Από τη Σιγή στην Ελευθερία: Το Τέλος του Ανθρώπου-Εργαλείου
Τι σημαίνει να ζεις ως εργαλείο;
Πόσο εύκολα η ανθρώπινη συνείδηση γίνεται μέσο για τα συμφέροντα των άλλων, όταν η βούληση υποτάσσεται, όταν η ελευθερία διαβρώνεται από τον φόβο ή την επιβράβευση.
Η ιστορία της Βορείου Ηπείρου, όπως και άλλων τόπων, είναι μια αφήγηση τέτοιας αλλοτρίωσης αλλά και μια σιωπηλή, βαθιά αναζήτηση της ελευθερίας.
Η Αλβανία του Ενβέρ Χότζα δεν χαρακτηρίστηκε μόνο από ένα σκληρό καθεστώς. Ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός διαβρώθηκε από μηχανισμούς ελέγχου ο αδελφός κατέδιδε τον αδελφό, ο γείτονας παρακολουθούσε τον γείτονα, το σύστημα τροφοδοτούνταν από ανθρώπους που έγιναν εργαλεία εκφοβισμού, σιωπής και υποταγής.
Το καθεστώς έπεσε, αλλά οι σκιές επιβιώνουν ακόμη ως νοοτροπία, ως συμπεριφορά, ως καινούργια πρόσωπα με παλιές συνήθειες. Αυτές οι σκιές πέρασαν τα σύνορα. Στην Ελλάδα, αρκετοί πρώην εργαλεία του καθεστώτος βρήκαν νέα θέση, διατηρώντας τις ίδιες μεθόδους σιωπή, παρακολούθηση, συναλλαγή, συμμόρφωση με όποιον έχει δύναμη.
Αυτή η εργαλειοποίηση δεν είναι φαινόμενο του παρελθόντος συνεχίζεται ακόμη σήμερα και αλλάζει μορφή. Υπάρχει ο εθελοντικός εκτελεστής αυτός που προσφέρει υπηρεσίες πρόθυμα για προσωπικό όφελος, χρήμα, κύρος ή ασφάλεια. Υπάρχει ο εκβιαζόμενος που συνήθισε ξεκίνησε με φόβο ή ανάγκη, αλλά ενσωμάτωσε τον ρόλο του ως αναγκαίο κακό ή ακόμη και αρετή. Υπάρχει ο σιωπηλός διαμεσολαβητής: κινείται στο παρασκήνιο, μεταφέρει εντολές ή πληροφορίες, δεν εκτίθεται ποτέ αλλά διατηρεί κύρος. Τέλος, υπάρχει ο πολιτευόμενος με οικογενειακό παρελθόν συνεργασίας με μηχανισμούς εξουσίας, που προσαρμόζονται στο σήμερα με νέο προσωπείο, αλλά την ίδια φιλοσοφία.
Η μεταμόρφωση της εργαλειοποίησης είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα κάθε συστήματος εξουσίας. Κανένας μηχανισμός δεν διατηρείται μόνο με τη βία χρειάζεται ανθρώπους που πρόθυμα, φοβισμένα ή αμειβόμενα, συντηρούν τη σιωπή και την υποταγή.
Όταν μιλάμε για τη Βόρειο Ήπειρο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη στάση της Ελλάδας. Η επιλογή υποψηφίων βουλευτών η δημάρχων στη Βόρειο Ήπειρο εξαρτάται συχνά από το αλβανικό σύστημα εξουσίας. Οι δήμαρχοι παραμένουν αιχμάλωτοι της κεντρικής εξουσίας στα Τίρανα, ενώ κάθε διαφορετική άποψη διώκεται όχι τόσο με τον νόμο, όσο από το παρακράτος που ελέγχει τον μηχανισμό εξουσίας.
Ο ρόλος της Ελλάδας υπήρξε συνήθως ανύπαρκτος ή επιφανειακός, συχνά διαπλεκόμενος με τα ίδια ιδιοτελή συμφέροντα όπως στην Αλβανία. Οι σχέσεις, οι εξαρτήσεις και οι εξυπηρετήσεις δεν προστατεύουν τη μειονότητα, αλλά την αφήνουν εκτεθειμένη σε πιέσεις, συναλλαγές και εκμετάλλευση από δύο κέντρα εξουσίας. Οι αυθεντικές φωνές σπανίως βρίσκουν χώρο.
Μπορεί να αλλάξει η ιστορία μιας κοινότητας αλλάζοντας τα πρόσωπα ή το πλαίσιο.
Όχι.
Η αλλαγή εξωτερικών συνθηκών δεν σημαίνει εσωτερική λύτρωση.
Αυτός που έμαθε να είναι εργαλείο δεν απελευθερώνεται επειδή άλλαξε αφεντικό ή χώρα.
Η πραγματική ελευθερία έρχεται μόνο με εσωτερική ρήξη, με συνειδητή απόφαση να μην υπηρετείς κανένα σύστημα όταν αυτό σημαίνει απώλεια αξιοπρέπειας ή νοήματος.
Ας ρίξουμε μια ματιά τι αναφέρουν στην βιβλιογραφία σε παρόμοιες περιπτώσεις η ιστορικές πήγες.
«Η χειρότερη μορφή ανελευθερίας είναι εκείνη που μιμείται την ελευθερία.»
Αλμπέρ Καμύ
«Το πρόσωπο δεν μπορεί να είναι εργαλείο. Είναι τέλος, όχι μέσον.»
Κωνσταντίνος Τσάτσος
«Εκείνος που δεν εξεγείρεται απέναντι στο ψεύδος, συναινεί στη λειτουργία του.»
Χάνα Άρεντ
«Κανείς δεν είναι πιο δουλωμένος από αυτόν που λανθασμένα θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο.»
Γκαίτε
«Η αδικία συμβαίνει όταν ο άνθρωπος χάνει τη θέση που του ταιριάζει στην κοινωνία και γίνεται απλό εργαλείο.»
Πλάτων
«Η πραγματική ελευθερία δεν είναι η απουσία περιορισμών, αλλά η συνειδητή επιλογή της προσωπικής ευθύνης.»
Νίτσε
Όταν μια κοινότητα βγαίνει από μισό αιώνα καταστολής χωρίς κοινωνική και ακαδημαϊκή παιδεία, φέρει μέσα της φόβους, αδράνειες και νοοτροπίες που δεν ξεπερνιούνται με μια απλή αλλαγή καθεστώτος. Ο εγκλεισμός μένει στη μνήμη, στη σκέψη, στη συμπεριφορά. Η έννοια της ελευθερίας, της ευθύνης, της δημοκρατίας μοιάζει ξένη. Η μετάβαση στην αυτογνωσία είναι αργή, αλλά εφικτή ξεκινά από την ενίσχυση της κριτικής σκέψης, από τον δημόσιο διάλογο, τη μνήμη, τις ειλικρινείς αφηγήσεις.
Στην περίπτωση μας δεν υπάρχει ούτε διάλογος, ούτε φορέας σύγκλησης απόψεων, πάρα μαγαζιά για ίδιον όφελος με έλλειψη στοιχειωδώς γνώσεων.
Η τοπική μνήμη, οι αφηγήσεις των γεροντότερων, η καταγραφή της καταπίεσης λειτουργούν ως αντίδοτα στη λήθη. Η ανάμνηση όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται μια νέα γενιά που θα δεχθεί την αλήθεια αλλά δεν θα αναπαράγει το φόβο.
Μπορεί μια μικρή κοινότητα να αντισταθεί σε δύο συστήματα εξουσίας με αντίθετα συμφέροντα;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Οι δυσκολίες τεράστιες οικονομική εξάρτηση, κοινωνικός έλεγχος, απειλές και φόβος της απομόνωσης.
Η αντίσταση ξεκινά με τη διατήρηση της συλλογικής συνείδησης και αλληλεγγύης.
Μορφές αυτοοργάνωσης, ενίσχυση της πολιτιστικής αυτονομίας, δικτύωση με άλλες κοινότητες, αξιοποίηση ανεξάρτητων ΜΜΕ, διαφάνεια και δημόσιος διάλογος. Όλα αυτά χρειάζονται χρόνο, συνέπεια και επιμονή. Η αλλαγή δεν θα έρθει γρήγορα. Κάθε μικρή νίκη μια γιορτή, μια καταγραφή, μια ανοιχτή συζήτηση είναι σπόρος για το μέλλον και ας είναι παρόν τα φαντάσματα.
Πολλές κοινότητες ζουν με τα φαντάσματά τους άλλοτε αόρατα και διωγμένα, άλλοτε φανερά και καλοπληρωμένα. Ο άνθρωπος φάντασμα είναι εκείνος που έσπασε τη σιωπή, που αντιστάθηκε, που έδειξε το πρόβλημα γι’ αυτό και βρέθηκε στο περιθώριο, απομονώθηκε κοινωνικά ή ηθικά, και συχνά έγινε στόχος τόσο των μηχανισμών όσο και της ίδιας της κοινότητας που φοβάται την αλλαγή.
Όμως, στη σημερινή πραγματικότητα, οι μεγαλύτεροι ρυθμιστές της σιωπής είναι τα καλοπληρωμένα φαντάσματα αυτοί που αμείβονται για να σιωπούν, να χειραγωγούν ή να λειτουργούν ως εργαλεία εξουσίας. Η σιωπή δεν είναι απλώς φόβος έχει μετατραπεί σε επάγγελμα και σε κοινωνική επιβράβευση. Έτσι, η κοινότητα συνηθίζει να ζει με τις σκιές της, να αποδέχεται το ψέμα ως φυσιολογικό και να μαθαίνει να αποφεύγει όποιον τολμά να σπάσει τον κύκλο.
Ο άνθρωπος φάντασμα, είτε σιωπηλός είτε καλοπληρωμένος, υπάρχει επειδή η συλλογικότητα δεν τολμά να ακούσει την αλήθεια του. Η αληθινή ρήξη αρχίζει όταν μια κοινωνία δεν θαυμάζει ή δεν ζηλεύει τα φαντάσματά της αλλά αρχίζει να τα λυπάται, να τα ξεπερνά και να τα απορρίπτει. Μέχρι τότε, τα φαντάσματα θα κυκλοφορούν, άλλοτε ως μάρτυρες και άλλοτε ως υπηρέτες της σιωπής.
Ζούμε σε μια εποχή όπου κάθε φωνή που υπερασπίζεται το δικαίωμα μιας μικρής κοινότητας στη μνήμη, στην αξιοπρέπεια και στην αυτονομία, κινδυνεύει να της κολλήσουν την ταμπέλα του εθνικιστή, του αναχρονιστικού ή του ακραίου. Δεν σε εξορίζουν πια σωματικά, αλλά κοινωνικά και ηθικά σε απομονώνουν, σε παρουσιάζουν ως πρόβλημα, αφαιρούν το κύρος της φωνής σου.
Αυτό το δίλημμα να σιωπήσεις ή να μιλήσεις με κάθε κόστος είναι το μεγάλο στοίχημα κάθε μικρής κοινότητας και κάθε ελεύθερου ανθρώπου. Και όμως, η ιστορία διδάσκει πως αυτοί που αντέχουν το βάρος της ταμπέλας και επιμένουν να μιλούν, είναι αυτοί που αλλάζουν τον ρου των πραγμάτων. Δεν είναι ο φόβος που γεννά ελευθερία, αλλά το θάρρος της μοναξιάς και της αλήθειας.
Όταν η ιστορία επιστρέφει με το ίδιο προσωπείο, απλώς ντυμένο με νέα ρούχα, η ευθύνη δεν είναι της ιστορίας.
Είναι δική μας.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν να παραμένουν εργαλεία για κύρος, για φόβο ή για βολική σιωπή η πραγματική ελευθερία δεν μπορεί να ριζώσει.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι μόνο γη.
Είναι πνευματικός τόπος.
Και η αξία της δεν θα κριθεί από το πόσες θέσεις κατέχουν οι λεγόμενοι εκπρόσωποί της, αλλά από το αν μπορούν οι απλοί άνθρωποι να αναπνεύσουν, να εκφραστούν, να ζήσουν ως πρόσωπα.
Το μεγάλο στοίχημα για κάθε κοινωνία δεν είναι ποιος κυβερνά, αλλά ποιος έχει το θάρρος να μη λειτουργεί ως εξάρτημα της εξουσίας. Όταν ο τελευταίος άνθρωπος σε έναν τόπο σταματήσει να είναι εργαλείο και θυμηθεί πως είναι φορέας νοήματος, τότε και μόνο τότε υπάρχει ελπίδα.
Γιατί εκεί αρχίζει η πολιτική.
Και εκεί ξαναγεννιέται η ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγραφούνε.