Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Δέσμιοι νοοτροπίας.

 

Δέσμιοι νοοτροπίας.

Πέρασαν κοντά τριάντα χρόνια πού οι πλειοψηφία των συμπατριωτών μας ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, όμως ακόμη σήμερα όταν ρωτάς κάποιον, από πού είσαι; δεν υπάρχει περίπτωση να μην έρθει σε δύσκολη θέση, δεν τα κατάφερε οι πλειοψηφία των συμπατριωτών μας να αλλάξει.
Τι είναι αυτό που μας κάνει είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους;
Το πρόβλημα μας είναι ότι κινούμαστε χωρίς να ξέρουμε ποίοι είμαστε και που πάμε.
Αν δούμε πως εξελίχθηκε η ζωή μας από την πτώση του καθεστώτος, παρατηρώντας το τρόπο σκέψης και λειτουργίας της κοινότητας αντλούμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Συζητώντας με αρκετούς συμπατριώτες μας σου  δημιουργείται η εντύπωση ότι όλοι γεννήθηκαν μετά το ενενήντα, αλλά όλως περίεργος μιλούν για ότι έγινε πριν το ενενήντα.
Η αντίφαση της ύπαρξης!
Είναι θέμα νοοτροπίας η συστήματος;
Είμαστε μία κοινότητα που ασθενή όπως ο άνθρωπος που πάσχει από μανιοκαταδίωξη και φροντίζει να έχει εχθρούς για να τον καταβάλει ή αρρώστια.
Πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια και ακόμα δεν καταφέραμε σαν  κοινότητα να συμφωνήσουμε στα αυτονόητα.
Έχουμε ένα κενό εαυτού το οποίο πρέπει να γεμίσουμε με ιδέες για τον εαυτό μας.
Όχι με ιδέες που έχουν μετατραπεί σε μανιοκαταδίωξη, λέγοντας ότι μας φταίει ο ένας, μας φταίει ο άλλος, ότι κάποιοι συνωμοτούν μόνιμα εναντίων μας αλλά απουσιάζουν οι ιδέες δημιουργικές με σύνεση και κοινό στόχο, πράγμα πού αποδεικνύει γιατί δεν έγινε κάτι μέχρι σήμερα, επειδή δεν έχουμε σαφή εικόνα για τον εαυτό μας.
Ψάχνουμε για εχθρούς επειδή δεν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε!
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της κοινότητας μας, πέσαμε στην θάλασσα το ενενήντα και ακόμα νομίζουμε ότι πετάμε στον ουρανό.
Μετά το 90′ μπήκαμε σε ένα πολιτικό σύστημα  όπου γινόταν ένας πόλεμος χωρίς όπλα, με έντονη όμως την ανάγκη ενοχοποίησης από μερίδα της κοινωνίας μας προς την άλλη.
Με αποτέλεσμα όλοι αυτή η αλλαγή στην κοινότητας μας, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σημαίνει ότι όχι μόνο δεν μας βοήθησε ή συνέτισε, αλλά έφερε μια κατάσταση διχασμού στην οποία η κοινότητα μας καταλαβαίνει την εικόνα της όχι μέσα από τον εαυτό της αλλά μέσα από τον αντίπαλο.
Ο διχασμός καλά κρατεί όλα αυτά τα χρόνια.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κάνεις, ποιος το έκανε αυτό η ποίο πολιτικό η ιδεολογικό ρεύμα;
Στην περίπτωση μας μετά την κατάρρευση, δεν υπάρχει το ιδεολογικό ως κίνητρο αλλά η ψυχολογία ενός κόσμου που δεν μπορούσε να βρει τον εαυτό της στο νέο περιβάλλον που βρέθηκε.
Οι άνθρωποι δεν ήταν έτοιμοι να αναλάβουν το φορτίο μιας νέας πραγματικότητας που βρέθηκαν, διότι δεν ήταν εκπαιδευμένοι.
Δεν υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης, δεν μπορούσε ο κόσμος να σκεφθεί που οδηγείτε.
Έτσι άρχισε να γίνεται ορατό το πρόβλημα με την κουλτούρα μας.
Ήμασταν  μία κοινότητα με κλειστή σκέψη και είναι κλειστή επειδή είχε της απαντήσεις έτοιμες μέσα από τα βιώματα και το τρόπο που  λειτουργούσε το κομμουνιστικό καθεστώς.
Μετά από τριάντα χρόνια ένα μεγάλο ποσοστό της κοινότητας μας πληρώνοντας ακριβό τίμημα κατάφερε και προσαρμόστηκε στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, για το λόγο αυτό η προσπάθεια που ξεκίνησε από την κοινότητα μας, είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταφέρουμε κάτι, έτσι πρέπει να εισπράττουμε αυτό που γίνεται εκεί βρίσκεται η ουσία για την αλλαγή.
Έχει σημασία αυτό να το καταλάβουμε γιατί αν επαναληφθεί το ίδιο φαινόμενο θα έχουμε άλλη μια περίπτωση απώλειας για συλλογικό  βηματισμό και σκέψη.
Και η σκέψη απαιτεί ευθύνη, σκέπτομαι άρα υπάρχω.
Για να πραγματοποιηθεί το επόμενο βήμα χρειάζεται θέληση η οποία είναι δύο ειδών.
Η θέληση που οργανώνεται με υποστήριξη την σκέψη και ή ανάλυση της κατάστασης η άλλη είναι η θέληση ως εσχατολογική διάθεση να αλλάξουμε τα πάντα με έναν μαγικό τρόπο.
Επόμενος είναι μία προβληματική θέληση που έχει να κάνει με την νοοτροπία, την τρέλα, την συμπεριφορά εν γένει και έτσι δεν μας δίνει την δυνατότητα να καταλάβουμε, ποιοι είμαστε και τι θέλουμε.
Τυχαίο είναι δηλαδή ότι πιστεύουμε στην πλειοψηφία της κοινότητας μας ότι μας καταδιώκουν όλοι; επειδή δεν θέλουν να προκόψουν οι Βορειοηπειρώτες, να γίνουμε κάτι; Φυσικά και όχι, η μανία καταδιώξεως έρχεται ακριβώς να καλύψει την απουσία της θέλησης.
Η αλήθεια είναι ότι στην ανυπαρξία της κοινότητας μας τίθεται σήμερα το πρόβλημα.
Αν θέλουμε να υπάρχει αυτός ο κορμός, θα πρέπει όλοι να προσφέρουμε για να ριζώσει και να βγάλει κλαδιά, ώστε όλοι να απολαμβάνουμε την σκιά του.

Γιατί δεν πρέπει;

 

Γιατί δεν πρέπει;

Τι είναι αυτό που μας κάνει να είμαστε διαφορετικοί από τους ντόπιους;

Το πρόβλημα μας είναι ότι κινούμαστε χωρίς να ξέρουμε ποίοι είμαστε και που πάμε.
Αν δούμε πως εξελίχθηκε η ζωή μας από την πτώση του καθεστώτος, παρατηρώντας το τρόπο σκέψης και λειτουργίας της κοινότητας αντλούμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Συζητώντας με διάφορα πρόσωπα από την κοινότητα μας σου δημιουργείται η εντύπωση ότι όλοι γεννήθηκαν μετά το ενενήντα, αλλά όλως περίεργος μιλούν για ότι έγινε πριν το ενενήντα.
Η αντίφαση της ύπαρξης!
Είναι θέμα νοοτροπίας η συστήματος;
Είμαστε μία κοινότητα που ασθενή όπως ο άνθρωπος που πάσχει από μανιοκαταδίωξη και φροντίζει να έχει εχθρούς για να τον καταβάλει ή αρρώστια.
Πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια και ακόμα δεν καταφέραμε σαν κοινότητα να συμφωνήσουμε στα αυτονόητα.
Έχουμε ένα κενό εαυτού το οποίο πρέπει να γεμίσουμε με ιδέες για τον εαυτό μας.
Όχι με ιδέες που έχουν μετατραπεί σε μανιοκαταδίωξη, λέγοντας ότι μας φταίει ο ένας, μας φταίει ο άλλος, ότι κάποιοι συνωμοτούν μόνιμα εναντίων μας, αλλά απουσιάζουν ιδέες δημιουργικές με σύνεση και κοινό στόχο, πράγμα πού αποδεικνύει γιατί δεν έγινε κάτι μέχρι σήμερα, επειδή δεν έχουμε σαφή εικόνα για τον εαυτό μας.
Ψάχνουμε για εχθρούς επειδή δεν γνωρίζουμε ποίοι είμαστε!
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της κοινότητας μας, πέσαμε στην θάλασσα το ενενήντα και ακόμα νομίζουμε ότι πετάμε στον ουρανό.
Μετά το 90′ μπήκαμε σε ένα πολιτικό σύστημα όπου γινόταν ένας πόλεμος χωρίς όπλα, με έντονη όμως την ανάγκη ενοχοποίησης από μερίδα της κοινωνίας μας προς την άλλη.
Με αποτέλεσμα όλοι αυτή η αλλαγή στην κοινότητας μας, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σημαίνει ότι όχι μόνο δεν μας βοήθησε ή συνέτισε, αλλά έφερε μια κατάσταση διχασμού στην οποία η κοινότητα μας καταλαβαίνει την εικόνα της όχι μέσα από τον εαυτό της αλλά μέσα από τον αντίπαλο.
Ο διχασμός καλά κρατεί όλα αυτά τα χρόνια.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κάνεις, ποιος το έκανε αυτό η ποίο πολιτικό η ιδεολογικό ρεύμα;
Στην περίπτωση μας μετά την κατάρρευση, δεν υπάρχει το ιδεολογικό ως κίνητρο αλλά η ψυχολογία ενός κόσμου που δεν μπορούσε να βρει τον εαυτό της στο νέο περιβάλλον που βρέθηκε.
Οι άνθρωποι δεν ήταν έτοιμοι να αναλάβουν το φορτίο μιας νέας πραγματικότητας που βρέθηκαν, διότι δεν ήταν εκπαιδευμένοι.
Δεν υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης, δεν μπορούσε ο κόσμος να σκεφθεί που οδηγείτε.
Έτσι άρχισε να γίνεται ορατό το πρόβλημα με την κουλτούρα μας.
Ήμασταν μία κοινότητα με κλειστή σκέψη και είναι κλειστή επειδή είχε της απαντήσεις έτοιμες μέσα από τα βιώματα και το τρόπο που λειτουργούσε το κομμουνιστικό καθεστώς.
Μετά από τριάντα χρόνια ένα μεγάλο ποσοστό της κοινότητας μας πληρώνοντας ακριβό τίμημα κατάφερε και προσαρμόστηκε στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, για το λόγο αυτό η προσπάθεια που ξεκίνησε από την κοινότητα με την ίδρυση της συμμαχίας ομογενών, είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταφέρουμε κάτι, έτσι πρέπει να εισπράττουμε αυτό που γίνεται εκεί βρίσκεται η ουσία για την αλλαγή.
Έχει σημασία αυτό να το καταλάβουμε γιατί αν επαναληφθεί το ίδιο φαινόμενο θα έχουμε άλλη μια περίπτωση απώλειας για συλλογικό βηματισμό και σκέψη.
Και η σκέψη απαιτεί ευθύνη, σκέπτομαι άρα υπάρχω.
Για να πραγματοποιηθεί το επόμενο βήμα χρειάζεται θέληση η οποία είναι δύο ειδών.
Η θέληση που οργανώνεται με υποστήριξη την σκέψη και ή ανάλυση της κατάστασης η άλλη είναι η θέληση ως εσχατολογική διάθεση να αλλάξουμε τα πάντα με έναν μαγικό τρόπο.
Επόμενος είναι μία προβληματική θέληση που έχει να κάνει με την νοοτροπία, την τρέλα, την συμπεριφορά εν γένει και έτσι δεν μας δίνει την δυνατότητα να καταλάβουμε, ποίοι είμαστε και τι θέλουμε.
Τυχαίο είναι δηλαδή ότι πιστεύουμε στην πλειοψηφία της κοινότητας μας ότι μας καταδιώκουν όλοι; επειδή δεν θέλουν να προκόψουν οι Βορειοηπειρώτες, να γίνουμε κάτι;
Φυσικά και όχι, η μανία καταδιώξεως έρχεται ακριβώς να καλύψει την απουσία της θέλησης.
Η αλήθεια είναι ότι στην ανυπαρξία της κοινότητας μας τίθεται σήμερα το πρόβλημα.
Αν θέλουμε να υπάρχει αυτός ο κορμός, θα πρέπει όλοι να προσφέρουμε για να ριζώσει και να βγάλει κλαδιά, ώστε όλοι να απολαμβάνουμε την σκιά του.

Μονότοξα

 

Μονότοξα

Μονότοξα

Νιώθω τυχερός πού πριν λίγο καιρό παρέλαβα το νέο βιβλίο του Βαγγέλη Ζαφειράτη, Μονότοξα.
Μπορώ να πω, δυνατή πένα, πιστός και λάτρης της γενέθλιά γης, επιμένει πεισματικά να μένει εκεί, να δημιουργεί στο τόπο μας, και μας μεταφέρει με μοναδικό τρόπο της βουβές επιθυμίες, την σιωπή και το παράπονο για αυτό το τόπο.
Είναι ο πόνος που κουβαλάει μέσα του ο κάθε άνθρωπος που ζει μακριά από το τόπο του, είναι η συνείδηση καταγωγής, η ερήμωση, η λησμονιά του τόπου, που κάνει την πένα τόσο δυνατή.

Ερήμωση
Κάτω απ’ τη σκιά του πατημένου κάστρου
πένθιμα δεντράκια, σιωπηλά –
γριές που βγήκαν απ’ τον όρθρο.

Και γύρω απ’ τον καστρόπυργο,
τραυματισμένο,
θρηνεί το καβαλάρη του το άλογο του θρύλου.

Στις χορταριασμένες αυλές της λησμονιάς
φωνάζω τ’ όνομα σου…

Σιωπούν τα παλιά αρχοντικά,
οι πικραμένες αυλές.

Μοσχομυρίζει του νόστου ο βασιλικός
στης μνήμης το παλιό μονοπάτι.

Μονότοξα 2018
Βαγγέλης Ζαφειράτης

Η κοινότητα μας αυτοαναιρείται.

 

Η κοινότητα μας αυτοαναιρείται.

Η βίαιη διακοπή από τις παραδόσεις αιώνων, καθώς και η παραποίηση του συνόλου των δημοτικών μας τραγουδιών και πολιτιστικών μας παραδόσεων από το κομμουνιστικό καθεστώς, δημιούργησε μια ασυνέχεια στις παραστάσεις και μύθους που κουβαλούσε ο λαός μας, ένα χάσμα τουλάχιστον τριών γενεών, με αποτέλεσμα η κοινότητάς μας να χάσει σημαντικό έδαφος από την ζωντάνια της. Αυτό μας οδήγησε στο σήμερα που όσοι επιθυμούν και ασχολούνται με την παράδοση να μελετήσουν και να ψάξουν αρκετά για να μπορέσουν να καλύψουν τα κενά που δημιουργήθηκαν.

Δεν είναι όμως και λίγες οι περιπτώσεις, από μερίδα της κοινότητας, που θεωρητικά κόπτεται για αυτήν αλλά συγχρόνως να αγνοεί πλήρως τις παραδόσεις και θεωρεί αυτές αντικείμενο μουσειακής γνώσης και παραδοσιακής περιέργειας.

Το ερώτημα που προκύπτει από την δημιουργηθείσα κατάσταση είναι απλό, μπορεί μία κοινότητα να υπάρξει με τέτοια συμπεριφορά απέναντι στης παραδόσεις;;;;

Η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό  ΌΧΙ.

Δεν μπορεί να υπάρξει μία κοινότητα αν δεν μπορεί να είναι κάτι για τον εαυτό της, αν σταματά να λειτουργεί ως οντότητα.

Αυτό το «κάτι» δεν ένα απλό ζητούμενο, ούτε μια «αφομοίωση» σε ένα οποιοδήποτε νέο περιβάλλον.

Πώς όμως προσδιορίζει τον εαυτό της μία κοινότητα και με ποιους τρόπους;

Η κοινότητα μπορεί να προσδιορίζει τον εαυτό ως κάτι ξεχωριστό, να είναι αρκετά εντοπίσιμη, λεπτομερής και ικανή και να αναδείξει αυτό που λέμε κοινώς την ταυτότητα της.

Η κοινότητα δεν μπορεί να υπάρξει μόνο σαν μια συλλογή ατόμων που ζουν σε κάποια περιοχή, μιλούν την ίδια γλώσσα, τηρούν κάποιες παραδόσεις και έθιμα, όταν δεν υπακούει σε κάποιους εθιμικούς κανόνες που έρχονται από τα βάθη των προγόνων και της οικογενειακής παράδοσης, που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.

Τα άτομα που πιστεύουν ή ανήκουν σε μία κοινότητα, έχουν την ηθική υποχρέωση, να μετέχουν στις κοινωνικές εκδηλώσεις, στις αξίες, στους μύθους, στις παραστάσεις, στις παραδόσεις και να την διαιωνίζουν.

Πράγμα που σημαίνει ότι, κάθε άτομο είναι φορέας αυτής της κοινότητας, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχική τού ύπαρξη, καθώς και για την ύπαρξη της ίδιας της κοινότητας.

Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην κοινότητα μας, πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα;

Η κρίση που βιώνουμε σήμερα σαν κοινότητα μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή μέσα από το πρίσμα της πολιτισμικής κρίσης λόγω της άγνοιας πού έχει στις παραδόσεις, παραστάσεις, μύθους κλπ και την εικόνα που σχηματίζει η ίδια για τον εαυτό της.

Έτσι η κοινότητα μας δεν μπορεί πια να αυτοτεθεί ως «κάτι», με αποτέλεσμα αυτό το οποίο αυτοπροσδιορίζεται, να ισοπεδώνεται και να αυτοαναιρείται η ίδια απ’ το τρόπο λειτουργίας της.

Η καλοσύνη δεν είναι αδυναμία, αλλά προτέρημα.

 

Η καλοσύνη δεν είναι αδυναμία, αλλά προτέρημα.

Σε μια εποχή που η υποκρισία, η ζήλια, η κακία έχουν φωλιάσει για τα καλά λόγο οικονομικής κρίσης στην κοινωνία μας, το ανθρώπινο περιβάλλον έχει γίνει πολύ τοξικό.
Από την άλλη μεριά όμως σαν αντίπαλο δέος, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που στο αντίκρυσμα τους διακρίνει οποιοσδήποτε εκείνο που θα ήθελαν πολύ οι άλλοι που δυστυχώς για αυτούς δεν κατάφεραν να καλλιεργήσουν στην ζωή τους η, ή συνθήκες δεν τους επέτρεψαν, είναι η απλότητα, αγνότητα και καλοσύνη.
Αυτοί που διαθέτουν αυτά τα χαρίσματα βρίσκονται ανάμεσά μας και εύκολα αναγνωρίζονται καθώς έχουν έτοιμο ένα χαμόγελο για τον καθέναν.
Το βλέμμα τους είναι καθαρό και καθρεφτίζει όλη την αγνότητα και καλοσύνη που κρύβουν καλά μέσα στην ψυχή τους.
Είναι οι άνθρωποι που βοηθούν χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας με της πράξεις τούς, χωρίς να ζητούν αντάλλαγμα.
Το μόνο που αναζητούν είναι η αναγνώριση όσων προσφέρουν αρκεί να τους νοιάζεσαι, να τους αγαπάς.
Είναι γεμάτοι αγάπη μέσα τους και μπορούν να την διοχετεύουν σε οποιονδήποτε, αλλά θέλουν να αισθάνονται ότι εισπράττουν και εκείνοι έστω μία καλή κουβέντα η μία λέξη.
Συχνά πυκνά κάποιοι όταν συναντήσουν τέτοιους ανθρώπους, στο περιβάλλον που συναναστρέφεσαι ή στηρίζεις, κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν να τον εκμεταλλευτούν, το καταλαβαίνει κάποια στιγμή, και αφήνει το χρόνο να κυλήσει, και αποσύρεται πληγωμένος βαθιά από την συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων.
Μπορεί να κάνουν ξανά τα ίδια λάθη, γιατί η καρδιά ενός καλοσυνάτου ανθρώπου είναι δοτική και πιστεύει ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μπορούν να εκτιμήσουν, να αγαπήσουν και να νοιαστούν χωρίς ιδιοτέλεια.
Άμα οι αγνοί άνθρωποι καταλάβουν ή νιώσουν την αδικία, τότε απομακρύνονται χωρίς πολλά λόγια, αντιδικίες και εξηγήσεις.
Να είσαι σίγουρος πως, όσοι καλοσύνη και αγάπη σου έδωσε στη ζωή σου, έτσι και θα αποχωρήσει από αυτήν, αθόρυβα και χωρίς εντάσεις.
Αν έχεις την τύχη να συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή σου, το μόνο πράγμα που μπορείς να κάνεις, είναι να προσέξεις την συμπεριφορά σου.

 

Έθιμα του Πάσχα στα Ριζά Βορείου Ηπείρου.

Το βράδυ της Ανάστασης γυρνώντας από την εκκλησία στην είσοδο του σπιτιού σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως, μετά άναβαν το καντήλι που υπήρχε στο σπίτι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο.

Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα κυρίως στην επαρχία Δελβίνου ήταν η παραδοσιακή γάστρα, στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας.

Επίσης έφτιαχναν πολλών ειδών πίτες., ένα παραδοσιακό τοπικό φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα η τσιγαριστή το οποίο και έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα.

Στα χωριά των Ριζών οι χωριανοί μαζεύονταν στα αλώνια ανά οικογένειες ή μαχαλάδες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.

Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις ολοκληρώνονταν την Κυριακή του Πάσχα με τον Εσπερινό της Αγάπης.

Οι κάτοικοι ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν πάλι στην εκκλησία. Τα αγόρια, σύμφωνα με τις ενθυμήσεις ηλικιωμένου στα Ριζά, στέκονταν στο προαύλιο της εκκλησιάς και περίμεναν να διαβούν τα κορίτσια.

Κυρίως στα χωριά των Ριζών υπήρχε το έθιμο της «φωτιάς»,το οποίο χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Οι νέοι έφερναν ξύλα στο προαύλιο του ναού, τα έστηναν σε σχήμα κώνου και το βράδυ άναβαν φωτιά αμέσως μετά τη ακολουθία της Σταύρωσης.

Εξάλλου το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου έφτιαχναν με ρούχα το ομοίωμα του Ιούδα, το κρεμούσαν σε κρεμάλα και το βράδυ στην Ανάσταση καίγανε το ομοίωμα.

Σκιές

 

Σκιές

Εικόνες φευγαλέες, που γεμίζουν
σκέψεις

Πού σιγά σιγά ντύνουν όνειρα.
Σιωπή….


Απέραντα φωτάκια στην σκιά
της πόλης.


Κάθε κουκίδα και όνειρο

Κάθε κουκίδα και ψυχή.


Άλλοτε μοιάζουν αληθινές, 
άλλοτε ντυμένες με πέπλο σκιάς
που φοβούνται να αντικρίσουν το φως….
σκοτάδι μέχρι την ανατολή του ηλίου…
Ξανά και ξανά μέχρι την κορύφωση του θείου.


Κρύφτηκαν οι ψυχές
από το φως.
Ο σύγχρονος Άδης
χωρίς μορφή χωρίς πρόσωπο    

μόνο κόλλες χαρτί
με λίγο γραφίτη
και συντεταγμένες με αριθμούς.
Ο μύθος του Σίσυφου δηλώνει παρών.
Σιωπή …..

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...