Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Ιστορία που έγινε τραγούδι

Τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου είναι πλούσια και ποικίλα, μάλιστα σε αυτά συναντούμε όλα τα είδη δημοτικής ποίησης όπως καταγράφηκαν από λαογράφους.
Έχουμε ακριτικά τραγούδια, ιστορικά, κλέφτικα, μπαλάντες του τραπεζιού, νυφιάτικα (του γάμου),της ξενιτιάς, θρησκευτικά, εποχικά, παιδικά και μοιρολόγια.  

Οι στίχοι των τραγουδιών πηγάζουν από την συνείδηση του λαού μας και έχουν έναν ιδιαίτερο τύπο ποιητικής σκέψης ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο των τραγουδιών μας, σαν ιδιαίτερο είδος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσδιορίζει την φύση των σχέσεων μεταξύ της καλλιτεχνικής και ιστορικής αλήθειας και των μέσων έκφρασης του λαού μας.
Η αναπαράσταση των τραγουδιών απεικονίζεται με όρους φανταστικού η μυθολογίας χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες αλλά γενικά σε μορφή ιστορικού ιδανικού κάτω από την σκιά μεγαλοπρεπών προσώπων που συνενώνουν χαρακτηριστικά της εποχής τους και της μυθολογίας.
Οι άμεσες σχέσεις με την αρχαιοελληνική μυθολογία,μαρτυρούν κατά κάποιο τρόπο και την ιστορική μας συνέχεια.
Στα αφηγηματικά τραγούδια του τόπου μας επιλέγονται γεγονότα και πράξεις που σχετίζονται κυρίως με την ηθική και εθιμική ζωή ,την αφήνουν να υπονοηθεί με αυστηρή αντικειμενικότητα για αυτό και συνήθως αφηγούνται την πίστη,την αγάπη,το μίσος ,την φιλία η την προδοσία.
Έχουν στο κέντρο της αφήγησης τους τον άνθρωπο σαν άτομο,σαν εγώ, σα λυρικό πρόσωπο για αυτό συχνά η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο ,ενώ ο μονόλογος η ο διάλογος,έχουν βαθύ λυρικό χαρακτήρα,διεγείροντας ανθρώπινα συναισθήματα για την τύχη του ανθρώπου. 

Σήμερα θα παρουσιάσουμε ένα αφηγηματικό τραγούδι που έχει μια ιδιαίτερη σημασία για εμένα, περιγράφει κάποιο γεγονός, μια ιστορία αληθινή που συνέβη στο χωριό Μάλτσιανη, ημέρα  γάμου της Κούλας Τζώρου όπως την έχει καταγράψει ο λαογράφος Γ. Παναγίωτου στο βιβλίο του "Δεν είμαστε και εμείς Ρωμιοί...!!"
Το παρακάτω τραγούδι το απήγγειλε η γριά Αναστασία Τζώρου,εξηγώντας: 
 
«Ήταν μπροστά 'πο το χαλασμό του δώδεκα.
 Ήμουνε γκοτζιαγυναίκα τότες .  
Παντρεύαμε την Κούλα του Τζώρου.  
Τη Δευτέρα βράδυ,στα φιλέματα ,θα ήταν μεσάνυχτα,σα να φύτρωσε 'πο τη γης μπήκε στον οντά ένας λεβέντης εδώ κι απάνω. Αρματωμένος,τα μαλλιά στους πλάτες,τα γένια στο γκιόξι,κάτι μάτια τόσα μεγάλα -φωτιές τόβγαζανε.  
Οι άντρες είπαν μ' ήτανε κάνας αϊντούτης και σκώθκανε,αλλ' αυτός είπε ότι πολεμούσε τον Τούρκο κι έρθε να ξεχάσει.
 Δεν είχε κούσω ,ούτε ξανάκουσα τίποτε για κείνον τον κλέφτη».
 

Όπως φαίνεται, ο κλέφτης του τραγουδιού πέρασε σαν μετεωρίτης,εντυπωσιάζοντας κάποιο ραψωδό με την απρόοπτη παρουσία  και την πολεμική του εμφάνιση.

Του Χαρίλαου
Φάτε και πιείτε,βρε παιδιά,  
χαρείτε να χαρούμε,  
παντρεύουμε την Κούλα μας,  
την όμορφη τρυγόνα.  
Νάτος και ο Χαρίλαος 
  με τα λουριά στην μέση!
  -Παιδί μ' αν έρθες για καλό,
έλα και καλώς έρθες 
  αν έρθες γι' ανακατωσιές ,
κοίτα μην μετανιώσεις.
  Δεν έρθα ο μαύρος για κακό  
κι ούτε κακό σας θέλω,  
έρθα για να σας ευκηθώ,  
να γένω και κουμπάρος 
  γιατ' είμ' ο δόλιος μαναχός  
στης ράχες και στα πλάγια. 

Κι αν τύχη και με βρει ποτές  
το τούρκικο το βόλι,  
να  'χω ποιος να με λυπηθεί,  
να  'χω ποίος να με κλάψει. 
- Κι αν έρθουν οι νιζάμηδες με τα ψιλά τα φέσια;
-  Θα βάλω το ντουφέκι μου να πυκνοκελαηδήσει.

Μάλτσιανη ,1950

Ας γνωρίσουμε το χωριό Μαλτσιανη.





Το χωριό Μαλσιανή βρίσκεται στης πρόποδες του Όρου Σιεντενίκου, όταν το αντικρίζεις από μακριά μοιάζει σαν μια ανοικτή  παλάμη χεριού που φιλοξενείται ανάμεσα σε δύο βουνοκορφές, αριστερά και δεξιά του, πάνω από το χωριό κείτεται καμαρωτά το Σιεντενίκου λες και το χωριό κάθεται πάνω σε θρόνο, αετοφωλιά η μπαλκόνι των Ριζών όπως να το περιγράψει κανείς βρίσκεται σε ειδυλλιακό τοπίο.

Το οδικό δίκτυο ανύπαρκτο και κατεστραμμένο, μόνο με κίνηση σε τέσσερις τροχούς μπορεί να πηγαίνεις φθάνοντας στο χωριό, σε αποζημιώνει η εκπληκτική και μοναδική του θέα, νομίζεις ότι θα αγγίξεις τον ουρανό, η θα απλώσεις το χέρι στο Παντοκράτορα, το Βούρκο ,τους Άγιοι Σαράντα, τα Φιλιατοχώρια απίστευτη πανοραμική θέα.
  Το χωριό απλώνεται ανάμεσα σε δύο βουνοπλαγιές ,δυτικά ο λόφος Σκόλι ανατολικά ο λόφος Ζιμόρι με προέκταση το λόφο του Αελιά που βρίσκεται το αρχαίο κάστρο (Ελίκρανον).
Ανατολικά συνορεύει με το χωριό Γρίαζδανη δυτικά με το χωριό Λεσινίτσα ,το Γιαννιτσάτη, την Τσερκοβίτσα και νότιο δυτικά με  τον Άγιο Ανδρέα .
Το χωριό διοικητικά μετά την πρόσφατη διοικητική μεταρρύθμιση ανήκει στο Δήμο Φοινικαίων ,πρώην επαρχία Ριζών Θεολόγου Δίβρης.
Πριν φθάσουμε στο χωριό συναντούμε το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου υπολογίζεται ότι χτίστηκε  πριν το 1200 , προχωρώντας την ανηφόρα του Αϊ Μαρτίνι ,δεξιά μας βλέπουμε το αρχαίο κάστρο Ελίκρανον να στέκεται καμαρωτά στην κορυφή του λόφου και μοιάζει σαν πυραμίδα .
Στο κέντρο του χωριού υπάρχει η εκκλησία Κοίμησεως Θεοτόκου βυζαντινής  περιόδου το έτος κατασκευής δεν το γνωρίζουμε ,μια επιγραφή στο ναό αναφέρει το 1749 ,οι μαρτυρίες όμως των κατοίκων λένε ότι χτίστηκε πολύ πριν την άλωση της πόλης.

Στον περίβολο της εκκλησίας από την δυτική πλευρά του ναού υπάρχουν ακόμα ερείπια αρχαίου ιερού πάνω στα οποία χτίστηκε ο ναός.
Λίγα μέτρα από την εκκλησία υπάρχει το πηγάδι της Μαργάρος με το γέρο πλάτανο κάνοντας της ζεστές μέρες του καλοκαιριού πραγματική όαση, όταν κάθεσαι κάτω από την σκιά που χαρίζουν απλόχερα τα κλωνάρια του.
Αφήνουμε πίσω το κέντρο του χωριού και συνεχίζουμε το δρόμο  προς την πανωμεριά, υπάρχει ένα πανέμορφο μικρό εκκλησάκι οι Ταξιάρχες το είχαν κατεδαφίσει την περίοδο του καθεστώτος και τα τελευταία χρόνια οι γείτονες του το ξανά έχτισαν όλο με πέτρα. 
Φθάνοντας στη πανωμεριά συναντούμε το πηγάδι τον Γλύκερα που τροφοδοτεί τους πανωμερίτες με άφθονο παγωμένο νερό μάλιστα από το Γλύκερα πότιζαν τους κήπους οι περισσότερες οικογένειες του χωριού.
Αν κάποιος θέλει να γνωρίσει την Μάλτσιανη αξίζει τον κόπο να επισκεφτεί το αρχαίο κάστρο Ελίκρανον στον Αελιά ,περίπου μια ώρα περπάτημα να θαυμάσει από κοντά τα αρχαία τοίχοι, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία τα πλακόστρωτα του κάστρου και τους αρχαίους τάφους.
Επόμενος προορισμός ο Άγιος Νικόλαος στους Βουρλάτες ,δίπλα από το εκκλησάκι το αρχαίο ιερό τα τοίχοι διακρίνονται καθαρά λίγο πιο κάτω υπήρχαν και άλλα αρχαία τοίχοι ....ο χρόνος τα έκρυψε περιμένοντας τους αρχαιολόγους και ιστορικούς να τα ανακαλύψουν ίσως και  την χαμένη πόλη της Ηπείρου Ελίκρανον,
μια από της πολλές που κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι στην Ήπειρο.
Πολλά τα σημεία που μπορεί να επισκεφτεί κανείς στη Μάλτσιανη, όπως στην Πλασιά, στον Κατωκάμπο ,Ζιμόρι στο Κεφαλόβρυσο που μαρτυρούν την ιστορία του τόπου, πρέπει οι ίδιοι κάτοικοι να ενδιαφερθούν να τα αναδείξουν.

Πραγματική ιστορία, το τραγούδι της Νάσιοβας.

 

Πραγματική ιστορία, το τραγούδι της Νάσιοβας.



Η ευαισθησία για την παράδοση τα ήθη και έθιμα ,οφείλετε σε ένα μεγάλο βαθμό στης πολιτικές και κοινωνικό γεωγραφικές συνθήκες ,κάτω από της οποίες έζησαν οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και βιώνουν ακόμη σήμερα.
Βλέποντας με αγάπη και  στοργή τον δικό τους πολιτιστικό θησαυρό , διατηρώντας τον σαν κόρη οφθαλμού,λόγο μεγάλων δυσκολιών που αντιμετώπισε ο εκεί ελληνισμός ειδικότερα μετά της αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα που τον ξέκοψαν από την  μητέρα Ελλάδα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ,που το καθεστώς επέβαλε, ξεστράτισε από την φυσική εξέλιξη του , το δημοτικό τραγούδι παραποιήθηκε με βάναυσο τρόπο και περιθωριοποιήθηκαν πάρα πολλά δημοτικά τραγούδια ,με το πρόσχημα ότι δήθεν ήταν οπισθοδρομικά ειδικά τα τελετουργικά και θρησκευτικά τραγούδια.
Ο λαός όμως διαφύλαξε τα τραγούδια του, κρατώντας τα γερά στην μνήμη του, στο διάβα των δοκιμασιών και δυσκολιών που αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ακόμη σήμερα.
Όσα και να είναι τα  απαγορευμένα τραγούδια αυτά ,ο λαός κατάφερε να τα διασώσει ,έτσι να επιζήσει το δημοτικό τραγούδι μέσα στης καρδιές των Βορειοηπειρωτών και να συνεχίζει ακόμη σήμερα.
Το παρακάτω είναι από τα λησμονημένα τραγούδια εκείνης της εποχής,όπως μας το περιγράφει ο καθηγητής Λαογραφίας Γιώργος Παναγίωτου στο βιβλίο του «Δεν είμαστε και εμείς Ρωμαίοι»σελ.203 

Μια  πραγματική ιστορία που εξελίχθηκε στο χωριό Μάλτσιανη .

Απόσπασμα από το βιβλίο.

« Η πληροφοριοδότριά μου,η ογδοντάχρονη Αναστασία Τζώρου από την Μάλτσιανη μιλούσε με ιδιαίτερο σεβασμό και περηφάνια για το κύριο πρόσωπο και την υπόθεση του παρακάτω τραγουδιού :
«Δεν το θυμάμαι το όνομα της Νάσιοβας,θαρρώ ‘πο τους Τσικάτες ήτανε .Οι παλιοί μας ήλεγαν οτ’ ήταν αντρογύναικα,κατουρούσε ορθή….Και πάει μια μέρα βότανο πέρα στο Κατωκάμπο. Πέρασ’ ένας τούρκος καβάλα στ’ άλογο. Εδώ στα χωριά μας δεν παρασύχναζαν οι Τούρκοι -βουνά,κλεφτουριές …..Τυχερό της.Την είδε ,τη λιμπεύτηκε,γιατί ήταν κι όμορφη ,και πάει να την αντροπιάσει.
Τι να ‘καν’ η γυναίκα;  
Μακριά από το χωριό ήτανε,μαναχή της ήτανε,τροΰρω ψυχή.
Έκανε πως της άρεσε και αυτηνής.
Και εκεί που έκανε πως τον χαϊδευε,τον έπιασε σφιχτά ‘πο’ τ’ αχαμνά ,με σχωρείτε και κόκκαλο…..
Πότε γίγκ’ αυτό; 
Ποιος το ξέρει;
Παλιά χρόνια.
Για,πάρ’ το με την γνώμη σου: εγώ το ‘κουγα ‘πο τη μαλέκω μου ,και κείνη ‘πο την μαλέκω της ,και βάλε.
Διακόσια χρόνια,περσότερα,ποιος ξέρει;
Γιατί το χωριό μας είναι παλιό ,’πο το καιρό της Μονοβύζας .
Ωχού ,πόσα είδαν τούτα τα βουνά!
Αλλ’ ο Τούρκος είναι άλλο πράγμα…..»

Τα λόγια της μαλέκω Τάσιως (συνήθως έτσι την φώναζαν στο χωριό) δεν έχουν ανάγκη σχολιασμού.
Εκείνο όμως που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το τραγούδι μας αποτελεί παράδειγμα της βαρβαρότητας της τουρκικής δουλείας και της πατροπαράδοτης συνεχούς αντίστασης εναντίον της.

Φόνος ανήθικου Τούρκου

Εροδίσ’ η ανατολή κι ανάριωσαν τ’ αστέρια,
βήκαν τα γίδια για βοσκή κι η πέρδικες παιγνίδι ,
εκίνησε κι η Νάσιοβα να πα να βοτανίσει.
– Που πας ,νυφούλα,μαναχή μακριά ‘πο το χωριό σου; 
Δε σκιάζεσαι ‘κλέφτηδες, δε σκιάζεσαι ‘πο’. Τούρκους ; 
– Έχω δρεπάνι στην ποδιά,τσεκούρι στο ζωνάρι.
Κι ο σουβαρής εδιάβαινε με τ’ άλογο καβάλα,
είδε μαντίλι πόλαμπε,μανίκι που να αστράφτει,παραστρατάει τ’ άλογο,στη Νάσιοβα πηγαίνει:
-Κόρη μ’ ,εσύ ‘σαι μαναχή,να  ‘ρθω κι εγώ κοντά σου!
-Σαν έρθεις,καλώς όρισες και καλώς να κοπιάσεις! 
Βρωμότουρκε, είναι δύσκολο της πέρδικας κυνήγι…
Αφ’κες τα κοκαλάκια σου εδώ σε ξένο τόπο .

Μάλτσιανη ,1952



Βιβλιογραφία 

Δεν είμαστε και εμείς Ρωμιοί.....

Γιώργος Παναγιώτου 

Το τραγουδι της Νασιοβας .

Η ευαισθησία για την παράδοση τα ήθη και έθιμα ,οφείλετε σε ένα μεγάλο βαθμό στης πολιτικές και κοινωνικό γεωγραφικές συνθήκες ,κάτω από της οποίες έζησαν οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και βιώνουν ακόμη σήμερα.
Βλέποντας με αγάπη και  στοργή τον δικό τους πολιτιστικό θησαυρό , διατηρώντας τον σαν κόρη οφθαλμού,λόγο μεγάλων δυσκολιών που αντιμετώπισε ο εκεί ελληνισμός ειδικότερα μετά της αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα που τον ξέκοψαν από την  μητέρα Ελλάδα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ,που το καθεστώς επέβαλε, ξεστράτισε από την φυσική εξέλιξη του , το δημοτικό τραγούδι παραποιήθηκε με βάναυσο τρόπο και περιθωριοποιήθηκαν πάρα πολλά δημοτικά τραγούδια ,με το πρόσχημα ότι δήθεν ήταν οπισθοδρομικά ειδικά τα τελετουργικά και θρησκευτικά τραγούδια.
Ο λαός όμως διαφύλαξε τα τραγούδια του κρατώντας τα γερά στην μνήμη του,στο διάβα των δοκιμασιών και δυσκολιών που αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ακόμη σήμερα.
Όσα και να είναι τα  απαγορευμένα τραγούδια αυτά ,ο λαός κατάφερε να τα διασώσει ,έτσι να επιζήσει το δημοτικό τραγούδι μέσα στης καρδιές των Βορειοηπειρωτών και να συνεχίζει ακόμη σήμερα.
Το παρακάτω είναι από τα λησμονημένα τραγούδια εκείνης της εποχής,όπως μας το περιγράφει ο καθηγητής Λαογραφίας Γιώργος Παναγίωτου στο βιβλίο του "Δεν είμαστε και εμείς Ρωμαίοι"σελ.203 
Μια  πραγματική ιστορία που εξελίχθηκε στο χωριό Μάλτσιανη .
Απόσπασμα από το βιβλίο.
« Η πληροφοριοδότριά μου,η ογδοντάχρονη Αναστασία Τζώρου από την Μάλτσιανη μιλούσε με ιδιαίτερο σεβασμό και περηφάνια για το κύριο πρόσωπο και την υπόθεση του παρακάτω τραγουδιού :
"Δεν το θυμάμαι το όνομα της Νάσιοβας,θαρρώ 'πο τους Τσικάτες ήτανε .Οι παλιοί μας ήλεγαν οτ' ήταν αντρογύναικα,κατουρούσε ορθή....Και πάει μια μέρα βότανο πέρα στο Κατωκάμπο. Πέρασ' ένας τούρκος καβάλα στ' άλογο. Εδώ στα χωριά μας δεν παρασύχναζαν οι Τούρκοι -βουνά,κλεφτουριές .....Τυχερό της.Την είδε ,τη λιμπεύτηκε,γιατί ήταν κι όμορφη ,και πάει να την αντροπιάσει.
Τι να 'καν' η γυναίκα;  
Μακριά από το χωριό ήτανε,μαναχή της ήτανε,τροΰρω ψυχή.
Έκανε πως της άρεσε και αυτηνής.
Και εκεί που έκανε πως τον χαϊδευε,τον έπιασε σφιχτά 'πο' τ' αχαμνά ,με σχωρείτε και κόκκαλο.....
Πότε γίγκ' αυτό; 
Ποιος το ξέρει;
Παλιά χρόνια.
Για,πάρ' το με την γνώμη σου: εγώ το 'κουγα 'πο τη μαλέκω μου ,και κείνη 'πο την μαλέκω της ,και βάλε.
Διακόσια χρόνια,περσότερα,ποιος ξέρει;
Γιατί το χωριό μας είναι παλιό ,'πο το καιρό της Μονοβύζας .
Ωχού ,πόσα είδαν τούτα τα βουνά!
Αλλ' ο Τούρκος είναι άλλο πράγμα.....»
Τα λόγια της μαλέκω Τάσιως (συνήθως έτσι την φώναζαν στο χωριό) δεν έχουν ανάγκη σχολιασμού.
Εκείνο όμως που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το τραγούδι μας αποτελεί παράδειγμα της βαρβαρότητας της τουρκικής δουλείας και της πατροπαράδοτης συνεχούς αντίστασης εναντίον της.

Φόνος ανήθικου Τούρκου

Εροδίσ' η ανατολή κι ανάριωσαν τ' αστέρια,
βήκαν τα γίδια για βοσκή κι η πέρδικες παιγνίδι ,
εκίνησε κι η Νάσιοβα να πα να βοτανίσει.
- Που πας ,νυφούλα,μαναχή μακριά 'πο το χωριό σου; 
Δε σκιάζεσαι 'κλέφτηδες, δε σκιάζεσαι 'πο'. Τούρκους ; 
- Έχω δρεπάνι στην ποδιά,τσεκούρι στο ζωνάρι.
Κι ο σουβαρής εδιάβαινε με τ' άλογο καβάλα,
είδε μαντίλι πόλαμπε,μανίκι που να αστράφτει,παραστρατάει τ' άλογο,στη Νάσιοβα πηγαίνει:
-Κόρη μ' ,εσύ 'σαι μαναχή,να  'ρθω κι εγώ κοντά σου!
-Σαν έρθεις,καλώς όρισες και καλώς να κοπιάσεις! 
Βρωμότουρκε, είναι δύσκολο της πέρδικας κυνήγι...
Αφ'κες τα κοκαλάκια σου εδώ σε ξένο τόπο .

Μάλτσιανη ,1952

Από .ΡΜ

Ένα τραγούδι απ’ το τόπο μου.

 

Ένα τραγούδι απ’ τον τόπο μου
Ιωνας, 25 Σεπτεμβρίου 2016



Σε διάφορες συζητήσεις γύρω από τα δημοτικά τραγούδια του τόπου μας, συχνά–πυκνά συναντάμε την άποψη πως «το τραγούδι αυτό είναι δικό μας», ή ότι «το τραγουδούσαν έτσι ή αλλιώς στην τάδε ή στη δείνα περιοχή», χωρίς όμως κανείς να μπορεί να επιβεβαιώσει με ακρίβεια την πηγή προέλευσής του.

Τα θέματα των περισσότερων δημοτικών τραγουδιών σχετίζονται με τη ζωή, τον έρωτα, την ιστορία ή την εθνική ταυτότητα του λαού που τα τραγουδά. Εξυμνούν ή στιγματίζουν πρόσωπα και γεγονότα, μεταφέροντάς τα μέσα από τους στίχους στις επόμενες γενιές.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί με ακρίβεια σε ποια περιοχή ή χωριό γεννήθηκε ένα τραγούδι, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Ως εκ τούτου, οι συζητήσεις αυτού του είδους συχνά είναι άκαρπες ή και επιζήμιες για πολλούς λόγους.

Ωστόσο, στο παρακάτω τραγούδι, η προέλευση φαίνεται να είναι πιο ξεκάθαρη. Όπως περιγράφει ο αείμνηστος συγχωριανός μας, καθηγητής Λαογραφίας Γιώργος Παναγιώτου, η ρίζα του τραγουδιού εντοπίζεται στο χωριό Μάλτσιανη, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στις αρχές του 19ου αιώνα.

Πρόκειται για ένα αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι, στο οποίο διακρίνεται καθαρά το τοπωνύμιο Κάρπενος, καθώς και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου — στοιχεία που ταιριάζουν απόλυτα με τη γεωγραφία του χωριού Μάλτσιανη.




Ο Χαλασμός του Δώδεκα

Ποιος θέλ’ ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
να κάμει κόμπο την καρδιά και να βγει στα χωριά μας,
να ιδεί τους μαύρους τους καπνούς που φτάνουν στα ουράνια,
όπου κι οι πέτρες καίγονται και γίνονται ν’ ασβέστης,
να ιδεί πως σφάζοντ’ άντρες μας με βρωμοτουρκαλάδες,
να ιδεί γυναίκες με παιδιά, γερόντους και νυφάδες,
που ανεβαίνουν τα βουνά με πόνους και με δάκρυα,
να ιδεί το θάμα του Θεού, το θάμα του Αϊ-Γιάννη,
που σκέπασαν τον Κάρπενο μ’ ένα κομμάτι αντάρα.


Το παραπάνω τραγούδι είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο με τίτλο,
 «Δεν είμαστε και εμείς Ρωμιοί;» 
του καθηγητή Λαογραφίας Γιώργου Παναγιώτου

Ένα τραγούδι απ' το τόπο μου.

Σε διάφορες συζητήσεις που αφορά τα δημοτικά τραγούδια του τόπου μας , συχνά πυκνά συναντούμε την άποψη ότι , το τραγούδι αυτό είναι δικό μας , το τραγουδούσαν  έτσι η αλλιώς,  στην τάδε η στην βήτα περιοχή, χωρίς κανείς να μπορεί να επιβεβαιώσει με ακρίβεια την πηγή προέλευσης του.
Τα θέματα των περισσότερων δημοτικών τραγουδιών αναφέρονται για την ζωή,τον έρωτα,την ιστορία η την εθνική ταυτότητα του λαού που τα τραγουδά ,εξυμνούν ή στιγματίζουν  πρόσωπα ή γεγονότα μέσα από τους στίχους του τραγουδιού μεταφέροντας τα, στης επόμενες γενιές .
Στης περισσότερες περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί με ακρίβεια ,σε ποια περιοχή, η χωριό γεννήθηκε το τραγούδι,δεν υπάρχουν επαρκείς στοιχεία, ως εκ' τούτου η συζητήσεις αυτού του είδους να  είναι επιζήμιες για πολλούς λόγους.
Στο παρακάτω τραγούδι όμως,η πηγή του  τραγουδιού  έχει της ρίζες ,(όπως μας το περιγράφει ο αείμνηστος συγχωριανός μας καθηγητής Λαογραφίας Γιώργος Παναγίωτου)
στο χωριό Μάλτσιανη , την περίοδο της Τουρκοκρατίας στης αρχές του 19-αιώνα.
Ένα αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι στο  οποίο διακρίνουμε το τοπωνύμιο , Κάρπενος και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου πράγμα που ταιριάζει απόλυτα με την γεωγραφία του χωριού Μάλτσιανη.

Ο χαλασμός του δώδεκα 

Ποιος θέλ' ν' ακούσει κλάματα ,δάκρυα και μοιριολόγια,
να κάμει κόμπο την καρδιά και να 'βγει στα χωριά μας,
να ιδεί τους μαύρους τους καπνούς που φτάνουν στα ουράνια,
όπου κι οι πέτρες καίγονται και γένονται ν' ασβέστης,
να ιδεί πως σφάζοντ' άντρες μας με βρωμοτουρκαλάδες,
να ιδεί γυναίκες με παιδιά,γερόντους και νυφάδες,
που ανεβαίνουν τα βουνά με πόνους και με δάκρυα
να ιδεί το θάμα του Θεού,το θάμα του Αϊ Γιάννη,
που σκέπασαν τον Κάρπενο μ' ένα κομμάτι αντάρα .






Το παραπάνω τραγούδι είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο με τίτλο,
 "Δεν είμαστε και εμείς Ρωμιοί;
του καθηγητή Λαογραφίας Γιώργου Παναγίωτου

Λιγα λογια για το χωριο μας

Χωριό στην περιοχή Ριζών, ανήκει στο Δήμο Φοινικαίων , Αγίους Σαράντα τής Βορείου Ηπείρου,γεωγραφικά βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Σιεντενίκου σε υψόμετρο 673 μέτρων,συνορεύει από ανατολικά με το χωριό Γρίαζδανη ,βορειοδυτικά με την Λεσινίτσα και νοτιοδυτικά με την Τσερκοβίτσα. Ό πληθυσμός του χωριού ,σύμφωνα με τής απογραφές, την πρώτη απογραφή του 1927 στο χωριό υπήρχαν 339 κάτοικοι,στην δεκαετία του ογδόντα 270 και μετά το ενενήντα οι μόνιμοι κάτοικοι ελάχιστοι διψήφιος αριθμός .
Γενεαλογία
Οι κυριότερες οικογένειες τής  Μάλτσιανης είναι οι , Αντωνάτες ,Παππαδάτες ,Παπουτσιάτες, Τζορατες,Τσικάτες, Τζανάτες και Σταμουλάτες ,κι οι οικογένειες Μαλίου, Γιώρη, Γιώτη και Θανάση η οποίοι έχουν καταγωγή από διπλανά χωριά .

Στο κέντρο του χωριού και δίπλα από την πηγή της Μαργάρος δεσπόζει ο ιερός ναός Κοίμησης Θεοτόκου,από τους ελάχιστους ναούς που διασώζονται από την εποχή του Βυζαντίου υπολογίζεται περί το 1100μ.χ.
Στο χωριό υπήρχαν παρά πολλές εκκλησίες ,σήμερα διασώζονται ο Άγιος Νικόλαος στους Βουρλάτες,ο Προφήτης Ηλίας στον Αελιά,και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ,ερείπια από της υπόλοιπες εκκλησίες υπάρχουν ακόμη σήμερα στους Ταξιάρχες στους Τζοράτες ,μάλιστα εκεί βρισκόταν το ποιο παλιό νεκροταφείο που γνωρίζουμε μέσα στο χωριό,η Αγία Τριάδα στο μπούρτζι,  ο Άγιος Γεώργιος στην ομώνυμη τοποθεσία ,πηγαίνοντας για τον Αελιά,η Παναγία στο Κεφαλόβρυσο ,ο Άγιος Μαρτίνος στην ομώνυμη τοποθεσία στο Μαγγανάρι και το μοναστήρι του Αγίου Βασιλείου στα Ζούμπρα ανάμεσα Μάλτσιανης  και Γριάζδανης .
Μνημεία.
Μεγάλης ιστορικής σημασίας στο χωριό είναι το αρχαϊκό κάστρο Ελίκρανον στον Αελιά ,όπως και τα αρχαία τοίχοι που υπάρχουν ακόμα σήμερα στους Βουρλάτες και στην Πλασιά.
Προσωπικότητες!
Από το χωριό καταγόταν ο ποιητής Σταυριανός Βηστιάρης έζησε τον15 με 16 αιώνα,εκδίδοντας και το χειρόγραφο βιβλίο "Οι ανδραγαθίες του σεβαστού Μιχαήλ Βοιβοδα" .
Ο καθηγητής λαογραφίας του Πανεπιστημίου τον Τιράνων και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Γιώργος Παναγίωτου και συγγραφέας.
Όπως και πολλοί άλλοι ......αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε ότι πολλά νέα παιδιά του χωριού έχουν σπουδάσει πλέον στην Ελλάδα και πολλά παιδιά βρίσκονται με τής σπουδές τους στο εξωτερικό.
Εύχομαι να είναι η αφορμή ώστε τα νέα μας παιδιά να ασχοληθούν με την ιστορία του χωριού μάς.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...