Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Το πηγάδι του Γλυκερά εκεί που στάζει η μνήμη




Το πηγάδι του Γλυκερά  Εκεί που στάζει η μνήμη
Η νοσταλγία είναι ένα περίεργο πράγμα δεν έχει ώρα, δεν έχει ηλικία, δεν προειδοποιεί. Κι όμως, την καταλαβαίνεις με το που σου σφίγγει την ψυχή. Ίσως φταίει μια εικόνα η μία φωτογραφία, μια μυρωδιά υγρής γης, μια πέτρα γεμάτη βρύα που σου θυμίζει το χτες. Για μένα, ήταν μια εικόνα από την παλιά πηγή το πηγάδι του Γλυκερά, όπως το λέγαμε που μ’ έφερε ξανά πίσω, στα χωμάτινα μονοπάτια της παιδικής μου ηλικίας.
Όσοι ζήσαμε έστω και λίγα χρόνια σ’ αυτό τον τόπο, κουβαλάμε μέσα μας κάτι απ’ το νερό εκείνο. Όχι μόνο γιατί μας δρόσιζε, αλλά γιατί ένωνε τους ανθρώπους, τις φωνές, τις συνεργασίες, την ανάγκη. Ήταν το κοινό μας ρίζωμα.
Ο Γλυκεράς δεν ήταν απλώς μια πηγή ήταν σημείο συνάντησης, καθημερινής ανάγκης και άτυπης τελετουργίας. Θυμάμαι να συζητούν οι μεγαλύτεροι, με σοβαρό ύφος, πως «το πηγάδι πρέπει να φτιαχτεί ξανά». Το νερό δεν έφτανε στις κάνουλες, και το αυλάκι που πότιζε τους κήπους δεν επαρκούσε. Το περισσότερο νερό χανόταν χαμηλότερα, στη μεγάλη κορύτα, εκεί όπου μαζευόταν, ελεύθερο, άτακτο, δίπλα στις πέτρες. Και όλοι Αντωνάτες, Παπαδάτες, Παπουτσιάτες βασίζονταν σε αυτό το νερό. Με αυτό πότιζαν τους κήπους τούς και τάιζαν τις οικογένειες. Ήταν ζήτημα κοινής ανάγκης, ζωής και συνεργασίας.
Το θυμάμαι καλά κάτω απ’ τον βράχο ανάβλυζε το νερό, και για να μη χαλάσουν το όμορφο πέτρινο τοιχίο με τις κάνουλες, οι παλιοί άνοιξαν το πίσω μέρος του πηγαδιού. Έσκαψαν ως τη μεγάλη πέτρα εκείνη που βρίσκεται ακόμη εκεί, αγέρωχη σαν απομεινάρι αρχαίου χρόνου και μάζεψαν το νερό, δίνοντάς του ξανά ροή και προορισμό.
Πάνω ακριβώς απ’ το πηγάδι δέσποζε η συκιά του Φωτό Γληγόρη. Ψηλή, φορτωμένη με μαύρα, ζουμερά σύκα γλυκά σαν μυστικά καλοκαιριού. Ο ίσκιος της δρόσιζε τον Γλυκερά και τον έκανε καταφύγιο. Απέναντι από τις κάνουλες υπήρχε μια άλλη συκεριά, μια κερασιά φορτωμένη άνοιξη, και δίπλα της μια κρανιά με τα πικρούτσικα φρούτα που μας μάθαιναν υπομονή.
Καθόμασταν εκεί, κάτω από τη συκιά, παιδιά ακόμη, με τα γόνατα γρατζουνισμένα και τις φανέλες ιδρωμένες, και παρατηρούσαμε τις γυναίκες του χωριού. Έπλεναν τα σκεπάσματα με κόπο και ρυθμό, χτυπώντας τα με τον κόπανο πάνω στις κορύτες. Το νερό έτρεχε ασταμάτητα και χυνόταν στο αυλάκι, τα σαπούνια αφρίζανε, τα χέρια έσταζαν κόπωση κι αγάπη. Κι ύστερα, γέμιζαν τις  βαρέλιες, τις ακουμπούσαν στο στηθαίο και τα ζαλώνονταν με τη γνώριμη κίνηση που μόνο εκείνες ήξεραν. Το νερό έφευγε από το πηγάδι και ανέβαινε στα σπίτια μαζί του και ένα κομμάτι μνήμης.
Πιο πάνω, εκεί που το έδαφος γινόταν γήπεδο, παίζαμε μπάλα. Με τόπι  45 ή 100 αν είχαμε την τύχη, κι αν όχι, με εφημερίδες και κουρέλια που τα δέναμε σφιχτά και κάναμε τη δική μας μπάλα του κόσμου. Έτριζε το χώμα, γέμιζε η γειτονιά με φωνές, γελούσαν τα μεσημέρια.
Ο Γλυκεράς ήταν όλα αυτά μαζί φωνές, νερά, σύκα, κόπανοι και μπάλα. Κι εμείς, παιδιά που ζούσαμε χωρίς να ξέρουμε πως φτιάχνουμε αναμνήσεις.
Τώρα, χρόνια μετά, εκείνο το πηγάδι δεν είναι πια κέντρο ζωής. Ο τόπος ερήμωσε, οι αυλακιές στέρεψαν, οι φωνές σώπασαν. Μα η μνήμη, σαν το υπόγειο νερό, συνεχίζει να κυλά. Στέκει ακόμη εκεί το πηγάδι, κάτω απ’ τον ίσκιο της συκιάς και μας περιμένει. Να σκύψουμε πάνω του όπως τότε, να πάρουμε μια χούφτα παρελθόν και να ξεδιψάσουμε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγραφούνε.

Βόρειος Ήπειρος Ο Αργός Θάνατος μιας Πατρίδας

Τις τελευταίες εβδομάδες, η Βόρειος Ήπειρος ζει έναν εφιάλτη. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, οι φλόγες κατέκαψαν τη Νιβίτσα, την επαρχία Ρι...