Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Οι Σκιές του Παρελθόντος και η Επαφή με το Παρόν



Με αφορμή τα προεκλογικά σποτ για τις εκλογές στην Αλβανία και μια συζήτηση με φίλους, αισθάνθηκα την ανάγκη να σκιαγραφήσω το προφίλ των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα από την Αλβανία μετά το 1990.
Η Αλβανία, πριν την πτώση του καθεστώτος, υπήρξε ίσως η πιο ερμητικά κλειστή χώρα της Ευρώπης. Τα σύνορα απαγορευτικά, η κοινωνία πλήρως απομονωμένη, δίχως την παραμικρή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Η εκπαίδευση ήταν εργαλείο υποταγής: βασική ανάγνωση και γραφή, και κυρίως πίστη στην κομματική γραμμή. Η κριτική σκέψη δεν υπήρχε ούτε σαν λέξη· όποιος την τόλμησε, βρέθηκε γρήγορα σε υπόγεια και απομόνωση.
Μια ολόκληρη κοινωνία ανατράφηκε στη σκιά του φόβου, του ψεύδους και της σιωπής. Χωρίς γνώσεις, χωρίς εικόνες από τον έξω κόσμο, χωρίς περιθώρια επιλογής. Το καθεστώς δεν παρήγαγε πολίτες· παρήγαγε υπηκόους.
Όταν το καθεστώς έπεσε, η κοινωνία αυτή δεν απελευθερώθηκε απλώς άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας. Η έξοδος έμοιαζε με ξόρκι. Όσοι μπορούσαν, έφυγαν. Άλλοι προς Ιταλία, άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα. Κοινώς, όπου φύγει φύγει, αρκεί να ήταν μακριά απ’ την Αλβανία.
Στο ταξίδι της φυγής δεν κουβαλούσαν σχεδόν τίποτα. Ούτε αποσκευές, ούτε γλώσσα, ούτε προσόντα με τη δυτική έννοια. Είχαν μόνο τα χέρια τους, ένα σθένος βγαλμένο από τη σκληρή ζωή και την ελπίδα ότι κάπου, κάπως, θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή. Κι έτσι έγινε.
Η ελληνική κοινωνία, ωστόσο, δεν ήταν έτοιμη. Δεν ήταν πάντα φιλόξενη. Προσέγγισε με επιφύλαξη, με καχυποψία, με την παλιά προκατάληψη για το άλλο, το κατώτερο, το επικίνδυνο. 
Τα μέσα ενημέρωσης και η μικροπολιτική δεν έχαναν ευκαιρία: για κάθε πρόβλημα, κάποιος Αλβανός έφταιγε.
Η διαφορά μεταξύ Βορειοηπειρωτών και Αλβανών, στην καθημερινή κοινωνία, ποτέ δεν μπήκε στην ίδια ζυγαριά. Σχεδόν 35 χρόνια μετά, το σκηνικό έχει αλλάξει ελάχιστα. Κανείς δεν έλεγε έχω έναν Βορειοηπειρώτη στη δουλειά. Όλοι έλεγαν έχω έναν Αλβανό.
Οι μετανάστες από την Αλβανία έγιναν το απαραίτητο εργατικό χέρι, αλλά σπάνια είδαν το πρόσωπό τους να καθρεφτίζεται ίσα. Κι όμως, δεν έμειναν εκεί. Δούλεψαν, σπούδασαν, πρόκοψαν. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν με δύο γλώσσες, δύο ιστορίες και καμιά σιγουριά ότι ανήκουν στην Αλβανία. 
Όλοι έμαθαν να επιβιώνουν. Άλλοι χαμηλόφωνα και διακριτικά, άλλοι επιδεικνύοντας το πτυχίο της κομμουνιστικής μορφώσεως.
Πίσω, στην Αλβανία, έμειναν οι γέροι, οι φοβισμένοι, και οι ίδιοι οι μηχανισμοί του παλιού καθεστώτος που, κατά ειρωνεία, βρήκαν ξανά τρόπο να σταθούν όρθιοι. Διαχειρίζονται και σήμερα την εξουσία με παλιά μέσα, σε νέο περιτύλιγμα. 
Το σκηνικό άλλαξε, οι ρόλοι παρέμειναν.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η ελληνική εθνική μειονότητα αποτελεί μια ξεχωριστή αλλά παράλληλη ιστορία. Ελάχιστοι έμειναν να παλεύουν για τα χώματα, τη γλώσσα, τη μνήμη. Κι εκεί, το αόρατο χέρι του ελέγχου συνεχίζει το έργο του. Όχι με απειλές, αλλά με πιο ύπουλους, πολιτικούς τρόπους. Η φωνή τους είναι συχνά χαμηλή. Όχι από αδυναμία, αλλά γιατί το έμαθαν πια: όποιος φωνάζει, στερείται το δικαίωμα εισόδου στην Αλβανία να πάει σπίτι του, το πληρώνει ακριβά.
Αν κάτι συνδέει τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα με τους Βορειοηπειρώτες που έμειναν στον τόπο τους, είναι αυτή η διαρκής προσπάθεια να υπάρξουν μέσα σε ένα σύστημα που ποτέ δεν τους έκανε χώρο για τα αυτονόητα. 
Άνθρωποι ενδιάμεσοι, που ζουν ανάμεσα σε πατρίδες, γλώσσες, καθεστώτα και αναμνήσεις. Που κρατούν μέσα τους τη μνήμη της απώλειας και την ανάγκη για μέλλον.
Αξίζει να τους κοιτάξει με σοβαρότητα η ελληνική πολιτική σκηνή. Όχι σαν στατιστική ψήφων, αλλά σαν κομμάτι δικό μας. Οι Έλληνες πολιτικοί το μόνο που μας υποχρέωσαν να μάθουμε εμάς, τους Βορειοηπειρώτες είναι τι σημαίνει να ξεκινάς από το μηδέν, χωρίς καν να στο επιτρέπουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγραφούνε.

Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων

  Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων Εκεί όπου οι πέτρες μιλούν ακόμα «Ήτανε μια από κείνες τις καθαρές αυγουστιάτικες μ...