Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό με παρελθόν. Είναι μια μνήμη ζωντανή, ένας χάρτης αξιών, μια πυξίδα πολιτισμού. Κάθε πηγή της, κάθε εκκλησάκι, κάθε γειτονία, δεν είναι μόνο ιστορία είναι μαρτυρία ύπαρξης.
Πληροφορίες
- Ιωνας
- Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.
Χαιρέτα μου το πλάτανο.
Περιμένει καρτερικά να συζητήσουμε ο καθένας τις δικές του ιστορίες.
Πέρασαν όμως εκείνα τα ευλογημένα χρόνια.
Οι νέοι άνοιξαν πρώτοι το δρόμο της φυγής, πέρασαν την πυραμίδα προς την άλλη όχθη του ποταμού, αφού από κάθε σημείο του χωριού κάθε ραχούλα και καραούλι έβλεπαν θλιμμένη και γεμάτη περιέργεια τα φώτα της πόλης των Φαιάκων κάνοντας όνειρα βουβά.
Ο δρόμος της φυγής έμοιαζε μονόδρομος αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολος, η ανάγκη για ελευθερία ήταν τόσο μεγάλη που δεν υπολόγιζαν ότι εμπόδια και να έβρισκαν.
Το χωριό ήταν το πρώτο στην χώρα του υπαρκτού κομμουνισμού που είχε πληρώσει βαρύ τίμημα, χάρη στα τσιράκια και τους τσιλιαδόρους του, με δύο νέα παλικάρια τον Χαράλαμπο και τον Ηλία.
Ο δρόμος της φυγής περιείχε φόβο αν θά κατάφερναν να περάσουν τα ηλεκτροφόρα καλώδια στο κλόνι, ήταν αρκετά δύσκολο έπαιζαν την ζωή τους κορόνα γράμματα με τους στρατιώτες να ρίχνουν εν ψυχρώ, αλλά ήταν τόσο γοητευτικό το ταξίδι προς την ελευθερία, που τους έκανε να νιώθουν σαν τον Οδυσσέα ταξιδεύοντας για την δική τους Ιθάκη.
Όι δυσκολίες και τα βάσανα ήταν καλά χαραγμένα στης ψυχές των χωριανών, ζυμωμένα με το νέο που ερχόταν, είχε φέρει τεράστια αναστατώσει στην ζωή τούς.
Στο χωριό έμειναν εκείνοι που ζούσαν με της αναμνήσεις, και είχαν το ένα πόδι στο τάφο και το άλλο στο πεζούλι το πλάτανου, αδύναμοι να κάνουν τα χέρσα χωράφια περιβόλι.
Μια νέα εποχή άρχισε να ροδίζει, το τέλος μιας εποχής που φοβόταν και τον ίσκιο του ο κόσμος από τα τσιράκια και τους τσιλιαδόρους, είχε φτάσει στο τέλος της.
Επειδή στην ζωή τίποτα και ποτέ δεν διαρκεί για πάντα, ούτε τα καλοκαίρια ούτε οι χειμώνες, έτσι έκλεινε ένας κύκλος και ένας νέος ξεκινούσε, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα φέρει.
Η ζωή του χωριού άλλαξε ριζικά.
Τα πρόσωπα είχαν πάρει καινούργια όψη, λάμψη και αγωνία μαζί, η αγωνία ήταν για την τύχη των παιδιών που είχαν φύγει, και η λάμψη ότι γλύτωσαν από τα βάσανα που είχαν περάσει οι ίδιοι τόσα χρόνια απομονωμένοι από τα αδέρφια και τους συγγενείς τους που βρίσκονταν πέρα από το ποτάμι.
Υπήρχαν και εκείνοι που στα πρόσωπα τους κυριαρχούσε πλέον ο φόβος της εκδίκησης, σε κάθε συνάντηση έβλεπες το αίσθημα φόβου να είναι ζωγραφισμένο στα μάτια τους, ευτυχώς όμως δεν είχαμε τέτοια περιστατικά.
Ο καιρός περνούσε η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη περισσότερο η ελπίδα για το αύριο στο χωριό γινόταν όλο και πιο δυσοίωνη, όπως και η ελπίδα για επιστροφή των παιδιών τους όλο και απομακρυνόταν, έτσι όσοι μπορούσαν ζήτησαν καταφύγιο πέρα από το ποτάμι.
Ακόμη και οι πιο δύσπιστοι, οι ζηλωτές του καθεστώτος, έβλεπαν ότι το σύστημα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, έτσι πήραν την απόφαση να ακολουθήσουν.
Σαράντα χρόνια απομόνωσης, ήταν αρκετά ώστε οι άνθρωποι να μήν γνώριζαν τι συνέβαινε σε άλλες χώρες του κόσμου, η έλλειψη παιδείας και εμπειρίας από την άλλη έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι θα η Ελλάδα ήταν η γη της επαγγελίας, δυστυχώς η καταστάσεις ήταν διαφορετικές, έτσι οι περισσότεροι κατέληξαν σε μεγάλα αστικά κέντρα της μητέρας πατρίδας.
Το αφήγημα για την γη της επαγγελίας ευτυχώς δεν κράτησε πολύ, αλλά αντιθέτως ήρθαν αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο κοινωνικό ρατσισμό Αλβανούς τους ανέβαζαν Αλβανούς τους κατέβαζαν.
Ήταν της μοίρας να μην καταφέρουν να γλυτώσουν απ' το κοινωνικό διαχωρισμό ακόμη και σήμερα που περάσαν τριάντα χρόνια.
Κατάφεραν όμως γρήγορα να προσαρμοστούν στην νέα πατρίδα, κυρίως λόγο της γλώσσας.
*Μείναμε όπως μου έλεγε ο μπάρμπα Μήτσης τα κουτσούπια, ούτε ψωμί δεν έχουμε κανέναν να μας ζυμώσει.
*Θα πεθάνει κανείς και δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να του ανοίξουν το τάφο.
Τραγική στην απλότητα διαπίστωση, που όμως έχει απέραντη και βαθιά δραματική θα έλεγα κοινωνική σημασία.
Ερήμωσε ο τόπος τα χωριά όλα, έγιναν αποθετήριο υπερήλικων.
Έτσι έπαψε κάθε ελπίδα για ζωή στο χωριό.
Τριάντα χρόνια μακριά από το χωριό έρχονται οι αναμνήσεις εκείνης της εποχής να μας θυμίσουν τα λάθη και της παραλείψεις μας, μαζί με την αυτοκριτική στο τι θα μπορούσε να κάνουμε ώστε να μην χαθεί αυτός ο τόπος.
Είμαστε η γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτόν τον τόπο, μας πονάει και γεμίζει την ψυχή μας σε κάθε επίσκεψη.
Είναι ο δικός μας τόπος που κάθε σπιθαμή γης την έχουμε περπατήσει, έχουμε παίξει, έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει είναι οι αναμνήσεις μας, τα όνειρα μας που κάναμε παιδιά, είναι ο τόπος που όταν ακούσει της φωνές μας, θά μας θυμάται και ας είμαστε τόσα χρόνια μακριά του.
Με αγάπη θα μας περιμένει καρτερικά να συζητήσουμε ο καθένας μας, τις δικές του ιστορίες.
Το μόνο που θυμούνται όσοι έμειναν είναι οι μορφές και οι δικές μας φωνές, όταν ήμασταν παιδιά και τρέχαμε στα σοκάκια του χωριού, αυτές είναι οι αναμνήσεις τους και παρακαλούν το Θεό να επιστρέψει ο κόσμος πίσω.
Λιποτάχτες ονείρων
Και αν χάσουμε κάτι, ακόμη και το πιο απλό φοβόμαστε ότι δεν θα βρούμε ξανά στο δρόμο της ζωής μας.
Αρκεί να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να ρίξουμε το βλέμμα μας αλλού και τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι τίποτα δεν είναι για πάντα και τίποτα δεν είναι αιώνιο.
Περάσανε τριάντα χρόνια μακριά από εκεί που κάναμε τα πρώτα μας όνειρα εκεί που κυλούσαμε μέσα στα χώματα και της πέτρες και δεν πάθαιναμε τίποτα όταν ήμασταν παιδιά.
Πέρασαν τόσες και τόσες εποχές μακριά, άλλες ξένοιαστες και άλλες με δυσκολίες και προβλήματα, αλλά το μυαλό σχεδόν κάθε μέρα που έκλεινε η πόρτα και πήγαινες για ύπνο έτρεχε πίσω στης αναμνήσεις εκείνης της εποχής.
Αυτή είναι η ζωή μας στιγμές και έτσι πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε.
Μπορεί ότι έχουμε καταφέρει να χτίσουμε να καταστραφεί σέ μία στιγμή, και όλα από την αρχή ξανά και ξανά μέχρι εκεί που η καρδιά μας το επιτρέπει (βιολογικά).
Στο χέρι μας είναι αν θα το φτιάξουμε ξανά η θα γίνουμε ένα με τα συντρίμμια.
Η ζωή είναι λύση προβλημάτων σε καθημερινή βάση φορές φορές εύκολα προβλήματα και άλλες πάλι δύσκολα που χρειάζονται σκέψη και ηρεμία για να τα λύσεις.
Το πώς θα την αντιμετωπίσουμε είναι στο χέρι μας, αλλά εκείνο που τρώει σαν σαράκι την ψυχή του ανθρώπου είναι η ξενιτιά.
Να μπορούσαμε ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε, τι διαφορά έχει
το τότε με το τώρα, το παρόν με το μέλλον, ίσως
να κατανοούσαμε καλύτερα
ότι τίποτα δεν είναι για πάντα αφού πια δεν πιστεύουμε σε τίποτα και σε
κανέναν.
Πόσο διαφορετικά θα λειτουργούσαμε οι άνθρωποι και πόσες από
της κινήσεις που κάναμε στην ζωή μας θα της διαχειριζόμασταν αλλιώς.
Σίγουρα
δεν μπορούμε εμείς να επιλέξουμε αν θα είναι χειμώνας ή καλοκαίρι,
όμως, πώς θα ζήσεις είναι στο χέρι του καθενός μας, και εμείς επιλέξαμε
να γίνουμε φυγάδες της δικής μας πραγματικότητας.
Θυμήσου:
Θα περάσει.
Όλα περνάνε!
Γιατί λοιπόν, να δραματοποιούμε τις καταστάσεις και να μην αρχίσουμε να σκαλίζουμε εκείνα τα όνειρα που κάναμε παιδιά;
Σημασία
δεν έχει αν μπορούμε να τα κάνουμε όλα πραγματικότητα γιατί ο χρόνος
δεν γυρίζει πίσω αλλά πως είναι προτιμότερο πλέον να τα
αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο με όποιο βαθμό δυσκολίας και αν απαιτείται ,
άλλωστε τα πάντα στην ζωή με κόπο αποκτώνται!
Τα όνειρα, θέλουν τόπο
για να γίνουν πραγματικότητα, εμείς έχουμε ακόμα το τόπο, χρειαζόμαστε
λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσουμε και να το πράξουμε.
Η δική μας φούσσια.
![]() |
εικόνα διαδικτύου |
Ήταν αρχές Απριλίου, άνοιξη για τα καλά. Όπου και να κοιτούσες, τα τοπία ήταν καταπράσινα, τα ανθισμένα λουλούδια γέμιζαν την ψυχή με χρώματα και ευωδιές.
Είχαν περάσει μέρες χωρίς να βρέξει, και η φούσσια είχε γεμίσει χορτάρι, αφού είχε καιρό να παίξουν. Ήταν λες και θα παίζανε σε γήπεδο που έβλεπαν στην τηλεόραση.
Στην επιστροφή από το σχολείο, όλα τα παιδιά του χωριού ανέβαιναν μαζί. Ήταν μια ώρα περπάτημα μέχρι να φτάσουν στο χωριό. Ήταν ένα τσούρμο παιδιά. Φτάνοντας στην τελευταία ανηφόρα, στο Κολώκη, έμπαιναν στο χωριό. Το πρώτο οίκημα που συναντούσαν ήταν τα γραφεία του κόμματος και το γραφείο που στεγαζόταν το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού.
Απέναντι βρισκόταν το μοναδικό μαγαζί του χωριού, στη δυτική πλευρά μιας μεγάλης αλάνας, που τα παιδιά είχαν μετατρέψει σε γήπεδο. Στην ανατολική πλευρά της αλάνας ήταν το σπίτι του παπά. Νότια περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού, και από τη βόρεια πλευρά υπήρχε άλλο σπίτι, αλλά κάπως πιο μακριά.
Φτάνοντας στο σημείο μπροστά από τη φούσσια — όπως την έλεγαν — ήταν καταπράσινη, γεμάτη χορτάρι. Τότε ο Μάκης λέει στον Τέλη:
«Κοίτα, είναι τέλεια! Πάμε να παίξουμε μπάλα;»
Ο Τέλης, χωρίς να το σκεφτεί, απαντά:
«Αφού δεν έχουμε μπάλα…»
Ο Ορέστης, που βρισκόταν παραδίπλα και άκουγε, πετάγεται λέγοντας:
«Πάω να πάρω εγώ το τόπι από το σπίτι! Ποιος είναι για παιχνίδι;»
Σχεδόν όλοι συμφώνησαν να παίξουν, παρά τη λόρδα που τους έκοβε. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες χειμώνα που είχαν ευκαιρία να παίξουν στο δικό τους γήπεδο. Τα κορίτσια ρώτησαν με απορία:
«Μα νηστικοί όλη μέρα, θα πάτε να παίξετε μπάλα;»
Η αλήθεια είναι ότι φεύγανε από τις επτά το πρωί, πήγαιναν στο σχολείο στο Θεολόγο, τελείωναν στη μία και μισή ή στις δύο — ανάλογα — και ανέβαιναν με τα πόδια την απότομη ανηφόρα του Μαγγανάρι. Το πρωινό ήταν εύκολο, αφού ήταν κατηφόρα, και τρώγανε κανένα τσανάκι τραχανά πριν φύγουν.
Αφού συμφώνησαν όλοι να παίξουν, δίπλα από το μαγαζί υπήρχε μια κουμπουλιά. Άφηναν τις τσάντες τους, έπαιρναν πέτρες και τις έβαζαν για τέρματα, και περίμεναν τον Ορέστη να φέρει το τόπι.
Ήρθε τρέχοντας με το τόπι στο χέρι — ένα σαρανταπεντάρη. Είχαν ήδη χωριστεί σε ομάδες, και το παιχνίδι ξεκίνησε με τις γνωστές φωνές:
«Έλα, δώσε πάσα!»
Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση του παιχνιδιού ανέβαινε. Οι φωνές ακούγονταν από όλο το χωριό:
«Γκολ! Γκολ! Το έβαλα!»
Υπήρχαν και στιγμές που η ένταση τους έφερνε στα χέρια:
«Όχι, μπήκε γκολ!»
«Όχι, δεν μπήκε!»
Ο ένας έλεγε:
«Πέρασε ξυστά από το δοκάρι!»
Κι ο άλλος:
«Όχι, ήταν απ’ έξω!»
Και η ένταση του παιχνιδιού ανέβαινε, μαζί με τις φωνές τους.
Πάνω στην ένταση του παιχνιδιού, σε μια φάση, ο Ηλίας — όπως του πήγε καλά στρωμένη η μπάλα — σουτάρει δυνατά, και η μπάλα καταλήγει στο παράθυρο του παπά, σπάζοντας το τζάμι. Σαν να μην έφτανε αυτό, μπήκε και η μπάλα μέσα στο σπίτι.
Ήταν μεσημέρι, και ο παπάς συνήθως κοιμότανε τέτοια ώρα.
«Πάγωσαν όλοι. Πάει η μπάλα… Τώρα τι κάνουμε;»
Μετά από λίγο, βγαίνει ο παπάς έξω και τους κατεβάζει σκαμπίλια, τους έσουρνε θεούς και δαίμονες. Άλλοι έφευγαν τρέχοντας να μην τους δει, άλλοι κρύβονταν.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που, όταν έπαιζαν, η μπάλα πήγαινε στην αυλή του. Άλλες φορές, τρέχοντας, πήγαιναν και την έπαιρναν πριν βγει. Άλλες, όταν δεν προλάβαιναν να την πάρουν πριν εμφανιστεί ο παπάς, αυτός την κρατούσε και μετά από πολλά παρακαλετά και υποσχέσεις, την έδινε πίσω.
Κάπου είχε αγανακτήσει με το δικό τους παιχνίδι με την μπάλα — ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
............................
Όταν το συναίσθημα υπερτερεί της λογικής.
Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο οι αναμνήσεις μας θα γίνονται πιο έντονες.
Στείλατε Σήμερα στις 8:58 μ.μ.
Ανακαλύπτοντας την Μάλτσιανη
Το χωριό Μάλτσιανη βρίσκεται στης πρόποδες του Όρου Σιεντενίκου, όταν το αντικρίζεις από μακριά μοιάζει σαν μια ανοικτή παλάμη χεριού που ακουμπά ανάμεσα σε δύο βουνοκορφές, αριστερά το Ζιμόρι, δεξιά το Σκόλι, πάνω από το χωριό κείτεται καμαρωτά το Σιεντενίκου, λες και το χωριό κάθεται πάνω σε θρόνο, αετοφωλιά η μπαλκόνι των Ριζών όπως να το περιγράψει κανείς βρίσκεται σε ένα ειδυλλιακό τοπίο.
![]() |
Άποψη του χωρίου. |
Το χωριό απλώνεται ανάμεσα σε δύο βουνοπλαγιές ,δυτικά ο λόφος Σκόλι ανατολικά ο λόφος Ζιμόρι με προέκταση το λόφο του Αελιά που βρίσκεται το αρχαίο κάστρο (Ελίκρανον).
Ανατολικά συνορεύει με το χωριό Γρίαζδανη δυτικά με το χωριό Λεσινίτσα ,το Γιαννιτσάτη, την Τσερκοβίτσα και νότιο δυτικά με τον Άγιο Ανδρέα .
Το χωριό διοικητικά μετά την πρόσφατη διοικητική μεταρρύθμιση ανήκει στο Δήμο Φοινικαίων ,πρώην επαρχία Ριζών Θεολόγου Δίβρης.
Πριν φθάσουμε στο χωριό συναντούμε το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου υπολογίζεται ότι χτίστηκε περίπου το 1200, και σύμφωνα με μαρτυρίες παππούδων αρχικά βρίσκονταν στην τοποθεσία Γράβα στο Κεφαλόβρυσο.
Προχωρώντας την ανηφόρα του Αϊ Μαρτίνι, δεξιά μας βλέπουμε το αρχαίο κάστρο Ελίκρανον να στέκεται καμαρωτά στην κορυφή του λόφου με μορφή πυραμίδας.
Φθάνοντας στο Μαγκανάρη διακρίνονται καθαρά τα ερείπια του παλιού οικισμού.
Στο κέντρο του χωριού υπάρχει η εκκλησία Κοίμησεως Θεοτόκου βυζαντινής περιόδου το έτος κατασκευής δεν το γνωρίζουμε ,μια επιγραφή στο ναό αναφέρει το 1749 ,οι μαρτυρίες όμως των κατοίκων λένε ότι χτίστηκε πολύ πριν την άλωση της πόλης.
![]() |
Ο ιερός ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου πάνω από το παράθυρο φαίνεται το έτος κατασκευής. |
Στον περίβολο της εκκλησίας από την δυτική πλευρά του ναού υπάρχουν ακόμα ερείπια αρχαίου ιερού πάνω στα οποία χτίστηκε ο ναός.
Λίγα μέτρα από την εκκλησία υπάρχει το πηγάδι της Μαργάρος με το γέρο πλάτανο κάνοντας της ζεστές μέρες του καλοκαιριού, όταν κάθεσαι κάτω από την σκιά που χαρίζουν απλόχερα τα κλωνάρια του νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε πραγματική όαση.
Αφήνουμε πίσω το κέντρο του χωριού και συνεχίζουμε το δρόμο προς την πανωμεριά, υπάρχει ένα πανέμορφο μικρό εκκλησάκι οι Ταξιάρχες το είχαν κατεδαφίσει την περίοδο του καθεστώτος και τα τελευταία χρόνια οι Τζοράτες το ξανά έχτισαν όλο με πέτρα.
Φθάνοντας στη πανωμεριά συναντούμε το πηγάδι τον Γλύκερα που τροφοδοτεί τους πανωμερίτες με άφθονο παγωμένο νερό μάλιστα από το Γλύκερα, ποτίζανε τους κήπους οι περισσότερες οικογένειες του χωριού.
Αν κάποιος θέλει να γνωρίσει την Μάλτσιανη αξίζει τον κόπο να επισκεφτεί το αρχαίο κάστρο Ελίκρανον στον Αελιά ,περίπου μια ώρα περπάτημα να θαυμάσει από κοντά τα αρχαία τοίχοι, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία τα πλακόστρωτα του κάστρου και τους αρχαίους τάφους.
Επόμενος προορισμός ο Άγιος Νικόλαος στους Βουρλάτες ,δίπλα από το εκκλησάκι το αρχαίο ιερό τα τοίχοι διακρίνονται καθαρά λίγο πιο κάτω υπήρχαν και άλλα αρχαία τοίχοι ....ο χρόνος τα έκρυψε περιμένοντας τους αρχαιολόγους και ιστορικούς να τα ανακαλύψουν ίσως και μια από τις χαμένες πόλης της Ηπείρου Ελίκρανον, μια από της εβδομήντα που κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι στην Ήπειρο.
Έχουμε τον παλιό οικισμό στο Μαγκανάρη, παλιό οικισμό στο Σέλωμα, παλιό οικισμό στους Βουρλάτες, παλιό οικισμό στην Πλασιά, παλιό οικισμό στο Κεφαλόβρυσο και τον παλιό οικισμό στο Σκόλι προς το Καλοχώραφο.
Πολλά τα σημεία που κρύβεται η ιστορική αλήθεια και μπορεί να επισκεφτεί κανείς στη Μάλτσιανη,όπως την Πλασιά, τον Κατωκάμπο, Ζιμόρι, Κεφαλόβρυσο που μαρτυρούν την ιστορία του τόπου, εμείς πρέπει να ενδιαφερθούμε να τα αναδείξουμε.
Ιστορία που έγινε τραγούδι
Έχουμε ακριτικά τραγούδια, ιστορικά, κλέφτικα, μπαλάντες του τραπεζιού, νυφιάτικα (του γάμου),της ξενιτιάς, θρησκευτικά, εποχικά, παιδικά και μοιρολόγια.
Οι στίχοι των τραγουδιών πηγάζουν από την συνείδηση του λαού μας και έχουν έναν ιδιαίτερο τύπο ποιητικής σκέψης ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο των τραγουδιών μας, σαν ιδιαίτερο είδος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσδιορίζει την φύση των σχέσεων μεταξύ της καλλιτεχνικής και ιστορικής αλήθειας και των μέσων έκφρασης του λαού μας.
Η αναπαράσταση των τραγουδιών απεικονίζεται με όρους φανταστικού η μυθολογίας χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες αλλά γενικά σε μορφή ιστορικού ιδανικού κάτω από την σκιά μεγαλοπρεπών προσώπων που συνενώνουν χαρακτηριστικά της εποχής τους και της μυθολογίας.
Οι άμεσες σχέσεις με την αρχαιοελληνική μυθολογία,μαρτυρούν κατά κάποιο τρόπο και την ιστορική μας συνέχεια.
Στα αφηγηματικά τραγούδια του τόπου μας επιλέγονται γεγονότα και πράξεις που σχετίζονται κυρίως με την ηθική και εθιμική ζωή ,την αφήνουν να υπονοηθεί με αυστηρή αντικειμενικότητα για αυτό και συνήθως αφηγούνται την πίστη,την αγάπη,το μίσος ,την φιλία η την προδοσία.
Έχουν στο κέντρο της αφήγησης τους τον άνθρωπο σαν άτομο,σαν εγώ, σα λυρικό πρόσωπο για αυτό συχνά η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο ,ενώ ο μονόλογος η ο διάλογος,έχουν βαθύ λυρικό χαρακτήρα,διεγείροντας ανθρώπινα συναισθήματα για την τύχη του ανθρώπου.
Σήμερα θα παρουσιάσουμε ένα αφηγηματικό τραγούδι που έχει μια ιδιαίτερη σημασία για εμένα, περιγράφει κάποιο γεγονός, μια ιστορία αληθινή που συνέβη στο χωριό Μάλτσιανη, ημέρα γάμου της Κούλας Τζώρου όπως την έχει καταγράψει ο λαογράφος Γ. Παναγίωτου στο βιβλίο του "Δεν είμαστε και εμείς Ρωμιοί...!!"
Το παρακάτω τραγούδι το απήγγειλε η γριά Αναστασία Τζώρου,εξηγώντας:

«Ήταν μπροστά 'πο το χαλασμό του δώδεκα.
Ήμουνε γκοτζιαγυναίκα τότες .
Παντρεύαμε την Κούλα του Τζώρου.
Τη Δευτέρα βράδυ,στα φιλέματα ,θα ήταν μεσάνυχτα,σα να φύτρωσε 'πο τη γης μπήκε στον οντά ένας λεβέντης εδώ κι απάνω. Αρματωμένος,τα μαλλιά στους πλάτες,τα γένια στο γκιόξι,κάτι μάτια τόσα μεγάλα -φωτιές τόβγαζανε.
Οι άντρες είπαν μ' ήτανε κάνας αϊντούτης και σκώθκανε,αλλ' αυτός είπε ότι πολεμούσε τον Τούρκο κι έρθε να ξεχάσει.
Δεν είχε κούσω ,ούτε ξανάκουσα τίποτε για κείνον τον κλέφτη».
Όπως φαίνεται, ο κλέφτης του τραγουδιού πέρασε σαν μετεωρίτης,εντυπωσιάζοντας κάποιο ραψωδό με την απρόοπτη παρουσία και την πολεμική του εμφάνιση.
Του Χαρίλαου
χαρείτε να χαρούμε,
παντρεύουμε την Κούλα μας,
την όμορφη τρυγόνα.
Νάτος και ο Χαρίλαος
με τα λουριά στην μέση!
-Παιδί μ' αν έρθες για καλό,
έλα και καλώς έρθες
αν έρθες γι' ανακατωσιές ,
κοίτα μην μετανιώσεις.
Δεν έρθα ο μαύρος για κακό
κι ούτε κακό σας θέλω,
έρθα για να σας ευκηθώ,
να γένω και κουμπάρος
γιατ' είμ' ο δόλιος μαναχός
στης ράχες και στα πλάγια.
Κι αν τύχη και με βρει ποτές
το τούρκικο το βόλι,
να 'χω ποιος να με λυπηθεί,
να 'χω ποίος να με κλάψει.
- Κι αν έρθουν οι νιζάμηδες με τα ψιλά τα φέσια;
- Θα βάλω το ντουφέκι μου να πυκνοκελαηδήσει.
Μάλτσιανη ,1950
Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.
Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...

-
Από την κομματική ενσωμάτωση στην ανάγκη για ανεξάρτητη φωνή Στις εκλογές της Αλβανίας, η ελληνική εθνική μειονότητα εμφανίζεται ξανά χωρίς ...
-
Τριάντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από την κατάρρευση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και την «απελευθέρωση» της Αλβανίας από το σιδερένιο πέ...
-
Οι εκλογές τελείωσαν, και μαζί με αυτές ξεθώριασε η ελπίδα για μια ουσιαστική αλλαγή στις δημοκρατικές διαδικασίες της Αλβανίας....