Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Ο μύθος της λίμνης, ριζωμένος στην μνήμη των κατοίκων.




 Όποιος έχει επισκεφθεί τη Μάλτσιανη εντυπωσιάζεται από τη μοναδική τοποθεσία του χωριού. Στις παρυφές του όρους Σιεντενίκου, κάτω από τα Χαλάσματα όπως τα λέμε στο χωριό απλώνεται η Μάλτσιανη, από τον Σταυρό που βρίσκεται κάτω από τον Αριά μέχρι τον άλλο Σταυρό, στους Παπουτσιάτες.
Από τα δυτικά ξεκινά ο μαχαλάς των Αντωναίων, κατεβαίνει την πλαγιά και φτάνει στους Τζωράτες, που είναι μοιρασμένοι σε δύο αντικριστές ράχες, στη μία πλευρά είναι τα σπίτια του Κώστα Τζώρου και η άλλη ράχη ξεκινά από του Δημήτρη και του Θεόδωρου Τζώρου, καταλήγοντας στου Ζαρμπαλλά ή στο αλώνι, στις Λακκιές.
Από την πλευρά των Παπουτσαίων ξεκινά μια άλλη πλαγιά που κατηφορίζει προς το Μπούρτζι και φτάνει ως τα Σταμουλάτικα περιοχή πιο βατή,  ίσιωμα όπως λέμε στο χωριό.
Αν αντικρίσουμε το χωριό από τον Αη-Μαρτίνη, ερχόμενοι από το μοναστήρι, θα προσέξουμε πώς το βουνό κάθεται, δημιουργώντας δύο φυσικά διαζώματα ή ζωνάρια. 
Το ένα βρίσκεται πάνω από τους Αντωνάτες, ενώ το άλλο, που λέγεται Σπαρτήλας, ξεκινά από το τέλος των Ζωναριών και προχωρά πάνω από τους Παπαδάτες, φτάνοντας μέχρι τους Παπουτσιάτες.
Αυτό το φυσικό ανάγλυφο έχει εμπνεύσει έναν από τους πιο παλιούς και διαδεδομένους μύθους του τόπου. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των παλιών, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το χωριό, υπήρχε κάποτε μια λίμνη. Μετά από έναν μεγάλο σεισμό, έγινε κατολίσθηση και η λίμνη «χάθηκε» όμως, κατά τον λαϊκό λόγο, τα νερά της δεν εξαφανίστηκαν. 
Άρχισαν να αναβλύζουν αλλού στο παλιό χωριό, τον Μαχαλά, δίπλα από το Καισαράτι στου Μέρκου.
Ο μύθος αυτός δεν περιορίζεται στη Μάλτσιανη είναι γνωστός σε ολόκληρη την περιοχή των Ριζών και φαίνεται να κρατάει ζωντανή μια βαθιά ριζωμένη μνήμη.
Την πρώτη γραπτή καταγραφή της παράδοσης τη συναντούμε στο έργο του Αθανασίου Πετρίδη, λόγιου από τη Δρόβιανη. 
Ο Πετρίδης, το 1866 αναφέρει: «Οι γεωργοί, όταν έσπερναν εκεί, και ιδιαίτερα οι Μαλοσιανίτες, επιβεβαίωναν πως ο χώρος ήταν κάποτε μικρή λίμνη, αλλά εξαφανίστηκε από σεισμό....»¹.

Υποσημείωση
¹ Αθανάσιος Πετρίδης, Κριτικαί Επιστασίαι περί Δωδώνης  Ηπείρου, 1866 σελ. 87.


Μια όχθη είναι αρκετή για τον άνθρωπο

Καθρέφτης μιας Παρακμασμένης Δύσης και μια πράξη φωτός στην Άρτα
Μέσα στον κυκεώνα της καθημερινής σήψης, εκεί όπου οι κοινωνίες της Δύσης και κυρίως της δικής μας χώρας επιδεικνύουν τις πληγές τους σαν σύμβολα ανωτερότητας, και οι δημοσιογράφοι καθρεφτίζουν τις δικές τους σκοπιμότητες αντί για την αλήθεια, λάμπει ξαφνικά μια πράξη σιωπηλής ηθικής,
ένας άνθρωπος ρίχνεται στο νερό για να σώσει δύο παιδιά από βέβαιο πνιγμό, στην Άρτα.
Οι λέξεις βαριές:
Αλβανός έσωσε δύο παιδιά, ακούστηκαν κι από τις δύο όχθες!
Από την απέκει όχθη, την αλβανική, κάποιοι αγράμματοι που ξέρουν να αραδιάζουν λέξεις χωρίς σκέψεις ποτισμένες με εθνικές κορόνες άριας φυλής από τις στέπες προσπάθησαν να δώσουν ταυτότητα στην πράξη ενός ανθρώπου. Την εγκλώβισαν σε εθνικιστικά καλούπια.
Από την απ’ εδώ όχθη, τη δική μας, η πράξη δεν προβλήθηκε όσο της άξιζε.
Αναφέρθηκε σχεδόν μόνο η λέξη Αλβανός. Δεν χωρούσε σε καμία πολιτική ατζέντα, δεν μπορούσε να κεφαλαιοποιηθεί, δεν ταίριαζε στο πρότυπο της κοινωνίας του θεάματος.
Κι όμως, εκεί βρίσκεται όλη η ουσία, στη σιωπηλή, αυθόρμητη αντίσταση του Ανθρώπου απέναντι στον κυνισμό της εποχής του.
Ο άνθρωπος αυτός δεν ρώτησε για θρησκείες, για έθνη, για ιδεολογίες.
Είδε δύο παιδιά που κινδύνευαν. Και βούτηξε.
Σε έναν κόσμο όπου οι εξουσίες λογοδοτούν στις πολυεθνικές και οι κοινωνίες παραπαίουν ανάμεσα στην απάθεια και την εσωτερική διάλυση, αυτή η πράξη είναι ένα φιλοσοφικό ρήγμα.
Μια απόδειξη ότι, μέσα στον πολιτισμό της απανθρωπιάς, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνεχίζει να αναπνέει.
Από την Άρτα δεν φτάνει απλώς μια είδηση.
Φτάνει μια υπαρξιακή υπενθύμιση.
Η ηθική δεν είναι η ρητορική των ισχυρών.
Είναι το αθόρυβο θάρρος του απλού ανθρώπου.
Σε έναν κόσμο που μας ζητά να διαλέξουμε στρατόπεδο, εκείνος διάλεξε τον Άνθρωπο.
Κι αν η κατάσταση για τα δύο παιδιά παραμένει κρίσιμη,
αν κρατάμε την ανάσα μας ευχόμενοι να βγουν νικητές στη μάχη της ζωής, το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα που μπορούμε να κρατήσουμε είναι τούτο.
Πάντα, σε μια δύσκολη στιγμή, θα υπάρχει ένας άνθρωπος που θα είναι εκεί.

Δούλα και κυρά, φράση βαριά, που την κάναμε ελαφριά

    Φωτογραφία, από διαδυκτιο.

Υπάρχουν λόγια που μας κληροδοτήθηκαν με πόνο κι εμείς τα επαναλαμβάνουμε σαν να είναι ανέκδοτα, φράσεις που τις κληρονομήσαμε χωρίς να τις αναρωτηθούμε. Τις κουβαλάμε από στόμα σε στόμα, σαν οικογενειακά κειμήλια η σεντούκια, χωρίς να τα ανοίξουμε να δούμε τι έχουν μέσα. Μία από αυτές είναι το περίφημο δούλα και κυρά. Ακούγεται συχνά άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε με θαυμασμό, κι άλλοτε με έναν τόνο, επιτηδευμένου λαϊκού βαθυγνωστικού ύφους.
Κάποιοι την πετάνε με την άνεση του σοφού του καφενείου, «Οι παλιές γυναίκες ήξεραν… Ήταν δούλες και κυράδες». Σαν να πρόκειται για παράσημο που δεν ξεθωριάζει ποτέ. Σαν να είναι αυτός ο ιδανικός συνδυασμός υπηρέτρια και αρχόντισσα μαζί. Λες κι ο μόχθος και η αξιοπρέπεια είναι υποχρεωτικό δίπολο για να είσαι επαρκής.
Μα δούλα και κυρά δεν είναι φιλοφρόνηση. Είναι βίωμα. Είναι η γυναίκα που ξυπνούσε πρώτη και κοιμόταν τελευταία. Που δεν είχε δικό της χρόνο, αλλά ανήκε στους άλλους. Που έπλενε, μαγείρευε, ανέθρεφε, υπέμενε, χαμογελούσε και σπανίως ακουγόταν. Κυρά στην αξιοπρέπεια, δούλα στην καθημερινότητα.
Αυτή η φράση, λοιπόν, δεν είναι για να την λέμε αβίαστα. Δεν είναι τιμητική φράση, από ένα παλιό καλό παρελθόν. Είναι μια υπενθύμιση μιας ανισότητας και όχι μόνο που καλύφθηκε με το χρώμα της συνήθειας. Και το να την εξιδανικεύεις δίχως να την  κατανοείς, είναι σαν να γυαλίζεις αλυσίδες και να τις λες βραχιόλια.
Ίσως, λοιπόν, ήρθε ο καιρός να προσέχουμε λίγο περισσότερο τις λέξεις μας. Όχι για λόγους πολιτικής ορθότητας αλλά για λόγους αλήθειας. Γιατί οι φράσεις της παράδοσης δεν είναι για να τις επαναλαμβάνουμε σαν συνθήματα. Είναι για να τις κατανοούμε, να τις σκεφτόμαστε και, όταν χρειάζεται, να τις αφήνουμε πίσω μας. Με σεβασμό όχι με τύψεις.
 
Λαογραφική ερμηνεία της φράσης «δούλα και κυρά»
Η φράση δούλα και κυρά ανήκει στο λαϊκό λεξιλόγιο και αποτελεί μια συμπυκνωμένη αναφορά στον διττό ρόλο της γυναίκας, κυρίως στην ύπαιθρο και στις παλαιότερες δεκαετίες, ταυτόχρονα υπηρέτρια της καθημερινότητας και κυρία του σπιτικού. Η δούλα συμβολίζει τη σκληρή, αθόρυβη εργασία το πλύσιμο στο ποτάμι, στο πηγάδι το ζύμωμα, το μεγάλωμα των παιδιών, τη φροντίδα όλης της οικογένειας χωρίς τέλος. Η κυρά δηλώνει το κύρος και την ευθύνη μέσα στο σπίτι την αρχόντισσα που κρατά ισορροπίες, που προσφέρει σοφία και φροντίδα.
Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για μια ιεραρχία ρόλων που η ανάγκη και η συνήθεια έχτισαν. Κι αν τη θαυμάζουμε σήμερα, ας το κάνουμε με τη συναίσθηση ότι αυτός ο ρόλος ήταν συχνά καμάρι με τίμημα. Κι ίσως, η πραγματική τιμή σε αυτές τις γυναίκες να είναι η δέσμευσή μας να μην τις ξαναζητήσουμε από καμία. Ούτε ως δούλες, ούτε ως κυράδες. Αλλά ως ανθρώπους ελεύθερους και ολοκληρωμένους.

Η Αγία Τριάδα της Μάλτσιανης Τοπωνύμια.


Η τοπωνυμία Αγία Τριάδα παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Μάλτσιανης, συνδεδεμένη με τη θέση Μπούρτζι, στην ανατολική πλευρά του χωριού, σε υπερυψωμένο σημείο με θέα. 
Η θέση αυτή θεωρούνταν παλαιότερα στρατηγική και συνδυάζει το φυσικό ανάγλυφο με την εσωτερική ιερότητα που αποδιδόταν σε τόπους λατρείας. Από προφορικές μαρτυρίες, και συγκεκριμένα από τον Κ.Τ., διασώζεται η πληροφορία ότι εκεί βρισκόταν μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα, το οποίο ανεγέρθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Ο δημιουργός του, Γ.Μ.(Σ.), ήταν κάτοικος του χωριού που είχε επιστρέψει από την Αργεντινή, όπου είχε μεταναστεύσει ως νέος, όπως και πολλοί άλλοι της εποχής. Η ανέγερση ενός παρεκκλησιού από έναν ξενιτεμένο αποτελεί συνηθισμένη πρακτική εκείνων των χρόνων αφενός ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την επιστροφή στον τόπο του και αφετέρου ως τάμα πράξη ευχαριστίας ή ικεσίας προς τον Θεό. Η Αγία Τριάδα θεωρείται στην ορθόδοξη παράδοση σύμβολο ενότητας, συμφιλίωσης και θείου μυστηρίου ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή της αφιέρωσης, καθώς οι ξενιτεμένοι πάντοτε πάσχιζαν να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κόσμο ανάμεσα στη ρίζα και τον αγώνα.
Το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με την ίδια πηγή, είχε μορφή λιτή, πετρόκτιστη, και πιθανόν ξύλινη στέγη με κεραμίδια. Δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος του, αλλά η ανάμνηση παραμένει έντονη, κυρίως λόγω του τραγικού περιστατικού που συνδέεται με την ιστορία του ιδρυτή του.
Περί το 1932, το παιδί του Γ.Μ. ασθένησε σοβαρά και μεταφέρθηκε στη Λεσινίτσα, όπου τότε λειτουργούσε ο μοναδικός ιατρός των χωριών των Ριζών. Παρά την προσπάθεια, η μεταφορά έγινε καθυστερημένα στον δρόμο της επιστροφής και συγκεκριμένα στη θέση Κοκιές, το παιδί απεβίωσε. Την επόμενη ημέρα, ο πατέρας, κυριευμένος από απόγνωση και θλίψη, κατέστρεψε το παρεκκλήσι που είχε ο ίδιος οικοδομήσει, με λοστό. Το περιστατικό αυτό παρέμεινε χαραγμένο στη μνήμη των συγχωριανών ως ενδεικτικό της σπαρακτικής σχέσης του ανθρώπου με την πίστη και την απώλεια.
Λίγο αργότερα, ο Γ.Μ. φέρεται να αναχώρησε εκ νέου για την Αργεντινή, συνοδευόμενος από τον Ζ.Τ. Χωρίς να διαθέτει νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, επιβιβάστηκε λαθραία από τη Σαγιάδα, κρυμμένος στο αμπάρι του πλοίου ανάμεσα σε κάρβουνα. Όταν έφτασε στον προορισμό του, κατάμαυρος από την αιθάλη, οι αρχές σύμφωνα με τη μαρτυρία τον ρώτησαν πώς έφτασε εκεί. Όταν τους εξήγησε, του απάντησαν,
«Αφού έφτασες ζωντανός, είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις».
Η Αγία Τριάδα στο Μπούρτζι δεν διασώζεται σήμερα, ωστόσο τοπωνυμικά και προφορικά τεκμήρια την καθιστούν μέρος του τοπικού θρησκευτικού και ιστορικού χάρτη. Η ιστορία της αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της πλούσιας εκκλησιαστικής παρουσίας στη Μάλτσιανη, που μετρούσε πολλούς λατρευτικούς τόπους εκκλησίες, παρεκκλήσια και κοντισματα, ως εκφράσεις της τοπικής πίστης, της παράδοσης, αλλά και του ανθρώπινου πόνου.

Η Γούρα με τις παπαρούνες μνήμες και σκέψεις




Ήταν Μάρτιος. Το τοπίο στο χωριό είχε ντυθεί στα καταπράσινα. Τα αγριολούλουδα είχαν ανθίσει, τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι μικρούς κόκκινους καρπούς. Ήταν τόσο νόστιμοι, που αν βρίσκαμε κανέναν καλό, τον τρώγαμε αμέσως. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ, άλλα κατακόκκινα. Ήταν όλα τόσο όμορφα, που το χωριό, όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο, έμοιαζε παραμυθένιο.
Τέτοια εποχή, οι δουλειές για τους κατοίκους του μικρού χωριού ήταν πολλές. Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους τους, που έπρεπε να καλλιεργήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα. Είχαν τα γίδια, τα πρόβατα ότι είχε η καθεμιά και φυσικά την υποχρεωτική δουλειά στον συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω. Λίγες ήταν οι οικογένειες με δύο παιδιά. Έτσι, πέρα από τον συνεταιρισμό, έπρεπε να φροντίσουν και τα ζωντανά, και τους κήπους. Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις, αν ήθελες να έχεις τα απαραίτητα για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί, έξι ή επτά χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν. Θυμάμαι όμως καλά την εικόνα εκείνη. Έχει αποτυπωθεί τόσο βαθιά μέσα μου, που κάθε φορά που έρχεται μια δυσκολία στη ζωή, η μνήμη φέρνει μπροστά εκείνο το τοπίο σαν παρηγοριά.
Εκείνη την περίοδο χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες. Η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να τα ταΐσει. Κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά που τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, πήγα μαζί της.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες, κοντά στου Παπαλέξη, που είχε πολλά πυράρια με φρέσκα βλαστάρια. Επειδή ήταν δύσκολο το μέρος, δεν μπορούσα να μπω και εγώ μέσα, κι έτσι με άφησε στη γούρα του Παπαλέξη. Στην κορυφή της υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και κάθισα.
Η γούρα ήταν σπαρμένη με βρίζα, που είχε αρχίσει να δένει τα στάχυα. Μια καταπράσινη έκταση περίπου ενάμισι στρέμμα. Ό,τι έπιανε το μάτι ήταν ανθισμένο σχεδόν σε όλη η γούρα ήταν κατακόκκινη σαν χαλί από παπαρούνες. Μια εικόνα βγαλμένη από τον παράδεισο.
Αυτή είναι η εικόνα που για μένα έγινε ο ίδιος ο παράδεισος. Κι αν κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εκδοχή του παραδείσου, για μένα είναι αυτή. Ο δικός μου παράδεισος.
Αυτός ο παράδεισος, όπως για πολλούς από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε χωριά, έσβησε με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. Το ίδιο έγινε και με τη νέα γη της επαγγελίας, που πιστέψαμε όταν πρωτοήρθαμε, μέχρι να καταλάβουμε πως τα συστήματα είναι τα ίδια μόνο το αφήγημα αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, αγαπούν τα παραμύθια.
Όσο η πολιτική δεν έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αυτή η απογοήτευση θα συνεχίζεται. Όσοι προερχόμαστε από την απέκει πλευρά, πιστεύαμε πως έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς. Όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία τι φταίει άραγε;
Το καθεστώς ή το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης;
Μα δεν είναι κομμουνιστικό. Είναι καπιταλισμός, ελεύθερη οικονομία, αγορά…
Κι όμως, στα παραπάνω ερωτήματα, και στις δύο όχθες, η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.

Όταν η πατρίδα σιωπά το χρονικό της εγκατάλειψης




Δεν είναι μόνο χωριά η πόλεις. 
Είναι πατρίδα που δεν διεκδικεί κι όμως διεκδικείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν χάνεται από χάρτες.
Χάνεται σιωπηλά, μέρα τη μέρα, από την αδιαφορία μας, από τη λήθη, από μια κοινότητα που έπαψε να ελπίζει στον εαυτό της και απλώς περιμένει κάθε τόσο τον σωτήρα από την Ελλάδα.
Κι όμως, αυτός ο σωτήρας δεν υπάρχει. 
Γιατί το ίδιο το ελληνικό κράτος έχει πάψει να ασχολείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι πλέον για το εθνικό κέντρο ούτε καν ζήτημα. 
Είναι ένα αγκάθι που πολλοί θέλουν να θεωρείται λυμένο. 
Μια ενοχλητική υπενθύμιση μιας ιστορικής εκκρεμότητας που δεν βολεύει σε συμφωνίες, ισορροπίες και διπλωματικά τραπέζια.
Όταν κάτι χάνεται ή υποχωρεί, όταν περιορίζονται δικαιώματα, όταν καταπατώνται υποδομές, θυμούνται για λίγο να φωνάξουν πατριωτικά. 
Λένε πέντε εθνικιστικές κορώνες για τις κάμερες και έπειτα σιωπή.
Καμία στρατηγική. 
Καμία πίεση. 
Καμία θεσμική συνέχεια.
Δεν κινητοποιούνται μηχανισμοί. 
Δεν κινούνται διπλωματικές πηγές. 
Δεν πιέζονται διεθνείς οργανισμοί.
Και όταν οι φορείς της κοινότητας ζητούν στήριξη, η απάντηση είναι: αφού είστε διασκορπισμένοι ή ακόμα χειρότερα αποφασίστε τι θέλετε, να τελειώνουμε μ’ αυτό το θέμα.
Αυτό δεν είναι απλώς παραμέληση. 
Είναι πολιτική συνενοχή στην εγκατάλειψη ενός ιστορικού τμήματος του Ελληνισμού.
Απέναντι σε αυτή την κρατική αδράνεια, η ίδια η κοινότητα δείχνει σημάδια εσωτερικής διάλυσης.
Η αλήθεια είναι πως για χρόνια περιμένει σωτήρες απ’ αλλού, αντί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. 
Όμως η Ιστορία δεν γράφεται με αναμονή και παρακάλια. 
Όπως λέει και η παροιμία, “άμα δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίνει η μάνα”. 
Αν δεν διεκδικήσεις, δεν θα σε ακούσει κανείς. 
Και δυστυχώς, μεγάλο μέρος του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού έχει βυθιστεί σε έναν σιωπηλό συμβιβασμό.
Η γλώσσα υποχωρεί.
Η μνήμη χάνεται.
Η νέα γενιά φεύγει ή σιωπά.
Και η κοινότητα ελπίζει, μάταια, σε κάποιο χέρι από την Αθήνα που δεν θα απλωθεί ποτέ.
Γι’ αυτό γράφω. 
Όχι από ρομαντισμό, ούτε από εθνικισμό.
Αλλά γιατί η σιωπή σκοτώνει.
Και η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι ένας μύθος. 
Είναι παρόν που ασφυκτιά και μέλλον που δεν σχεδιάζεται.
Αν δεν μιλήσουμε, αν δεν καταγράψουμε, αν δεν απαιτήσουμε σοβαρή εθνική πολιτική,
τότε θα γίνουμε η τελευταία γενιά που θυμάται ότι υπήρχε εκεί ένας κόσμος ελληνικός

Μάλτσιανη Ιστορίες που Ψιθυρίζει η Γη και τα Νερά




Η στροφή στη Μάλτσιανη δεν είναι φυγή από την πολιτική καθημερινότητα. Είναι επιστροφή στην ουσία της.
Τελευταία γράφω για πολιτικά ζητήματα. Όχι τόσο για την κομματική επικαιρότητα, όσο για τη μεγάλη εικόνα τη θέση της πατρίδας, το βάρος της ιστορίας, τις ευθύνες μας απέναντι σε έναν τόπο που ζητά λόγο και μέλλον.
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα δεν είναι πάντα εύκολα. Κάποιες φορές είναι φορτισμένα, απαιτητικά, ή πικρά. 
Είναι, όπως λέει κι ο λόγος, η φροντίδα του πολιτικού ανθρώπου για τον κοινό τόπο, για το εμείς.
Κι αυτό το «εμείς», αν δεν έχει ρίζες, καταντά λόγος αφηρημένος. Αν δεν πατά πάνω σε χώμα, σε μνήμη, σε πέτρα, σε πρόσωπα και ποτάμια, χάνει τη δύναμή του.
Γι’ αυτό επιστρέφω ή μάλλον συνεχίζω με τη Μάλτσιανη. Όχι ως φυγή από την πολιτική στην ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά ως βαθιά πολιτική πράξη να μιλήσεις για τον τόπο σου όταν σβήνει να τον καταγράψεις όταν ξεχνιέται να τον κατανοήσεις όταν αλλάζει.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό με παρελθόν. 
Είναι μια μνήμη ζωντανή, ένας χάρτης αξιών, μια πυξίδα πολιτισμού. 
Κάθε πηγή της, κάθε εκκλησάκι, κάθε μαχαλάς, δεν είναι μόνο ιστορία είναι μαρτυρία ύπαρξης.
Σήμερα που η πολιτική συχνά χάνει τον προσανατολισμό της, ίσως είναι καιρός να στραφούμε ξανά σε αυτά που δεν φαίνονται.
Στους τόπους. Στους ανθρώπους. Στα αποτυπώματα που άφησαν οι πρόγονοί μας στις πέτρες, και στα ερωτήματα που μας απευθύνουν οι σκιές τους.
Από τη Μάλτσιανη αρχίζω ξανά.
 Όχι για να αφήσω τα πολιτικά. 
Αλλά για να θυμίσω τι αξίζει να θεωρούμε πολιτικό.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...