Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Περιμένει να το επισκεφθούμε.


Ανεβαίνοντας προς την κορυφή του Σεντενίκου, οι ανάσες μας βάραιναν από την απότομη ανηφόρα. Όμως, το τοπίο, ο καθαρός αέρας και το αίσθημα ελευθερίας αποζημίωναν και με το παραπάνω.

Το βλέμμα ταξίδευε πάνω από τα χωριά των Ριζών—Μάλτσιανη, Γιαννιτσάτη, Τσερκοβίτσα, Άγιο Ανδρέα, Γριάσδανη, Σμίνετση, Ποβλά—και όλα τα χωριά του Βούρκου. Στο βάθος, η Κέρκυρα ξεπρόβαλλε μέσα από το βαθύ μπλε του Ιονίου, μια μαγευτική θέα. Η εναλλαγή τοπίων—ράχες, βουνά, κάμπος και θάλασσα—έμοιαζε με ζωγραφικό πίνακα.

Οι ήχοι από τις πέρδικες, ανακατεμένοι με το αδιάκοπο τραγούδι των τζιτζικιών, γέμιζαν την ψυχή μας. Μια φυσική χορωδία, εκεί ψηλά στο Κάρπενο, έδινε την καλύτερη συναυλία της για τους μοναδικούς επισκέπτες του βουνού. Ήταν ένα καλωσόρισμα της φύσης, που μοιάζει να έχει ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία εδώ, στα ψηλά.

Καθίσαμε για λίγη ξεκούραση φτάνοντας στο Κάρπενο πάνω στις πέτρες, σμιλεμένες από τον χρόνο. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, αφήνοντας τη θέα να μας πλημμυρίσει. Στο μυαλό μου ήρθε η φράση: τίποτα δεν μένει κρυφό όλα κάτω από το φως του ήλιου. Ο καθένας βυθίστηκε στις σκέψεις του, χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη. Μόνο οι βαριές ανάσες μας ακούγονταν, από την κοπιαστική ανάβαση.

Η Δέσποινα χαμογέλασε κοιτώντας τα χωριά κάτω.
— Θυμάστε τα καλοκαίρια που τρέχαμε εδώ γύρω, όταν ήμασταν παιδιά; Ο κόσμος έμοιαζε απέραντος τότε.
— Μπορούσαμε να παίζουμε ώρες ατελείωτες στα χωράφια, χωρίς να ανησυχούμε για τίποτα, είπε ο Κώστας.
— Και μετά επιστρέφαμε με τα χέρια γεμάτα χώματα και μυρωδιά πότε από ρίγανη η ασφακιδη και πότε από τις ασφακες, πρόσθεσε η Μαρία.

Αυτές οι αναμνήσεις μας έκαναν να γελάσουμε, σαν να ζωντάνευαν και πάλι οι στιγμές εκείνες. Τα παιδικά χρόνια, με τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και την αίσθηση ότι ο κόσμος ήταν πάντα εκεί, να περιμένει να τον ανακαλύψουμε.

Ύστερα από λίγη ξεκούραση, αρχίσαμε να συζητάμε για την εντυπωσιακή θέα.
— Είμαστε τυχεροί, σήμερα η ατμόσφαιρα έχει εξαιρετική ορατότητα, είπε ο Κώστας.
Όλοι συμφώνησαν, κουνώντας το κεφάλι. Η Κέρκυρα φαινόταν τόσο κοντά, που σχεδόν μπορούσες να την αγγίξεις απλώνοντας το χέρι.

— Είναι η χάρη του βουνού, είπε ο Ηλίας. Μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Κι όμως φύγαμε......
Μείναμε για λίγο ακόμα εκεί, σιωπηλοί, αφήνοντας το βλέμμα να χαθεί στον ορίζοντα. Μπροστά μας απλωνόταν ολόκληρος ο Βούρκος, με τα χωριά του σπαρμένα σαν μικρές κουκκίδες στο πράσινο και το χρυσαφένιο των κάμπων. Η Μάλτσιανη, το Γιαννιτσάτη, η Τσερκοβίτσα, ο Άγιος Ανδρέας, η Γριάσδανη, η Σμίνετση. Χωριά που κρατούν ακόμα το άρωμα της παράδοσης, με τα παλιά πέτρινα σπίτια, τις αυλές γεμάτες κρεβατινες με σταφυύλια και περβάζια το παραθύρων γεμάτα γλάστρες με βασιλικό και τα στενά σοκάκια που μοιάζουν να ψιθυρίζουν ιστορίες περασμένων χρόνων.


Πιο πέρα, το βλέμμα μας έφτανε μέχρι την Κέρκυρα, που έμοιαζε να επιπλέει πάνω στο βαθύ μπλε του Ιονίου. Τα κύματα γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο, ενώ οι ράχες και οι κοιλάδες γύρω μας σχημάτιζαν ένα σκηνικό που άλλαζε με κάθε στροφή του κεφαλιού. Βουνά, πεδιάδες, θάλασσα, όλα μαζί μπλεγμένα σαν καλοδουλεμένο υφαντό της γιαγιάς.

— Αν κοιτάξεις προσεκτικά, μπορείς να διακρίνεις τις στέγες από τα σπίτια του χωριού, είπε ο Κώστας, δείχνοντας προς το χωριό.
— Ναι, κοίτα η Τσερκοβίτσα, πως φαίνεται πρόσθεσε ο Δημήτρης. Από εδώ πάνω, όλα μοιάζουν τόσο κοντά, σαν να είναι μαχαλάδες του χωριού.

Καθίσαμε για λίγη ξεκούραση κάτω από μια γέρικη αριά, η σκιά της δροσερή μέσα στο μεσημεριανό καλοκαιρινό φως. Ένα απαλό αεράκι χαϊδεύε τα πρόσωπα μας.
Η φύση μας είχε υποδεχτεί με όλες της τις αισθήσεις—τον ήχο από τα τζιτζίκια και τις πέρδικες, τη μυρωδιά από το τσάι βουνού, το σαλέπι και ότι άλλο βότανα μπορεί να φανταστεί κανείς, μαζί με την εικόνα του ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά μας.

— Ξέρετε τι μου θυμίζει αυτό το μέρος; ρώτησε ο Ηλίας, σπάζοντας τη σιωπή.
— Τι;
— Τα παιδικά μας καλοκαίρια… Τότε που τρέχαμε ξυπόλητοι στο χωριό, που παίζαμε στην  φούσια και στο χωράφι του Φώτου στους Βουρλάτες και ο κόσμος έμοιαζε απέραντος.
Όλοι συμφώνησαν. Ήταν αλήθεια. Αυτή η ανάβαση δεν ήταν μόνο ένα ταξίδι στο βουνό, αλλά και ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στις μνήμες που κουβαλούσε ο καθένας μας σ' αυτό το τόπο.

Καθώς σηκωθήκαμε να συνεχίσουμε, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στο τοπίο. Ο Βούρκος, τα χωριά, η θάλασσα, το βουνό… όλα βρίσκονταν εκεί, αμετάβλητα μέσα στον χρόνο, περιμένοντας πάντα τους ανθρώπους που θα ανέβαιναν για να τα ανακαλύψουν.

Προχωρήσαμε προς την επόμενη στάση που είχαμε συμφωνήσει να ανέβουμε ακόμη πιο ψηλά στην Σπάρα. Κάποτε υπήρχε μονοπάτι που ανέβαινε προς την στάνη που υπήρχε, όταν ήμασταν παιδιά, σήμερα τα πυραρια έχουν κλείσει το μονοπάτι κι ανάβαση δυσκόλευε αρκετά, τα χέρια μας από τα κλαριά των πυραριών είχαν ψιλό ματώσει αλλά το πείσμα να ανέβουμε στην Σπάρα μας έκανε να συνεχίσουμε.

Σε μικρή απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν άρχιζε το φαλακρό, βρισκόμασταν σε υψόμετρο 1200 μέτρα. Η ορατότητα και η θέα δεν περιγράφεται, στο βάθος δυτικά τα Ακροκεραυνια όρη έκοβαν την θέα προς Ιταλία αλλά το Μπάρι φαινόταν πεντακάθαρα, η Κέρκυρα και τα Διαπόντια νησιά έμοιαζαν σαν οάσεις μέσα στο μπλέ του Ιονίου πελάγους.
Η πάνω Λεσινίτσα και δίπλα το χωριό Κρα, η Στουγάρα και ο Άη Γιώργης πάνω από την Βροσίνα στα Ιωάννινα φαινόταν πεντακάθαρα, και πολύ άχνα εκεί που τελειώνει η Κέρκυρα από την νότια πλευρά φαινόταν κάποια νησιά που δεν μπορούσες να τα διακρίνει κανείς καθαρά.

Ανεβαίνοντας σιγά σιγά φτάσαμε στο σημείο που υπήρχε παλιά το γρέκι, εδώ θυμάμαι όταν ήμουν μικρός είχα έρθει δυο τρεις φορές να πάρω το γάλα με το μουλάρι, θυμάται ο Ηλίας. Εδώ υπάρχει μια άγρια κορομηλιά, από περιέργεια κοίταξα να δω σε τι υψόμετρο ήμασταν, 1380 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας.

Ήταν το τελευταίο δέντρο εδώ ψηλά στο βουνό, το άρωμα από το τσάι του βουνού ήταν μεθυστικό αλλά σε ηρεμούσε τόσο πολύ που δεν μπορεί κανείς να το μεταφέρει με λέξεις, είχαμε φτάσει ήδη στο στόχο μας.

Καθίσαμε κάτω από την σκιά της κορομηλιάς και γευματίσαμε ό,τι είχε φέρει ο καθένας μας μαζί του, η θέα πλέον δεν υπάρχει, χανόταν οι ματιές μας σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Το βουνό μας είχε χαρίσει τη δική του ιστορία. Και εμείς, με κάθε μας βήμα, αφήναμε το δικό μας μικρό αποτύπωμα πάνω του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγραφούνε.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...