Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Νοσταλγία

Καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου, με την κουρτίνα ανοιχτή, ο ουρανός πάνω απ’ την Αίγινα απλωνόταν μέχρι τον Πόρο σαν χρυσός καμβάς. Κίτρινα και πορτοκαλιά σκιρτήματα χόρευαν στον ορίζοντα, κι εγώ άφησα για λίγο το βάρος της οθόνης, παραδομένος στη σιγαλιά εκείνης της ώρας, που όλα μοιάζουν να ψιθυρίζουν κάτι παλιό — σαν οι νεράιδες να βρήκαν καταφύγιο στο νησί και να χόρευαν με τον άνεμο.

Εκεί, ανάμεσα φως και ανάμνηση, με τράβηξαν πίσω οι παιδικές εικόνες. Ξαναείδα τον εαυτό μου να κάθεται κάτω απ’ τη σκάλα στο χωριό. Μικρός, με την αθωότητα ζωγραφισμένη στο βλέμμα, να πιστεύω πως η Κέρκυρα ήταν όνειρο απτό, μια ανάσα μακριά. Θυμάμαι τη θάλασσα – έναν καθρέφτη απέραντο, που έπιανε μόνο ουρανό. Μα εγώ, παιδί, ήθελα μια γωνιά να στραφεί στη στεριά, να δω την άγνωστη γη που με καλούσε.

Περίμενα τη δύση υπομονετικά, σαν ιεροτελεστία. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου γλιστρούσαν στο σκοτάδι, και τα πρώτα φώτα της Κασσιόπης άναβαν σαν μικρές ελπίδες. Το σκοτάδι έπεφτε βαρύ, σαν πέπλο μοναξιάς, κι εκεί, μέσα σ' αυτή τη σιωπή, ήρθε η φωνή του Αντώνη — σαν σχισμή στο χρόνο. Η μαγεία σκόρπισε με τον ήχο του, κι ο νους μου επέστρεψε βιαστικά στο παρόν.

Κι όμως, για λίγο, το ηλιοβασίλεμα είχε ξεκλέψει την ψυχή μου· μ’ είχε αποσπάσει απ’ τον πόνο του παρελθόντος. Κάθισα ξανά κι άρχισα να γράφω λέξεις, προσπαθώντας να γεφυρώσω δύο κόσμους — την εξωτική Αίγινα του τώρα και τη θαμπή, μα ζωντανή, Κέρκυρα των παιδικών μου ημερών.

Όσο ζωγράφιζα με λέξεις, η μνήμη έλαμπε· μα έπειτα ήρθε το σκοτάδι των βιωμάτων, βαθύ και βαρύ. Αναρωτήθηκα — τι είχε αλλάξει; Τι είχε χαθεί; Κράτησα μόνο ό,τι ζεστό απέμεινε από εκείνη την εικόνα, κι ας ήταν θολή όπως τότε που την πρωτοείδα.

Κι όμως, μετά από τόσα χρόνια, το πιο καθαρό σημάδι είναι η τριανταφυλλιά που φύτεψε η μάνα μου δίπλα στο κλήμα. Ένα σύμβολο αγάπης, ριζωμένο στην καρδιά, που με συνοδεύει σιωπηλά — όπως κι οι αναμνήσεις που φωτίζουν ακόμη την ψυχή μου.

Γύμνια

Αποφεύγω τους χώρους που πέφτουν οι προβολείς.
Είναι τόσο δυνατό το φως, που φαίνεται η γύμνια των ψυχών. 
Βλέπεις κάτι μικρές σκιές, 
χωρίς ανθρώπινες αισθήσεις.
Αλλάζεις θέση στον ορίζοντα, 
και συνεχίζεις το ταξίδι.
Μόνο παράξενα κουτιά βλέπεις, ούτε δέντρα ούτε πουλιά.
......
Μαύρος ο δρόμος σαν τις ψυχές σκέφτηκε περπατώντας.
Ένιωσε χαρά βλέποντας την πλατεία, περίμενε να ακούσει ήχους από παιδικές φωνές. 
Μάταια, είχαν κλειστεί στα ερμητικά κουτάκια.
Γυρίζει το χέρι στο ρολόϊ, 
η ώρα έλεγε οκτώ, ήταν ώρα που έβγαιναν τα φαντάσματα για κυνήγι.
Χαμένα μέσα στην απληστία, 
με γυαλιστερά παπούτσια και μασκαρεμένα πρόσωπα,  
σαν τις όψεις από τα τετράγωνα κουτάκια της πόλης, αλλά κόκκινα, μπεζ και άλλα σαν το καρναβάλι της Σαρακοστής.
Έμεινα παιδί στα πενήντα σκέφτηκε, αναζητώντας ακόμη εκείνο το δρόμο που κατοικούν ανθρώποι.






Το σύστημα!

Ήταν Μάρτιος καταπράσινο το τοπίο στο χωριό.
Τα αγριολούλουδα ανθισμένα τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι κόκκινους καρπούς που έβγαζαν. Ήταν τόσο νόστιμα που αν βρίσκαμε κανένα καλό το τρώγαμε. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ και άλλα κατακόκκινα ήταν τόσο όμορφα που το χωριό έτσι όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο το έκανε να μοιάζει παραμυθένιο.
Στο χωριό τέτοια εποχή για τους κατοίκους του μικρού χωριού η δουλειές ήταν πολλές.
Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους που έπρεπε να συντηρήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα, τα γίδια η πρόβατα ότι είχε η κάθε οικογένεια και την υποχρεωτική δουλειά στο συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά που έπαιρναν από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους, άλλωστε οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω.
Λίγες ήταν οι οικογένειες που είχαν δύο παιδιά.
Όλο αυτό βάραινε τους γονείς πέρα από την δουλειά στο συνεταιρισμό να ασχοληθούν με τους κήπους και με τα ζωντανά που είχαν για να τα καταφέρουν να ταϊσουν την οικογένεια.
Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις για να έχει τα απαραίτητα η οικογένεια για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί έξι η επτά ετών , δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν αλλά αυτή η εικόνα έχει αποτυπωθεί τόσο καλά στη μνήμη μου, που κάθε φορά που μια δυσκολία εμφανίζεται στην ζωή μου, που η μνήμη φέρνει μπροστά αυτή την εικόνα.
Την περίοδο εκείνη χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες, η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να ταϊσει τα κατσίκια.
Επειδή όπως όλα τα παιδιά τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, έτσι και εγώ πήγα μαζί της να κόψει κλαρί για τα κατσίκια.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες κοντά στου Παπαλέξη που είχε πυράρια, είχαν πετάξει φρέσκα βλαστάρια για να κόψει για τα κατσίκια.
Επειδή ήταν δύσκολο να πάω και εγώ εκεί μέσα με άφησε στην γουρα του Παπαλέξη, στην κορυφή της γουρας υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και καθόμουν.
Η γουρα ήταν σπαρμένη με βριζα που είχαν αρχίσει να δένουν τα στάχυα, μια επιφάνεια περίπου ενάμιση στρέμμα.
Καταπράσινη η γουρα και ότι έβλεπε το μάτι γύρω σου όλα ανθισμένα και σχεδόν σε όλοι τί γουρα ανθισμένες παπαρούνες.
Μια εικόνα βγαλμένη από το παράδεισο.
Έμελλε να αποτυπωθεί τόσο βαθιά στο μυαλό, που αν ο παράδεισος για κάθε άνθρωπο έχει μια διαφορετική εικόνα για εμένα έχει αυτή.
Ο δικός μου παράδεισος όπως για όσους έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε χωριά δυστυχώς έσβησε σε εμάς με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. 
Το ίδιο συμβαίνει και στην νέα γη της επαγγελίας που πιστεύαμε όταν πρωτοήρθαμε μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι ότι τα συστήματα είναι ίδια απλώς το αφήγημα αλλάζει, άλλωστε οι άνθρωποι αρέσκονται στα παραμύθια. Όσο η πολιτική δεν θα έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του αυτό θα συνεχίζει να συμβαίνει.
Όσοι προερχόμαστε από την απεκει πλευρά πιστεύαμε ότι έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς, όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία άραγε τι φταίει; 
Το καθεστώς η το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης! 
Μα δεν είναι κομμουνιστικό.
Είναι καπιταλισμός ελεύθερη οικονομία, αγορά κλπ 
Στα παραπάνω ερωτήματα και στις δύο όχθες η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.







Ιερά μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Μάλτσιανη

Στο χωριό Μάλτσιανη βρίσκεται το πανάρχαιο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, σύμφωνα με της καταγραφές σαφείς ενδείξεις για την ίδρυση του δεν υπάρχουν, διάφορες αναφορές κάνουν λόγο για την ίδρυση του  τον 6 η 7 αιώνα μ.χ .
Ένα μοναστήρι με ιστορία 1500 ετών, χρειάστηκε μια δικτατορία 50 ετών να το καταστρέψει, μαζί με τα τελευταία 25 χρόνια θρησκευτικής ελευθερίας να σβήσει τελείως.
Όσους ναούς και να οικοδομήσουμε σήμερα, δεν έχουν αξία όταν οι πατέρες της εκκλησίας μας αγνοούν αυτήν την ιστορία, που ούτε ο Χότζας δεν έκανε σήμερα σε μια περίοδο θρησκευτικής ελευθερίας, ένα μοναστήρι που βοήθησε αιώνες τώρα ολόκληρη την περιοχή όχι μόνο των Ριζών αλλά και του Δελβίνου, έμεινε ερείπια από τους ιεράρχες του τόπου μας.
Σύμφωνα με της καταγραφές που υπάρχουν για το μοναστήρι, το παλιό μοναστήρι βρίσκονταν στην τοποθεσία Γράβα δίπλα από το Κεφαλόβρυσο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα μεταφέρθηκε και ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1843 και ολοκληρώθηκε το 1846.
Ήταν Σταυροπηγιακή μονή και αρκετά χρόνια έχει λειτουργήσει ως επισκοπική έδρα.
Στο μοναστήρι υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη σύμφωνα με την καταγραφή του Μυστακίδη,  (Φωνή Ηπείρου φυλ.452 9-11-1901) η μόνη καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1843  και ανωκοδομήθη το 1846 από τον ηγούμενο Καλλίνικο από το χωριό Κομμάτι.
Στο μοναστήρι υπήρχε ο κώδικας της μονής, παλιό χειρόγραφο με πολλές ιστορικές πληροφορίες για ολόκληρη την περιοχή ( Λ.Βρανούση. Χρονικά Ηπείρου σελ.173-180)
Σύμφωνα με την πληροφορία που έρχεται από τον Βρανούση όταν είχε διατελέσει ηγούμενος του μοναστηριού, ο Κύριλλος από το χωριό Λεσινίτσα ο ίδιος ανήγγειλε ότι είχε πάρει μαζί του το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο και επρόκειτο να το δημοσίευση.
Ο Κύριλλος είχε ταξιδέψει στο Ιάσιον της Μολδαβίας περίπου το 1800, δυστυχώς το χειρόγραφο έμεινε αδημοσίευτο έτσι χάθηκαν και τα ίχνη του χειρόγραφου της μονής.
Ο Δροβιανίτης λόγιος Ν.Μυστακίδης που αναδίφησε παλιά έγραφα του μοναστηριού, έχει δημοσίευση μία μελέτη στο περιοδικό των Πατριαρχείων ( Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος18 1898 σελ. 444& 482-484)&
Β.Μπαράς Δέλβινο Βορείου...σελ.200-203
Πιθανών να είναι και ο μοναδικός κατάλογος, με  τους ηγούμενους της μονής που έχει δημοσιευτεί.
Το δημοσίευμα του Νικολάου Μυστακίδη με τίτλο " Θεσπρωτικά"  - Ηγούμενοι χρηματίσαντες  εν τη κατά την Μάλτσιανην μονή τού αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου.( Εκκλησιαστική αλήθεια έτος18 1898 σελ.444&482-484)
Το δημοσίευμα αναφέρει όσα στοιχεία ήταν δυνατόν να αντλήσει από την βιβλιοθήκη της μονής, παρουσιάζοντας όλους τους ηγούμενους με χρονολογική σειρά, ενδεικτικά θα αναφέρω κάποιους που διοίκησαν την μονήαφήνοντας το αποτύπωμα στην ιστορία της μονής και ολόκληρης της περιοχής.
Τα πρώτα έτη από την ίδρυση υπάρχει ονομαστική αναφορά για τους ηγούμενους, την πρώτη χρονολογική αναφορά την συναντούμε το 1073 Ιερομόναχος Νικηφόρος.
1270 - Ηγούμενος Δανιήλ, από τον Άγιο Ανδρέα ο οποίος αφιέρωσε την περιουσία του στο μοναστήρι.
1299 - ηγούμενος και πνευματικός  Ιωάσαφ
1478 - Γεράσιμος ιερομόναχος από Δρόβιανη
Το 1471 έχουμε την πρώτη καταστροφή της μονής από πυρκαγιά, την οποία ανακαίνισε ο Ιερομόναχος Γεράσιμος.
1500 - Ζαχαρίας εβοήθει πτωχούς και διατηρούσε εν τη Μονή υποτρόφους.
1528 - Αθανάσιος ιερέας από Τσερκοβίτσα.
1591- 1600 Νεκτάριος επί της θητείας του επισκευαστεί η γέφυρα (22-5-1599) προς Τσερκοβίτσα.
1649- Παππά Ζαφείρης υιός του Κωνσταντίνου και της Δέσποινας από την Μάλτσιανη.
1669- Υπάρχει αναφορά για σεισμό που έγινε στην περιοχή, και επισκεύασαν τα κελιά που είχαν ραγίσει από το σεισμό.
1700- Η μονή διετέλεσε πατριαρχική εξαρχία εποπτεία των πέριξ χωριών.
1738- Κλήμης από Σμίνετση
1789- Παππά Φώτος από Γρίαζδανη
1799 - Κλήμης από Γρίαζδανη επί των ημερών του χτίστηκε ο τοίχος περίβολο της μονής.
1828 - 1843 Καλλίνικος από το χωριό Κομμάτι οποίος οικοδόμησε το μύλο το 1830.
1843 - Ανοικοδομήθηκε ο ναός της μονής εκ θεμελίων δαπάνη του εκ Βλαχίας Αρσενίου Ιερομονάχου.
1866-1890 Φιλήμων ιερομόναχος και αρχιμανδρίτης από το χωριό Άγιος Ανδρέας ,ο οποίος ίδρυσε την σχολή Θεολόγου Ριζών το 1876 και έφτιαξε και  το γεφύρι του μύλου το 1888.
Ο ρόλος της μονής σπουδαίος για την περιοχή στην διάδοση των γραμμάτων, την πρώτη μαρτυρία συναντούμε στον Μαλτσιανίτη λογοτέχνη Σταυριανός Βηστιάρης 1540-1610  όποιος αναφέρει στο χειρόγραφο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1634 " Οι ανδραγαθίες του σεβαστού ανδριοτάτου Μιχαήλ Βοϊβοδά"  να μας περιγράφει ότι έμαθε γράμματα στο σχολείο της μονής, μετέπειτα έχουμε την ίδρυση του σχολείου Ριζών Θεολόγου από την Μονή.

Αν θέλετε να μάθετε και μένα την πατρίδα,
Μαλσιανή η χώρα μου, του Δελβίνου μερίδα
ευρίσκεται πολλά κοντά στον Άγιο Θεολόγον,
.....

Αετοφωλιά

Λίγο χώμα ανάμεσα στα βράχια 

Δυο στάλες βροχής 

ένα  κουκούτσι που κουβάλησαν 

τα πουλιά, ήταν αρκετά.

Πρασίνισε ο τόπος.


Το λιθάρι ειναι βαρυ στο τόπο του.

Το λιθάρι είναι βαρύ στον τόπο του

Ένα σύντομο ταξίδι στα χωριά του Θεολόγου αρκεί για να απαντηθούν, σχεδόν μαγικά, οι απορίες που μπορεί να έχει κανείς: Υπάρχει ζωή; 

Υπάρχει ελπίδα; 

Μπορεί να αλλάξει κάτι;

Η απάντηση έρχεται από τις εικόνες που σοκάρουν ιδίως όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ. Τα ερείπια των αναμνήσεων και των παιδικών ονείρων σε αναγκάζουν να αναθεωρήσεις όχι μόνο σκέψεις και απόψεις, αλλά κυρίως τη στάση ζωής σου. Δευτερευόντως, έρχεται και η αναπόφευκτη σκέψη για το αύριο του τόπου μας.

Κανείς μας, όταν πηγαίναμε σχολείο στον Θεολόγο, δεν μπορούσε να φανταστεί, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα, αυτό που είναι σήμερα. Η ερήμωση δεν ήρθε μόνη της. Ήρθε από τις λανθασμένες πολιτικές: από τη μία η Αλβανική πολιτεία, συχνά εσκεμμένα, κι από την άλλη η μητέρα Ελλάδα με λόγια χωρίς αντίκρισμα. 

Κι έτσι ερήμωσε η Ελληνική Εθνική Μειονότητα.

Κι όμως, μιλάμε για μια περιοχή που κουβαλάει ιστορία χιλιάδων ετών. Από τα κυριότερα αρχαιοελληνικά φύλα κατοίκησαν εδώ. 

Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; 

Το Βουθρωτό, την αρχαία Φοινίκη, την Αντιγόνη, τα κυκλώπεια τείχη της Μάλτσιανης... Σπαράγματα αρχαίου μεγαλείου, που στέκουν σήμερα μέσα σε χωριά-περιβόλια νεκρών ψυχών.

Είναι απορίας άξιο πώς μια μόνο γενιά κατάφερε ό,τι δεν πέτυχαν τόσοι πόλεμοι και επιδρομές βαρβάρων για χιλιάδες χρόνια. Σαράντα χρόνια κομμουνισμού στάθηκαν αρκετά για να συντρίψουν ό,τι κράτησε η Ήπειρος για αιώνες.

Πού είμαστε όλοι εμείς, που υποτίθεται πως αγαπάμε τον τόπο μας;

Αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για τη γη που μας γέννησε, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Κάποιοι σερβίρουν πατριωτισμό άνευ ουσίας, κι άλλοι πεθαίνουν τον τόπο που μας γέννησε.

Όμως τίποτα δεν έχει τελειώσει. Το λιθάρι, όσο βαρύ κι αν είναι στον τόπο του, παραμένει θεμέλιο. Και τα θεμέλια, όσο κι αν σκεπάζονται από σκόνη και εγκατάλειψη, είναι εκεί. Περιμένουν.

Η επανένωση με τον τόπο μας δεν είναι απλώς ρομαντισμός ή νοσταλγία. Είναι καθήκον. Είναι πράξη αντίστασης απέναντι στη λήθη. Είναι υπόσχεση στις προηγούμενες γενιές κι ελπίδα για τις επόμενες.

Ας βρούμε ξανά ο ένας τον άλλον. Ας ξαναδούμε τα ερείπια ως αρχή και όχι ως τέλος. Ας δώσουμε στα χωριά μας την ευκαιρία που τους στέρησαν  όχι οι αιώνες, αλλά η αδιαφορία της δικής μας εποχής.

Γιατί όσο υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο τόπος μας.


Αρχαία τοίχοι από το κάστρο της Μάλτσιανης.

Χαιρέτα μου το πλάτανο.

Τέτοια εποχή είναι πολύ όμορφα να βρίσκεσαι στην Μάλτσιανη. Άνοιξη και είναι αδύνατο να μείνεις σπίτι χωρίς να περπατήσεις λίγο στο χωριό. Καθώς περπατούσα στο Μαγγανάρι ερχόταν τα αρώματα από τα λουλούδια της άνοιξης από το φασκόμηλο η ασφακίδη, ασφάκες και άλλα, βλέποντας τον ήλιο που έλαμπε γύρω μου, το τοπίο έμοιαζε μαγικό, κοιτώντας τα δέντρα το βλέμμα έμεινε στην βελανιδιά, έμοιαζε σαν ζωντανό γλυπτό. Πίο πέρα οι ελιές, οι αγριελιές, αμυγδαλές και λίγα μικρά πλατάνια. Σταμάτησα λίγο στην αιωνόβια ελιά στην πηγή στους Ευαγγελάτος, κάθησα λίγο να απολαύσω την σκιά της από της ακτίνες του ήλιου. Εικόνες ήρθαν αμέσως στο μυαλό μου, εδώ καθόμασταν παιδιά όταν επιστρεφαμε από το σχολείο για να πιούμε νερό να ξεδιψάσουμε και ξεκουραστούμε. Σκέφτηκα πόσα λίγα γνωρίζω για της ελιές, βελανιδιές, αμυγδαλιές; Ποιος τα φύτεψε; Πόσα χρόνια πριν τα φύτεψε αφού είναι τόσο μεγάλα; Αναρωτιόμουν λες και απευθυνόμουν κάπου. Συνέχισα το περπάτημα μέσα από τα χωράφια στα περιβόλια προς το χωριό, έχουν μείνει λίγες ελιές και αμυγδαλές πλέον, αλλιώς τα θυμόμουν όταν ήμουν παιδί. Φτάνοντας μπροστά στην εκκλησία, ο πλάτανος κάλυπτε με την σκιά του το δρόμο, λίγο πίο πάνω στέκεται επιβλητικά ο πλάτανος στην πηγή της Μαργάρος, τον κοιτούσα κάτω από την σκιά του άλλου πλάτανου εδώ που ήταν το σχολείο. Ένιωθα δέος που τον παρακολουθούσα, τεράστιος, προσπαθούσα να υπολογίσω το ύψος να είναι πενήντα η εξήντα μέτρα, μπορεί και περισσότερο. Τα κλαδιά του απλώνονται σε τεράστια επιφάνεια, ο κορμός του χρειάζεται πέντε άτομα να τον αγκαλιάσουν. Προσπάθησα να θυμηθώ την ιστορία που αφηγούνταν οι παλιοί αλλά δεν τα κατάφερα. Προχώρησα έφθασα στο πλάτανο, ήπια λίγο νερό από την Μαργάρο και κάθησα κάτω από την σκιά του. Αναρωτιόμουν μα ποιος να τον φύτεψε; Να είναι τόσο μεγάλος πριν πόσα χρόνια τον φύτεψαν; Αν μπορούσε να μιλήσει να διηγηθεί την ιστορία του, πολύ θα ήθελα να την μάθω. Έχει δει τόσα πολλά, έχει ακούσει πράγματα και πράγματα. Σκέφτηκα πως για να μπορέσω να ακούσω την ιστορία του, πρέπει να είμαι ήρεμος. Να μην τρέχω όλη την ημέρα και να κλέβω λίγο χρόνο από της δουλειές μου και να έρχομαι μια βόλτα στο χωριό, να ηρεμεί λίγο η ψυχή και να φορτίζει μέχρι την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθώ στο χωριό. Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις που ήρθαν στο μυαλό μου. Παρατηρώντας πόσο χοντρός είναι ο κορμός και πόσο έχει αλλάξει όταν ήμασταν στο χωριό, αυτόματα άρχισαν να περνούν εικόνες εκείνης της εποχής από μπροστά μου. Ο τοίχος της στέρνας καθόμασταν που παίζαμε σκάκι η ντάμα, οι ρίζες που παίζανε χαρτιά, το αυλάκι με το νερό που περνούσε από κάτω, περνούσαν σαν ταινία μπροστά μου. Σήμερα είναι διαφορετικό το τοπίο, ο τοίχος της στέρνας έχει γκρεμιστεί, από κάτω φτιάξανε τοιχίο, οι ρίζες δεν φαίνονται. Κοιτώντας το με απορία λες και θέλει να κρύψει την δική μας ασχήμια από όλα αυτά που άκουσε τόσα χρόνια, και θέλει να τα κρατήσει κρυφά μαζί με την ιστορία που κουβαλάει, από εμάς που φύγαμε και τον παρατήσαμε μέχρι να επιστρέψουμε ξανά να μας τα διηγηθεί. Αχ και να μιλούσαν αυτά τα αιωνόβια δέντρα πόσα πολλά θα μας έλεγαν για την ιστορία αυτού του τόπου, πέρασαν τόσοι και τόσοι, μα κανείς δεν τα πείραξε. Τα χρόνια της δικτατορίας του προλεταριάτου δυστυχώς κατάστρεψαν τα πάντα. Δεν άφησαν πλατάνι για πλατάνι, και δέντρο για δέντρο σε όλους τους λάκκους, στο Ριζοράδη, στην Γρούζα, στην Βίτσα, στο Κουκούλιο, δεν άφησαν αγριελιά για αγριελιά, θυμάμαι κάτι θεόρατες αιωνόβιες στα Βατσάρια, στο Ξερόφλιακο, στην Παναγίτσα στο Μοναστήρι, στον Αεΐ Γιώρη. Αναρωτιέμαι τι λύσσα ήταν αυτή που δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο από το οικοσύστημα της περιοχής, δεν μπορώ να κατανοήσω το κάψιμο τον λιβαδιών που πίστευαν και συνεχίζουν ότι κάνει καλό στην κτηνοτροφία, και πράγμα που συνεχίζει ακόμα σήμερα από κάτι αδαείς αγύρτες. Λίγη ξεκούραση κάτω από την σκιά του Πλατάνα λειτουργεί σαν βάλσαμο για την ψυχή όλων εμάς που μεγαλώσαμε σε αυτό το τόπο. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη, άραγε ο τόπος φταίει που έφυγαν όλοι και δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να μείνουν η το καθεστώς κατέστρεψε το τόπο και υποχρέωσε τον κόσμο να φύγει να σωθεί απ'αυτό;;; Το χωριό είναι φτιαγμένο σε μια υπέροχη τοποθεσία με πολύ καλο κλίμα, με άφθονα νερά, σε ιδανικό υψόμετρο για φρουτοκαλλιέργεια, ελιές, κηπευτικά για τα πάντα. Ιδανικό κλίμα χειμώνα καλοκαίρι για ποιοτική ζωή. Σκεφτόμουν τι έφταιγε πίο πολύ από τα δύο βασικά ερωτήματα. Μετά από αρκετή ώρα ήρθε στο μυαλό μου η φράση, " Χαιρετα μου το πλάτανο" που νομίζω στην περίπτωση μας ταιριάζει απόλυτα. Την παραπάνω φράση την χρησιμοποιούμε για πράγματα που δεν πρόκειται να γίνουν, και περιέχει την ειρωνεία ως κύρια ερμηνεία, για αυτό και ανέφερα ότι μας ταιριάζει. Ανήκω σε μια γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό, έφυγε στα είκοσι της για την γη της "επαγγελίας", όμως οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων που στιγματίζουν το κάθε άνθρωπο είναι εκεί, με της όποιες δυσκολίες και παρατράγουδα εκείνης της εποχής, πράγμα που ο άνθρωπος δεν παύει ποτέ να ονειρεύεται το τόπο που γεννήθηκε. Πάντα το μυαλό και οι σκέψεις θα περιστρέφονται γύρω από το χωριό, εύχομαι και ελπίζω η γενιά αυτή να συντηρήσει αυτές τις εικόνες που κουβαλάει, μαζί με το σπίτι στο χωριό. Είμαστε η γενιά που δεν ξεχνάμε αλλά προχωράμε βήμα βήμα στην ζωή, όλα εξαρτώνται από εμάς, ας μην αφήσουμε τις αναμνήσεις μας σε εκείνους που κατάφεραν να μας διώξουν από τα παιδικά όνειρα.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...