![]() |
εικόνα διαδικτύου |
Ήταν αρχές Απριλίου, άνοιξη για τα καλά. Όπου και να κοιτούσες, τα τοπία ήταν καταπράσινα, τα ανθισμένα λουλούδια γέμιζαν την ψυχή με χρώματα και ευωδιές.
Είχαν περάσει μέρες χωρίς να βρέξει, και η φούσσια είχε γεμίσει χορτάρι, αφού είχε καιρό να παίξουν. Ήταν λες και θα παίζανε σε γήπεδο που έβλεπαν στην τηλεόραση.
Στην επιστροφή από το σχολείο, όλα τα παιδιά του χωριού ανέβαιναν μαζί. Ήταν μια ώρα περπάτημα μέχρι να φτάσουν στο χωριό. Ήταν ένα τσούρμο παιδιά. Φτάνοντας στην τελευταία ανηφόρα, στο Κολώκη, έμπαιναν στο χωριό. Το πρώτο οίκημα που συναντούσαν ήταν τα γραφεία του κόμματος και το γραφείο που στεγαζόταν το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού.
Απέναντι βρισκόταν το μοναδικό μαγαζί του χωριού, στη δυτική πλευρά μιας μεγάλης αλάνας, που τα παιδιά είχαν μετατρέψει σε γήπεδο. Στην ανατολική πλευρά της αλάνας ήταν το σπίτι του παπά. Νότια περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού, και από τη βόρεια πλευρά υπήρχε άλλο σπίτι, αλλά κάπως πιο μακριά.
Φτάνοντας στο σημείο μπροστά από τη φούσσια — όπως την έλεγαν — ήταν καταπράσινη, γεμάτη χορτάρι. Τότε ο Μάκης λέει στον Τέλη:
«Κοίτα, είναι τέλεια! Πάμε να παίξουμε μπάλα;»
Ο Τέλης, χωρίς να το σκεφτεί, απαντά:
«Αφού δεν έχουμε μπάλα…»
Ο Ορέστης, που βρισκόταν παραδίπλα και άκουγε, πετάγεται λέγοντας:
«Πάω να πάρω εγώ το τόπι από το σπίτι! Ποιος είναι για παιχνίδι;»
Σχεδόν όλοι συμφώνησαν να παίξουν, παρά τη λόρδα που τους έκοβε. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες χειμώνα που είχαν ευκαιρία να παίξουν στο δικό τους γήπεδο. Τα κορίτσια ρώτησαν με απορία:
«Μα νηστικοί όλη μέρα, θα πάτε να παίξετε μπάλα;»
Η αλήθεια είναι ότι φεύγανε από τις επτά το πρωί, πήγαιναν στο σχολείο στο Θεολόγο, τελείωναν στη μία και μισή ή στις δύο — ανάλογα — και ανέβαιναν με τα πόδια την απότομη ανηφόρα του Μαγγανάρι. Το πρωινό ήταν εύκολο, αφού ήταν κατηφόρα, και τρώγανε κανένα τσανάκι τραχανά πριν φύγουν.
Αφού συμφώνησαν όλοι να παίξουν, δίπλα από το μαγαζί υπήρχε μια κουμπουλιά. Άφηναν τις τσάντες τους, έπαιρναν πέτρες και τις έβαζαν για τέρματα, και περίμεναν τον Ορέστη να φέρει το τόπι.
Ήρθε τρέχοντας με το τόπι στο χέρι — ένα σαρανταπεντάρη. Είχαν ήδη χωριστεί σε ομάδες, και το παιχνίδι ξεκίνησε με τις γνωστές φωνές:
«Έλα, δώσε πάσα!»
Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση του παιχνιδιού ανέβαινε. Οι φωνές ακούγονταν από όλο το χωριό:
«Γκολ! Γκολ! Το έβαλα!»
Υπήρχαν και στιγμές που η ένταση τους έφερνε στα χέρια:
«Όχι, μπήκε γκολ!»
«Όχι, δεν μπήκε!»
Ο ένας έλεγε:
«Πέρασε ξυστά από το δοκάρι!»
Κι ο άλλος:
«Όχι, ήταν απ’ έξω!»
Και η ένταση του παιχνιδιού ανέβαινε, μαζί με τις φωνές τους.
Πάνω στην ένταση του παιχνιδιού, σε μια φάση, ο Ηλίας — όπως του πήγε καλά στρωμένη η μπάλα — σουτάρει δυνατά, και η μπάλα καταλήγει στο παράθυρο του παπά, σπάζοντας το τζάμι. Σαν να μην έφτανε αυτό, μπήκε και η μπάλα μέσα στο σπίτι.
Ήταν μεσημέρι, και ο παπάς συνήθως κοιμότανε τέτοια ώρα.
«Πάγωσαν όλοι. Πάει η μπάλα… Τώρα τι κάνουμε;»
Μετά από λίγο, βγαίνει ο παπάς έξω και τους κατεβάζει σκαμπίλια, τους έσουρνε θεούς και δαίμονες. Άλλοι έφευγαν τρέχοντας να μην τους δει, άλλοι κρύβονταν.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που, όταν έπαιζαν, η μπάλα πήγαινε στην αυλή του. Άλλες φορές, τρέχοντας, πήγαιναν και την έπαιρναν πριν βγει. Άλλες, όταν δεν προλάβαιναν να την πάρουν πριν εμφανιστεί ο παπάς, αυτός την κρατούσε και μετά από πολλά παρακαλετά και υποσχέσεις, την έδινε πίσω.
Κάπου είχε αγανακτήσει με το δικό τους παιχνίδι με την μπάλα — ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
............................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγραφούνε.