Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Η μειονότητα χωρίς πυξίδα: τριάντα χρόνια στασιμότητας και πολιτικής ομηρίας

Από την κομματική ενσωμάτωση στην ανάγκη για ανεξάρτητη φωνή

Στις εκλογές της Αλβανίας, η ελληνική εθνική μειονότητα εμφανίζεται ξανά χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα, χωρίς πυξίδα. Είναι άλλο να είσαι πολιτικός που εκπροσωπεί την  μειονότητα, κι άλλο να είσαι πολιτικός σε αλβανικό κόμμα  που απλώς επικαλείται την εκπροσώπησή της. Η διάκριση αυτή είναι ουσιώδης και πρέπει να ειπωθεί ανοιχτά.
Όταν το εθνικό κέντρο στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προώθησε την ένταξη των Βορειοηπειρωτών στα αλβανικά κόμματα, η κίνηση αυτή παρουσιάστηκε ως ρεαλιστική στρατηγική. 
Στην πράξη, όμως, αποδείχθηκε η πιο επιζήμια επιλογή για τη μειονότητα. Μπορεί να εξυπηρετούσε πρόσκαιρες διπλωματικές ισορροπίες και πολιτικά ανταλλάγματα, όμως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου σήμανε τη σταδιακή απογύμνωση από κάθε ανεξάρτητη πολιτική φωνή, κάθε μέσο διεκδίκησης, κάθε μηχανισμό επιρροής.
Από τότε μέχρι σήμερα, ο έλεγχος του αλβανικού κράτους είναι απόλυτος. 
Δεν μπορεί να εκλεγεί κανείς, ούτε καν πρόεδρος ενός χωριού, χωρίς την έγκριση του συστήματος εξουσίας στα Τίρανα. 
Οι υποψηφιότητες για βουλευτές, δήμαρχοι, ακόμη και κοινοτάρχες, περνούν πρώτα από κομματικά και κρατικά φίλτρα, με προϋπόθεση τη συμβατότητα με τις επιδιώξεις του καθεστώτος. 
Η όποια διαφορετική φωνή, η ελάχιστη απόπειρα ανεξαρτησίας ή εθνικής ευθύνης, αποκλείεται βιαίως ή απαξιώνεται από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό.
Το αποτέλεσμα είναι εμφανές. 
Μετά από τρεις δεκαετίες, βασικές υποδομές στις περιοχές της μειονότητας είναι ανύπαρκτες. Δρόμοι, ενέργεια, υδροδότηση  παραμένουν στον προηγούμενο αιώνα. 
Ο απλός πολίτης της μειονότητας, αποξενωμένος από την πατρογονική του εστία, δεν γνωρίζει ούτε τι μεταφέρει κάθε πλευρά στο όνομά του. 
Η πλειονότητα των μειονοτικών πολιτών ελπίζει ακόμη σε ένα κόμμα όλων, λες και η πολυφωνία είναι απειλή και όχι δύναμη. 
Πρόκειται για απόρροια της χρόνιας απουσίας δημοκρατικών διαδικασιών, που διαμόρφωσε γενιές φοβισμένες, ανήμπορες, καχύποπτες και εξαρτημένες.
Οι τοπικοί άρχοντες είναι αιχμάλωτοι του συστήματος. 
Δεν μπορούν να μιλήσουν, δεν μπορούν να αντιδράσουν, γιατί γνωρίζουν πως την επόμενη μέρα θα έρθει περικοπή κονδυλίων, μισθοδοσιών, καθημερινών εξόδων λειτουργίας. Το σύστημα ελέγχει, διανέμει και εκβιάζει. Και η μειονότητα αποδυναμωμένη, κατακερματισμένη, φοβισμένη μετατρέπεται σταδιακά σε έρημο τόπο.
Και η Ομόνοια; 
Αντί να λειτουργήσει ως φορέας ένωσης, διεκδίκησης και αναγέννησης του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, έχει μετατραπεί σε κλειστή κάστα. Τα ίδια πρόσωπα την εκπροσωπούν εδώ και 25 χρόνια, ανακυκλώνοντας τις ίδιες πρακτικές, τις ίδιες αδιέξοδες συμμαχίες και την ίδια υποταγή. Η Ομόνοια σήμερα δεν αποτελεί όργανο της μειονότητας αποτελεί μέσο επιβίωσης για μια μικρή ομάδα προσώπων.
Η πρόταση πλέον είναι ριζική αλλά αναγκαία: η Ομόνοια πρέπει να αποδεσμευτεί πλήρως όχι μόνο από τα αλβανικά κόμματα αλλά και από κάθε εκλογική διαδικασία. Δεν μπορεί να συνεχίζει να είναι άλλο ένα κομματικό παραμάγαζο. 
Ο ρόλος της πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.
Οφείλει να μετατραπεί σε έναν ζωντανό και ανεξάρτητο φορέα συλλογής, επεξεργασίας και διεκδίκησης προτάσεων για τα προβλήματα της μειονότητας. 
Να συγκροτεί δημόσιες διαβουλεύσεις, να οργανώνει επιτροπές κατοίκων, επιστημόνων και τοπικών εκπροσώπων, να προβάλλει αιτήματα προς την κεντρική διοίκηση όχι ως υπηρέτης της, αλλά ως συνομιλητής με αξιοπρέπεια και αυτοτέλεια.
Μόνο με τέτοιου τύπου ριζική αναδιάρθρωση η Ομόνοια μπορεί να ξαναποκτήσει νομιμοποίηση στη συνείδηση της ίδιας της βάσης της. 
Όσο μένει εγκλωβισμένη σε εκλογικά παζάρια και στενές διαδρομές εξουσίας, τόσο θα συνεχίζει να αποξενώνεται από τον Βορειοηπειρώτη της καθημερινότητας.
Αρκετά πια με τις αυταπάτες και τις διαμεσολαβήσεις. 
Οι Βορειοηπειρώτες δεν χρειάζονται άλλους σωτήρες ούτε διαχειριστές της σιωπής τους. Χρειάζονται δομές που να εκπροσωπούν πραγματικά τις ανάγκες τους, να ακούν τη φωνή της βάσης και να την κάνουν πολιτικό λόγο και πράξη.
Ήρθε η ώρα η ίδια η μειονότητα να πάρει την τύχη της στα χέρια της. 
Όχι μέσα από κομματικούς σωλήνες ή εκλογικές λίστες που εγκρίνονται από τα Τίρανα, αλλά μέσα από ανοιχτές, ανεξάρτητες και δημοκρατικές διαδικασίες.
Η Ομόνοια, αν θέλει να επιβιώσει ιστορικά και πολιτικά, οφείλει να μετασχηματιστεί. 
Να γίνει ο χώρος συγκρότησης της συλλογικής φωνής του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Ένας θεσμός πολιτικής διεκδίκησης, πολιτιστικής ταυτότητας και κοινωνικής συνοχής.
Αν δεν το πράξει, θα είναι απλώς μία ακόμα χαμένη ευκαιρία σε μια σειρά από ήττες.
Η μειονότητα δεν έχει ανάγκη από πρόσωπα που απλώς επιβιώνουν στο σύστημα. Χρειάζεται πρόσωπα που θα τολμήσουν να το αμφισβητήσουν.

Στη σκιά των εκλογών στην Αλβανία και ο ρόλος της ελληνικής μειονότητας






Τριάντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από την κατάρρευση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και την «απελευθέρωση» της Αλβανίας από το σιδερένιο πέπλο της απομόνωσης. Τριάντα πέντε χρόνια, και όμως η κατάσταση για την ελληνική μειονότητα όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε δραματικά σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα χειρότερα και από την κομμουνιστική εποχή. Σήμερα, ενόψει των εκλογών, η ελπίδα για μια ουσιαστική αλλαγή μοιάζει περισσότερο με ψευδαίσθηση.
Ο ύπουλος αφελληνισμός και η υφαρπαγή της γης
Η πολιτική της αλβανικής κεντρικής εξουσίας τα τελευταία χρόνια μπορεί να συνοψιστεί σε δύο βασικούς άξονες: την εθνοτική αλλοίωση και την υφαρπαγή της ελληνικής περιουσίας. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι πρώτοι Βορειοηπειρώτες ξεκίνησαν να επιστρέφουν ή να διεκδικούν δικαιώματα, το επίσημο κράτος κινήθηκε με μεθοδικότητα. 
Η αποσταθεροποίηση του 1997 αποτέλεσε ιστορικό σημείο καμπής: στο γενικό χάος, οι μειονοτικές περιοχές λεηλατήθηκαν, οικογένειες εκδιώχθηκαν και η αίσθηση ανασφάλειας ρίζωσε βαθιά.
Οι μεθοδεύσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Τα τελευταία 20 χρόνια, ιδιαίτερα στα παραθαλάσσια μέτωπα της Χιμάρας, των Αγίων Σαράντα και μέχρι τα Εξαμίλια, ο πληθυσμός αλλοιώθηκε μεθοδικά. Φανατικοί έποικοι μεταφέρθηκαν από το εσωτερικό της Αλβανίας, ενισχυμένοι από θρησκευτικό φανατισμό ή αντικίνητρα κατοικίας και γης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν άρχισε η οργανωμένη «περιφρούρηση» με την κυριολεκτική έννοια ελληνικών κτημάτων. Με την ευλογία, αν όχι την εντολή, του κράτους, εκτάσεις καταλήφθηκαν, χτίστηκαν, νομιμοποιήθηκαν. Η Βόρειος Ήπειρος άλλαξε όψη και ψυχή.

Οι εκπρόσωποι της μειονότητας και η σιωπή τους
Την ίδια ώρα, οι εκπρόσωποι της μειονότητας είτε αποδείχθηκαν ανεπαρκείς είτε συνθηκολόγησαν για προσωπικά οφέλη. Σε πολιτικό επίπεδο, η συμμετοχή Ελλήνων στις αλβανικές εκλογές κατέληξε συχνά σε διακοσμητικό ρόλο, χωρίς θεσμική δύναμη, χωρίς ηχηρή φωνή. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις εκείνες όπου καταγράφηκε σοβαρή πολιτική αντίσταση ή στρατηγική ανάδειξης των μειονοτικών ζητημάτων στα διεθνή φόρα. Ορισμένοι, μάλιστα, αντί να αντισταθούν, έγιναν συνεργοί στη σιωπή.
Η διεθνής κοινότητα και η αδιαφορία της Ελλάδας
Ίσως το πιο οδυνηρό στοιχείο αυτής της κατάστασης να είναι η αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας και, δυστυχώς, της ίδιας της Ελλάδας. Το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο έχει πάψει να αποτελεί μέρος της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Οι πιέσεις που θα μπορούσαν να ασκηθούν μέσω της Ε.Ε., του Συμβουλίου της Ευρώπης ή διμερών συμφωνιών παραμένουν ανενεργές. Η ένταξη της Αλβανίας στην ευρωπαϊκή προοπτική δεν συνοδεύτηκε από την παραμικρή εγγύηση προστασίας της ελληνικής ταυτότητας στη Χιμάρα, στους Αγίους Σαράντα, στη Δρόπολη και αλλού.
Η γη του Βούρκου και η επόμενη φάση
Καθώς το παραλιακό μέτωπο έχει πλέον αλλάξει οριστικά χαρακτήρα, σειρά παίρνουν τα ηπειρωτικά χωριά η καρδιά της μειονότητας. Η περιοχή του Βούρκου, πλούσια σε ιστορία και μνήμες, αντιμετωπίζει τη νέα απειλή: η γη διατίθεται, τα χωριά ερημώνουν, και η ελληνική παρουσία σβήνει, όχι πια με τη βία, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, την αδιαφορία, και την πολιτική εγκατάλειψη.
Το εκλογικό θέατρο και τα πραγματικά διλήμματα
Μπροστά στις επικείμενες εκλογές, το ερώτημα ποιος θα εκλεγεί ο Ράμα ή ο Μπερίσα είναι, δυστυχώς, άνευ ουσίας. Η πολιτική προς τη μειονότητα δεν πρόκειται να αλλάξει, γιατί δεν αποτελεί αντικείμενο διαλόγου ούτε έχει κομματικό κόστος για κανέναν. Η ελληνική μειονότητα δεν αριθμεί πλέον αρκετούς ψήφους ώστε να επηρεάσει αποφασιστικά τα αποτελέσματα. Και όταν στους Αγίους Σαράντα οι αλβανικής καταγωγής ψηφοφόροι είναι τρεις φορές περισσότεροι από τους Έλληνες, ποια εκπροσώπηση και ποια αλλαγή να περιμένει κανείς;
Η μόνη διέξοδος: αλλαγή πλεύσης και εγρήγορση
Το μόνο που μπορεί να αναστρέψει την πορεία του αργού θανάτου της ελληνικής παρουσίας στη Βόρειο Ήπειρο είναι μια ριζική αναθεώρηση: 
– Των αποδήμων, που πρέπει να σταθούν αρωγοί στους εναπομείναντες κατοίκους.
– Της ελληνικής πολιτείας, που πρέπει επιτέλους να εντάξει το Βορειοηπειρωτικό στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής, διεκδικώντας, προειδοποιώντας, θέτοντας όρους.
– Της διεθνούς κοινότητας, που πρέπει να σταματήσει να θεωρεί την Ελλάδα απλώς πύλη της σταθερότητας χωρίς ανταλλάγματα.

Και γιατί όχι την επαναφορά του αιτήματος της αυτοδιάθεσης, ως νόμιμου, ιστορικού και δημοκρατικού δικαιώματος.
Διαφορετικά, ο αφανισμός θα συνεχιστεί. Ήσυχα, καθημερινά, αργά και αναπόφευκτα. Όπως σβήνει μια φλόγα όταν την αφήσεις χωρίς προστασία.


Οι Σκιές του Παρελθόντος και η Επαφή με το Παρόν



Με αφορμή τα προεκλογικά σποτ για τις εκλογές στην Αλβανία και μια συζήτηση με φίλους, αισθάνθηκα την ανάγκη να σκιαγραφήσω το προφίλ των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα από την Αλβανία μετά το 1990.
Η Αλβανία, πριν την πτώση του καθεστώτος, υπήρξε ίσως η πιο ερμητικά κλειστή χώρα της Ευρώπης. Τα σύνορα απαγορευτικά, η κοινωνία πλήρως απομονωμένη, δίχως την παραμικρή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Η εκπαίδευση ήταν εργαλείο υποταγής: βασική ανάγνωση και γραφή, και κυρίως πίστη στην κομματική γραμμή. Η κριτική σκέψη δεν υπήρχε ούτε σαν λέξη· όποιος την τόλμησε, βρέθηκε γρήγορα σε υπόγεια και απομόνωση.
Μια ολόκληρη κοινωνία ανατράφηκε στη σκιά του φόβου, του ψεύδους και της σιωπής. Χωρίς γνώσεις, χωρίς εικόνες από τον έξω κόσμο, χωρίς περιθώρια επιλογής. Το καθεστώς δεν παρήγαγε πολίτες· παρήγαγε υπηκόους.
Όταν το καθεστώς έπεσε, η κοινωνία αυτή δεν απελευθερώθηκε απλώς άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας. Η έξοδος έμοιαζε με ξόρκι. Όσοι μπορούσαν, έφυγαν. Άλλοι προς Ιταλία, άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα. Κοινώς, όπου φύγει φύγει, αρκεί να ήταν μακριά απ’ την Αλβανία.
Στο ταξίδι της φυγής δεν κουβαλούσαν σχεδόν τίποτα. Ούτε αποσκευές, ούτε γλώσσα, ούτε προσόντα με τη δυτική έννοια. Είχαν μόνο τα χέρια τους, ένα σθένος βγαλμένο από τη σκληρή ζωή και την ελπίδα ότι κάπου, κάπως, θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή. Κι έτσι έγινε.
Η ελληνική κοινωνία, ωστόσο, δεν ήταν έτοιμη. Δεν ήταν πάντα φιλόξενη. Προσέγγισε με επιφύλαξη, με καχυποψία, με την παλιά προκατάληψη για το άλλο, το κατώτερο, το επικίνδυνο. 
Τα μέσα ενημέρωσης και η μικροπολιτική δεν έχαναν ευκαιρία: για κάθε πρόβλημα, κάποιος Αλβανός έφταιγε.
Η διαφορά μεταξύ Βορειοηπειρωτών και Αλβανών, στην καθημερινή κοινωνία, ποτέ δεν μπήκε στην ίδια ζυγαριά. Σχεδόν 35 χρόνια μετά, το σκηνικό έχει αλλάξει ελάχιστα. Κανείς δεν έλεγε έχω έναν Βορειοηπειρώτη στη δουλειά. Όλοι έλεγαν έχω έναν Αλβανό.
Οι μετανάστες από την Αλβανία έγιναν το απαραίτητο εργατικό χέρι, αλλά σπάνια είδαν το πρόσωπό τους να καθρεφτίζεται ίσα. Κι όμως, δεν έμειναν εκεί. Δούλεψαν, σπούδασαν, πρόκοψαν. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν με δύο γλώσσες, δύο ιστορίες και καμιά σιγουριά ότι ανήκουν στην Αλβανία. 
Όλοι έμαθαν να επιβιώνουν. Άλλοι χαμηλόφωνα και διακριτικά, άλλοι επιδεικνύοντας το πτυχίο της κομμουνιστικής μορφώσεως.
Πίσω, στην Αλβανία, έμειναν οι γέροι, οι φοβισμένοι, και οι ίδιοι οι μηχανισμοί του παλιού καθεστώτος που, κατά ειρωνεία, βρήκαν ξανά τρόπο να σταθούν όρθιοι. Διαχειρίζονται και σήμερα την εξουσία με παλιά μέσα, σε νέο περιτύλιγμα. 
Το σκηνικό άλλαξε, οι ρόλοι παρέμειναν.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η ελληνική εθνική μειονότητα αποτελεί μια ξεχωριστή αλλά παράλληλη ιστορία. Ελάχιστοι έμειναν να παλεύουν για τα χώματα, τη γλώσσα, τη μνήμη. Κι εκεί, το αόρατο χέρι του ελέγχου συνεχίζει το έργο του. Όχι με απειλές, αλλά με πιο ύπουλους, πολιτικούς τρόπους. Η φωνή τους είναι συχνά χαμηλή. Όχι από αδυναμία, αλλά γιατί το έμαθαν πια: όποιος φωνάζει, στερείται το δικαίωμα εισόδου στην Αλβανία να πάει σπίτι του, το πληρώνει ακριβά.
Αν κάτι συνδέει τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα με τους Βορειοηπειρώτες που έμειναν στον τόπο τους, είναι αυτή η διαρκής προσπάθεια να υπάρξουν μέσα σε ένα σύστημα που ποτέ δεν τους έκανε χώρο για τα αυτονόητα. 
Άνθρωποι ενδιάμεσοι, που ζουν ανάμεσα σε πατρίδες, γλώσσες, καθεστώτα και αναμνήσεις. Που κρατούν μέσα τους τη μνήμη της απώλειας και την ανάγκη για μέλλον.
Αξίζει να τους κοιτάξει με σοβαρότητα η ελληνική πολιτική σκηνή. Όχι σαν στατιστική ψήφων, αλλά σαν κομμάτι δικό μας. Οι Έλληνες πολιτικοί το μόνο που μας υποχρέωσαν να μάθουμε εμάς, τους Βορειοηπειρώτες είναι τι σημαίνει να ξεκινάς από το μηδέν, χωρίς καν να στο επιτρέπουν.

Ανάμεσα σε δύο πατρίδες, χωρίς πυξίδα

 

ChatGPT Image 21 Απρ 2025


Πέρασαν σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια από τότε που η πλειοψηφία των Βορειοηπειρωτών εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Κι όμως, ακόμη και σήμερα, μια απλή ερώτηση όπως το «Από πού είσαι;» μπορεί να φέρει αμηχανία. Γιατί η απάντηση δεν είναι απλώς γεωγραφική  είναι υπαρξιακή. Κι αυτή η αμηχανία αποκαλύπτει πως η κοινότητά μας δεν έχει ακόμη κατακτήσει την ταυτότητά της.

Η διαφορά μας από τους ντόπιους δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε ιστορική. Είναι πρωτίστως εσωτερική. Συχνά κινούμαστε χωρίς πυξίδα, χωρίς σαφή εικόνα για το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Μετά την πτώση του καθεστώτος, βρεθήκαμε σε ένα άγνωστο περιβάλλον, οπλισμένοι με μια κληρονομημένη σκέψη που αδυνατούσε να σταθεί στη νέα πραγματικότητα.

Πολλοί μιλούν για την προ του ’90 εποχή με μια σιγουριά που αγγίζει τη λήθη, λες και όσα ακολούθησαν δεν υπήρξαν ποτέ. Μια κοινότητα με έτοιμες απαντήσεις, δανεικές από ένα αυταρχικό παρελθόν, δυσκολεύεται να διατυπώσει νέα ερωτήματα. Κι όμως, χωρίς ερωτήματα, δεν υπάρχει πρόοδος. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο πολιτικό ή θεσμικό  είναι βαθιά πολιτισμικό και ψυχολογικό. Μάθαμε να ψάχνουμε εχθρούς, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας να αυτοπροσδιοριστούμε. Η καχυποψία, η μανία καταδιώξεως, οι θεωρίες συνομωσίας είναι άμυνες μιας ταυτότητας που ακόμη δεν έχει σχηματιστεί.

Σε αυτό το κενό ταυτότητας, βρήκαν χώρο να κυριαρχήσουν λάθος άνθρωποι. Τα ηνία της κοινότητας ανέλαβαν, σε μεγάλο βαθμό, αγράμματοι, καιροσκόποι, πρώην στελέχη του παλιού καθεστώτος. Άνθρωποι χωρίς όραμα, χωρίς παιδεία, χωρίς αίσθηση συλλογικής ευθύνης. Κάποιοι μάλιστα, που δυσκολεύονται να γράψουν σωστά ακόμη και το όνομά τους, κατέβηκαν υποψήφιοι στις εκλογές, γιατί όχι; Αφού η σοβαρότητα δεν ήταν ποτέ προϋπόθεση για τη φιλοδοξία. Δεν μπήκαν μπροστά για να ενώσουν, αλλά για να ελέγξουν. Ήθελαν όχι μια κοινότητα ζωντανή, αλλά μια μάζα εξαρτημένη.

Έστησαν ένα σύστημα εσωστρέφειας και σιωπής. Φοβήθηκαν τη σκέψη, τη συμμετοχή, τη διαφωνία  γιατί ήξεραν ότι αν η κοινότητα ωρίμαζε, εκείνοι θα έχαναν τη δύναμή τους.

Κι όμως, παρά την υπονόμευση, ένα μέρος της κοινότητάς μας άντεξε, προσαρμόστηκε, προχώρησε. 

Κι αυτό είναι το ελπιδοφόρο. Γιατί τώρα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε μια ευκαιρία να αλλάξουμε πορεία. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως η σκέψη είναι πράξη ευθύνης. Και η ευθύνη δεν είναι υπόθεση των άλλων  είναι όλων μας.

Η θέληση που χρειαζόμαστε δεν είναι ούτε ευχή ούτε μανία αλλαγής από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι κάτι πιο ουσιαστικό: οργανωμένη, συνειδητή, βασισμένη στη γνώση και στη μνήμη. Αλλιώς, θα ξαναγυρίσουμε στην ίδια παγίδα  να κυνηγάμε έναν εχθρό που δεν υπάρχει, για να μην κοιτάξουμε κατάματα μια αλήθεια που δεν αντέχουμε.

Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι ποιος μας φταίει, αλλά ότι δεν ξέρουμε ακόμη ποιοι είμαστε. Κι αν δεν το λύσουμε αυτό, θα μείνουμε για πάντα χωρίς ρίζες και χωρίς σκιά να ξαποστάσουμε.

Μια ματιά στην εποχή της αβεβαιότητας και της ευθύνης.


Μια ματιά στην εποχή της αβεβαιότητας και της ευθύνης
Η ελπίδα, που κάποτε φώτιζε τις μέρες μας, μοιάζει σήμερα να έχει λυγίσει. 
Οι πολιτικοί, αντί να εμπνέουν, καλλιεργούν άγχος. 
Δημιουργούν ένα μόνιμο αίσθημα ανασφάλειας που ξεπερνά τα όρια της καθημερινής δυσκολίας και φτάνει στη συλλογική υστερία.
Η απληστία για υλικά αγαθά έγινε βάρος ασήκωτο για τους πολλούς, ενώ οι λίγοι συσσωρεύουν αυτά που για άλλους είναι αδύνατα ακόμη και στη σκέψη. 
Οι έννοιες της ηθικής και των ιδανικών μοιάζουν πια ξεχασμένες, απομεινάρια παλαιών εποχών, με μοναδικούς υπερασπιστές κάποιους ρομαντικούς, που επιμένουν να πιστεύουν πως οι λέξεις οικογένεια, αξιοπρέπεια, και τιμή δεν είναι απλώς λήμματα σε ένα λεξικό.
Η παγκοσμιοποίηση, με τις υποσχέσεις της για πρόοδο και επικοινωνία, απέτυχε να ενοποιήσει. 
Αντιθέτως, άφησε πίσω της ένα χάος ταυτότητας και κοινωνική υστερία. 
Οι κοινωνίες που βίωσαν απότομη πολιτισμική μετάβαση όπως η δική μας αναζητούν ρίζες και σταθερά σημεία σε έναν κόσμο που δεν μιλά πλέον τη γλώσσα τους.
Δεν είναι, άραγε, λογικό να αναρωτηθούμε αν τα αποτελέσματα αυτής της απορρύθμισης δεν θα χτυπήσουν σύντομα και την πόρτα της ίδιας της Δύσης που την προκάλεσε; 
Ίσως η πόρτα έχει ήδη ανοίξει, και απλώς αρνούμαστε να δούμε ποιος στέκεται στο κατώφλι.
Τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης, άλλοτε προπύργια του ορθού λόγου, έχουν μεταμορφωθεί σε μηχανές ιδεολογικής καθυπόταξης. 
Η σκέψη δεν ενθαρρύνεται επιβλέπεται. 
Κι ο αφορισμός, αυτό το παλαιό προνόμιο των θρησκευτικών αρχών, έχει αλλάξει μορφή τώρα ασκείται με όρους επιστημονικής αυθεντίας και ανθρωπιστικού ακτιβισμού.
Η κοινωνία αναζητά λύσεις. 
Κοιτά προς την εξουσία, αναμένει αλλαγές, ελπίζει σε σωτήρες. 
Όμως τα πολιτικά τζάκια μοιάζουν σβηστά. 
Δεν θερμαίνουν πια το συλλογικό σώμα, μόνο καπνίζουν λόγια.
Σε τέτοιες εποχές, η έννοια της επιλογής αποκτά ηθικό βάρος. 
Το να επιλέγω δεν είναι δικαίωμα απλό είναι βεβαίωση ζωής. 
Είναι δήλωση συνείδησης. 
Είναι ευθύνη. 
Κάθε επιλογή μας έχει συνέπειες. 
Δεν κρινόμαστε μόνο από τους άλλους, αλλά κυρίως από τις επιλογές που κάνουμε στο σκοτάδι, όταν δεν μας βλέπει κανείς.
Αν δίνουμε δύναμη σε κάποιους να καθορίζουν τη ζωή όλων,
πρέπει πρώτα να έχουμε το θάρρος να δούμε ποιοι είμαστε εμείς που τους τη δίνουμε.
Η ιστορία δεν γράφεται με λέξεις, αλλά με βήματα.
Και το πρώτο βήμα είναι η εσωτερική αφύπνιση. 
Όχι η οργή, ούτε η καταγγελία. 
Αλλά η σιωπηλή, βαθιά κατανόηση πως αυτός ο κόσμος αλλάζει μόνο αν αλλάξουμε πρώτα εμείς.
Ιστορικά μια γενιά δημιουργεί κι η επόμενες γκρεμίζουν.
Ίσως τελικά, η ελπίδα να μη λύγισε.
Ίσως απλώς να μας περιμένει να τη σηκώσουμε ξανά.


Άδυτα του Μυαλού


18/3/2013

Σκέψεις βασανίζουν
τα άδυτα του μυαλού.
Συντροφεύουν τα εγώ
τυλιγμένα με αόρατο μανδύα.

Κι όμως, είναι στιγμές.
Σκέψεις που προκαλούν,
φοβίζουν, συνεπαίρνουν.
Παίζουν με το συναίσθημα,
παίζουν με τα εγώ μας.
Δίνουν τροφή στα θέλω,
μα βασανίζουν το μυαλό.

Φεύγουν...
ξανάρχονται.
Το παιχνίδι
συναισθημάτων και σκέψεων
γίνεται συναρπαστικό.

Το συναίσθημα επιβάλλεται.
Τα εγώ, τα θέλω,
ανίκανα να κυριαρχήσουν στη λογική.
Το εγώ ψάχνει τρόπους
να επιβληθεί 
μα οι σκέψεις
πάντα βασανίζουν.

Κι όταν όλα σιωπήσουν,
οι σκέψεις ξανάρχονται
όχι για να παρηγορήσουν,
μα για να θυμίσουν
πως ο πόλεμος
δεν τελειώνει ποτέ.

Με τρομάζει η σιωπή


(30 Ιουλίου 2013)

Σβήνω τις σκέψεις μου,
σβήνω όλα εκείνα
όσα ήθελα,
όσα αγάπησα.

Τρέχω να συναντήσω
τη σιωπή.
Με σκιάζει η σιωπή...

Μα πιο πολύ με σκιάζουν
εκείνα που αγαπώ,
όσα αγωνιώ,
εκείνα που δεν μπορώ
να μεταφράσω σε λέξεις.

Με τρομάζει η σιωπή
όμως με βασανίζουν
οι σκέψεις
που δεν μπορώ να γράψω στο χαρτί.

Χάνομαι μέσα της,
φοβούμενος τις έννοιες.

Ελπίζω πως
η σιωπή θα απαλύνει
τις σκέψεις που πονούν.

Με τρομάζει η σιωπή...
μα περισσότερο
εκείνα που δεν ήρθαν ακόμη
κι ελπίζω,
να μην έρθουν ποτέ.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...