Καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου, με την κουρτίνα ανοιχτή, ο ουρανός πάνω απ’ την Αίγινα απλωνόταν μέχρι τον Πόρο σαν χρυσός καμβάς. Κίτρινα και πορτοκαλιά σκιρτήματα χόρευαν στον ορίζοντα, κι εγώ άφησα για λίγο το βάρος της οθόνης, παραδομένος στη σιγαλιά εκείνης της ώρας, που όλα μοιάζουν να ψιθυρίζουν κάτι παλιό — σαν οι νεράιδες να βρήκαν καταφύγιο στο νησί και να χόρευαν με τον άνεμο.
Εκεί, ανάμεσα φως και ανάμνηση, με τράβηξαν πίσω οι παιδικές εικόνες. Ξαναείδα τον εαυτό μου να κάθεται κάτω απ’ τη σκάλα στο χωριό. Μικρός, με την αθωότητα ζωγραφισμένη στο βλέμμα, να πιστεύω πως η Κέρκυρα ήταν όνειρο απτό, μια ανάσα μακριά. Θυμάμαι τη θάλασσα – έναν καθρέφτη απέραντο, που έπιανε μόνο ουρανό. Μα εγώ, παιδί, ήθελα μια γωνιά να στραφεί στη στεριά, να δω την άγνωστη γη που με καλούσε.
Περίμενα τη δύση υπομονετικά, σαν ιεροτελεστία. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου γλιστρούσαν στο σκοτάδι, και τα πρώτα φώτα της Κασσιόπης άναβαν σαν μικρές ελπίδες. Το σκοτάδι έπεφτε βαρύ, σαν πέπλο μοναξιάς, κι εκεί, μέσα σ' αυτή τη σιωπή, ήρθε η φωνή του Αντώνη — σαν σχισμή στο χρόνο. Η μαγεία σκόρπισε με τον ήχο του, κι ο νους μου επέστρεψε βιαστικά στο παρόν.
Κι όμως, για λίγο, το ηλιοβασίλεμα είχε ξεκλέψει την ψυχή μου· μ’ είχε αποσπάσει απ’ τον πόνο του παρελθόντος. Κάθισα ξανά κι άρχισα να γράφω λέξεις, προσπαθώντας να γεφυρώσω δύο κόσμους — την εξωτική Αίγινα του τώρα και τη θαμπή, μα ζωντανή, Κέρκυρα των παιδικών μου ημερών.
Όσο ζωγράφιζα με λέξεις, η μνήμη έλαμπε· μα έπειτα ήρθε το σκοτάδι των βιωμάτων, βαθύ και βαρύ. Αναρωτήθηκα — τι είχε αλλάξει; Τι είχε χαθεί; Κράτησα μόνο ό,τι ζεστό απέμεινε από εκείνη την εικόνα, κι ας ήταν θολή όπως τότε που την πρωτοείδα.
Κι όμως, μετά από τόσα χρόνια, το πιο καθαρό σημάδι είναι η τριανταφυλλιά που φύτεψε η μάνα μου δίπλα στο κλήμα. Ένα σύμβολο αγάπης, ριζωμένο στην καρδιά, που με συνοδεύει σιωπηλά — όπως κι οι αναμνήσεις που φωτίζουν ακόμη την ψυχή μου.