Λίγο χώμα ανάμεσα στα βράχια
Δυο στάλες βροχής
ένα κουκούτσι που κουβάλησαν
τα πουλιά, ήταν αρκετά.
Πρασίνισε ο τόπος.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό με παρελθόν. Είναι μια μνήμη ζωντανή, ένας χάρτης αξιών, μια πυξίδα πολιτισμού. Κάθε πηγή της, κάθε εκκλησάκι, κάθε γειτονία, δεν είναι μόνο ιστορία είναι μαρτυρία ύπαρξης.
Λίγο χώμα ανάμεσα στα βράχια
Δυο στάλες βροχής
ένα κουκούτσι που κουβάλησαν
τα πουλιά, ήταν αρκετά.
Πρασίνισε ο τόπος.
Ένα σύντομο ταξίδι στα χωριά του Θεολόγου αρκεί για να απαντηθούν, σχεδόν μαγικά, οι απορίες που μπορεί να έχει κανείς: Υπάρχει ζωή;
Υπάρχει ελπίδα;
Μπορεί να αλλάξει κάτι;
Η απάντηση έρχεται από τις εικόνες που σοκάρουν ιδίως όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ. Τα ερείπια των αναμνήσεων και των παιδικών ονείρων σε αναγκάζουν να αναθεωρήσεις όχι μόνο σκέψεις και απόψεις, αλλά κυρίως τη στάση ζωής σου. Δευτερευόντως, έρχεται και η αναπόφευκτη σκέψη για το αύριο του τόπου μας.
Κανείς μας, όταν πηγαίναμε σχολείο στον Θεολόγο, δεν μπορούσε να φανταστεί, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα, αυτό που είναι σήμερα. Η ερήμωση δεν ήρθε μόνη της. Ήρθε από τις λανθασμένες πολιτικές: από τη μία η Αλβανική πολιτεία, συχνά εσκεμμένα, κι από την άλλη η μητέρα Ελλάδα με λόγια χωρίς αντίκρισμα.
Κι έτσι ερήμωσε η Ελληνική Εθνική Μειονότητα.
Κι όμως, μιλάμε για μια περιοχή που κουβαλάει ιστορία χιλιάδων ετών. Από τα κυριότερα αρχαιοελληνικά φύλα κατοίκησαν εδώ.
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς;
Το Βουθρωτό, την αρχαία Φοινίκη, την Αντιγόνη, τα κυκλώπεια τείχη της Μάλτσιανης... Σπαράγματα αρχαίου μεγαλείου, που στέκουν σήμερα μέσα σε χωριά-περιβόλια νεκρών ψυχών.
Είναι απορίας άξιο πώς μια μόνο γενιά κατάφερε ό,τι δεν πέτυχαν τόσοι πόλεμοι και επιδρομές βαρβάρων για χιλιάδες χρόνια. Σαράντα χρόνια κομμουνισμού στάθηκαν αρκετά για να συντρίψουν ό,τι κράτησε η Ήπειρος για αιώνες.
Πού είμαστε όλοι εμείς, που υποτίθεται πως αγαπάμε τον τόπο μας;
Αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για τη γη που μας γέννησε, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Κάποιοι σερβίρουν πατριωτισμό άνευ ουσίας, κι άλλοι πεθαίνουν τον τόπο που μας γέννησε.
Όμως τίποτα δεν έχει τελειώσει. Το λιθάρι, όσο βαρύ κι αν είναι στον τόπο του, παραμένει θεμέλιο. Και τα θεμέλια, όσο κι αν σκεπάζονται από σκόνη και εγκατάλειψη, είναι εκεί. Περιμένουν.
Η επανένωση με τον τόπο μας δεν είναι απλώς ρομαντισμός ή νοσταλγία. Είναι καθήκον. Είναι πράξη αντίστασης απέναντι στη λήθη. Είναι υπόσχεση στις προηγούμενες γενιές κι ελπίδα για τις επόμενες.
Ας βρούμε ξανά ο ένας τον άλλον. Ας ξαναδούμε τα ερείπια ως αρχή και όχι ως τέλος. Ας δώσουμε στα χωριά μας την ευκαιρία που τους στέρησαν όχι οι αιώνες, αλλά η αδιαφορία της δικής μας εποχής.
Γιατί όσο υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο τόπος μας.
Πέρασαν όμως εκείνα τα ευλογημένα χρόνια.
Οι νέοι άνοιξαν πρώτοι το δρόμο της φυγής, πέρασαν την πυραμίδα προς την άλλη όχθη του ποταμού, αφού από κάθε σημείο του χωριού κάθε ραχούλα και καραούλι έβλεπαν θλιμμένη και γεμάτη περιέργεια τα φώτα της πόλης των Φαιάκων κάνοντας όνειρα βουβά.
Ο δρόμος της φυγής έμοιαζε μονόδρομος αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολος, η ανάγκη για ελευθερία ήταν τόσο μεγάλη που δεν υπολόγιζαν ότι εμπόδια και να έβρισκαν.
Το χωριό ήταν το πρώτο στην χώρα του υπαρκτού κομμουνισμού που είχε πληρώσει βαρύ τίμημα, χάρη στα τσιράκια και τους τσιλιαδόρους του, με δύο νέα παλικάρια τον Χαράλαμπο και τον Ηλία.
Ο δρόμος της φυγής περιείχε φόβο αν θά κατάφερναν να περάσουν τα ηλεκτροφόρα καλώδια στο κλόνι, ήταν αρκετά δύσκολο έπαιζαν την ζωή τους κορόνα γράμματα με τους στρατιώτες να ρίχνουν εν ψυχρώ, αλλά ήταν τόσο γοητευτικό το ταξίδι προς την ελευθερία, που τους έκανε να νιώθουν σαν τον Οδυσσέα ταξιδεύοντας για την δική τους Ιθάκη.
Όι δυσκολίες και τα βάσανα ήταν καλά χαραγμένα στης ψυχές των χωριανών, ζυμωμένα με το νέο που ερχόταν, είχε φέρει τεράστια αναστατώσει στην ζωή τούς.
Στο χωριό έμειναν εκείνοι που ζούσαν με της αναμνήσεις, και είχαν το ένα πόδι στο τάφο και το άλλο στο πεζούλι το πλάτανου, αδύναμοι να κάνουν τα χέρσα χωράφια περιβόλι.
Μια νέα εποχή άρχισε να ροδίζει, το τέλος μιας εποχής που φοβόταν και τον ίσκιο του ο κόσμος από τα τσιράκια και τους τσιλιαδόρους, είχε φτάσει στο τέλος της.
Επειδή στην ζωή τίποτα και ποτέ δεν διαρκεί για πάντα, ούτε τα καλοκαίρια ούτε οι χειμώνες, έτσι έκλεινε ένας κύκλος και ένας νέος ξεκινούσε, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα φέρει.
Η ζωή του χωριού άλλαξε ριζικά.
Τα πρόσωπα είχαν πάρει καινούργια όψη, λάμψη και αγωνία μαζί, η αγωνία ήταν για την τύχη των παιδιών που είχαν φύγει, και η λάμψη ότι γλύτωσαν από τα βάσανα που είχαν περάσει οι ίδιοι τόσα χρόνια απομονωμένοι από τα αδέρφια και τους συγγενείς τους που βρίσκονταν πέρα από το ποτάμι.
Υπήρχαν και εκείνοι που στα πρόσωπα τους κυριαρχούσε πλέον ο φόβος της εκδίκησης, σε κάθε συνάντηση έβλεπες το αίσθημα φόβου να είναι ζωγραφισμένο στα μάτια τους, ευτυχώς όμως δεν είχαμε τέτοια περιστατικά.
Ο καιρός περνούσε η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη περισσότερο η ελπίδα για το αύριο στο χωριό γινόταν όλο και πιο δυσοίωνη, όπως και η ελπίδα για επιστροφή των παιδιών τους όλο και απομακρυνόταν, έτσι όσοι μπορούσαν ζήτησαν καταφύγιο πέρα από το ποτάμι.
Ακόμη και οι πιο δύσπιστοι, οι ζηλωτές του καθεστώτος, έβλεπαν ότι το σύστημα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, έτσι πήραν την απόφαση να ακολουθήσουν.
Σαράντα χρόνια απομόνωσης, ήταν αρκετά ώστε οι άνθρωποι να μήν γνώριζαν τι συνέβαινε σε άλλες χώρες του κόσμου, η έλλειψη παιδείας και εμπειρίας από την άλλη έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι θα η Ελλάδα ήταν η γη της επαγγελίας, δυστυχώς η καταστάσεις ήταν διαφορετικές, έτσι οι περισσότεροι κατέληξαν σε μεγάλα αστικά κέντρα της μητέρας πατρίδας.
Το αφήγημα για την γη της επαγγελίας ευτυχώς δεν κράτησε πολύ, αλλά αντιθέτως ήρθαν αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο κοινωνικό ρατσισμό Αλβανούς τους ανέβαζαν Αλβανούς τους κατέβαζαν.
Ήταν της μοίρας να μην καταφέρουν να γλυτώσουν απ' το κοινωνικό διαχωρισμό ακόμη και σήμερα που περάσαν τριάντα χρόνια.
Κατάφεραν όμως γρήγορα να προσαρμοστούν στην νέα πατρίδα, κυρίως λόγο της γλώσσας.
*Μείναμε όπως μου έλεγε ο μπάρμπα Μήτσης τα κουτσούπια, ούτε ψωμί δεν έχουμε κανέναν να μας ζυμώσει.
*Θα πεθάνει κανείς και δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να του ανοίξουν το τάφο.
Τραγική στην απλότητα διαπίστωση, που όμως έχει απέραντη και βαθιά δραματική θα έλεγα κοινωνική σημασία.
Ερήμωσε ο τόπος τα χωριά όλα, έγιναν αποθετήριο υπερήλικων.
Έτσι έπαψε κάθε ελπίδα για ζωή στο χωριό.
Τριάντα χρόνια μακριά από το χωριό έρχονται οι αναμνήσεις εκείνης της εποχής να μας θυμίσουν τα λάθη και της παραλείψεις μας, μαζί με την αυτοκριτική στο τι θα μπορούσε να κάνουμε ώστε να μην χαθεί αυτός ο τόπος.
Είμαστε η γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτόν τον τόπο, μας πονάει και γεμίζει την ψυχή μας σε κάθε επίσκεψη.
Είναι ο δικός μας τόπος που κάθε σπιθαμή γης την έχουμε περπατήσει, έχουμε παίξει, έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει είναι οι αναμνήσεις μας, τα όνειρα μας που κάναμε παιδιά, είναι ο τόπος που όταν ακούσει της φωνές μας, θά μας θυμάται και ας είμαστε τόσα χρόνια μακριά του.
Με αγάπη θα μας περιμένει καρτερικά να συζητήσουμε ο καθένας μας, τις δικές του ιστορίες.
Το μόνο που θυμούνται όσοι έμειναν είναι οι μορφές και οι δικές μας φωνές, όταν ήμασταν παιδιά και τρέχαμε στα σοκάκια του χωριού, αυτές είναι οι αναμνήσεις τους και παρακαλούν το Θεό να επιστρέψει ο κόσμος πίσω.
Να μπορούσαμε ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε, τι διαφορά έχει
το τότε με το τώρα, το παρόν με το μέλλον, ίσως
να κατανοούσαμε καλύτερα
ότι τίποτα δεν είναι για πάντα αφού πια δεν πιστεύουμε σε τίποτα και σε
κανέναν.
Πόσο διαφορετικά θα λειτουργούσαμε οι άνθρωποι και πόσες από
της κινήσεις που κάναμε στην ζωή μας θα της διαχειριζόμασταν αλλιώς.
Σίγουρα
δεν μπορούμε εμείς να επιλέξουμε αν θα είναι χειμώνας ή καλοκαίρι,
όμως, πώς θα ζήσεις είναι στο χέρι του καθενός μας, και εμείς επιλέξαμε
να γίνουμε φυγάδες της δικής μας πραγματικότητας.
Θυμήσου:
Θα περάσει.
Όλα περνάνε!
Γιατί λοιπόν, να δραματοποιούμε τις καταστάσεις και να μην αρχίσουμε να σκαλίζουμε εκείνα τα όνειρα που κάναμε παιδιά;
Σημασία
δεν έχει αν μπορούμε να τα κάνουμε όλα πραγματικότητα γιατί ο χρόνος
δεν γυρίζει πίσω αλλά πως είναι προτιμότερο πλέον να τα
αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο με όποιο βαθμό δυσκολίας και αν απαιτείται ,
άλλωστε τα πάντα στην ζωή με κόπο αποκτώνται!
Τα όνειρα, θέλουν τόπο
για να γίνουν πραγματικότητα, εμείς έχουμε ακόμα το τόπο, χρειαζόμαστε
λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσουμε και να το πράξουμε.
![]() |
εικόνα διαδικτύου |
Ήταν αρχές Απριλίου, άνοιξη για τα καλά. Όπου και να κοιτούσες, τα τοπία ήταν καταπράσινα, τα ανθισμένα λουλούδια γέμιζαν την ψυχή με χρώματα και ευωδιές.
Είχαν περάσει μέρες χωρίς να βρέξει, και η φούσσια είχε γεμίσει χορτάρι, αφού είχε καιρό να παίξουν. Ήταν λες και θα παίζανε σε γήπεδο που έβλεπαν στην τηλεόραση.
Στην επιστροφή από το σχολείο, όλα τα παιδιά του χωριού ανέβαιναν μαζί. Ήταν μια ώρα περπάτημα μέχρι να φτάσουν στο χωριό. Ήταν ένα τσούρμο παιδιά. Φτάνοντας στην τελευταία ανηφόρα, στο Κολώκη, έμπαιναν στο χωριό. Το πρώτο οίκημα που συναντούσαν ήταν τα γραφεία του κόμματος και το γραφείο που στεγαζόταν το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού.
Απέναντι βρισκόταν το μοναδικό μαγαζί του χωριού, στη δυτική πλευρά μιας μεγάλης αλάνας, που τα παιδιά είχαν μετατρέψει σε γήπεδο. Στην ανατολική πλευρά της αλάνας ήταν το σπίτι του παπά. Νότια περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού, και από τη βόρεια πλευρά υπήρχε άλλο σπίτι, αλλά κάπως πιο μακριά.
Φτάνοντας στο σημείο μπροστά από τη φούσσια — όπως την έλεγαν — ήταν καταπράσινη, γεμάτη χορτάρι. Τότε ο Μάκης λέει στον Τέλη:
«Κοίτα, είναι τέλεια! Πάμε να παίξουμε μπάλα;»
Ο Τέλης, χωρίς να το σκεφτεί, απαντά:
«Αφού δεν έχουμε μπάλα…»
Ο Ορέστης, που βρισκόταν παραδίπλα και άκουγε, πετάγεται λέγοντας:
«Πάω να πάρω εγώ το τόπι από το σπίτι! Ποιος είναι για παιχνίδι;»
Σχεδόν όλοι συμφώνησαν να παίξουν, παρά τη λόρδα που τους έκοβε. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες χειμώνα που είχαν ευκαιρία να παίξουν στο δικό τους γήπεδο. Τα κορίτσια ρώτησαν με απορία:
«Μα νηστικοί όλη μέρα, θα πάτε να παίξετε μπάλα;»
Η αλήθεια είναι ότι φεύγανε από τις επτά το πρωί, πήγαιναν στο σχολείο στο Θεολόγο, τελείωναν στη μία και μισή ή στις δύο — ανάλογα — και ανέβαιναν με τα πόδια την απότομη ανηφόρα του Μαγγανάρι. Το πρωινό ήταν εύκολο, αφού ήταν κατηφόρα, και τρώγανε κανένα τσανάκι τραχανά πριν φύγουν.
Αφού συμφώνησαν όλοι να παίξουν, δίπλα από το μαγαζί υπήρχε μια κουμπουλιά. Άφηναν τις τσάντες τους, έπαιρναν πέτρες και τις έβαζαν για τέρματα, και περίμεναν τον Ορέστη να φέρει το τόπι.
Ήρθε τρέχοντας με το τόπι στο χέρι — ένα σαρανταπεντάρη. Είχαν ήδη χωριστεί σε ομάδες, και το παιχνίδι ξεκίνησε με τις γνωστές φωνές:
«Έλα, δώσε πάσα!»
Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση του παιχνιδιού ανέβαινε. Οι φωνές ακούγονταν από όλο το χωριό:
«Γκολ! Γκολ! Το έβαλα!»
Υπήρχαν και στιγμές που η ένταση τους έφερνε στα χέρια:
«Όχι, μπήκε γκολ!»
«Όχι, δεν μπήκε!»
Ο ένας έλεγε:
«Πέρασε ξυστά από το δοκάρι!»
Κι ο άλλος:
«Όχι, ήταν απ’ έξω!»
Και η ένταση του παιχνιδιού ανέβαινε, μαζί με τις φωνές τους.
Πάνω στην ένταση του παιχνιδιού, σε μια φάση, ο Ηλίας — όπως του πήγε καλά στρωμένη η μπάλα — σουτάρει δυνατά, και η μπάλα καταλήγει στο παράθυρο του παπά, σπάζοντας το τζάμι. Σαν να μην έφτανε αυτό, μπήκε και η μπάλα μέσα στο σπίτι.
Ήταν μεσημέρι, και ο παπάς συνήθως κοιμότανε τέτοια ώρα.
«Πάγωσαν όλοι. Πάει η μπάλα… Τώρα τι κάνουμε;»
Μετά από λίγο, βγαίνει ο παπάς έξω και τους κατεβάζει σκαμπίλια, τους έσουρνε θεούς και δαίμονες. Άλλοι έφευγαν τρέχοντας να μην τους δει, άλλοι κρύβονταν.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που, όταν έπαιζαν, η μπάλα πήγαινε στην αυλή του. Άλλες φορές, τρέχοντας, πήγαιναν και την έπαιρναν πριν βγει. Άλλες, όταν δεν προλάβαιναν να την πάρουν πριν εμφανιστεί ο παπάς, αυτός την κρατούσε και μετά από πολλά παρακαλετά και υποσχέσεις, την έδινε πίσω.
Κάπου είχε αγανακτήσει με το δικό τους παιχνίδι με την μπάλα — ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
............................
Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο οι αναμνήσεις μας θα γίνονται πιο έντονες.
Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...