Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Άνάσες ελευθερίας






Όσο τα αποθέματα τελείωναν και τα χρόνια περνούσαν,

από τη μία, αισθανόσουν να έσφιγγε όλο και πιο πολύ το λουρί.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, άλλαζε τρύπα το ζωνάρι,
μέχρι τα τέλη του ογδόντα:
τελείωσαν τα αποθέματα πλούτου.
Έφτασε στην τελευταία τρύπα το ζωνάρι·
πλέον μόνο τα οστά το κρατούσαν,
με αποτέλεσμα το περίσσευμα αυτού να είναι μεγαλύτερο από την περίμετρο του σώματος.

Το σκηνικό προετοιμαζόταν,
όσο περνούσαν οι μήνες, για το τέλος του δράματος.
Όσοι γνώριζαν από δράματα,
ο δυτικός άνεμος τούς παρέσυρε μαζί του.

Ο δυνατός αέρας ξερίζωσε ό,τι είχε απομείνει όρθιο.
Το πέρασμά του ήταν τόσο δυνατό,
που σάρωσε τα πάντα.

Ήρθε η στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης.
Το σύστημα ήταν σαθρό. Η διάβρωση, μεγάλη.
Αποδείχτηκε πως δεν είχε θεμέλια,
παρά μόνο ένα ψεύτικο περιτύλιγμα προπαγάνδας.

Από το πολύ σφίξιμο κι απ' τον δυνατό άνεμο, κόπηκε το λουρί
που συγκρατούσε τα πλήθη.
Τότε, μια βαθιά ανάσα ανακούφισης
γέμισε τα σπλάχνα του κόσμου με αέρα, τύψεις
και πολλά αναπάντητα ερωτήματα.

Δαφνοστολισμένος δρόμος πίστευαν πως τους καρτερούσε...!

Η απόφαση έμοιαζε σχετικά εύκολη,
όμως η έξοδος έμοιαζε με εκείνη του Μεσολογγίου.

Άλλοι πήραν καράβια και βάρκες,
άλλοι με κολύμπι,
κι άλλοι την ανηφόρα του Σιεντενίκου, Στουγάρας, Νεμέρτσκας.
Κάθε κακοτράχαλο μονοπάτι γεμάτο παλιούρια και πουρνάρια.
Κάθε βήμα και ένα σημάδι στην ψυχή.

Όσο πιο ψηλά ανέβαιναν στο Σιεντενίκου,
ένιωθαν την έξοδο προς την ελευθερία.
Ήταν μια παρηγοριά.
Το τσάι του βουνού, το ασφακίδι, τα αγριολούλουδα—
γέμιζαν με υπέροχες, αρωματικές ανάσες το ταξίδι προς αυτήν.

Ο δρόμος, όσο μακρύς και δύσβατος κι αν ήταν,
η έξοδος προς την ελευθερία
δεν άφηνε περιθώρια για καμία άλλη σκέψη,
παρά: πότε θα περάσεις την Πυραμίδα.

Ήταν η πολυπόθητη στιγμή
για ανάσες ελευθερίας.




Ένα φίλεμα ήταν η αρχή—
κι όλοι ήλπιζαν πως θα συνέχιζαν οι αρωματοθεραπείες...

Λίγος χρόνος,
κι η πραγματικότητα έκανε την εμφάνισή της.

Τότε έσκυψαν το κεφάλι καταφατικά,
λέγοντας:
"Ευχαριστώ."
Και συνέχισαν να προχωρούν.

Η αμετροέπεια τούς έκανε να παραμιλούν.
Φορές έμοιαζαν με υπηρέτες,
άλλες με την πραγματική τους μορφή.


Πέρασαν τα χρόνια.
Μαζί τους κι ο βαθύς χειμώνας.

Κάπου εκεί εμφανίστηκαν
τα πρώτα σημάδια της άνοιξης.

Μεθυσμένοι από το άρωμα και τη γύρη των λουλουδιών,
με ό,τι είχαν καταφέρει να αποκτήσουν μέχρι τότε,
πήραν την απόφαση να βάλουν το δικό τους λιθάρι
και να φυτέψουν τη δική τους ρίζα: Ελιάς.

Άρχισαν να απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια,
η εμφάνιση των πρώτων ζαρωμένων γραμμών στο πρόσωπό τους ήταν γεγονός.

Όσα ονειρεύονταν
ήρθαν οι μούσες να τους τα θυμίσουν.
Ήταν τα νεραϊδένια νανουρίσματα
που άκουγαν τότε,
την εποχή που βιάζονταν να ταξιδέψουν
στη γη της επαγγελίας.


Όταν εμφανίστηκε το άλογο της Παναγίας,
ο νους τους επέστρεψε
σε εκείνα τα δύσκολα, μα ανέμελα χρόνια.
Τότε που ρωτούσε τους γονείς του:

"Τι είναι αυτό;"

Εκείνοι του απαντούσαν με μία ανάσα—
έτσι όπως το είχαν μάθει κι αυτοί
από τον παππού ή τη γιαγιά τους:

"Ἄλογο τοῦ κούκου σήμερα φορτώνει,
αὔριο ξεφορτώνει στοῦ παπᾶ τ’ ἁλώνι."

Τι κι αν δεν καταλάβαινε τότε τι σημαίνει...
Ήθελε να το ακούει από τα χείλη των γονιών του.


Η νοσταλγία για τη γενέτειρα,
μόνιμος κάτοικος στις σκέψεις τους,
προσπαθούσε να φωτίσει:
τι έγινε,
πώς κατέληξε,
ποιες ήταν οι αιτίες.

Το μυαλό άρχισε να θολώνει—
κι άρχισε να κατανοεί το νέο του περιβάλλον,
και τη διαφορά του ζωναριού…

Μέχρι να συνειδητοποιήσει τον τρόπο,
πέρασαν τα χρόνια.

Η άγνοια και οι ελλείψεις τού κόστισαν πολλά—
κυρίως, όμως, του πήραν τα καλύτερά του χρόνια.


Όσοι κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν το σύστημα εγκαίρως,
έκαναν ένα βήμα μπροστά.
Οι άλλοι περιμένουν
την ανατολή της διαφώτισης.

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος,
έρχεται μια μέρα που τα βάσανα και οι πίκρες
αφήνουν τα σημάδια πάνω του.

Και τότε…

Ξυπνάει.
Με κομμένη την ανάσα,
από τον βαθύ ύπνο,
προσπαθώντας να φωτίσει
όλα εκείνα που άφησε ανεκμετάλλευτα πίσω του.

Ρίχνει μια πρόχειρη ματιά—
και αντικρίζει πελώρια τετράγωνα
να απλώνονται γύρω του.

Του έκοβαν την ανάσα,
ακόμη και το απαλό αεράκι της άνοιξης
που μόλις είχε προβάλει.

Άρχισε να αναρωτιέται
για εκείνα που έφυγαν,
ή δεν κατάφερε να κρατήσει στη ζωή του—
μονολογώντας:


Αν κάποτε συναντήσεις την άνοιξη, μην την χαρίσεις ξανά.
Όλα είναι μια πλάνη του μυαλού,
σε έναν κόσμο που ακόμη την ψάχνει,
αλλά ποτέ δεν θα μάθει να την κατανοεί.

Αν δεν έχεις ζήσει έστω μία άνοιξη
εκεί που οι ρίζες αρχίζουν να βγάζουν δειλά δειλά τα πρώτα άνθη τους,
να νιώσεις τη μέθη των αρωμάτων,
να γευτεί ο ουρανίσκος τον καρπό των προσπαθειών σου...

Σίγουρα κάτι έχεις χάσει στη ζωή σου.

Περιμένει να το επισκεφθούμε.


Ανεβαίνοντας προς την κορυφή του Σεντενίκου, οι ανάσες μας βάραιναν από την απότομη ανηφόρα. Όμως, το τοπίο, ο καθαρός αέρας και το αίσθημα ελευθερίας αποζημίωναν και με το παραπάνω.

Το βλέμμα ταξίδευε πάνω από τα χωριά των Ριζών—Μάλτσιανη, Γιαννιτσάτη, Τσερκοβίτσα, Άγιο Ανδρέα, Γριάσδανη, Σμίνετση, Ποβλά—και όλα τα χωριά του Βούρκου. Στο βάθος, η Κέρκυρα ξεπρόβαλλε μέσα από το βαθύ μπλε του Ιονίου, μια μαγευτική θέα. Η εναλλαγή τοπίων—ράχες, βουνά, κάμπος και θάλασσα—έμοιαζε με ζωγραφικό πίνακα.

Οι ήχοι από τις πέρδικες, ανακατεμένοι με το αδιάκοπο τραγούδι των τζιτζικιών, γέμιζαν την ψυχή μας. Μια φυσική χορωδία, εκεί ψηλά στο Κάρπενο, έδινε την καλύτερη συναυλία της για τους μοναδικούς επισκέπτες του βουνού. Ήταν ένα καλωσόρισμα της φύσης, που μοιάζει να έχει ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία εδώ, στα ψηλά.

Καθίσαμε για λίγη ξεκούραση φτάνοντας στο Κάρπενο πάνω στις πέτρες, σμιλεμένες από τον χρόνο. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, αφήνοντας τη θέα να μας πλημμυρίσει. Στο μυαλό μου ήρθε η φράση: τίποτα δεν μένει κρυφό όλα κάτω από το φως του ήλιου. Ο καθένας βυθίστηκε στις σκέψεις του, χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη. Μόνο οι βαριές ανάσες μας ακούγονταν, από την κοπιαστική ανάβαση.

Η Δέσποινα χαμογέλασε κοιτώντας τα χωριά κάτω.
— Θυμάστε τα καλοκαίρια που τρέχαμε εδώ γύρω, όταν ήμασταν παιδιά; Ο κόσμος έμοιαζε απέραντος τότε.
— Μπορούσαμε να παίζουμε ώρες ατελείωτες στα χωράφια, χωρίς να ανησυχούμε για τίποτα, είπε ο Κώστας.
— Και μετά επιστρέφαμε με τα χέρια γεμάτα χώματα και μυρωδιά πότε από ρίγανη η ασφακιδη και πότε από τις ασφακες, πρόσθεσε η Μαρία.

Αυτές οι αναμνήσεις μας έκαναν να γελάσουμε, σαν να ζωντάνευαν και πάλι οι στιγμές εκείνες. Τα παιδικά χρόνια, με τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και την αίσθηση ότι ο κόσμος ήταν πάντα εκεί, να περιμένει να τον ανακαλύψουμε.

Ύστερα από λίγη ξεκούραση, αρχίσαμε να συζητάμε για την εντυπωσιακή θέα.
— Είμαστε τυχεροί, σήμερα η ατμόσφαιρα έχει εξαιρετική ορατότητα, είπε ο Κώστας.
Όλοι συμφώνησαν, κουνώντας το κεφάλι. Η Κέρκυρα φαινόταν τόσο κοντά, που σχεδόν μπορούσες να την αγγίξεις απλώνοντας το χέρι.

— Είναι η χάρη του βουνού, είπε ο Ηλίας. Μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Κι όμως φύγαμε......
Μείναμε για λίγο ακόμα εκεί, σιωπηλοί, αφήνοντας το βλέμμα να χαθεί στον ορίζοντα. Μπροστά μας απλωνόταν ολόκληρος ο Βούρκος, με τα χωριά του σπαρμένα σαν μικρές κουκκίδες στο πράσινο και το χρυσαφένιο των κάμπων. Η Μάλτσιανη, το Γιαννιτσάτη, η Τσερκοβίτσα, ο Άγιος Ανδρέας, η Γριάσδανη, η Σμίνετση. Χωριά που κρατούν ακόμα το άρωμα της παράδοσης, με τα παλιά πέτρινα σπίτια, τις αυλές γεμάτες κρεβατινες με σταφυύλια και περβάζια το παραθύρων γεμάτα γλάστρες με βασιλικό και τα στενά σοκάκια που μοιάζουν να ψιθυρίζουν ιστορίες περασμένων χρόνων.


Πιο πέρα, το βλέμμα μας έφτανε μέχρι την Κέρκυρα, που έμοιαζε να επιπλέει πάνω στο βαθύ μπλε του Ιονίου. Τα κύματα γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο, ενώ οι ράχες και οι κοιλάδες γύρω μας σχημάτιζαν ένα σκηνικό που άλλαζε με κάθε στροφή του κεφαλιού. Βουνά, πεδιάδες, θάλασσα, όλα μαζί μπλεγμένα σαν καλοδουλεμένο υφαντό της γιαγιάς.

— Αν κοιτάξεις προσεκτικά, μπορείς να διακρίνεις τις στέγες από τα σπίτια του χωριού, είπε ο Κώστας, δείχνοντας προς το χωριό.
— Ναι, κοίτα η Τσερκοβίτσα, πως φαίνεται πρόσθεσε ο Δημήτρης. Από εδώ πάνω, όλα μοιάζουν τόσο κοντά, σαν να είναι μαχαλάδες του χωριού.

Καθίσαμε για λίγη ξεκούραση κάτω από μια γέρικη αριά, η σκιά της δροσερή μέσα στο μεσημεριανό καλοκαιρινό φως. Ένα απαλό αεράκι χαϊδεύε τα πρόσωπα μας.
Η φύση μας είχε υποδεχτεί με όλες της τις αισθήσεις—τον ήχο από τα τζιτζίκια και τις πέρδικες, τη μυρωδιά από το τσάι βουνού, το σαλέπι και ότι άλλο βότανα μπορεί να φανταστεί κανείς, μαζί με την εικόνα του ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά μας.

— Ξέρετε τι μου θυμίζει αυτό το μέρος; ρώτησε ο Ηλίας, σπάζοντας τη σιωπή.
— Τι;
— Τα παιδικά μας καλοκαίρια… Τότε που τρέχαμε ξυπόλητοι στο χωριό, που παίζαμε στην  φούσια και στο χωράφι του Φώτου στους Βουρλάτες και ο κόσμος έμοιαζε απέραντος.
Όλοι συμφώνησαν. Ήταν αλήθεια. Αυτή η ανάβαση δεν ήταν μόνο ένα ταξίδι στο βουνό, αλλά και ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στις μνήμες που κουβαλούσε ο καθένας μας σ' αυτό το τόπο.

Καθώς σηκωθήκαμε να συνεχίσουμε, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στο τοπίο. Ο Βούρκος, τα χωριά, η θάλασσα, το βουνό… όλα βρίσκονταν εκεί, αμετάβλητα μέσα στον χρόνο, περιμένοντας πάντα τους ανθρώπους που θα ανέβαιναν για να τα ανακαλύψουν.

Προχωρήσαμε προς την επόμενη στάση που είχαμε συμφωνήσει να ανέβουμε ακόμη πιο ψηλά στην Σπάρα. Κάποτε υπήρχε μονοπάτι που ανέβαινε προς την στάνη που υπήρχε, όταν ήμασταν παιδιά, σήμερα τα πυραρια έχουν κλείσει το μονοπάτι κι ανάβαση δυσκόλευε αρκετά, τα χέρια μας από τα κλαριά των πυραριών είχαν ψιλό ματώσει αλλά το πείσμα να ανέβουμε στην Σπάρα μας έκανε να συνεχίσουμε.

Σε μικρή απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν άρχιζε το φαλακρό, βρισκόμασταν σε υψόμετρο 1200 μέτρα. Η ορατότητα και η θέα δεν περιγράφεται, στο βάθος δυτικά τα Ακροκεραυνια όρη έκοβαν την θέα προς Ιταλία αλλά το Μπάρι φαινόταν πεντακάθαρα, η Κέρκυρα και τα Διαπόντια νησιά έμοιαζαν σαν οάσεις μέσα στο μπλέ του Ιονίου πελάγους.
Η πάνω Λεσινίτσα και δίπλα το χωριό Κρα, η Στουγάρα και ο Άη Γιώργης πάνω από την Βροσίνα στα Ιωάννινα φαινόταν πεντακάθαρα, και πολύ άχνα εκεί που τελειώνει η Κέρκυρα από την νότια πλευρά φαινόταν κάποια νησιά που δεν μπορούσες να τα διακρίνει κανείς καθαρά.

Ανεβαίνοντας σιγά σιγά φτάσαμε στο σημείο που υπήρχε παλιά το γρέκι, εδώ θυμάμαι όταν ήμουν μικρός είχα έρθει δυο τρεις φορές να πάρω το γάλα με το μουλάρι, θυμάται ο Ηλίας. Εδώ υπάρχει μια άγρια κορομηλιά, από περιέργεια κοίταξα να δω σε τι υψόμετρο ήμασταν, 1380 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας.

Ήταν το τελευταίο δέντρο εδώ ψηλά στο βουνό, το άρωμα από το τσάι του βουνού ήταν μεθυστικό αλλά σε ηρεμούσε τόσο πολύ που δεν μπορεί κανείς να το μεταφέρει με λέξεις, είχαμε φτάσει ήδη στο στόχο μας.

Καθίσαμε κάτω από την σκιά της κορομηλιάς και γευματίσαμε ό,τι είχε φέρει ο καθένας μας μαζί του, η θέα πλέον δεν υπάρχει, χανόταν οι ματιές μας σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Το βουνό μας είχε χαρίσει τη δική του ιστορία. Και εμείς, με κάθε μας βήμα, αφήναμε το δικό μας μικρό αποτύπωμα πάνω του.


Μεγαλόχαρη

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου πίσω από το Ζυμορι ανέβαιναν προς τον ουρανό χαρίζοντας λάμψη .
Τα πάντα γύρω είχαν πάρει μορφή.
Ηρεμία και γαλήνη κυριαρχούσε παντού.
Ήταν τόσο όμορφα αυτό το πρωινό.
Η Μεγαλόχαρη έφερε αυτό που ποθούσαν.
Τα πουλιά κελαϊδούσαν χαρίζοντας μελωδικές νότες στις ψυχές των ανθρώπων. 
Ένα απαλό αεράκι χάΐδευε τα πρόσωπα, σαν να ήταν το χέρι της Μεγαλόχαρης.
Απ' τον βορρά εμφανίστηκαν λίγα σύννεφα, μαζί και η πρώτες  ακτίνες του ήλιου το  τοπίο  έλαμπε.
Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα και μαγικά. 
Ήταν η αρχή.....


Νοσταλγία

Καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου, με την κουρτίνα ανοιχτή, ο ουρανός πάνω απ’ την Αίγινα απλωνόταν μέχρι τον Πόρο σαν χρυσός καμβάς. Κίτρινα και πορτοκαλιά σκιρτήματα χόρευαν στον ορίζοντα, κι εγώ άφησα για λίγο το βάρος της οθόνης, παραδομένος στη σιγαλιά εκείνης της ώρας, που όλα μοιάζουν να ψιθυρίζουν κάτι παλιό — σαν οι νεράιδες να βρήκαν καταφύγιο στο νησί και να χόρευαν με τον άνεμο.

Εκεί, ανάμεσα φως και ανάμνηση, με τράβηξαν πίσω οι παιδικές εικόνες. Ξαναείδα τον εαυτό μου να κάθεται κάτω απ’ τη σκάλα στο χωριό. Μικρός, με την αθωότητα ζωγραφισμένη στο βλέμμα, να πιστεύω πως η Κέρκυρα ήταν όνειρο απτό, μια ανάσα μακριά. Θυμάμαι τη θάλασσα – έναν καθρέφτη απέραντο, που έπιανε μόνο ουρανό. Μα εγώ, παιδί, ήθελα μια γωνιά να στραφεί στη στεριά, να δω την άγνωστη γη που με καλούσε.

Περίμενα τη δύση υπομονετικά, σαν ιεροτελεστία. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου γλιστρούσαν στο σκοτάδι, και τα πρώτα φώτα της Κασσιόπης άναβαν σαν μικρές ελπίδες. Το σκοτάδι έπεφτε βαρύ, σαν πέπλο μοναξιάς, κι εκεί, μέσα σ' αυτή τη σιωπή, ήρθε η φωνή του Αντώνη — σαν σχισμή στο χρόνο. Η μαγεία σκόρπισε με τον ήχο του, κι ο νους μου επέστρεψε βιαστικά στο παρόν.

Κι όμως, για λίγο, το ηλιοβασίλεμα είχε ξεκλέψει την ψυχή μου· μ’ είχε αποσπάσει απ’ τον πόνο του παρελθόντος. Κάθισα ξανά κι άρχισα να γράφω λέξεις, προσπαθώντας να γεφυρώσω δύο κόσμους — την εξωτική Αίγινα του τώρα και τη θαμπή, μα ζωντανή, Κέρκυρα των παιδικών μου ημερών.

Όσο ζωγράφιζα με λέξεις, η μνήμη έλαμπε· μα έπειτα ήρθε το σκοτάδι των βιωμάτων, βαθύ και βαρύ. Αναρωτήθηκα — τι είχε αλλάξει; Τι είχε χαθεί; Κράτησα μόνο ό,τι ζεστό απέμεινε από εκείνη την εικόνα, κι ας ήταν θολή όπως τότε που την πρωτοείδα.

Κι όμως, μετά από τόσα χρόνια, το πιο καθαρό σημάδι είναι η τριανταφυλλιά που φύτεψε η μάνα μου δίπλα στο κλήμα. Ένα σύμβολο αγάπης, ριζωμένο στην καρδιά, που με συνοδεύει σιωπηλά — όπως κι οι αναμνήσεις που φωτίζουν ακόμη την ψυχή μου.

Γύμνια

Αποφεύγω τους χώρους που πέφτουν οι προβολείς.
Είναι τόσο δυνατό το φως, που φαίνεται η γύμνια των ψυχών. 
Βλέπεις κάτι μικρές σκιές, 
χωρίς ανθρώπινες αισθήσεις.
Αλλάζεις θέση στον ορίζοντα, 
και συνεχίζεις το ταξίδι.
Μόνο παράξενα κουτιά βλέπεις, ούτε δέντρα ούτε πουλιά.
......
Μαύρος ο δρόμος σαν τις ψυχές σκέφτηκε περπατώντας.
Ένιωσε χαρά βλέποντας την πλατεία, περίμενε να ακούσει ήχους από παιδικές φωνές. 
Μάταια, είχαν κλειστεί στα ερμητικά κουτάκια.
Γυρίζει το χέρι στο ρολόϊ, 
η ώρα έλεγε οκτώ, ήταν ώρα που έβγαιναν τα φαντάσματα για κυνήγι.
Χαμένα μέσα στην απληστία, 
με γυαλιστερά παπούτσια και μασκαρεμένα πρόσωπα,  
σαν τις όψεις από τα τετράγωνα κουτάκια της πόλης, αλλά κόκκινα, μπεζ και άλλα σαν το καρναβάλι της Σαρακοστής.
Έμεινα παιδί στα πενήντα σκέφτηκε, αναζητώντας ακόμη εκείνο το δρόμο που κατοικούν ανθρώποι.






Το σύστημα!

Ήταν Μάρτιος καταπράσινο το τοπίο στο χωριό.
Τα αγριολούλουδα ανθισμένα τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι κόκκινους καρπούς που έβγαζαν. Ήταν τόσο νόστιμα που αν βρίσκαμε κανένα καλό το τρώγαμε. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ και άλλα κατακόκκινα ήταν τόσο όμορφα που το χωριό έτσι όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο το έκανε να μοιάζει παραμυθένιο.
Στο χωριό τέτοια εποχή για τους κατοίκους του μικρού χωριού η δουλειές ήταν πολλές.
Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους που έπρεπε να συντηρήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα, τα γίδια η πρόβατα ότι είχε η κάθε οικογένεια και την υποχρεωτική δουλειά στο συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά που έπαιρναν από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους, άλλωστε οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω.
Λίγες ήταν οι οικογένειες που είχαν δύο παιδιά.
Όλο αυτό βάραινε τους γονείς πέρα από την δουλειά στο συνεταιρισμό να ασχοληθούν με τους κήπους και με τα ζωντανά που είχαν για να τα καταφέρουν να ταϊσουν την οικογένεια.
Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις για να έχει τα απαραίτητα η οικογένεια για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί έξι η επτά ετών , δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν αλλά αυτή η εικόνα έχει αποτυπωθεί τόσο καλά στη μνήμη μου, που κάθε φορά που μια δυσκολία εμφανίζεται στην ζωή μου, που η μνήμη φέρνει μπροστά αυτή την εικόνα.
Την περίοδο εκείνη χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες, η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να ταϊσει τα κατσίκια.
Επειδή όπως όλα τα παιδιά τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, έτσι και εγώ πήγα μαζί της να κόψει κλαρί για τα κατσίκια.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες κοντά στου Παπαλέξη που είχε πυράρια, είχαν πετάξει φρέσκα βλαστάρια για να κόψει για τα κατσίκια.
Επειδή ήταν δύσκολο να πάω και εγώ εκεί μέσα με άφησε στην γουρα του Παπαλέξη, στην κορυφή της γουρας υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και καθόμουν.
Η γουρα ήταν σπαρμένη με βριζα που είχαν αρχίσει να δένουν τα στάχυα, μια επιφάνεια περίπου ενάμιση στρέμμα.
Καταπράσινη η γουρα και ότι έβλεπε το μάτι γύρω σου όλα ανθισμένα και σχεδόν σε όλοι τί γουρα ανθισμένες παπαρούνες.
Μια εικόνα βγαλμένη από το παράδεισο.
Έμελλε να αποτυπωθεί τόσο βαθιά στο μυαλό, που αν ο παράδεισος για κάθε άνθρωπο έχει μια διαφορετική εικόνα για εμένα έχει αυτή.
Ο δικός μου παράδεισος όπως για όσους έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε χωριά δυστυχώς έσβησε σε εμάς με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. 
Το ίδιο συμβαίνει και στην νέα γη της επαγγελίας που πιστεύαμε όταν πρωτοήρθαμε μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι ότι τα συστήματα είναι ίδια απλώς το αφήγημα αλλάζει, άλλωστε οι άνθρωποι αρέσκονται στα παραμύθια. Όσο η πολιτική δεν θα έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του αυτό θα συνεχίζει να συμβαίνει.
Όσοι προερχόμαστε από την απεκει πλευρά πιστεύαμε ότι έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς, όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία άραγε τι φταίει; 
Το καθεστώς η το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης! 
Μα δεν είναι κομμουνιστικό.
Είναι καπιταλισμός ελεύθερη οικονομία, αγορά κλπ 
Στα παραπάνω ερωτήματα και στις δύο όχθες η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.







Ιερά μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Μάλτσιανη

Στο χωριό Μάλτσιανη βρίσκεται το πανάρχαιο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, σύμφωνα με της καταγραφές σαφείς ενδείξεις για την ίδρυση του δεν υπάρχουν, διάφορες αναφορές κάνουν λόγο για την ίδρυση του  τον 6 η 7 αιώνα μ.χ .
Ένα μοναστήρι με ιστορία 1500 ετών, χρειάστηκε μια δικτατορία 50 ετών να το καταστρέψει, μαζί με τα τελευταία 25 χρόνια θρησκευτικής ελευθερίας να σβήσει τελείως.
Όσους ναούς και να οικοδομήσουμε σήμερα, δεν έχουν αξία όταν οι πατέρες της εκκλησίας μας αγνοούν αυτήν την ιστορία, που ούτε ο Χότζας δεν έκανε σήμερα σε μια περίοδο θρησκευτικής ελευθερίας, ένα μοναστήρι που βοήθησε αιώνες τώρα ολόκληρη την περιοχή όχι μόνο των Ριζών αλλά και του Δελβίνου, έμεινε ερείπια από τους ιεράρχες του τόπου μας.
Σύμφωνα με της καταγραφές που υπάρχουν για το μοναστήρι, το παλιό μοναστήρι βρίσκονταν στην τοποθεσία Γράβα δίπλα από το Κεφαλόβρυσο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα μεταφέρθηκε και ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1843 και ολοκληρώθηκε το 1846.
Ήταν Σταυροπηγιακή μονή και αρκετά χρόνια έχει λειτουργήσει ως επισκοπική έδρα.
Στο μοναστήρι υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη σύμφωνα με την καταγραφή του Μυστακίδη,  (Φωνή Ηπείρου φυλ.452 9-11-1901) η μόνη καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1843  και ανωκοδομήθη το 1846 από τον ηγούμενο Καλλίνικο από το χωριό Κομμάτι.
Στο μοναστήρι υπήρχε ο κώδικας της μονής, παλιό χειρόγραφο με πολλές ιστορικές πληροφορίες για ολόκληρη την περιοχή ( Λ.Βρανούση. Χρονικά Ηπείρου σελ.173-180)
Σύμφωνα με την πληροφορία που έρχεται από τον Βρανούση όταν είχε διατελέσει ηγούμενος του μοναστηριού, ο Κύριλλος από το χωριό Λεσινίτσα ο ίδιος ανήγγειλε ότι είχε πάρει μαζί του το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο και επρόκειτο να το δημοσίευση.
Ο Κύριλλος είχε ταξιδέψει στο Ιάσιον της Μολδαβίας περίπου το 1800, δυστυχώς το χειρόγραφο έμεινε αδημοσίευτο έτσι χάθηκαν και τα ίχνη του χειρόγραφου της μονής.
Ο Δροβιανίτης λόγιος Ν.Μυστακίδης που αναδίφησε παλιά έγραφα του μοναστηριού, έχει δημοσίευση μία μελέτη στο περιοδικό των Πατριαρχείων ( Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος18 1898 σελ. 444& 482-484)&
Β.Μπαράς Δέλβινο Βορείου...σελ.200-203
Πιθανών να είναι και ο μοναδικός κατάλογος, με  τους ηγούμενους της μονής που έχει δημοσιευτεί.
Το δημοσίευμα του Νικολάου Μυστακίδη με τίτλο " Θεσπρωτικά"  - Ηγούμενοι χρηματίσαντες  εν τη κατά την Μάλτσιανην μονή τού αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.( Εκκλησιαστική αλήθεια έτος18 1898 σελ.444&482-484)
Το δημοσίευμα αναφέρει όσα στοιχεία ήταν δυνατόν να αντλήσει από την βιβλιοθήκη της μονής, παρουσιάζοντας όλους τους ηγούμενους με χρονολογική σειρά, ενδεικτικά θα αναφέρω κάποιους που διοίκησαν την μονήαφήνοντας το αποτύπωμα στην ιστορία της μονής και ολόκληρης της περιοχής.
Τα πρώτα έτη από την ίδρυση υπάρχει ονομαστική αναφορά για τους ηγούμενους, την πρώτη χρονολογική αναφορά την συναντούμε το 1073 Ιερομόναχος Νικηφόρος.
1270 - Ηγούμενος Δανιήλ, από τον Άγιο Ανδρέα ο οποίος αφιέρωσε την περιουσία του στο μοναστήρι.
1299 - ηγούμενος και πνευματικός  Ιωάσαφ
1478 - Γεράσιμος ιερομόναχος από Δρόβιανη
Το 1471 έχουμε την πρώτη καταστροφή της μονής από πυρκαγιά, την οποία ανακαίνισε ο Ιερομόναχος Γεράσιμος.
1500 - Ζαχαρίας εβοήθει πτωχούς και διατηρούσε εν τη Μονή υποτρόφους.
1528 - Αθανάσιος ιερέας από Τσερκοβίτσα.
1591- 1600 Νεκτάριος επί της θητείας του επισκευαστεί η γέφυρα (22-5-1599) προς Τσερκοβίτσα.
1649- Παππά Ζαφείρης υιός του Κωνσταντίνου και της Δέσποινας από την Μάλτσιανη.
1669- Υπάρχει αναφορά για σεισμό που έγινε στην περιοχή, και επισκεύασαν τα κελιά που είχαν ραγίσει από το σεισμό.
1700- Η μονή διετέλεσε πατριαρχική εξαρχία εποπτεία των πέριξ χωριών.
1738- Κλήμης από Σμίνετση
1789- Παππά Φώτος από Γρίαζδανη
1799 - Κλήμης από Γρίαζδανη επί των ημερών του χτίστηκε ο τοίχος περίβολο της μονής.
1828 - 1843 Καλλίνικος από το χωριό Κομμάτι οποίος οικοδόμησε το μύλο το 1830.
1843 - Ανοικοδομήθηκε ο ναός της μονής εκ θεμελίων δαπάνη του εκ Βλαχίας Αρσενίου Ιερομονάχου.
1866-1890 Φιλήμων ιερομόναχος και αρχιμανδρίτης από το χωριό Άγιος Ανδρέας ,ο οποίος ίδρυσε την σχολή Θεολόγου Ριζών το 1876 και έφτιαξε και  το γεφύρι του μύλου το 1888.
Ο ρόλος της μονής σπουδαίος για την περιοχή στην διάδοση των γραμμάτων, την πρώτη μαρτυρία συναντούμε στον Μαλτσιανίτη λογοτέχνη Σταυριανός Βηστιάρης 1540-1610  όποιος αναφέρει στο χειρόγραφο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1634 " Οι ανδραγαθίες του σεβαστού ανδριοτάτου Μιχαήλ Βοϊβοδά"  να μας περιγράφει ότι έμαθε γράμματα στο σχολείο της μονής, μετέπειτα έχουμε την ίδρυση του σχολείου Ριζών Θεολόγου από την Μονή.

Αν θέλετε να μάθετε και μένα την πατρίδα,
Μαλσιανή η χώρα μου, του Δελβίνου μερίδα
ευρίσκεται πολλά κοντά στον Άγιο Θεολόγον,
.....

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...