Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Άνάσες ελευθερίας






Όσο τα αποθέματα τελείωναν και τα χρόνια περνούσαν,

από τη μία, αισθανόσουν να έσφιγγε όλο και πιο πολύ το λουρί.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, άλλαζε τρύπα το ζωνάρι,
μέχρι τα τέλη του ογδόντα:
τελείωσαν τα αποθέματα πλούτου.
Έφτασε στην τελευταία τρύπα το ζωνάρι·
πλέον μόνο τα οστά το κρατούσαν,
με αποτέλεσμα το περίσσευμα αυτού να είναι μεγαλύτερο από την περίμετρο του σώματος.

Το σκηνικό προετοιμαζόταν,
όσο περνούσαν οι μήνες, για το τέλος του δράματος.
Όσοι γνώριζαν από δράματα,
ο δυτικός άνεμος τούς παρέσυρε μαζί του.

Ο δυνατός αέρας ξερίζωσε ό,τι είχε απομείνει όρθιο.
Το πέρασμά του ήταν τόσο δυνατό,
που σάρωσε τα πάντα.

Ήρθε η στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης.
Το σύστημα ήταν σαθρό. Η διάβρωση, μεγάλη.
Αποδείχτηκε πως δεν είχε θεμέλια,
παρά μόνο ένα ψεύτικο περιτύλιγμα προπαγάνδας.

Από το πολύ σφίξιμο κι απ' τον δυνατό άνεμο, κόπηκε το λουρί
που συγκρατούσε τα πλήθη.
Τότε, μια βαθιά ανάσα ανακούφισης
γέμισε τα σπλάχνα του κόσμου με αέρα, τύψεις
και πολλά αναπάντητα ερωτήματα.

Δαφνοστολισμένος δρόμος πίστευαν πως τους καρτερούσε...!

Η απόφαση έμοιαζε σχετικά εύκολη,
όμως η έξοδος έμοιαζε με εκείνη του Μεσολογγίου.

Άλλοι πήραν καράβια και βάρκες,
άλλοι με κολύμπι,
κι άλλοι την ανηφόρα του Σιεντενίκου, Στουγάρας, Νεμέρτσκας.
Κάθε κακοτράχαλο μονοπάτι γεμάτο παλιούρια και πουρνάρια.
Κάθε βήμα και ένα σημάδι στην ψυχή.

Όσο πιο ψηλά ανέβαιναν στο Σιεντενίκου,
ένιωθαν την έξοδο προς την ελευθερία.
Ήταν μια παρηγοριά.
Το τσάι του βουνού, το ασφακίδι, τα αγριολούλουδα—
γέμιζαν με υπέροχες, αρωματικές ανάσες το ταξίδι προς αυτήν.

Ο δρόμος, όσο μακρύς και δύσβατος κι αν ήταν,
η έξοδος προς την ελευθερία
δεν άφηνε περιθώρια για καμία άλλη σκέψη,
παρά: πότε θα περάσεις την Πυραμίδα.

Ήταν η πολυπόθητη στιγμή
για ανάσες ελευθερίας.




Ένα φίλεμα ήταν η αρχή—
κι όλοι ήλπιζαν πως θα συνέχιζαν οι αρωματοθεραπείες...

Λίγος χρόνος,
κι η πραγματικότητα έκανε την εμφάνισή της.

Τότε έσκυψαν το κεφάλι καταφατικά,
λέγοντας:
"Ευχαριστώ."
Και συνέχισαν να προχωρούν.

Η αμετροέπεια τούς έκανε να παραμιλούν.
Φορές έμοιαζαν με υπηρέτες,
άλλες με την πραγματική τους μορφή.


Πέρασαν τα χρόνια.
Μαζί τους κι ο βαθύς χειμώνας.

Κάπου εκεί εμφανίστηκαν
τα πρώτα σημάδια της άνοιξης.

Μεθυσμένοι από το άρωμα και τη γύρη των λουλουδιών,
με ό,τι είχαν καταφέρει να αποκτήσουν μέχρι τότε,
πήραν την απόφαση να βάλουν το δικό τους λιθάρι
και να φυτέψουν τη δική τους ρίζα: Ελιάς.

Άρχισαν να απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια,
η εμφάνιση των πρώτων ζαρωμένων γραμμών στο πρόσωπό τους ήταν γεγονός.

Όσα ονειρεύονταν
ήρθαν οι μούσες να τους τα θυμίσουν.
Ήταν τα νεραϊδένια νανουρίσματα
που άκουγαν τότε,
την εποχή που βιάζονταν να ταξιδέψουν
στη γη της επαγγελίας.


Όταν εμφανίστηκε το άλογο της Παναγίας,
ο νους τους επέστρεψε
σε εκείνα τα δύσκολα, μα ανέμελα χρόνια.
Τότε που ρωτούσε τους γονείς του:

"Τι είναι αυτό;"

Εκείνοι του απαντούσαν με μία ανάσα—
έτσι όπως το είχαν μάθει κι αυτοί
από τον παππού ή τη γιαγιά τους:

"Ἄλογο τοῦ κούκου σήμερα φορτώνει,
αὔριο ξεφορτώνει στοῦ παπᾶ τ’ ἁλώνι."

Τι κι αν δεν καταλάβαινε τότε τι σημαίνει...
Ήθελε να το ακούει από τα χείλη των γονιών του.


Η νοσταλγία για τη γενέτειρα,
μόνιμος κάτοικος στις σκέψεις τους,
προσπαθούσε να φωτίσει:
τι έγινε,
πώς κατέληξε,
ποιες ήταν οι αιτίες.

Το μυαλό άρχισε να θολώνει—
κι άρχισε να κατανοεί το νέο του περιβάλλον,
και τη διαφορά του ζωναριού…

Μέχρι να συνειδητοποιήσει τον τρόπο,
πέρασαν τα χρόνια.

Η άγνοια και οι ελλείψεις τού κόστισαν πολλά—
κυρίως, όμως, του πήραν τα καλύτερά του χρόνια.


Όσοι κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν το σύστημα εγκαίρως,
έκαναν ένα βήμα μπροστά.
Οι άλλοι περιμένουν
την ανατολή της διαφώτισης.

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος,
έρχεται μια μέρα που τα βάσανα και οι πίκρες
αφήνουν τα σημάδια πάνω του.

Και τότε…

Ξυπνάει.
Με κομμένη την ανάσα,
από τον βαθύ ύπνο,
προσπαθώντας να φωτίσει
όλα εκείνα που άφησε ανεκμετάλλευτα πίσω του.

Ρίχνει μια πρόχειρη ματιά—
και αντικρίζει πελώρια τετράγωνα
να απλώνονται γύρω του.

Του έκοβαν την ανάσα,
ακόμη και το απαλό αεράκι της άνοιξης
που μόλις είχε προβάλει.

Άρχισε να αναρωτιέται
για εκείνα που έφυγαν,
ή δεν κατάφερε να κρατήσει στη ζωή του—
μονολογώντας:


Αν κάποτε συναντήσεις την άνοιξη, μην την χαρίσεις ξανά.
Όλα είναι μια πλάνη του μυαλού,
σε έναν κόσμο που ακόμη την ψάχνει,
αλλά ποτέ δεν θα μάθει να την κατανοεί.

Αν δεν έχεις ζήσει έστω μία άνοιξη
εκεί που οι ρίζες αρχίζουν να βγάζουν δειλά δειλά τα πρώτα άνθη τους,
να νιώσεις τη μέθη των αρωμάτων,
να γευτεί ο ουρανίσκος τον καρπό των προσπαθειών σου...

Σίγουρα κάτι έχεις χάσει στη ζωή σου.

Περιμένει να το επισκεφθούμε.


Ανεβαίνοντας προς την κορυφή του Σεντενίκου, οι ανάσες μας βάραιναν από την απότομη ανηφόρα. Όμως, το τοπίο, ο καθαρός αέρας και το αίσθημα ελευθερίας αποζημίωναν και με το παραπάνω.

Το βλέμμα ταξίδευε πάνω από τα χωριά των Ριζών—Μάλτσιανη, Γιαννιτσάτη, Τσερκοβίτσα, Άγιο Ανδρέα, Γριάσδανη, Σμίνετση, Ποβλά—και όλα τα χωριά του Βούρκου. Στο βάθος, η Κέρκυρα ξεπρόβαλλε μέσα από το βαθύ μπλε του Ιονίου, μια μαγευτική θέα. Η εναλλαγή τοπίων—ράχες, βουνά, κάμπος και θάλασσα—έμοιαζε με ζωγραφικό πίνακα.

Οι ήχοι από τις πέρδικες, ανακατεμένοι με το αδιάκοπο τραγούδι των τζιτζικιών, γέμιζαν την ψυχή μας. Μια φυσική χορωδία, εκεί ψηλά στο Κάρπενο, έδινε την καλύτερη συναυλία της για τους μοναδικούς επισκέπτες του βουνού. Ήταν ένα καλωσόρισμα της φύσης, που μοιάζει να έχει ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία εδώ, στα ψηλά.

Καθίσαμε για λίγη ξεκούραση φτάνοντας στο Κάρπενο πάνω στις πέτρες, σμιλεμένες από τον χρόνο. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, αφήνοντας τη θέα να μας πλημμυρίσει. Στο μυαλό μου ήρθε η φράση: τίποτα δεν μένει κρυφό όλα κάτω από το φως του ήλιου. Ο καθένας βυθίστηκε στις σκέψεις του, χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη. Μόνο οι βαριές ανάσες μας ακούγονταν, από την κοπιαστική ανάβαση.

Η Δέσποινα χαμογέλασε κοιτώντας τα χωριά κάτω.
— Θυμάστε τα καλοκαίρια που τρέχαμε εδώ γύρω, όταν ήμασταν παιδιά; Ο κόσμος έμοιαζε απέραντος τότε.
— Μπορούσαμε να παίζουμε ώρες ατελείωτες στα χωράφια, χωρίς να ανησυχούμε για τίποτα, είπε ο Κώστας.
— Και μετά επιστρέφαμε με τα χέρια γεμάτα χώματα και μυρωδιά πότε από ρίγανη η ασφακιδη και πότε από τις ασφακες, πρόσθεσε η Μαρία.

Αυτές οι αναμνήσεις μας έκαναν να γελάσουμε, σαν να ζωντάνευαν και πάλι οι στιγμές εκείνες. Τα παιδικά χρόνια, με τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και την αίσθηση ότι ο κόσμος ήταν πάντα εκεί, να περιμένει να τον ανακαλύψουμε.

Ύστερα από λίγη ξεκούραση, αρχίσαμε να συζητάμε για την εντυπωσιακή θέα.
— Είμαστε τυχεροί, σήμερα η ατμόσφαιρα έχει εξαιρετική ορατότητα, είπε ο Κώστας.
Όλοι συμφώνησαν, κουνώντας το κεφάλι. Η Κέρκυρα φαινόταν τόσο κοντά, που σχεδόν μπορούσες να την αγγίξεις απλώνοντας το χέρι.

— Είναι η χάρη του βουνού, είπε ο Ηλίας. Μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Κι όμως φύγαμε......
Μείναμε για λίγο ακόμα εκεί, σιωπηλοί, αφήνοντας το βλέμμα να χαθεί στον ορίζοντα. Μπροστά μας απλωνόταν ολόκληρος ο Βούρκος, με τα χωριά του σπαρμένα σαν μικρές κουκκίδες στο πράσινο και το χρυσαφένιο των κάμπων. Η Μάλτσιανη, το Γιαννιτσάτη, η Τσερκοβίτσα, ο Άγιος Ανδρέας, η Γριάσδανη, η Σμίνετση. Χωριά που κρατούν ακόμα το άρωμα της παράδοσης, με τα παλιά πέτρινα σπίτια, τις αυλές γεμάτες κρεβατινες με σταφυύλια και περβάζια το παραθύρων γεμάτα γλάστρες με βασιλικό και τα στενά σοκάκια που μοιάζουν να ψιθυρίζουν ιστορίες περασμένων χρόνων.


Πιο πέρα, το βλέμμα μας έφτανε μέχρι την Κέρκυρα, που έμοιαζε να επιπλέει πάνω στο βαθύ μπλε του Ιονίου. Τα κύματα γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο, ενώ οι ράχες και οι κοιλάδες γύρω μας σχημάτιζαν ένα σκηνικό που άλλαζε με κάθε στροφή του κεφαλιού. Βουνά, πεδιάδες, θάλασσα, όλα μαζί μπλεγμένα σαν καλοδουλεμένο υφαντό της γιαγιάς.

— Αν κοιτάξεις προσεκτικά, μπορείς να διακρίνεις τις στέγες από τα σπίτια του χωριού, είπε ο Κώστας, δείχνοντας προς το χωριό.
— Ναι, κοίτα η Τσερκοβίτσα, πως φαίνεται πρόσθεσε ο Δημήτρης. Από εδώ πάνω, όλα μοιάζουν τόσο κοντά, σαν να είναι μαχαλάδες του χωριού.

Καθίσαμε για λίγη ξεκούραση κάτω από μια γέρικη αριά, η σκιά της δροσερή μέσα στο μεσημεριανό καλοκαιρινό φως. Ένα απαλό αεράκι χαϊδεύε τα πρόσωπα μας.
Η φύση μας είχε υποδεχτεί με όλες της τις αισθήσεις—τον ήχο από τα τζιτζίκια και τις πέρδικες, τη μυρωδιά από το τσάι βουνού, το σαλέπι και ότι άλλο βότανα μπορεί να φανταστεί κανείς, μαζί με την εικόνα του ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά μας.

— Ξέρετε τι μου θυμίζει αυτό το μέρος; ρώτησε ο Ηλίας, σπάζοντας τη σιωπή.
— Τι;
— Τα παιδικά μας καλοκαίρια… Τότε που τρέχαμε ξυπόλητοι στο χωριό, που παίζαμε στην  φούσια και στο χωράφι του Φώτου στους Βουρλάτες και ο κόσμος έμοιαζε απέραντος.
Όλοι συμφώνησαν. Ήταν αλήθεια. Αυτή η ανάβαση δεν ήταν μόνο ένα ταξίδι στο βουνό, αλλά και ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στις μνήμες που κουβαλούσε ο καθένας μας σ' αυτό το τόπο.

Καθώς σηκωθήκαμε να συνεχίσουμε, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στο τοπίο. Ο Βούρκος, τα χωριά, η θάλασσα, το βουνό… όλα βρίσκονταν εκεί, αμετάβλητα μέσα στον χρόνο, περιμένοντας πάντα τους ανθρώπους που θα ανέβαιναν για να τα ανακαλύψουν.

Προχωρήσαμε προς την επόμενη στάση που είχαμε συμφωνήσει να ανέβουμε ακόμη πιο ψηλά στην Σπάρα. Κάποτε υπήρχε μονοπάτι που ανέβαινε προς την στάνη που υπήρχε, όταν ήμασταν παιδιά, σήμερα τα πυραρια έχουν κλείσει το μονοπάτι κι ανάβαση δυσκόλευε αρκετά, τα χέρια μας από τα κλαριά των πυραριών είχαν ψιλό ματώσει αλλά το πείσμα να ανέβουμε στην Σπάρα μας έκανε να συνεχίσουμε.

Σε μικρή απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν άρχιζε το φαλακρό, βρισκόμασταν σε υψόμετρο 1200 μέτρα. Η ορατότητα και η θέα δεν περιγράφεται, στο βάθος δυτικά τα Ακροκεραυνια όρη έκοβαν την θέα προς Ιταλία αλλά το Μπάρι φαινόταν πεντακάθαρα, η Κέρκυρα και τα Διαπόντια νησιά έμοιαζαν σαν οάσεις μέσα στο μπλέ του Ιονίου πελάγους.
Η πάνω Λεσινίτσα και δίπλα το χωριό Κρα, η Στουγάρα και ο Άη Γιώργης πάνω από την Βροσίνα στα Ιωάννινα φαινόταν πεντακάθαρα, και πολύ άχνα εκεί που τελειώνει η Κέρκυρα από την νότια πλευρά φαινόταν κάποια νησιά που δεν μπορούσες να τα διακρίνει κανείς καθαρά.

Ανεβαίνοντας σιγά σιγά φτάσαμε στο σημείο που υπήρχε παλιά το γρέκι, εδώ θυμάμαι όταν ήμουν μικρός είχα έρθει δυο τρεις φορές να πάρω το γάλα με το μουλάρι, θυμάται ο Ηλίας. Εδώ υπάρχει μια άγρια κορομηλιά, από περιέργεια κοίταξα να δω σε τι υψόμετρο ήμασταν, 1380 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας.

Ήταν το τελευταίο δέντρο εδώ ψηλά στο βουνό, το άρωμα από το τσάι του βουνού ήταν μεθυστικό αλλά σε ηρεμούσε τόσο πολύ που δεν μπορεί κανείς να το μεταφέρει με λέξεις, είχαμε φτάσει ήδη στο στόχο μας.

Καθίσαμε κάτω από την σκιά της κορομηλιάς και γευματίσαμε ό,τι είχε φέρει ο καθένας μας μαζί του, η θέα πλέον δεν υπάρχει, χανόταν οι ματιές μας σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Το βουνό μας είχε χαρίσει τη δική του ιστορία. Και εμείς, με κάθε μας βήμα, αφήναμε το δικό μας μικρό αποτύπωμα πάνω του.


Μεγαλόχαρη

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου πίσω από το Ζυμορι ανέβαιναν προς τον ουρανό χαρίζοντας λάμψη .
Τα πάντα γύρω είχαν πάρει μορφή.
Ηρεμία και γαλήνη κυριαρχούσε παντού.
Ήταν τόσο όμορφα αυτό το πρωινό.
Η Μεγαλόχαρη έφερε αυτό που ποθούσαν.
Τα πουλιά κελαϊδούσαν χαρίζοντας μελωδικές νότες στις ψυχές των ανθρώπων. 
Ένα απαλό αεράκι χάΐδευε τα πρόσωπα, σαν να ήταν το χέρι της Μεγαλόχαρης.
Απ' τον βορρά εμφανίστηκαν λίγα σύννεφα, μαζί και η πρώτες  ακτίνες του ήλιου το  τοπίο  έλαμπε.
Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα και μαγικά. 
Ήταν η αρχή.....


Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...