Πέρασαν όμως εκείνα τα ευλογημένα χρόνια.
Οι νέοι άνοιξαν πρώτοι το δρόμο της φυγής, πέρασαν την πυραμίδα προς την άλλη όχθη του ποταμού, αφού από κάθε σημείο του χωριού κάθε ραχούλα και καραούλι έβλεπαν θλιμμένη και γεμάτη περιέργεια τα φώτα της πόλης των Φαιάκων κάνοντας όνειρα βουβά.
Ο δρόμος της φυγής έμοιαζε μονόδρομος αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολος, η ανάγκη για ελευθερία ήταν τόσο μεγάλη που δεν υπολόγιζαν ότι εμπόδια και να έβρισκαν.
Το χωριό ήταν το πρώτο στην χώρα του υπαρκτού κομμουνισμού που είχε πληρώσει βαρύ τίμημα, χάρη στα τσιράκια και τους τσιλιαδόρους του, με δύο νέα παλικάρια τον Χαράλαμπο και τον Ηλία.
Ο δρόμος της φυγής περιείχε φόβο αν θά κατάφερναν να περάσουν τα ηλεκτροφόρα καλώδια στο κλόνι, ήταν αρκετά δύσκολο έπαιζαν την ζωή τους κορόνα γράμματα με τους στρατιώτες να ρίχνουν εν ψυχρώ, αλλά ήταν τόσο γοητευτικό το ταξίδι προς την ελευθερία, που τους έκανε να νιώθουν σαν τον Οδυσσέα ταξιδεύοντας για την δική τους Ιθάκη.
Όι δυσκολίες και τα βάσανα ήταν καλά χαραγμένα στης ψυχές των χωριανών, ζυμωμένα με το νέο που ερχόταν, είχε φέρει τεράστια αναστατώσει στην ζωή τούς.
Στο χωριό έμειναν εκείνοι που ζούσαν με της αναμνήσεις, και είχαν το ένα πόδι στο τάφο και το άλλο στο πεζούλι το πλάτανου, αδύναμοι να κάνουν τα χέρσα χωράφια περιβόλι.
Μια νέα εποχή άρχισε να ροδίζει, το τέλος μιας εποχής που φοβόταν και τον ίσκιο του ο κόσμος από τα τσιράκια και τους τσιλιαδόρους, είχε φτάσει στο τέλος της.
Επειδή στην ζωή τίποτα και ποτέ δεν διαρκεί για πάντα, ούτε τα καλοκαίρια ούτε οι χειμώνες, έτσι έκλεινε ένας κύκλος και ένας νέος ξεκινούσε, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα φέρει.
Η ζωή του χωριού άλλαξε ριζικά.
Τα πρόσωπα είχαν πάρει καινούργια όψη, λάμψη και αγωνία μαζί, η αγωνία ήταν για την τύχη των παιδιών που είχαν φύγει, και η λάμψη ότι γλύτωσαν από τα βάσανα που είχαν περάσει οι ίδιοι τόσα χρόνια απομονωμένοι από τα αδέρφια και τους συγγενείς τους που βρίσκονταν πέρα από το ποτάμι.
Υπήρχαν και εκείνοι που στα πρόσωπα τους κυριαρχούσε πλέον ο φόβος της εκδίκησης, σε κάθε συνάντηση έβλεπες το αίσθημα φόβου να είναι ζωγραφισμένο στα μάτια τους, ευτυχώς όμως δεν είχαμε τέτοια περιστατικά.
Ο καιρός περνούσε η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη περισσότερο η ελπίδα για το αύριο στο χωριό γινόταν όλο και πιο δυσοίωνη, όπως και η ελπίδα για επιστροφή των παιδιών τους όλο και απομακρυνόταν, έτσι όσοι μπορούσαν ζήτησαν καταφύγιο πέρα από το ποτάμι.
Ακόμη και οι πιο δύσπιστοι, οι ζηλωτές του καθεστώτος, έβλεπαν ότι το σύστημα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, έτσι πήραν την απόφαση να ακολουθήσουν.
Σαράντα χρόνια απομόνωσης, ήταν αρκετά ώστε οι άνθρωποι να μήν γνώριζαν τι συνέβαινε σε άλλες χώρες του κόσμου, η έλλειψη παιδείας και εμπειρίας από την άλλη έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι θα η Ελλάδα ήταν η γη της επαγγελίας, δυστυχώς η καταστάσεις ήταν διαφορετικές, έτσι οι περισσότεροι κατέληξαν σε μεγάλα αστικά κέντρα της μητέρας πατρίδας.
Το αφήγημα για την γη της επαγγελίας ευτυχώς δεν κράτησε πολύ, αλλά αντιθέτως ήρθαν αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο κοινωνικό ρατσισμό Αλβανούς τους ανέβαζαν Αλβανούς τους κατέβαζαν.
Ήταν της μοίρας να μην καταφέρουν να γλυτώσουν απ' το κοινωνικό διαχωρισμό ακόμη και σήμερα που περάσαν τριάντα χρόνια.
Κατάφεραν όμως γρήγορα να προσαρμοστούν στην νέα πατρίδα, κυρίως λόγο της γλώσσας.
*Μείναμε όπως μου έλεγε ο μπάρμπα Μήτσης τα κουτσούπια, ούτε ψωμί δεν έχουμε κανέναν να μας ζυμώσει.
*Θα πεθάνει κανείς και δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να του ανοίξουν το τάφο.
Τραγική στην απλότητα διαπίστωση, που όμως έχει απέραντη και βαθιά δραματική θα έλεγα κοινωνική σημασία.
Ερήμωσε ο τόπος τα χωριά όλα, έγιναν αποθετήριο υπερήλικων.
Έτσι έπαψε κάθε ελπίδα για ζωή στο χωριό.
Τριάντα χρόνια μακριά από το χωριό έρχονται οι αναμνήσεις εκείνης της εποχής να μας θυμίσουν τα λάθη και της παραλείψεις μας, μαζί με την αυτοκριτική στο τι θα μπορούσε να κάνουμε ώστε να μην χαθεί αυτός ο τόπος.
Είμαστε η γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτόν τον τόπο, μας πονάει και γεμίζει την ψυχή μας σε κάθε επίσκεψη.
Είναι ο δικός μας τόπος που κάθε σπιθαμή γης την έχουμε περπατήσει, έχουμε παίξει, έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει είναι οι αναμνήσεις μας, τα όνειρα μας που κάναμε παιδιά, είναι ο τόπος που όταν ακούσει της φωνές μας, θά μας θυμάται και ας είμαστε τόσα χρόνια μακριά του.
Με αγάπη θα μας περιμένει καρτερικά να συζητήσουμε ο καθένας μας, τις δικές του ιστορίες.
Το μόνο που θυμούνται όσοι έμειναν είναι οι μορφές και οι δικές μας φωνές, όταν ήμασταν παιδιά και τρέχαμε στα σοκάκια του χωριού, αυτές είναι οι αναμνήσεις τους και παρακαλούν το Θεό να επιστρέψει ο κόσμος πίσω.