνουν οι σκιές τους.
Από τη Μάλτσιανη αρχίζω ξανά.
 Όχι για να αφήσω τα πολιτικά. 
Αλλά για να θυμίσω τι αξίζει να θεωρούμε πολιτικό.

Όταν η πολιτική γίνεται έργο η προσπάθεια του Ρωμέου Τσάκουλη στον Δήμο Φοινικαίων

Οι εκλογές τελείωσαν, και μαζί με αυτές ξεθώριασε η ελπίδα για μια ουσιαστική αλλαγή στις δημοκρατικές διαδικασίες της Αλβανίας.
Για άλλη μια φορά, τα κατάλοιπα του καθεστώτος και το οργανωμένο έγκλημα κυριάρχησαν στο πολιτικό σκηνικό, επιβεβαιώνοντας ότι το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ο Έντι Ράμα, αλλά το βαθιά ριζωμένο σύστημα εξουσίας που διαφεντεύει τη χώρα.

Με την επιστροφή στην καθημερινότητα, πίσω από τον κουρνιαχτό των εκλογικών συγκρούσεων, ο Δήμος Φοινικαίων συνεχίζει τη μάχη για επιβίωση και ανάπτυξη. Στο τιμόνι αυτής της προσπάθειας βρίσκεται ο δήμαρχος Ρωμέος Τσάκουλης, ένας άνθρωπος που, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, επιδεικνύει πολιτικό σθένος και αποφασιστικότητα.
Ίσως να μην έχει τον πολιτικό λόγο που θα τον έκανε πρωταγωνιστή στην κεντρική σκηνή, αλλά διαθέτει την τόλμη και την επιμονή να παλέψει καθημερινά για τα 58 χωριά του Δήμου. Ένας δήμος που κουβαλάει στις πλάτες του δεκαετίες εγκατάλειψης, με ένα οδικό δίκτυο ανύπαρκτο, ένα δίκτυο ηλεκτροδότησης βγαλμένο από τη δεκαετία του '70 και αμέτρητες ελλείψεις σε βασικές υποδομές.
Κι όμως, όσα έγιναν τα τελευταία  χρόνια στον Δήμο Φοινικαίων δεν έγιναν τα προηγούμενα 27 σε ολόκληρη τη Μειονότητα. Η πρόοδος είναι αργή, αλλά υπαρκτή, αποτέλεσμα της προσωπικής προσπάθειας και της πίστης του Ρωμέου Τσάκουλη, ενός ανθρώπου που αγωνίζεται με θηρία και στέκεται σαν θηρίο ο ίδιος απέναντι στις αντιξοότητες.
Το παράδειγμα του Δήμου Φοινικαίων και του δημάρχου του είναι χαρακτηριστικό μιας αλήθειας που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η αλλαγή δεν έρχεται με υποσχέσεις και μεγάλες δηλώσεις, αλλά με πράξεις, αποφασιστικότητα και πίστη σε έναν σκοπό. Αν η Αλβανία θέλει πραγματικά να βγει από τη σκιά του καθεστώτος και της διαφθοράς, θα πρέπει να δώσει χώρο σε τέτοιες φωνές να ακουστούν και σε τέτοιες προσπάθειες να ενισχυθούν.
Οι εκλογές μπορεί να τελείωσαν, αλλά η μάχη για την αξιοπρέπεια και την πρόοδο μόλις άρχισε. Κι αυτή η μάχη κρίνεται καθημερινά, στα χωριά, στους δρόμους και στις καρδιές των ανθρώπων που δεν σταματούν να ελπίζουν όπως και ο ιδιος.

Διχασμός και μετανάστευση η πραγματικότητα της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία

Η εξάρτηση της μειονότητας στην Αλβανία.
Μια κοινότητα σε διχασμό.
Ένα από τα πλέον ανησυχητικά ερωτήματα που αναδύονται για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία είναι ο διχασμός και η διχόνοια που παρατηρούνται εντός της. Για να κατανοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα, χρειάζεται να ρίξουμε μια πιο ρεαλιστική ματιά στις κοινωνικές και πολιτικές δομές που τη διαμορφώνουν.
Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο της μειονότητας, αλλά αντικατοπτρίζει την ευρύτερη πραγματικότητα της αλβανικής κοινωνίας. Το κράτος της Αλβανίας απέτυχε να εγκαθιδρύσει ουσιαστικούς δημοκρατικούς θεσμούς και ελευθερίες, καθώς η εξουσία παραμένει σφιχτά ελεγχόμενη από τα στελέχη του παλιού καθεστώτος. Οι πρακτικές αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα, προσηλωμένη στην εθνικιστική ρητορική  με σκοπό την δημιουργία αλβανικής ταυτότητας , αυτό αποτελεί κυρίαρχη πολιτική προτεραιότητα απο την δεκαετία του 60 και μετα από το αλβανικό καθεστώς.
Οικονομική εξάρτηση και πολιτική επιρροή
Η ελληνική μειονότητα, ανήκοντας στο αλβανικό κράτος, βρίσκεται απολύτως εξαρτημένη από την οικονομική πολιτική της χώρας. Το σύστημα εξουσίας που κληροδοτήθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς εξακολουθεί να επηρεάζει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, με πρακτικές που θυμίζουν ολοκληρωτισμό. Αν άλλοτε ο θείος Ενβέρ καθόριζε τις ζωές των πολιτών, σήμερα ο ρόλος αυτός φαίνεται να έχει μεταβιβαστεί στον Έντι Ράμα, ο οποίος ασκεί επιρροή σχεδόν απόλυτη στη δικαιοσύνη και την αστυνομία.
Η νέα γενιά της Αλβανίας και κυρίως τις μειονότητας, πλήρως απογοητευμένη από αυτή την πραγματικότητα, αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο από τα κοινά, αδιαφορώντας για την πολιτική κατάσταση που μοιάζει στάσιμη.
Η μεγάλη φυγή και η αλλαγή ταυτότητας
Η μαζική φυγή από τις πατρογονικές εστίες το 1990 άλλαξε ριζικά την ταυτότητα των Βορειοηπειρωτών, αλλά και του συνόλου του αλβανικού πληθυσμού. Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων της μειονότητας, εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Η μετάβαση από ένα κλειστό καθεστώς σε μια ανοιχτή κοινωνία διαμόρφωσε μια νέα, πιο απελευθερωμένη αλλά και πιο ασταθή προσωπικότητα.
Σημαντικό είναι πως, τόσο οι Βορειοηπειρώτες όσο και οι ίδιοι οι Αλβανοί της διασποράς, έχουν αποστασιοποιηθεί από τα πολιτικά δρώμενα της χώρας τους. Απογοητευμένοι από τις πολιτικές εξελίξεις και τη διαφθορά, πολλοί επέλεξαν να μην εμπλέκονται ενεργά, κρατώντας μια στάση απόμακρη και αδιάφορη απέναντι στις εσωτερικές συγκρούσεις. Η αποστασιοποίηση αυτή, όμως, δεν είναι απλώς θέμα αδιαφορίας. Είναι αποτέλεσμα βαθιάς δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και απογοήτευσης από την έλλειψη προόδου. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και η έννοια της ταυτότητας άρχισε να μεταβάλλεται, καθώς οι νέες γενιές που γεννήθηκαν στη διασπορά δυσκολεύονται να συνδεθούν με τις ρίζες τους.
Παράλληλα, η διασπορά των Αλβανών, που αριθμεί χιλιάδες σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, βιώνει ανάλογα συναισθήματα αποστασιοποίησης. Οι δεσμοί με την πατρίδα τους παραμένουν συναισθηματικοί, αλλά η ελπίδα για επιστροφή ή ενεργή ανάμειξη στα κοινά είναι αμυδρή, λόγω της διαρκούς πολιτικής αστάθειας και της έλλειψης ευκαιριών.
Η εξάρτηση από την ελληνική πολιτική
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης, η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα διατήρησε τη μειονότητα εξαρτημένη στο όνομα του εθνικού ζητήματος. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο δεκαετίες για να αποκτήσουν οι Έλληνες της Αλβανίας τα απαραίτητα έγγραφα για να κυκλοφορούν ελεύθερα ή να ανοίξουν επιχειρήσεις. Πίσω από αυτή την αργοπορία κρύβονταν παρακέντρα εξουσίας που εκμεταλλεύονταν την κατάσταση για προσωπικά οφέλη.
Ο αείμνηστος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε δηλώσει πως διοχετεύτηκαν σημαντικά ποσά για τη Βόρειο Ήπειρο, όμως τα έργα που υλοποιήθηκαν ανύπαρκτα.
Η στάση της Ελλάδας, τι έγινε και τι θα μπορούσε να γίνει;
Η Ελλάδα, παρά τις δυνατότητες που υπήρχαν, δεν έδειξε ποτέ πραγματικό ενδιαφέρον για τη βελτίωση των συνθηκών στη Βόρειο Ήπειρο. Μέσα από διασυνοριακά ευρωπαϊκά προγράμματα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν υποδομές, θέσεις εργασίας και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που θα στήριζαν ουσιαστικά την ελληνική μειονότητα.
Μια στρατηγική και μακροπρόθεσμη προσέγγιση θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, ενισχύοντας την αυτάρκεια και την ανάπτυξή της.
Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία παραμένει δέσμια της οικονομικής εξάρτησης, της πολιτικής εκμετάλλευσης και της αδυναμίας πραγματικής ανάπτυξης. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, είναι η πολιτική κατεύθυνση τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα, με στόχο την πραγματική αυτονομία και ευημερία των κοινοτήτων αυτών.

Μην πυροβολείτε τα παιδιά μας




Η πρόσφατη υπόθεση του Χρήστου Μάστορα ανέδειξε δύο ζητήματα που ταλανίζουν διαχρονικά την κοινότητα των Βορειοηπειρωτών την αμφισβήτηση των νέων που διακρίνονται και την αδυναμία υπέρβασης παλαιών αντιλήψεων.
Μην πυροβολείτε τα παιδιά μας
Η ελπίδα κάθε έθνους βρίσκεται στα παιδιά του. Αντί να τα απομακρύνουμε από τα κοινά, οφείλουμε να τα βοηθήσουμε να ανέβουν όσο πιο ψηλά γίνεται.
 Όσο πιο ψηλά φτάνουν, τόσο πιο δυνατή θα είναι η φωνή μας. 
Ο Χρήστος δεν πέτυχε στη Βόρειο Ήπειρο αλλά εκτός αυτής. 
Και δεν το κατάφερε επειδή είχε πατέρα κομμουνιστή την εποχή του καθεστώτος ή θείο υπουργό στην Ελλάδα, αλλά με σκληρή δουλειά, σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, με κόπο και αφοσίωση στο όνειρό του.
Όλη αυτή η διχαστική συμπεριφορά που παρατηρείται σήμερα στους Βορειοηπειρώτες αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, επιτυχία του Ράμα και των συνεργατών του, ακόμη και εκείνων που προέρχονται από τη μειονότητα. 
Το παιδί πήγε να τραγουδήσει, να κάνει αυτό που ξέρει καλά, και κάποιοι επιτήδειοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, ένθεν και εκείθεν των συνόρων.
Η μικροπρέπεια και ο διχασμός
Η μικροπρέπεια και η στενοκεφαλιά δεν είναι σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, ούτε της κοινότητας των Βορειοηπειρωτών ούτε της Ελλάδας. 
Υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. 
Στη δική μας, όμως, είναι πιο εμφανή, γιατί γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. 
Και μεταξύ κατεργαραίων, η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί.
Δεν γνωρίζω τον Χρήστο Μάστορα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά δεν γίνεται ο κάθε άσχετος να τον πυροβολεί δημόσια, επειδή μπορεί να πληκτρολογήσει πέντε κακίες στα κοινωνικά δίκτυα. 
Λες και η ευκολία γραφείς από τα κινητά στα σόσιαλ μίντια  δίνει το δικαίωμα στον καθένα να συμπεριφέρεται ως ....
Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι πολιτικοί άρχοντες της κοινότητάς μας βρήκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, με τη βοήθεια των κολάκων τους, να σπείρουν άλλη μια φορά τη διχόνοια.
Δύο μεγάλα ζητήματα
Το πρώτο ζήτημα αφορά τη στάση ορισμένων απογόνων του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι οποίοι σήμερα εμφανίζονται ως τιμητές της ηθικής, παρά την κληρονομιά που φέρουν. 
Το δεύτερο έχει να κάνει με την αδυναμία της πλειοψηφίας να ξεπεράσει τις νοοτροπίες του παρελθόντος, παρά τα 35 χρόνια που έχουν περάσει από την πτώση του καθεστώτος.
Η κοινωνία μας δείχνει να μην έχει βρει ακόμη τον βηματισμό της. Παραμένει δέσμια ιδεών που τη συγκρατούν πίσω, ενώ θα έπρεπε να έχει προχωρήσει σε μια νέα πορεία ανάπτυξης και προόδου.
Ανάγκη για αλλαγή
Αυτή η στασιμότητα είναι εμφανής και στην οργάνωση των Βορειοηπειρωτών, η οποία δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ως πυρήνας ενότητας και προόδου. Αντί να διαμορφώνει όραμα και στρατηγική, αρκείται σε ρόλους διαχείρισης, χωρίς ουσιαστική κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινότητα χωρίς σαφή στόχευση, αδύναμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις.
Για να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα απαιτείται μια ξεκάθαρη πολιτική στρατηγική. Οι καθοδηγητές της κοινότητας πρέπει να αφήσουν πίσω τα στερεότυπα του παρελθόντος και να εργαστούν με γνώμονα την ενότητα και την πρόοδο. Η κοινότητα χρειάζεται ένα νέο πολιτικό αφήγημα, που θα βασίζεται στην ενεργή συμμετοχή των νέων και στη χάραξη ενός ρεαλιστικού πλάνου για το μέλλον.
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται, ενίσχυση της πολιτικής παιδείας , η νεολαία πρέπει να μάθει να συμμετέχει στα κοινά και να διεκδικεί ουσιαστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων.
Συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο η πλάνο με στόχους και στρατηγική για την ανάπτυξη και την πολιτική εκπροσώπηση της κοινότητας.
Ενότητα και συνεργασία, οι προσωπικές αντιπαραθέσεις πρέπει να παραμεριστούν για το κοινό καλό.
Αλλαγή νοοτροπίας,  πρέπει να ξεφύγουμε από τις παρωχημένες αντιλήψεις και να χαράξουμε ένα νέο πολιτικό μονοπάτι.
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη, αλλά είναι απαραίτητη. Μόνο με συλλογική προσπάθεια και συγκεκριμένους στόχους μπορούμε να πετύχουμε μια νέα πορεία για την κοινότητά μας.

Η μειονότητα χωρίς πυξίδα: τριάντα χρόνια στασιμότητας και πολιτικής ομηρίας

Από την κομματική ενσωμάτωση στην ανάγκη για ανεξάρτητη φωνή

Στις εκλογές της Αλβανίας, η ελληνική εθνική μειονότητα εμφανίζεται ξανά χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα, χωρίς πυξίδα. Είναι άλλο να είσαι πολιτικός που εκπροσωπεί την  μειονότητα, κι άλλο να είσαι πολιτικός σε αλβανικό κόμμα  που απλώς επικαλείται την εκπροσώπησή της. Η διάκριση αυτή είναι ουσιώδης και πρέπει να ειπωθεί ανοιχτά.
Όταν το εθνικό κέντρο στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προώθησε την ένταξη των Βορειοηπειρωτών στα αλβανικά κόμματα, η κίνηση αυτή παρουσιάστηκε ως ρεαλιστική στρατηγική. 
Στην πράξη, όμως, αποδείχθηκε η πιο επιζήμια επιλογή για τη μειονότητα. Μπορεί να εξυπηρετούσε πρόσκαιρες διπλωματικές ισορροπίες και πολιτικά ανταλλάγματα, όμως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου σήμανε τη σταδιακή απογύμνωση από κάθε ανεξάρτητη πολιτική φωνή, κάθε μέσο διεκδίκησης, κάθε μηχανισμό επιρροής.
Από τότε μέχρι σήμερα, ο έλεγχος του αλβανικού κράτους είναι απόλυτος. 
Δεν μπορεί να εκλεγεί κανείς, ούτε καν πρόεδρος ενός χωριού, χωρίς την έγκριση του συστήματος εξουσίας στα Τίρανα. 
Οι υποψηφιότητες για βουλευτές, δήμαρχοι, ακόμη και κοινοτάρχες, περνούν πρώτα από κομματικά και κρατικά φίλτρα, με προϋπόθεση τη συμβατότητα με τις επιδιώξεις του καθεστώτος. 
Η όποια διαφορετική φωνή, η ελάχιστη απόπειρα ανεξαρτησίας ή εθνικής ευθύνης, αποκλείεται βιαίως ή απαξιώνεται από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό.
Το αποτέλεσμα είναι εμφανές. 
Μετά από τρεις δεκαετίες, βασικές υποδομές στις περιοχές της μειονότητας είναι ανύπαρκτες. Δρόμοι, ενέργεια, υδροδότηση  παραμένουν στον προηγούμενο αιώνα. 
Ο απλός πολίτης της μειονότητας, αποξενωμένος από την πατρογονική του εστία, δεν γνωρίζει ούτε τι μεταφέρει κάθε πλευρά στο όνομά του. 
Η πλειονότητα των μειονοτικών πολιτών ελπίζει ακόμη σε ένα κόμμα όλων, λες και η πολυφωνία είναι απειλή και όχι δύναμη. 
Πρόκειται για απόρροια της χρόνιας απουσίας δημοκρατικών διαδικασιών, που διαμόρφωσε γενιές φοβισμένες, ανήμπορες, καχύποπτες και εξαρτημένες.
Οι τοπικοί άρχοντες είναι αιχμάλωτοι του συστήματος. 
Δεν μπορούν να μιλήσουν, δεν μπορούν να αντιδράσουν, γιατί γνωρίζουν πως την επόμενη μέρα θα έρθει περικοπή κονδυλίων, μισθοδοσιών, καθημερινών εξόδων λειτουργίας. Το σύστημα ελέγχει, διανέμει και εκβιάζει. Και η μειονότητα αποδυναμωμένη, κατακερματισμένη, φοβισμένη μετατρέπεται σταδιακά σε έρημο τόπο.
Και η Ομόνοια; 
Αντί να λειτουργήσει ως φορέας ένωσης, διεκδίκησης και αναγέννησης του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, έχει μετατραπεί σε κλειστή κάστα. Τα ίδια πρόσωπα την εκπροσωπούν εδώ και 25 χρόνια, ανακυκλώνοντας τις ίδιες πρακτικές, τις ίδιες αδιέξοδες συμμαχίες και την ίδια υποταγή. Η Ομόνοια σήμερα δεν αποτελεί όργανο της μειονότητας αποτελεί μέσο επιβίωσης για μια μικρή ομάδα προσώπων.
Η πρόταση πλέον είναι ριζική αλλά αναγκαία: η Ομόνοια πρέπει να αποδεσμευτεί πλήρως όχι μόνο από τα αλβανικά κόμματα αλλά και από κάθε εκλογική διαδικασία. Δεν μπορεί να συνεχίζει να είναι άλλο ένα κομματικό παραμάγαζο. 
Ο ρόλος της πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.
Οφείλει να μετατραπεί σε έναν ζωντανό και ανεξάρτητο φορέα συλλογής, επεξεργασίας και διεκδίκησης προτάσεων για τα προβλήματα της μειονότητας. 
Να συγκροτεί δημόσιες διαβουλεύσεις, να οργανώνει επιτροπές κατοίκων, επιστημόνων και τοπικών εκπροσώπων, να προβάλλει αιτήματα προς την κεντρική διοίκηση όχι ως υπηρέτης της, αλλά ως συνομιλητής με αξιοπρέπεια και αυτοτέλεια.
Μόνο με τέτοιου τύπου ριζική αναδιάρθρωση η Ομόνοια μπορεί να ξαναποκτήσει νομιμοποίηση στη συνείδηση της ίδιας της βάσης της. 
Όσο μένει εγκλωβισμένη σε εκλογικά παζάρια και στενές διαδρομές εξουσίας, τόσο θα συνεχίζει να αποξενώνεται από τον Βορειοηπειρώτη της καθημερινότητας.
Αρκετά πια με τις αυταπάτες και τις διαμεσολαβήσεις. 
Οι Βορειοηπειρώτες δεν χρειάζονται άλλους σωτήρες ούτε διαχειριστές της σιωπής τους. Χρειάζονται δομές που να εκπροσωπούν πραγματικά τις ανάγκες τους, να ακούν τη φωνή της βάσης και να την κάνουν πολιτικό λόγο και πράξη.
Ήρθε η ώρα η ίδια η μειονότητα να πάρει την τύχη της στα χέρια της. 
Όχι μέσα από κομματικούς σωλήνες ή εκλογικές λίστες που εγκρίνονται από τα Τίρανα, αλλά μέσα από ανοιχτές, ανεξάρτητες και δημοκρατικές διαδικασίες.
Η Ομόνοια, αν θέλει να επιβιώσει ιστορικά και πολιτικά, οφείλει να μετασχηματιστεί. 
Να γίνει ο χώρος συγκρότησης της συλλογικής φωνής του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Ένας θεσμός πολιτικής διεκδίκησης, πολιτιστικής ταυτότητας και κοινωνικής συνοχής.
Αν δεν το πράξει, θα είναι απλώς μία ακόμα χαμένη ευκαιρία σε μια σειρά από ήττες.
Η μειονότητα δεν έχει ανάγκη από πρόσωπα που απλώς επιβιώνουν στο σύστημα. Χρειάζεται πρόσωπα που θα τολμήσουν να το αμφισβητήσουν.

Οι Σκιές του Παρελθόντος και η Επαφή με το Παρόν



Με αφορμή τα προεκλογικά σποτ για τις εκλογές στην Αλβανία και μια συζήτηση με φίλους, αισθάνθηκα την ανάγκη να σκιαγραφήσω το προφίλ των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα από την Αλβανία μετά το 1990.
Η Αλβανία, πριν την πτώση του καθεστώτος, υπήρξε ίσως η πιο ερμητικά κλειστή χώρα της Ευρώπης. Τα σύνορα απαγορευτικά, η κοινωνία πλήρως απομονωμένη, δίχως την παραμικρή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Η εκπαίδευση ήταν εργαλείο υποταγής: βασική ανάγνωση και γραφή, και κυρίως πίστη στην κομματική γραμμή. Η κριτική σκέψη δεν υπήρχε ούτε σαν λέξη· όποιος την τόλμησε, βρέθηκε γρήγορα σε υπόγεια και απομόνωση.
Μια ολόκληρη κοινωνία ανατράφηκε στη σκιά του φόβου, του ψεύδους και της σιωπής. Χωρίς γνώσεις, χωρίς εικόνες από τον έξω κόσμο, χωρίς περιθώρια επιλογής. Το καθεστώς δεν παρήγαγε πολίτες· παρήγαγε υπηκόους.
Όταν το καθεστώς έπεσε, η κοινωνία αυτή δεν απελευθερώθηκε απλώς άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας. Η έξοδος έμοιαζε με ξόρκι. Όσοι μπορούσαν, έφυγαν. Άλλοι προς Ιταλία, άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα. Κοινώς, όπου φύγει φύγει, αρκεί να ήταν μακριά απ’ την Αλβανία.
Στο ταξίδι της φυγής δεν κουβαλούσαν σχεδόν τίποτα. Ούτε αποσκευές, ούτε γλώσσα, ούτε προσόντα με τη δυτική έννοια. Είχαν μόνο τα χέρια τους, ένα σθένος βγαλμένο από τη σκληρή ζωή και την ελπίδα ότι κάπου, κάπως, θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή. Κι έτσι έγινε.
Η ελληνική κοινωνία, ωστόσο, δεν ήταν έτοιμη. Δεν ήταν πάντα φιλόξενη. Προσέγγισε με επιφύλαξη, με καχυποψία, με την παλιά προκατάληψη για το άλλο, το κατώτερο, το επικίνδυνο. 
Τα μέσα ενημέρωσης και η μικροπολιτική δεν έχαναν ευκαιρία: για κάθε πρόβλημα, κάποιος Αλβανός έφταιγε.
Η διαφορά μεταξύ Βορειοηπειρωτών και Αλβανών, στην καθημερινή κοινωνία, ποτέ δεν μπήκε στην ίδια ζυγαριά. Σχεδόν 35 χρόνια μετά, το σκηνικό έχει αλλάξει ελάχιστα. Κανείς δεν έλεγε έχω έναν Βορειοηπειρώτη στη δουλειά. Όλοι έλεγαν έχω έναν Αλβανό.
Οι μετανάστες από την Αλβανία έγιναν το απαραίτητο εργατικό χέρι, αλλά σπάνια είδαν το πρόσωπό τους να καθρεφτίζεται ίσα. Κι όμως, δεν έμειναν εκεί. Δούλεψαν, σπούδασαν, πρόκοψαν. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν με δύο γλώσσες, δύο ιστορίες και καμιά σιγουριά ότι ανήκουν στην Αλβανία. 
Όλοι έμαθαν να επιβιώνουν. Άλλοι χαμηλόφωνα και διακριτικά, άλλοι επιδεικνύοντας το πτυχίο της κομμουνιστικής μορφώσεως.
Πίσω, στην Αλβανία, έμειναν οι γέροι, οι φοβισμένοι, και οι ίδιοι οι μηχανισμοί του παλιού καθεστώτος που, κατά ειρωνεία, βρήκαν ξανά τρόπο να σταθούν όρθιοι. Διαχειρίζονται και σήμερα την εξουσία με παλιά μέσα, σε νέο περιτύλιγμα. 
Το σκηνικό άλλαξε, οι ρόλοι παρέμειναν.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η ελληνική εθνική μειονότητα αποτελεί μια ξεχωριστή αλλά παράλληλη ιστορία. Ελάχιστοι έμειναν να παλεύουν για τα χώματα, τη γλώσσα, τη μνήμη. Κι εκεί, το αόρατο χέρι του ελέγχου συνεχίζει το έργο του. Όχι με απειλές, αλλά με πιο ύπουλους, πολιτικούς τρόπους. Η φωνή τους είναι συχνά χαμηλή. Όχι από αδυναμία, αλλά γιατί το έμαθαν πια: όποιος φωνάζει, στερείται το δικαίωμα εισόδου στην Αλβανία να πάει σπίτι του, το πληρώνει ακριβά.
Αν κάτι συνδέει τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα με τους Βορειοηπειρώτες που έμειναν στον τόπο τους, είναι αυτή η διαρκής προσπάθεια να υπάρξουν μέσα σε ένα σύστημα που ποτέ δεν τους έκανε χώρο για τα αυτονόητα. 
Άνθρωποι ενδιάμεσοι, που ζουν ανάμεσα σε πατρίδες, γλώσσες, καθεστώτα και αναμνήσεις. Που κρατούν μέσα τους τη μνήμη της απώλειας και την ανάγκη για μέλλον.
Αξίζει να τους κοιτάξει με σοβαρότητα η ελληνική πολιτική σκηνή. Όχι σαν στατιστική ψήφων, αλλά σαν κομμάτι δικό μας. Οι Έλληνες πολιτικοί το μόνο που μας υποχρέωσαν να μάθουμε εμάς, τους Βορειοηπειρώτες είναι τι σημαίνει να ξεκινάς από το μηδέν, χωρίς καν να στο επιτρέπουν.

Ανάμεσα σε δύο πατρίδες, χωρίς πυξίδα

 

ChatGPT Image 21 Απρ 2025


Πέρασαν σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια από τότε που η πλειοψηφία των Βορειοηπειρωτών εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Κι όμως, ακόμη και σήμερα, μια απλή ερώτηση όπως το «Από πού είσαι;» μπορεί να φέρει αμηχανία. Γιατί η απάντηση δεν είναι απλώς γεωγραφική  είναι υπαρξιακή. Κι αυτή η αμηχανία αποκαλύπτει πως η κοινότητά μας δεν έχει ακόμη κατακτήσει την ταυτότητά της.

Η διαφορά μας από τους ντόπιους δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε ιστορική. Είναι πρωτίστως εσωτερική. Συχνά κινούμαστε χωρίς πυξίδα, χωρίς σαφή εικόνα για το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Μετά την πτώση του καθεστώτος, βρεθήκαμε σε ένα άγνωστο περιβάλλον, οπλισμένοι με μια κληρονομημένη σκέψη που αδυνατούσε να σταθεί στη νέα πραγματικότητα.

Πολλοί μιλούν για την προ του ’90 εποχή με μια σιγουριά που αγγίζει τη λήθη, λες και όσα ακολούθησαν δεν υπήρξαν ποτέ. Μια κοινότητα με έτοιμες απαντήσεις, δανεικές από ένα αυταρχικό παρελθόν, δυσκολεύεται να διατυπώσει νέα ερωτήματα. Κι όμως, χωρίς ερωτήματα, δεν υπάρχει πρόοδος. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο πολιτικό ή θεσμικό  είναι βαθιά πολιτισμικό και ψυχολογικό. Μάθαμε να ψάχνουμε εχθρούς, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας να αυτοπροσδιοριστούμε. Η καχυποψία, η μανία καταδιώξεως, οι θεωρίες συνομωσίας είναι άμυνες μιας ταυτότητας που ακόμη δεν έχει σχηματιστεί.

Σε αυτό το κενό ταυτότητας, βρήκαν χώρο να κυριαρχήσουν λάθος άνθρωποι. Τα ηνία της κοινότητας ανέλαβαν, σε μεγάλο βαθμό, αγράμματοι, καιροσκόποι, πρώην στελέχη του παλιού καθεστώτος. Άνθρωποι χωρίς όραμα, χωρίς παιδεία, χωρίς αίσθηση συλλογικής ευθύνης. Κάποιοι μάλιστα, που δυσκολεύονται να γράψουν σωστά ακόμη και το όνομά τους, κατέβηκαν υποψήφιοι στις εκλογές, γιατί όχι; Αφού η σοβαρότητα δεν ήταν ποτέ προϋπόθεση για τη φιλοδοξία. Δεν μπήκαν μπροστά για να ενώσουν, αλλά για να ελέγξουν. Ήθελαν όχι μια κοινότητα ζωντανή, αλλά μια μάζα εξαρτημένη.

Έστησαν ένα σύστημα εσωστρέφειας και σιωπής. Φοβήθηκαν τη σκέψη, τη συμμετοχή, τη διαφωνία  γιατί ήξεραν ότι αν η κοινότητα ωρίμαζε, εκείνοι θα έχαναν τη δύναμή τους.

Κι όμως, παρά την υπονόμευση, ένα μέρος της κοινότητάς μας άντεξε, προσαρμόστηκε, προχώρησε. 

Κι αυτό είναι το ελπιδοφόρο. Γιατί τώρα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε μια ευκαιρία να αλλάξουμε πορεία. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως η σκέψη είναι πράξη ευθύνης. Και η ευθύνη δεν είναι υπόθεση των άλλων  είναι όλων μας.

Η θέληση που χρειαζόμαστε δεν είναι ούτε ευχή ούτε μανία αλλαγής από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι κάτι πιο ουσιαστικό: οργανωμένη, συνειδητή, βασισμένη στη γνώση και στη μνήμη. Αλλιώς, θα ξαναγυρίσουμε στην ίδια παγίδα  να κυνηγάμε έναν εχθρό που δεν υπάρχει, για να μην κοιτάξουμε κατάματα μια αλήθεια που δεν αντέχουμε.

Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι ποιος μας φταίει, αλλά ότι δεν ξέρουμε ακόμη ποιοι είμαστε. Κι αν δεν το λύσουμε αυτό, θα μείνουμε για πάντα χωρίς ρίζες και χωρίς σκιά να ξαποστάσουμε.

Η Επιστροφή της Πίστης




 Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου πίσω από το Ζιμόρι ανέβαιναν προς τον ουρανό, χαρίζοντας λάμψη. Τα πάντα γύρω είχαν πάρει μορφή. Ηρεμία και γαλήνη κυριαρχούσε παντού. Ήταν τόσο όμορφα αυτό το πρωινό. Η Μεγαλόχαρη έφερε αυτό που ποθούσαν. Τα πουλιά κελαϊδούσαν γεμίζοντας τις ψυχές των ανθρώπων. Ένα απαλό αεράκι χάιδευε τα πρόσωπα, σαν να ήταν το χέρι της Μεγαλόχαρης. Απ' τον Κάρπενο ανέβαιναν σύννεφα με τις ακτίνες να πέφτουν και να λάμπουν. Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα και μαγικά. Ήταν η αρχή…

Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν. Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90 άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό, που η μόνη εικόνα που θυμούνται ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους. Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού. Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία, ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.

Μα τώρα, καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια, κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα που μόλις γνώρισε. Άκουγαν λόγια που δεν καταλάβαιναν όλα, μα κάτι μέσα τους ανασάλευε σαν να τα ήξεραν από πριν, από μια άλλη ζωή.

Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι και τους έδειχνε: Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού. Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου. Μην βιάζεσαι. Με την καρδιά.

Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι, χωρίς να ντρέπονται. Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια, μα τώρα ήξεραν και γιατί. Και τα παιδιά, εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό, ρώταγαν:

Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;

Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις. Ήταν βλέμματα, ήταν χάδια, ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».

Οι πρώτες ακτίνες, πίσω απ’ το Ζιμόρι,
ανέβαιναν δειλά, σαν προσευχή στον ουρανό.
Χρυσόφωτη λάμψη απλωνόταν στη γη,
και τα πράγματα έπαιρναν μορφή
σαν να ξυπνούσαν απ’ το όνειρο.

Σιωπή γεμάτη νόημα.
Η γαλήνη απλωνόταν,
σαν πέπλο της Μεγαλόχαρης.
Όμορφο το πρωινό, αλλιώτικο
ευλογημένο.

Τα πουλιά κελαηδούσαν,
όχι για τον κόσμο,
μα για τις ψυχές των ανθρώπων.
Κι ένα αεράκι γλυκό
χάιδευε τα πρόσωπα,
όπως το χέρι της Παναγιάς
στις μέρες της προσμονής.

Απ’ τον Κάρπενο,
σύννεφα ταξίδευαν αργά,
κι οι ακτίνες τούς χάριζαν φως
λάμψη μέσα στη σιγή.

Ήταν η αρχή.
Και τίποτα δεν ήταν μικρό.

Κάποιος έσφιγγε το κομποσχοίνι του
δίχως να το καταλαβαίνει
όχι από φόβο,
μα γιατί το φως τού ’φέρνε μνήμες.
Εκείνες τις παλιές,
που έρχονται δίχως θόρυβο,
όπως έρχεται κι η ευλογία.

Τα σπίτια είχαν ακόμη τη δροσιά της νύχτας
στις πέτρες τους,
και οι αυλές μύριζαν γιασεμί.
Μια γριά καθισμένη στη γωνιά
κοιτούσε προς το βουνό
και στα μάτια της έλαμπε
μια ιστορία που δεν ειπώθηκε ποτέ.

Οι καμπάνες δεν είχαν χτυπήσει ακόμη,
μα μέσα στους ανθρώπους
ένας ήχος αντηχούσε
σαν κάλεσμα που δεν προφέρεται με λέξεις.

Η μέρα δεν είχε πάρει ακόμα την τροπή της.
Κι όμως, όλα είχαν ήδη γραφτεί
στο φως, στο αεράκι,
στις σκιές που άλλαζαν θέση
χωρίς να βιάζονται.

Και τότε, κάπου μακριά,
ένα παιδί γέλασε.
Ήταν το πρώτο γέλιο της μέρας.
Και μέσα του
χώρεσε ολόκληρη η ζωή.

Και κάπου πιο πέρα,
μες στη σιγαλιά της πέτρας
και των κλειστών παραθύρων,
ένα κερί άναψε.
Όχι για να φανεί
αλλά για να θυμίσει.

Ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής,
ύστερα από δεκαετίες
που δεν επιτρεπόταν ούτε στα μάτια
να στραφούν προς τον ουρανό,
η προσευχή ξαναβρήκε τον δρόμο της.

Η Αλβανία του Χότζα
δεν ήταν πια η ίδια.
Η πίστη, κάποτε απαγορευμένη,
σαν παράνομο μυστικό ανάμεσα σε τοίχους,
σήμερα άνοιγε παράθυρο στον ήλιο.

Οι παλιές εικόνες,
θαμμένες σε πατάρια και κάτω από σανίδια,
ξεθάβονταν με χέρια που έτρεμαν,
μα δεν δίσταζαν.
Η Μεγαλόχαρη,
που άλλοτε ψιθυριζόταν μόνο 

 στα κρυφά και σκοτεινά,
ξαναπήρε θέση σε κάθε τοίχο
όχι μόνο στο σπίτι,
μα και στην καρδιά.

Τα σταυρουδάκια βγήκαν απ’ τα σεντούκια.
Τα παιδιά ρωτούσαν.
Οι γέροντες χαμογελούσαν.

Μια γυναίκα στάθηκε μπροστά στην εκκλησία
που κάποτε ήταν στάβλος.
Στα μάτια της καθρεφτιζόταν ο ουρανός
και στα χείλη της
μία λέξη:

Ήρθε ο καιρός.

Ήταν η κυρά-Τάσσω.
Μεγάλωσε με την εικόνα κρυμμένη κάτω απ’ τη σανίδα της κουζίνας.
Μάθαινε στα εγγόνια της να κάνουν το σταυρό
όπως οι παλιοί αντάρτες κρυβόντουσαν στα βουνά
μυστικά, στα σκοτεινά,
με μάτια που κοίταζαν πίσω απ’ τις κουρτίνες.

Κάθε Πάσχα,
έβαφε αυγά με βότανα και σιωπή.
Γιατί, γιαγιά;
Έτσι, παιδί μου. Για το καλό, κοίτα μην σου ξεφύγει τίποτα;

Και τώρα
τώρα που δεν κινδυνεύεις πια να σε στείλουν εξορία
επειδή άναψες κερί,
πήρε την παλιά εικόνα
με τα άχυρα ακόμα κολλημένα πίσω,
την σκούπισε με το ποδόγυρό της
και την έβαλε στο εικονοστάσι,
που ήταν πάντα εκεί.
Αόρατο, μα ζωντανό.

Έπειτα,
πήγε στην εκκλησία.
Εκείνη που είχαν κάνει αποθήκη.
Τώρα μοσχοβολούσε λιβάνι.

Ο παπάς νέος, με γένι,
με φωνή που έτρεμε
έψελνε δειλά.
Μα μέσα απ’ τα λόγια του
έβγαιναν δεκαετίες καταπίεσης,
συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν,
και πίστη που δεν έσβησε ποτέ.

Οι γυναίκες δάκρυζαν.
Οι άντρες στέκονταν ίσια,
όπως παλιά στις δοξολογίες.

Η κυρά-Τάσσω δεν είπε τίποτα.
Μόνο κάθισε στο παλιό της στασίδι
κι έσφιξε το κομποσχοίνι.

Στον κόμπο τον εκατοστό
είπε το όνομα του πατέρα της,
στον εκατόν πρώτο
το όνομα του άντρα της,
στον εκατόν δεύτερο
έκλαψε.

Μα ήταν πια ελεύθερο το δάκρυ.

Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν.
Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90
άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό,
που η μόνη εικόνα που θυμούνται
ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους.


Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού.
Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία,
ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί
και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.

Μα τώρα,
καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια,
κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα
που μόλις γνώρισε.
Άκουγαν λόγια που δεν τα καταλάβαιναν όλα,
μα κάτι μέσα τους ανασάλευε
σαν να τα ήξεραν από πριν,
από μια άλλη ζωή.

Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι
και τους έδειχνε:
«Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού.
Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου.
Μην βιάζεσαι.
Με την καρδιά.»

Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι,
χωρίς να ντρέπονται.
Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια,
μα τώρα ήξεραν και γιατί.
Και τα παιδιά,
εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό,
ρώταγαν:

Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;

Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις.
Ήταν βλέμματα,
ήταν χάδια,
ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».

Ο Νικόδημος γεννήθηκε το 1969,αβαπτιστος
σε μια χώρα που είχε ήδη ξεχάσει πώς προσεύχεται.
Ο πατέρας του ήταν εργάτης,
η μάνα του δασκάλα.
Ούτε εικόνες στο σπίτι,
ούτε σταυροί στον λαιμό.
Μόνο σφυροδρέπανα στους τοίχους
και συνθήματα για έναν ουρανό χωρίς Θεό.

Και όμως, από παιδί
ένιωθε πως κάτι έλειπε.
Όχι σαν έλλειψη,
μα σαν σκιά
σαν ήχος που δεν τον ακούς,
μα καταλαβαίνεις ότι υπάρχει.

Όταν η χώρα άνοιξε ξανά τις πόρτες της στην πίστη,
ο Ιωνας ήταν ήδη άντρας.
Είχε γυναίκα, παιδί, και μια ζωή τακτοποιημένη.
Μα η ψυχή του
ατάκτως ερριμμένη.

Πήγε μια μέρα στην εκκλησία,
χωρίς να ξέρει γιατί.
Ίσως τον τράβηξε η καμπάνα.
Ίσως η μυρωδιά του κεριού
που τον πήγε πίσω, σε κάτι που δεν έζησε.
Ίσως το βλέμμα μιας γριάς
που κρατούσε το κομποσχοίνι σαν πυξίδα.

Στάθηκε στην πόρτα.
Δεν μπήκε.
Κοίταζε.

Και τότε
είδε ένα παιδί να κάνει τον σταυρό του.
Άτσαλα.
Μπερδεμένα.

Και σκέφτηκε:
Αυτό το παιδί ξέρει περισσότερο από μένα.
Κι εγώ είμαι ο πατέρας του.

Μπήκε σιγά σιγά.
Έκατσε πίσω πίσω.
Και όταν ο ιερέας ψιθύρισε «Ειρήνη πάσι»,
ο Ιωνας ένιωσε να τον αφορά.

Για πρώτη φορά στη ζωή του
δεν ένιωσε μόνος.

Ο πατήρ Αναστάσιος δεν γεννήθηκε παπάς.
Ούτε παιδί ιερέα ήταν.
Γεννήθηκε κι αυτός μέσα στη σιγή,
το 1969, δύο χρόνια μετά τη μεγάλη απαγόρευση.

Η γιαγιά του
του μάθαινε το «Πάτερ Ημών»
σαν παραμύθι.
Χαμηλόφωνα,
ανάμεσα στο μεσημεριανό υπνο και το πλύσιμο των  ρούχων.
«Μην το πεις στο σχολείο, παιδί μου.
Είναι μυστικό.»

Κι αυτό το μυστικό,
αντί να τον πνίξει,
τον ρίζωσε.
Έφυγε,

 λιποτάκτησε από το καθεστώς,

 και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη.
Έμαθε θεολογία δίχως να ξέρει αν ποτέ
θα λειτουργήσει στην πατρίδα του.
Μα ήλπιζε.

Κι όταν το καθεστώς έπεσε,
δεν γύρισε αμέσως.
Περίμενε.

Ήθελε να γυρίσει
όχι μόνο ως ιερέας,
αλλά ως θεραπευτής μιας πληγής.
Όχι για να θυμίσει ποιος είναι ο Θεός,
αλλά για να σταθεί δίπλα σ’ εκείνους
που δεν τον γνώρισαν ποτέ.

Η πρώτη του λειτουργία
έγινε σε μια εκκλησία μισογκρεμισμένη.
Τα τζάμια έλειπαν,
οι εικόνες είχαν γίνει στάχτη.
Μα μέσα στους τοίχους
υπήρχε ακόμα σιωπή.
Και η σιωπή αυτή ήταν ιερή.



Ο Ιωνας ήταν εκεί.
Και η γιαγιά Τάσσω.
Και ένα παιδί με μάτια γεμάτα ερωτήσεις.

Ο πατήρ Αναστάσιος στάθηκε στο ιερό,
έκανε τον σταυρό του
και είπε σιγανά,
με φωνή που έτρεμε:

Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…


Κανείς δεν κοινώνησε εκείνη τη μέρα.
Κανείς δεν τόλμησε.
Μα όλοι ένιωσαν,
για πρώτη φορά ίσως,
πως η ψυχή τους στεκόταν όρθια.

Ο πατήρ Αναστάσιος δεν έλεγε πολλά.
Μιλούσε με τα μάτια,
με τις πράξεις,
με μια καλοσύνη που δεν φώναζε,
μόνο ακουμπούσε σιγά στο βάθος.

Τον έβλεπες κάθε πρωί
να ανοίγει την παλιά εκκλησία,
να σκουπίζει τις σκόνες του καιρού
και να στήνει ένα τραπεζάκι
με λίγο καφέ και δυο καρέκλες απ’ το καφενείο.

Δεν έκανε κατήχηση
έκανε κουβέντα.
Όποιος περνούσε,
καθόταν λίγο.
Για να ξεκουραστεί, έλεγαν.
Μα η ψυχή ήξερε καλύτερα.

Έτσι γνώρισε και τον Ιωνας.
Ο Ιωνας ερχόταν κάθε μέρα λίγο πιο κοντά.
Πρώτα στάθηκε απ’ έξω,
μετά στον νάρθηκα,
και ύστερα στο παγκάρι δίπλα, όχι μπροστά.

Ο ιερέας δεν τον πίεσε ποτέ.
Μια μέρα μόνο του είπε:

Η πίστη δεν ζητάει βεβαιότητα.
Μόνο αλήθεια.
Κι η αλήθεια σου αρκεί.
Όπως είσαι.

Ο Ιωνας τον κοίταξε σαν να άκουγε τον πατέρα του.
Από εκείνη τη μέρα,
κάθε Σάββατο, ερχόταν και βοηθούσε.
Άναβε κεριά,
έφερνε λουλούδια,
κάποιες φορές έφερνε και το παιδί του.

Ο πατήρ Αναστάσιος έπιανε το παιδί από τον ώμο
και του έλεγε ιστορίες
όχι μόνο για αγίους,
αλλά και για ανθρώπους σαν τον παππού του,
που έσκαβε και μες στο χώμα φύλαγε το σταυρό του.

Κι έτσι,
μέσα απ’ τον Ιωνα,
ξαναγύριζε μια γενιά στην πίστη.
Όχι με φωνές και νουθεσίες,
αλλά με αγάπη.
Με συντροφιά.
Με ανάσες ειλικρινείς.

Ήταν Κυριακή της Ανάστασης.
Μα για το χωριό,
ήταν Ανάσταση με κάθε έννοια.

Η παλιά εκκλησία της Παναγιάς
χτισμένη περίπου τον 11ο αιώνα,
με πέτρα λαξευμένη απ’ τα χέρια των προγόνων
είχε γίνει στάβλος στα χρόνια της σιωπής.

Εκεί που κάποτε ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη»,
είχαν δεθεί αγελάδες.
Οι τοιχογραφίες είχαν καλυφθεί με ασβέστη.
Το ιερό, χωρίς Άγιο Τραπέζι,
είχε γίνει αποθήκη σανού.

Κι όμως
η πέτρα θυμάται.

Με κόπο, με ιδρώτα,
με χέρια απλών ανθρώπων και λίγα λεφτά από δω κι από κει,
το καθάρισαν.
Σήκωσαν σιγά σιγά την Αγία Τράπεζα,
βρήκαν υπολείμματα από την παλιά εικόνα,
κι ο πατήρ Αναστάσιος έστησε το πρώτο κερί
στο σημείο όπου επί δεκαετίες υπήρχε μονάχα σκοτάδι.

Εκείνη τη μέρα,
ήρθε όλο το χωριό.
Άλλοι από πίστη,
άλλοι από περιέργεια,
μα όλοι με καρδιά που χτυπούσε.

Ο Ιωνας έφερε τα παιδιά του.
Η κυρά-Τασσω φόρεσε το μαύρο της μαντήλι
κι έσφιγγε το κομποσχοίνι μέχρι να ματώσει το δάχτυλο.

Όταν χτύπησε η καμπάνα
όλοι σιώπησαν.

Ο πατήρ Αναστάσιος μπήκε από το Ιερό,
κρατώντας το Άγιο Φως,
και ψιθύρισε:

«Δεύτε λάβετε φως...»

Τα κεριά άναψαν.
Μέσα σε δευτερόλεπτα,
το ερειπωμένο κτίσμα φώτισε
μα όχι απ’ τη φλόγα.
Απ’ την πίστη που είχε κρυφτεί
και τώρα επέστρεφε.

Ο ιερέας δάκρυσε.
Δεν το ’κρυψε.

Πόσα χρόνια...
Πόσα χρόνια να περιμένει ένας τόπος,
για να του ξαναμιλήσει ο Θεός;

Κανείς δεν απάντησε.
Μα όλοι ήξεραν την απάντηση.

Όσα χρειάζονται.
Μα όχι ένα παραπάνω.


Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων

  Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων Εκεί όπου οι πέτρες μιλούν ακόμα «Ήτανε μια από κείνες τις καθαρές αυγουστιάτικες μ...