Ένα τραγούδι απ’ τον τόπο μου
Ιωνας, 25 Σεπτεμβρίου 2016
Σε διάφορες συζητήσεις γύρω από τα δημοτικά τραγούδια του τόπου μας, συχνά–πυκνά συναντάμε την άποψη πως «το τραγούδι αυτό είναι δικό μας», ή ότι «το τραγουδούσαν έτσι ή αλλιώς στην τάδε ή στη δείνα περιοχή», χωρίς όμως κανείς να μπορεί να επιβεβαιώσει με ακρίβεια την πηγή προέλευσής του.
Τα θέματα των περισσότερων δημοτικών τραγουδιών σχετίζονται με τη ζωή, τον έρωτα, την ιστορία ή την εθνική ταυτότητα του λαού που τα τραγουδά. Εξυμνούν ή στιγματίζουν πρόσωπα και γεγονότα, μεταφέροντάς τα μέσα από τους στίχους στις επόμενες γενιές.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί με ακρίβεια σε ποια περιοχή ή χωριό γεννήθηκε ένα τραγούδι, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Ως εκ τούτου, οι συζητήσεις αυτού του είδους συχνά είναι άκαρπες ή και επιζήμιες για πολλούς λόγους.
Ωστόσο, στο παρακάτω τραγούδι, η προέλευση φαίνεται να είναι πιο ξεκάθαρη. Όπως περιγράφει ο αείμνηστος συγχωριανός μας, καθηγητής Λαογραφίας Γιώργος Παναγιώτου, η ρίζα του τραγουδιού εντοπίζεται στο χωριό Μάλτσιανη, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στις αρχές του 19ου αιώνα.
Πρόκειται για ένα αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι, στο οποίο διακρίνεται καθαρά το τοπωνύμιο Κάρπενος, καθώς και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου — στοιχεία που ταιριάζουν απόλυτα με τη γεωγραφία του χωριού Μάλτσιανη.
Ο Χαλασμός του Δώδεκα
Ποιος θέλ’ ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
να κάμει κόμπο την καρδιά και να βγει στα χωριά μας,
να ιδεί τους μαύρους τους καπνούς που φτάνουν στα ουράνια,
όπου κι οι πέτρες καίγονται και γίνονται ν’ ασβέστης,
να ιδεί πως σφάζοντ’ άντρες μας με βρωμοτουρκαλάδες,
να ιδεί γυναίκες με παιδιά, γερόντους και νυφάδες,
που ανεβαίνουν τα βουνά με πόνους και με δάκρυα,
να ιδεί το θάμα του Θεού, το θάμα του Αϊ-Γιάννη,
που σκέπασαν τον Κάρπενο μ’ ένα κομμάτι αντάρα.
Ποιος θέλ’ ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
να κάμει κόμπο την καρδιά και να βγει στα χωριά μας,
να ιδεί τους μαύρους τους καπνούς που φτάνουν στα ουράνια,
όπου κι οι πέτρες καίγονται και γίνονται ν’ ασβέστης,
να ιδεί πως σφάζοντ’ άντρες μας με βρωμοτουρκαλάδες,
να ιδεί γυναίκες με παιδιά, γερόντους και νυφάδες,
που ανεβαίνουν τα βουνά με πόνους και με δάκρυα,
να ιδεί το θάμα του Θεού, το θάμα του Αϊ-Γιάννη,
που σκέπασαν τον Κάρπενο μ’ ένα κομμάτι αντάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγραφούνε.