Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων

 


Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων

Εκεί όπου οι πέτρες μιλούν ακόμα

«Ήτανε μια από κείνες τις καθαρές αυγουστιάτικες μέρες που η σκιά του πλάτανου στη Μαργάρο απλωνόταν βαριά, σαν την αγκαλιά της γιαγιάς. Ο παππούς ο Γιώτης καθότανε στο πεζούλι και κοίταζε απέναντι, προς το λόφο του Αελιά, που χρόνια τώρα όλοι τον λένε κάστρο. Κάθε τόσο έλεγε ιστορίες  πότε για το χρυσό γουρούνι και τα εννιά γουρουνόπουλα που χάθηκαν στη στοά, πότε για πολέμους, πότε για βασιλιάδες. Μια φορά τον ρώτησα, παππού, ποιος το ’φτιάξε το κάστρο;
Κι εκείνος, μ’ ένα βλέμμα που γινόταν βουνό και θύμηση, απάντησε  Το ’φτιάξε ο Πύρρος, παιδί μου. Ήταν κάστρο μεγάλο, του βασιλιά της Ηπείρου, γι’ αυτό και τόσα χρόνια δεν το πήρε κανείς, ούτε οι ξένοι, ούτε οι Ιλλυριοί, ούτε ο χρόνος..."


Το χωριό που φυλάει μνήμη και μυστήριο

Υπάρχουν χωριά που δεν τα πιάνει εύκολα το μάτι στον χάρτη κι όμως κρύβουν ιστορία βαθιά, μνήμη πεισματάρα και μυστήριο που περνάει από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά.
Η Μάλτσιανη, χωμένη στους πρόποδες των βουνών της Βορείου Ηπείρου, είναι ακριβώς τέτοιο χωριό, ένας τόπος όπου το παλιό συναντά το καινούριο και κάθε μονοπάτι έχει τη δική του αφήγηση.

Κάπως ψηλότερα, απέναντι από το χωριό, ξεχωρίζει ο λόφος με τ’ αρχαία ερείπια. Εδώ είναι, λένε οι ντόπιοι, το παλιό κάστρο του Πύρρου. Οι πέτρες, μισοσβησμένες και σκεπασμένες με σπάρτα και ασφάκες, μαρτυρούν πως κάποτε εδώ υπήρχε κάτι σπουδαίο  ένα κάστρο, μια πόλη, ένας κόσμος.

Οι μεγαλύτεροι, όταν σμίγουν τα καλοκαίρια κάτω από τον πλάτανο στη Μαργάρο, θα σου πουν ιστορίες για θησαυρούς, μάχες, στοές που βγαίνουν ποιος ξέρει πού, και για τους Χάονες, τους Μολοσσοούς, τους «απ’ εδώ» και τους «απ’ εκεί».
Κι αν ρωτήσεις, κανείς δεν ξέρει πού αρχίζει η αλήθεια και πού τελειώνει ο θρύλος. Όλοι όμως συμφωνούν σε ένα, το κάστρο ήταν πάντα εκεί, σημάδι και αίνιγμα.


Το μυστήριο του Ελίκρανον

Λίγο λίγο, οι άνθρωποι του τόπου άκουγαν τα ονόματα από τους παλιούς Ελίκρανον  έτσι το έλεγαν στην αρχαιότητα, λέει η επιστήμη. Μια πόλη φρούριο στα σύνορα των Χαόνων και των Μολοσσών, τόπος δύσκολος και στρατηγικός.

Εδώ, πάνω στην κορφή του λόφου, χτίστηκε η ακρόπολη με θέα που κόβει την ανάσα. Κι αν σηκώσεις το βλέμμα, βλέπεις ίσαμε μακριά, κάτω στην πεδιάδα, ίσα που φαίνεται το ύψωμα της αρχαίας Φοινίκης, της μεγάλης πρωτεύουσας των Χαόνων. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα απογεύματα, με καθαρό καιρό, ο ήλιος βουτάει στο Ιόνιο κι όλα μοιάζουν σαν σε αρχαίο όνειρο.

Το κάστρο τούτο δεν είναι απλώς σωρός από πέτρες.
Είναι τοποθεσία κλειδί, σημείο ελέγχου του περάσματος, της επικοινωνίας, του ποιος κρατά τη μοίρα του τόπου στα χέρια του.


Ο Πολύβιος και οι καπνοί της Χαονίας

Δεν είναι μόνο οι ιστορίες των γερόντων που δίνουν βάρος στο κάστρο. Είναι και οι γραφές των παλιών των ιστορικών. Ο Πολύβιος, σπουδαίος χρονογράφος των ελληνιστικών χρόνων, μιλάει ακριβώς για τούτο τον τόπο, όταν περιγράφει την εποχή που οι Ιλλυριοί επιτέθηκαν στα χωριά της Χαονίας και τα ελληνικά στρατεύματα έτρεξαν να βοηθήσουν:

«Καὶ στρατοπεδεῦσαι πρὸς τῷ Ἐλικράνῳ ἐθεώρουν τοὺς καπνοὺς τῶν καταφλεγομένων ὑπὸ τῶν Ἰλλυριῶν χωρίων τῆς Χαονίας· καὶ πολὺ διηπόρουν, ὅπως εὐπορήσουσιν ὑπὲρ τῆς ὑπαγωγῆς τῶν συμμάχων.»
(Πολύβιος, Ιστορίαι 2.8.5)

Δηλαδή, Στρατοπεδεύοντας κοντά στο Ελίκρανον, έβλεπαν τους καπνούς από τα χωριά της Χαονίας που καιγόταν από τους Ιλλυριούς και βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία ως προς το πώς θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους συμμάχους τους.

Αυτή η σκηνή, γραμμένη πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, αποτυπώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο πόσο σημαντικό ήταν το κάστρο της Μάλτσιανης όχι μόνο ως άμυνα, αλλά και ως μάτι και αυτί για όλη την πεδιάδα της Χαονίας.

Με άλλα λόγια, όταν οι Χάονες κινδύνευαν από τις επιδρομές των Ιλλυριών, τα ελληνικά στρατεύματα στρατοπέδευσαν εδώ, στο Ελίκρανον, κι από το ύψωμα έβλεπαν τους καπνούς από τα χωριά που καιγόντουσαν στην πεδιάδα.
Αυτό το στιγμιότυπο αποτυπώνει τη σημασία του λόφου  όχι μόνο ως άμυνα, αλλά και ως σημείο εποπτείας και ειδοποίησης. Μπορούσες να δεις τα πάντα  κι έτσι το κάστρο έμεινε μνήμη και σύμβολο.


Τα αρχαία ευρήματα και οι θρύλοι του τόπου

Σήμερα, λίγα φαίνονται στην επιφάνεια  κάποιες μεγάλες πέτρες, ίχνη από θεμέλια, και μια γη που ξέρει να κρύβει καλά τα μυστικά της. Οι χωριανοί, όμως, θυμούνται ιστορίες για αγγειοπλασμένα κομμάτια, για κρυμμένα νομίσματα που βρέθηκαν κατά καιρούς στο λόφο, και για σπηλιές που μπορεί να ήταν καταφύγια ή στοές.

Από στόμα σε στόμα έφτασαν οι διηγήσεις για αρχαία νομίσματα του Πύρρου, για επιγραφές που κανείς δεν ήξερε να διαβάσει, για σπασμένα αγγεία και χαλκάκια που φανέρωναν ότι εδώ υπήρχε ζωή παλιά, πολύ παλιά. Οι άνθρωποι σέβονταν αυτά τα ευρήματα τα κρατούσαν σπίτι ή τα άφηναν εκεί όπου τα βρήκαν, σαν να ήξεραν πως ανήκουν σε άλλον χρόνο, σε άλλους ανθρώπους.

Η επιστήμη λέει πως τέτοια νομίσματα, με τη μορφή του Πύρρου και τη φράση “Βασιλεύς των Μολοσσών”, κυκλοφόρησαν ευρέως σε όλη την Ήπειρο, και δεν σημαίνει πως το κάστρο ήταν μολοσσικό. Περισσότερο μαρτυρούν το μεγαλείο μιας εποχής που όλη η Ήπειρος είχε κοινό νόμισμα και πολιτική δύναμη. Όμως, για τον απλό κάτοικο, το να βρει ένα τέτοιο νόμισμα στο χώμα της Μάλτσιανης, ήταν σαν να πιάνει στα χέρια του ένα κομμάτι της ιστορίας, μια απόδειξη ότι κι εδώ, σε τούτο το λόφο, πέρασε ο Πύρρος ο δικός τους βασιλιάς, ο θρυλικός πολεμιστής.

Κι έτσι, η φαντασία, η μνήμη και το πραγματικό μπλέκουν σ’ ένα γλυκό κουβάρι. Το κάστρο γίνεται του Πύρρου, το νόμισμα παίρνει το όνομα του μεγάλου βασιλιά, και κάθε μισογκρεμισμένο τείχος αποκτά στόμα και φωνή.

Οι Χάονες, οι Μολοσσοί και το όριο της μνήμης

Αν ρωτήσεις δέκα ανθρώπους στη Μάλτσιανη, θα ακούσεις δέκα εκδοχές για το σε ποιον ανήκε το κάστρο. Άλλοι θα πουν Χάονες, άλλοι Μολοσσοί, κι άλλοι απλώς οι παλιοί μας πρόγονοι. Η αλήθεια είναι πως τούτος ο τόπος ήταν πάντα σταυροδρόμι. Τα βιβλία λένε πως οι Χάονες ήταν τα πρώτα αφεντικά του κάμπου, με πρωτεύουσα τη Φοινίκη, αλλά κάποια εποχή ήρθαν οι Μολοσσοί, ένωσαν το βασίλειο, κι όλα μπερδεύτηκαν.

Η επιστήμη τοποθετεί το Ελίκρανον περισσότερο στην αγκαλιά των Χαόνων, λόγω εγγύτητας με τη Φοινίκη και με βάση τις μαρτυρίες του Πολύβιου. Όμως, στη μακρά διαδρομή του χρόνου, το κάστρο πέρασε και από χέρια Μολοσσών, ίσως και Ρωμαίων, ίσως και άλλων. Για τον κάτοικο, όμως, έχει μικρή σημασία η εθνικότητα των παλιών. Αυτό που μένει είναι η μνήμη του τόπου, η σιγουριά ότι εδώ υπήρχε πολιτεία, δύναμη, ζωή.

Μια λαϊκή ιστορία για το κάστρο

Λένε πως μια φορά, στους καιρούς της τουρκοκρατίας, ήρθε κάποιος κυνηγός από άλλο χωριό και ανέβηκε στο κάστρο να μαζέψει ρίγανη. Εκεί, σ’ ένα χαντάκι ανάμεσα στα ερείπια, βρήκε έναν παράξενο λαγό, άσπρο σαν το γάλα. Τον κυνήγησε ώσπου ο λαγός χώθηκε σε μια τρύπα και χάθηκε. Σκύβει ο κυνηγός να δει, κι από μέσα άρχισε να ακούει έναν βόμβο, σαν να τραγουδούσε ο άνεμος μέσα σε χάλκινα πιθάρια. Οι παλιοί λέγαν πως εκεί, στα σκοτεινά της γης, κοιμάται το χρυσό γουρούνι του Πύρρου, μαζί με τα εννιά γουρουνόπουλα, φρουροί του κάστρου, ώσπου να ξανάρθουν καιροί καλύτεροι.

Και πάντα, όταν πέρναγε κανείς από το λόφο σούρουπο, έριχνε μια πέτρα ή έκανε το σταυρό του, για να μην ξυπνήσει τα πνεύματα που κατοικούν εκεί κάτω. Γιατί, όπως λέει ο παππούς, οι πέτρες έχουν μνήμη κι οι τόποι ψυχή, αν τους σέβεσαι, σου ανοίγουν τις πόρτες τους.

Το βλέμμα προς τη Φοινίκη  το σήμερα και το αύριο

Αν σταθείς στην κορυφή του κάστρου στον Αελιά ένα πρωινό που ο αέρας είναι καθαρός, κοιτάς πέρα  στη μεγάλη πεδιάδα που απλώνεται σαν χάρτης κάτω από τα πόδια σου. Στο βάθος, σχεδόν μυστηριακά, ξεχωρίζει το ύψωμα της αρχαίας Φοινίκης. Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά, όπως λένε οι αρχαιολόγοι, από εδώ πάνω ο φρουρός της ακρόπολης του Ελίκρανον μπορούσε να δει τα σήματα και τους καπνούς από την πρωτεύουσα των Χαόνων.

Και ίσως, τότε, σε μια μακρινή εποχή, κάποιος να καθόταν όπως εσύ τώρα, και να αναρωτιόταν τι άνθρωποι ζούσαν στη Φοινίκη, τι μυστικά έκρυβε ο κάμπος, και πώς θα ήταν η ζωή όταν το κάστρο ήταν γεμάτο φωνές, άλογα και παιδικά γέλια.

Τοπίο και μνήμη

Η Μάλτσιανη σήμερα μπορεί να έχει λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, αλλά στις πέτρες του κάστρου φυλάει τη μνήμη όλων όσων πέρασαν Χάονες, Μολοσσοί, Ρωμαίοι, Τούρκοι, βλάχοι βοσκοί, αντάρτες και ξενιτεμένοι. Το χώμα εδώ μυρίζει ιστορία, κι αν προσέξεις, κάθε λουλούδι που φυτρώνει ανάμεσα στα τείχη μοιάζει να έχει ρίζες βαθιές, τόσο βαθιές όσο οι ρίζες των ανθρώπων που δεν ξεχνούν.

Το κάστρο δεν είναι μόνο αρχαιολογικός χώρος. Είναι σημείο αναφοράς, σύμβολο και τόπος όπου ο χρόνος κυλάει αλλιώς. Οι μανάδες λένε στα παιδιά ιστορίες για στοιχειά και βασιλιάδες, οι παππούδες θυμούνται πολέμους και γιορτές, και όλοι ξέρουν πως χωρίς το λόφο, χωρίς τη μνήμη, το χωριό θα ήταν άλλο  ίσως απλώς μια στάση στον δρόμο.

Το μεγάλο ερώτημα σε ποιον ανήκει το κάστρο;

Όσοι ασχολούνται με τα βιβλία θα πουν πως το Ελίκρανον ήταν χαονικό, πως η γειτνίαση με τη Φοινίκη δείχνει σαφώς την ταυτότητά του, πως ο Πολύβιος το συνδέει με τις τύχες των Χαόνων.
Κάποιοι θα προσθέσουν πως στα χρόνια του Πύρρου όλοι στην Ήπειρο ζούσαν κάτω από το ίδιο βασίλειο γι’ αυτό και τα νομίσματα του Πύρρου βρέθηκαν παντού, κι εδώ.

Μα οι ντόπιοι ξέρουν κάτι ακόμα, πως οι ταυτότητες δεν είναι πάντα απλές. Τούτος ο τόπος έμαθε να είναι πέρασμα και σύνορο, να αλλάζει αφέντες και να κρατά τα μυστικά του. Το κάστρο είναι όλων και κανενός. Είναι της ιστορίας, της μνήμης, των παιδιών που παίζουν ακόμα μέσα στα χόρτα  και όλων των γενεών που έφυγαν, αλλά πάντα γυρίζουν με τη σκέψη εδώ.



Μια μικρή εξομολόγηση

Όταν ήμουνα παιδί, ανέβαινα στο κάστρο με τον πατέρα μου. Εκείνος δεν ήξερε να μου πει πολλά από τα βιβλία, μα έδειχνε τις πέτρες και έλεγε "Εδώ φύλαγαν, εδώ κοιμόντουσαν, εδώ είναι ο τάφος του βασιλιά". Και κάθε φορά που ο ήλιος έγερνε πίσω απ’ τα βουνά, μου φαινόταν πως οι σκιές χόρευαν ανάμεσα στα χαλάσματα ίσως ήταν οι παλιοί Χάονες, ίσως οι πολεμιστές του Πύρρου, ίσως οι δικοί μας άνθρωποι που άφησαν το χώμα, αλλά ποτέ τη μνήμη.

 Η μνήμη, το τοπίο και η ταυτότητα

Το κάστρο της Μάλτσιανης, το Ελίκρανον των αρχαίων, δεν είναι μόνο ένας σωρός από πέτρες είναι η απόδειξη πως η ιστορία δεν πεθαίνει, αν υπάρχει κάποιος να τη θυμάται, να τη διηγείται και να τη σέβεται. Το ποιοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, τι γλώσσα μιλούσαν, ποιας φυλής ήταν όλα αυτά έχουν σημασία για τα βιβλία.
Για τους ανθρώπους όμως, η αληθινή ταυτότητα του τόπου είναι η μνήμη, το φως του ήλιου στα χαλάσματα, το δειλινό πάνω από την πεδιάδα, η σκιά του πλάτανου και η μυρωδιά της γης μετά τη βροχή.

Κι έτσι το κάστρο στέκει  πότε ως θρύλος, πότε ως μυστήριο, πότε ως βεβαιότητα  και περιμένει τους επόμενους να του δώσουν φωνή.


Πηγές (για όποιον θέλει να ψάξει):

  • Πολύβιος, Ιστορίαι 2.8.5

  • N.G.L. Hammond, Epirus, Oxford 1967

  • Philippe Cabanes, L’Épire de la mort de Pyrrhos à la conquête romaine, Paris 1976

  • M.B. Sakellariou, Epirus: 4000 Years of Greek History and Civilization, Εκδοτική Αθηνών

  • Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις, τόμ. Η΄, 1904


Μάλτσιανη Εκεί που η Μνήμη Ανθίζει μέσα από τη Γη

Μάλτσιανη Εκεί που η Μνήμη Ανθίζει μέσα από τη Γη



Υπάρχουν χωριά που δεν χρειάζονται φωνές για να μιλήσουν. Η Μάλτσιανη είναι ένα απ’ αυτά. Σου μιλά αθόρυβα, με τον ήχο του νερού που κυλάει από την πηγή, με τον ίσκιο του πλάτανου στη Μαργάρο, με τις πέτρες που επιμένουν να στέκουν στο ίδιο σημείο αιώνες τώρα. Είναι ένα χωριό που δεν αφηγείται την ιστορία του μέσα από τις καταγραφές τις βιβλιογραφίας αλλά την κουβαλά πάνω του.
Περπατώντας κοντά στη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, νιώθεις την παρουσία του χρόνου. Λίγα μέτρα πιο πέρα, οι πέτρινοι τοίχοι από τα αρχαία χρόνια στέκουν θαμμένοι και αθέατοι, μα όχι ξεχασμένοι. Ο μύθος των χωριανών μιλά για ιερό του Απόλλωνα σ’ εκείνο το επικλινές κομμάτι της γης, πάνω από το μοναστήρι. Κι εκεί, ανάμεσα στα ίχνη των αιώνων, βρέθηκε και μία επιγραφή, αυθεντική, λιτή, αλλά ηχηρή:

ΛΕΩΝ ΦΑΛΑΚΡΙ

ΩΝΟΣ ΧΑΙΡΕ

Δεν είναι απλώς ένα όνομα σκαλισμένο σε πέτρα. Είναι στίγμα ζωής, παρουσία, μαρτυρία. Ο Λέων, γιος του Φαλακρίου, δεν ήταν απλώς ένας άγνωστος προγονός είναι σύνδεσμος με τον αρχαίο κόσμο που έζησε, περπάτησε και μίλησε τη γλώσσα της ίδιας γης που μας τρέφει σήμερα.
Η Μάλτσιανη δεν είναι μια ξεχασμένη γωνιά. Είναι κρίκος μιας αλυσίδας που ξεκινά από τη Δωδώνη, περνά μέσα από τους Θεσπρωτούς, τους Μολοσσούς, τους Χάονες, και φτάνει ώς εμάς. Ο Ἑκαταῖος ο Μιλήσιος, τον 6ο αιώνα π.Χ., κατέγραψε με σαφήνεια, 
«τοὺς Χάονας καὶ Μολοττοὺς καὶ Θεσπρωτοὺς εἶναι Ἕλληνας».
Και τούτη η φράση ηχεί σαν επιβεβαίωση πως τίποτε δεν είναι τυχαίο όταν αναγνωρίζεις τις ρίζες σου.
Στην Ήπειρο, ο τόπος δεν είναι απλώς χώρος. Είναι ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο που οι αρχαίοι ονόμαζαν τον εαυτό τους με βάση τα βουνά, τα ποτάμια και τα χώματα που πατούσαν. Όπως οι Τυμφαίοι από την Τύμφη και οι Βοιωτοί από το Βόιον, έτσι κι εμείς, οι απόγονοι της Μάλτσιανης, δεν χρειαζόμαστε τίτλους μας αρκεί το όνομα του τόπου μας.
Γιατί αυτό είναι τελικά η ιστορία, όχι μια σειρά από ημερομηνίες και βασιλιάδες, αλλά η μνήμη που αντέχει. Που συνεχίζει να ζει μέσα στο τοπίο, στα τοπωνύμια, στα μικρά σημάδια που δεν πρόσεξες αλλά ήταν πάντα εκεί. Και η Μάλτσιανη, με τη σιωπή της, δεν σβήνει κρατά μέσα της το νήμα μιας συνέχειας που δεν κόπηκε ποτέ.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

 


Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα. Στα βάθη του χρόνου, ο μεγάλος ιστορικός Ηρόδοτος, στο αριστουργηματικό του έργο Ἱστορίαι (5ος αιώνας π.Χ.), αναφέρεται στους Θεσπρωτούς, ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή, και εξυμνεί τη Δωδώνη, όπου δεσπόζει το ιερό βουνό Τόμαρος¹. Το βουνό αυτό υπήρξε το πνευματικό κέντρο λατρείας, μαντείου και πολιτισμού, εστία μιας θρησκευτικής παράδοσης που άντεξε στον χρόνο.

Παράλληλα, η περιοχή αυτή ήταν το κέντρο του κράτους των Μολοσσών, ενός λαού με σημαντική ιστορική και πολιτισμική παρουσία στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Πετρίδη, το Σιεντενικού ή Σουδενίκον είναι οροσειρά του Τόμαρου, και το χωριό Μάλτσιανη ήταν παλαιότερα γνωστό ως Μολωσιάνη, όνομα που μαρτυρεί την καταγωγή και την ένταξή του στο μολοσσικό σύστημα οικισμών². Αυτή η ονομασία δεν αποτελεί απλώς τοπική λεπτομέρεια, αλλά αποκαλύπτει τη βαθιά ιστορική συνέχεια που συνδέει τον σύγχρονο οικισμό με τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους Μολοσσούς, οι οποίοι, όπως επιβεβαιώνουν αρχαίες πηγές και σύγχρονες μελέτες³, κατείχαν και πολιτισμικά επηρέαζαν τα εδάφη γύρω από τον Τόμαρο και τη Δωδώνη.

Από αυτή τη μακραίωνη πολιτισμική κληρονομιά πηγάζει και η ζωντανή λαϊκή μνήμη της Μάλτσιανης, που μεταφέρεται προφορικά από γενιά σε γενιά. Το τοπωνύμιο Μαγκανάρη, που χαρακτηρίζει μια απότομη ανηφόρα και παλιό οικισμό κοντά στο χωριό, κουβαλά δύο βασικές ερμηνείες αφενός, τη σχέση με το εργαλείο του μάγγανου ή αργαλειού  ένα στοιχείο της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης και της τεχνικής γνώσης αφετέρου, με τις μαγγανείες, τις μαγικές και θεραπευτικές πρακτικές που, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ασκούσε μια γυναίκα, συνδυάζοντας βότανα και τελετουργικά για να βοηθά όσους είχαν ανάγκη για τεκνοποίηση⁴.

Η ύπαρξη αυτής της γυναικείας μορφής που έκανε μάγια αποτελεί ζωντανό παράδειγμα της διαχρονικής παρουσίας ενός κόσμου όπου το καθημερινό συνυπάρχει με το ιερό και το μυστήριο. Αυτές οι πρακτικές μαγείας και θεραπείας θυμίζουν τις αρχαίες θρησκευτικές και μαντικές τελετουργίες που περιγράφει ο Ηρόδοτος για την περιοχή¹, μεταφέροντας έτσι την ιστορική και πνευματική συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.

Μέσα από τα τοπωνύμια, τους μύθους και τις αφηγήσεις, η Μάλτσιανη αποκαλύπτει την πολύπλευρη ταυτότητά της, τόπος όπου η ανθρώπινη καθημερινότητα, η τεχνική γνώση και το πνεύμα συναντώνται και διαπλέκονται αρμονικά. Η σύνδεση αυτή επιβεβαιώνει ότι η περιοχή υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών, όπου το ιερό και το λαϊκό αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο.

Έτσι, το τοπωνύμιο Μαγκανάρης δεν είναι απλώς το όνομα μιας τοποθεσίας ή ενός εργαλείου είναι σύμβολο μιας βαθιάς πολιτισμικής συνέχειας, που αντανακλά την ψυχή και την ιστορία της Μάλτσιανης  μια φλόγα που φωτίζει τη διαδρομή από τους αρχαίους Θεσπρωτούς και Μολοσσούς του Ηροδότου μέχρι τις ζωντανές αφηγήσεις των σημερινών κατοίκων.

Στο ιστορικό υπόβαθρο της Μάλτσιανης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση με τους αρχαίους Μολοσσούς, το ηπειρωτικό φύλο που κυριάρχησε στην περιοχή της Ηπείρου. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Πετρίδη, το χωριό παλαιότερα ήταν γνωστό ως Μολωσιάνη², όνομα που φανερώνει την καταγωγή και την πολιτισμική του ταυτότητα, καθώς αποτελούσε τμήμα του μολοσσικού συστήματος οικισμών. Αυτή η ονομασία δεν είναι τυχαία, μαρτυρεί τη βαθιά ιστορική συνέχεια που συνδέει τον σύγχρονο οικισμό με τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους Μολοσσούς, οι οποίοι, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς και επιβεβαιώνουν οι σύγχρονες αρχαιολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες³, είχαν έντονη παρουσία και σημαντική πολιτισμική επιρροή στα εδάφη γύρω από τον Τόμαρο και τη Δωδώνη.

Η περιοχή της Μάλτσιανης, με το ιστορικό τοπωνύμιο Μαγκανάρη, διατηρεί ζωντανή την παράδοση μιας κοινωνίας που συνδύαζε την παραγωγική τέχνη (κατασκευή μάγγανων) με μυστικιστικές πρακτικές θεραπείας και μάγια. Αυτή η σύνδεση θυμίζει τις αναφορές του Ηροδότου για τους Θεσπρωτούς και άλλους αρχαίους ηπειρώτες, που μέσα από τις αφηγήσεις τους διατηρούσαν ζωντανές τις θρησκευτικές και πολιτιστικές τους παραδόσεις, ανάμεικτες με δεισιδαιμονίες και λαϊκή σοφία. Η ιστορία του Μαγκανάρη αποκαλύπτει την ιστορική συνέχεια και το βάθος της λαογραφίας στην περιοχή, που αντλεί από τις ρίζες της αρχαίας Ηπείρου.


* Η ονομασία Σουδενίκον, με την οποία αναφέρεται η περιοχή από τον Αθανάσιο Πετρίδη (1866), πιθανώς φέρει ετυμολογική ρίζα από την αρχαιοελληνική λέξη σούδα (αύλακας, τάφρος, υδατορροή) και το νίκη/νικ-, αποδίδοντας την έννοια του «υδάτινου τόπου που κυριεύθηκε ή ιδρύθηκε μετά από νίκη».

Η Μάλτσιανη, με τις άφθονες πηγές της, τα φυσικά ρέματα και τα πέτρινα αυλάκια που διασχίζουν τον οικισμό, επιβεβαιώνει γεωγραφικά αυτή την ερμηνεία, δείχνοντας ότι το ίδιο το όνομά της φέρει αποτύπωμα του νερού και της ιστορικής συνέχειας.

Παραπομπές

¹ Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Βιβλίο 2, §52 και 57· Βιβλίο 1, §56 — αναφορά στο μαντείο της Δωδώνης και τους Θεσπρωτούς.
² Αθανάσιος Πετρίδης, Ιστορικά και τοπωνυμικά της Ηπείρου, εκδ. Νέα Σύνορα (πιθανώς σελ. 135–140) — αναφορά στο Σιεντενικού και τη «Μολωσιάνη».
³ Πρβλ. Θουκυδίδης 2.80, Πλούταρχος (Αλέξανδρος), Στράβων 7.7· και επιγραφικές μαρτυρίες (IG IX, επιγραφές Ηπείρου).
⁴ Προφορική παράδοση από κατοίκους της Μάλτσιανης (καταγραφή 1987), σε συνδυασμό με σχετική αναφορά στη λαϊκή ιαματική μαγεία. Βλ. και Ν. Πολίτης, Παραδόσεις.


Τα παλιά πανηγύρια της Βορείου Ηπείρου

 


Τα παλιά πανηγύρια στον τόπο μας

Παλαιότερα, τα πανηγύρια στον τόπο μας είχαν κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα. Με τον καιρό, όμως, εμφανίστηκαν και τα εμποροπανήγυρα, συνδυάζοντας τη θρησκεία με το εμπόριο και την κοινωνική συναναστροφή.

Τα πανηγύρια της υπαίθρου χωρίζονταν σε δύο βασικές κατηγορίες:

Τα θρησκευτικά πανηγύρια

Αυτά τελούνταν με αφορμή τη γιορτή κάποιου Αγίου. Ξεκινούσαν με θεία λειτουργία και λιτάνευση της εικόνας και ακολουθούσε γλέντι με τραγούδια της τάβλας ή πολυφωνικά τραγούδια και παραδοσιακούς χορούς.

Με την εμφάνιση των μουσικών συγκροτημάτων των λεγόμενων ζυγιών τα πανηγύρια απέκτησαν ιδιαίτερο κύρος. Το να έχει ένα πανηγύρι "όργανα" ήταν σημαντικό γεγονός, καθώς οι ζυγιές ήταν τότε ελάχιστες σε όλη την Ήπειρο. Έτσι, η φήμη του πανηγυριού ξεπερνούσε τα όρια του χωριού και προσέλκυε επισκέπτες και από άλλες περιοχές.Μερικά από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά πανηγύρια της περιοχής ήταν:

  • της Παναγίας στη Σορωνιά, για τα χωριά του Βούρκου, και τις επαρχίας Δελβίνου.

  • του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Μάλτσιανη, για τα χωριά των Ριζών και ολόκληρη την επαρχία Δελβίνου,

  • της Παναγίας της Ρίππεσης στη Σμίνετση, με συμμετοχή των χωριών των Ριζών και της Μουργκάνας (Πόβλα, Λία, Λίστα, Τσαμαντάς κ.ά.),

  • το πανηγύρι του Λάμποβου του Σταυρού, στην περιοχή του Αργυροκάστρου,

  • και της Αγίας Τριάδας Πέπελης στην Άνω Δερόπολη.

Τα παραπάνω πανηγύρια διαρκούσαν συνήθως τρεις ημέρες.

Τα εμποροπανήγυρα

Αν και είχαν εμπορικό χαρακτήρα, πάντοτε συνέπιπταν με κάποια θρησκευτική εορτή. Εκεί πραγματοποιούνταν κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές, διακινούνταν τρόφιμα, υφάσματα, είδη ένδυσης και υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, προικιά, σαμάρια και άλλα. Συχνό φαινόμενο ήταν και οι αγοραπωλησίες ζώων, γαϊδουριών, μουλαριών, αλόγων, γιδιών, προβάτων, αγελάδων κ.ά. 

Έμποροι από μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής όπως το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, τα Γιάννενα και οι Φιλιάτες έφταναν με τις πραμάτειες τους.

Τα πανηγύρια αυτά έδιναν την ευκαιρία στους κατοίκους να επικοινωνήσουν, να συνάψουν οικονομικές συμφωνίες, αλλά και να γίνουν συνοικέσια που συχνά κατέληγαν σε γάμους.

Η προετοιμασία και το τελετουργικό

Σύμφωνα με αφηγήσεις, οι προετοιμασίες των χωρικών πριν από το πανηγύρι ήταν εντατικές καθάριζαν τις αυλές, ασβέστωναν τα σπίτια, τακτοποιούσαν το αχούρι και γενικά φρόντιζαν όλο το νοικοκυριό τους, σε περίπτωση που θα φιλοξενούσαν συγγενείς ή φίλους από μακρινά χωριά.

Το πανηγύρι ξεκινούσε με θεία λειτουργία και συνεχιζόταν στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Τον χορό άνοιγε ο ιερέας, ακολουθούσε ο γηραιότερος του χωριού, και μετά κατά σειρά ηλικίας οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Πρώτοι χόρευαν οι άνδρες και στη συνέχεια οι γυναίκες. Ο πρώτος χορός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο που γιόρταζε. Αν δεν υπήρχε τραγούδι αφιερωμένο στον Άγιο, ο γηραιότερος επέλεγε το εναρκτήριο τραγούδι, ανάλογα με το πνεύμα της γιορτής. Ο χορός ήταν τραγουδιστός και χορευόταν σε δύο ή τρία μέρη. Το τραγούδι ξεκινούσε ο καλύτερος τραγουδιστής και στη συνέχεια το σιγοντάριζαν οι υπόλοιποι άνδρες μετά ακολουθούσαν οι γυναίκες.

Λόγω της μεγάλης συμμετοχής, στο χορό του προαυλίου χόρευαν κυρίως οι ντόπιοι. Οι επισκέπτες έστηναν δικό τους χορό, κατά παρέες. Συχνά υπήρχε και άμιλλα ανάμεσα στις παρέες, για το ποια θα ξεχωρίσει για το τραγούδι και το κέφι. 

Επειδή οι καλοί τραγουδιστές ήταν λίγοι, όλοι προσπαθούσαν να τους έχουν στην παρέα τους με προτεραιότητα όμως στο χωριό που φιλοξενούσε το πανηγύρι, ως ένδειξη σεβασμού.


Η δική μου πατρίδα έχει χνάρια προγόνων







Κάθε τόπος έχει τη δική του ιστορία και κάθε χωριό τις δικές του ιδιαιτερότητες τις δικές του αφηγήσεις, μύθους, θρύλους και παραδόσεις, που περνούν από γενιά σε γενιά και συχνά καταγράφονται στη βιβλιογραφία.
Υπάρχουν όμως και εκείνες οι ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ σε μια κόλλα χαρτί αποτυπώθηκαν στη μνήμη των ανθρώπων, στα σοκάκια και στα χωράφια, στα μονοπάτια που περπάτησαν οι παλιότεροι. Ένα από αυτά τα χωριά είναι και η δική μας Μάλτσιανη. Κι αν δεν υπάρχουν πολλές γραπτές καταγραφές, υπάρχουν ακόμη ζωντανά τα χνάρια των προγόνων μας χαραγμένα στον Αέλια, στους Βουρλάτες, στην Πλασιά, στη Γράβα και σε τόσα άλλα τοπωνύμια του τόπου.
Είναι ένα μικρό, ορεινό χωριουδάκι, φωλιασμένο στους πρόποδες του όρους Σιεντενίκου. Από τη μία πλευρά του ορίζοντα δεσπόζει η ράχη του Σκόλη και από την άλλη το Ζιμόρι και στο κέντρο η Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στις παρυφές του βουνού βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, μέσα σε μια έκταση γεμάτη αιωνόβια πουρνάρια. Δίπλα στο εκκλησάκι, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γηραιότερων, υπήρχε αρχαίο ιερό αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη. Κάτω από το ιερό διακρίνονται ακόμη αρχαίοι τοίχοι, με τεράστιους ογκόλιθους αρχαϊκής περιόδου.
Νοτιοανατολικά του χωριού υψώνεται καμαρωτός, σαν πυραμίδα, ο Αέλιας, με την Ακρόπολη των Ελίκρανων και τα κυκλώπεια τείχη του. Η ονομασία του είναι υπό μελέτη, καθώς δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα ανασκαφές ή αρχαιολογικές μελέτες. 


Ακρόπολη Ελίκρανων




Η θέα από εκεί είναι μαγευτική. Απλώνεται απέραντη μπροστά σου, με το νησί των Φαιάκων στο βάθος, τα στενά και τις ακτές του Βουθρωτού. Όταν δύει ο ήλιος, το τοπίο γίνεται ειδυλλιακό τα στενά λάμπουν και οι ακτίνες του ήλιου αντανακλούν πάνω στο Κάρπενο, σαν να ξυπνούν εικόνες βγαλμένες από τον παράδεισο. Το φως βυθίζεται στη θάλασσα, και μαζί του χάνεται η μέρα.

Με το που πέφτει το σκοτάδι, ξεπροβάλλουν μακριά τα φώτα από το Μπάρι της Ιταλίας, από την Κέρκυρα και τα Διαπόντια νησιά, και η θάλασσα χάνεται στη λάμψη τους.
Αυτές τις μαγικές εικόνες μπορεί να τις απολαύσει κανείς μόνο εκεί, ψηλά στους Βουρλάτες.
Απέναντι από το χωριό στέκει αγέρωχο το αρχαίο κάστρο. Σύμφωνα με καταγραφές του Στράβωνα και του Θουκυδίδη, αλλά και μετέπειτα λογίους του τόπου μας, όπως ο Αθανάσιος Πετρίδης και ο Ζώτος ο Μολοσσός από τη Δρόβιανη, δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την ονομασία του. Ο Πετρίδης το αναφέρει ως «Ακρόπολις των Μολοσσών» και την ονομασία του χωριού ως «Μολοσιανή», ενώ ο Ζώτος ο Μολοσσός το αποκαλεί «Μάλτσιανη».
Στον Πετρίδη βρίσκουμε επίσης αναφορά στον μύθο της λίμνης έναν μύθο που συναντάμε και στις αφηγήσεις των χωριανών, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Αναφέρεται ακόμη ότι η παλαιότερη τοποθεσία του χωριού ήταν στους Βουρλάτες. Οι μαρτυρίες των παλιών λένε πως μέχρι τις αρχές ή τα μέσα του 18ου αιώνα, η τελευταία οικογένεια που εγκατέλειψε τον παλιό οικισμό ήταν οι Πλακάλι μαρτυρία που επιβεβαιώνεται ως και σήμερα από την ονομασία του τοπωνυμίου.
Εκείνη την εποχή, πιθανολογείται πως το χωριό μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, πιθανότατα λόγω της εγγύτητας σε πηγές νερού. Σύμφωνα με τους μελετητές, εκείνη την περίοδο η μαύρη πανώλη θέριζε σχεδόν ολόκληρη την Ήπειρο.
Αυτός ο τόπος δεν ήταν απλώς ένα σημείο στο χάρτη. Ήταν ένα κομμάτι από τις ζωές όλων όσων έζησαν πριν από εμάς.
Ο ήχος του νερού που κυλούσε γαλήνια από την πηγή γινόταν ένα με τον ψίθυρο του ανέμου. Τα φύλλα του πλάτανου τρεμόπαιζαν, αφήνοντας μικρές δέσμες φωτός να χορεύουν πάνω στο χώμα.
Αυτή είναι η Μάλτσιανη.



Άποψη του χωριού από Κάρπενο

Η καταγωγή και η ονομασία της Μάλτσιανης Σταυρινός Βιστιάρης



Η καταγωγή και η ονομασία της Μάλτσιανης. 
Η καρδιά που χτυπάει μέσα στους αιώνες.
Σε μια γωνιά των Ριζών όπου τα βουνά αγκαλιάζουν τον ουρανό και το φως παίζει κρυφτό με τις σκιές των αιωνόβιων πλατανιών και πουρναριών  ξεπροβάλλει η Μάλτσιανη. Ένα χωριό που δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός τόπος, αλλά ένας ζωντανός θρύλος, μια ψυχή χαραγμένη στο πέρασμα του χρόνου.
Εκεί γεννήθηκε ο Σταυριανός Βηστιαρής, ποιητής και φωνή ενός κόσμου που πάλευε να κρατήσει ζωντανά τα ιδανικά της πίστης και της ελευθερίας. Παρά το μακρύ του ταξίδι μακριά από την αγαπημένη του γενέτειρα, η Μάλτσιανη παρέμενε πάντα η σιωπηλή μούσα του, η πηγή έμπνευσης και νοσταλγίας που έτρεφε το πνεύμα του και έδενε τους στίχους του με τη γη και τους ανθρώπους της.
Η ονομασία Μάλτσιανη δεν είναι απλώς μια λέξη. Είναι η φωνή των προγόνων, το ψίθυρο της ιστορίας που περνά από γενιά σε γενιά. Ο Αθανάσιος Πετρίδης αναφέρει πως το όνομα αυτό κρατά ζωντανή την ελληνική συνέχεια, σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, παρά τους ανέμους που πέρασαν και σάρωσαν τη γη της Βορείου Ηπείρου.
Ο Ζώτος Μολοσσός, με τη ματιά του λαογράφου, μας υπενθυμίζει πως τα τοπωνύμια είναι οι φύλακες της μνήμης πέτρες σκαλισμένες με την ψυχή του τόπου και του λαού. Η Μάλτσιανη δεν είναι μόνο ένα όνομα είναι ένα κομμάτι της ψυχής της Ηπείρου, ένας φάρος που φωτίζει το αέναο ταξίδι των ανθρώπων της.
Οι πλαγιές όπου κυλούν τα νερά των πηγών, τα μονοπάτια που γνώρισαν τα βήματα των προγόνων, οι αυλές όπου αντηχούσαν γέλια και τραγούδια όλα αυτά ζωντανεύουν μέσα από τα λόγια του Βηστιαρή. Ο ίδιος, αν και μακριά από τον τόπο του, κουβαλούσε πάντα μέσα του το βάρος και την τιμή της καταγωγής του. Η Μάλτσιανη ήταν η ρίζα που τον κρατούσε σταθερό, το φως που δεν άφησε να σβήσει η ψυχή του.
Έτσι, η Μάλτσιανη γίνεται σύμβολο μιας ελληνικής ταυτότητας που αντιστέκεται στον χρόνο και στην λήθη. Είναι η αιώνια πατρίδα της ψυχής, το αιώνιο τραγούδι της ελευθερίας και της αγάπης για τον τόπο.



Ο μύθος της λίμνης, ριζωμένος στην μνήμη των κατοίκων.




 Όποιος έχει επισκεφθεί τη Μάλτσιανη εντυπωσιάζεται από τη μοναδική τοποθεσία του χωριού. Στις παρυφές του όρους Σιεντενίκου, κάτω από τα Χαλάσματα όπως τα λέμε στο χωριό απλώνεται η Μάλτσιανη, από τον Σταυρό που βρίσκεται κάτω από τον Αριά μέχρι τον άλλο Σταυρό, στους Παπουτσιάτες.
Από τα δυτικά ξεκινά ο μαχαλάς των Αντωναίων, κατεβαίνει την πλαγιά και φτάνει στους Τζωράτες, που είναι μοιρασμένοι σε δύο αντικριστές ράχες, στη μία πλευρά είναι τα σπίτια του Κώστα Τζώρου και η άλλη ράχη ξεκινά από του Δημήτρη και του Θεόδωρου Τζώρου, καταλήγοντας στου Ζαρμπαλλά ή στο αλώνι, στις Λακκιές.
Από την πλευρά των Παπουτσαίων ξεκινά μια άλλη πλαγιά που κατηφορίζει προς το Μπούρτζι και φτάνει ως τα Σταμουλάτικα περιοχή πιο βατή,  ίσιωμα όπως λέμε στο χωριό.
Αν αντικρίσουμε το χωριό από τον Αη-Μαρτίνη, ερχόμενοι από το μοναστήρι, θα προσέξουμε πώς το βουνό κάθεται, δημιουργώντας δύο φυσικά διαζώματα ή ζωνάρια. 
Το ένα βρίσκεται πάνω από τους Αντωνάτες, ενώ το άλλο, που λέγεται Σπαρτήλας, ξεκινά από το τέλος των Ζωναριών και προχωρά πάνω από τους Παπαδάτες, φτάνοντας μέχρι τους Παπουτσιάτες.
Αυτό το φυσικό ανάγλυφο έχει εμπνεύσει έναν από τους πιο παλιούς και διαδεδομένους μύθους του τόπου. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των παλιών, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το χωριό, υπήρχε κάποτε μια λίμνη. Μετά από έναν μεγάλο σεισμό, έγινε κατολίσθηση και η λίμνη «χάθηκε» όμως, κατά τον λαϊκό λόγο, τα νερά της δεν εξαφανίστηκαν. 
Άρχισαν να αναβλύζουν αλλού στο παλιό χωριό, τον Μαχαλά, δίπλα από το Καισαράτι στου Μέρκου.
Ο μύθος αυτός δεν περιορίζεται στη Μάλτσιανη είναι γνωστός σε ολόκληρη την περιοχή των Ριζών και φαίνεται να κρατάει ζωντανή μια βαθιά ριζωμένη μνήμη.
Την πρώτη γραπτή καταγραφή της παράδοσης τη συναντούμε στο έργο του Αθανασίου Πετρίδη, λόγιου από τη Δρόβιανη. 
Ο Πετρίδης, το 1866 αναφέρει: «Οι γεωργοί, όταν έσπερναν εκεί, και ιδιαίτερα οι Μαλοσιανίτες, επιβεβαίωναν πως ο χώρος ήταν κάποτε μικρή λίμνη, αλλά εξαφανίστηκε από σεισμό....»¹.

Υποσημείωση
¹ Αθανάσιος Πετρίδης, Κριτικαί Επιστασίαι περί Δωδώνης  Ηπείρου, 1866 σελ. 87.


Βόρειος Ήπειρος Ο Αργός Θάνατος μιας Πατρίδας

Τις τελευταίες εβδομάδες, η Βόρειος Ήπειρος ζει έναν εφιάλτη. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, οι φλόγες κατέκαψαν τη Νιβίτσα, την επαρχία Ρι...