Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βόρειος ήπειρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βόρειος ήπειρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Γούρα με τις παπαρούνες μνήμες και σκέψεις




Ήταν Μάρτιος. Το τοπίο στο χωριό είχε ντυθεί στα καταπράσινα. Τα αγριολούλουδα είχαν ανθίσει, τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι μικρούς κόκκινους καρπούς. Ήταν τόσο νόστιμοι, που αν βρίσκαμε κανέναν καλό, τον τρώγαμε αμέσως. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ, άλλα κατακόκκινα. Ήταν όλα τόσο όμορφα, που το χωριό, όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο, έμοιαζε παραμυθένιο.
Τέτοια εποχή, οι δουλειές για τους κατοίκους του μικρού χωριού ήταν πολλές. Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους τους, που έπρεπε να καλλιεργήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα. Είχαν τα γίδια, τα πρόβατα ότι είχε η καθεμιά και φυσικά την υποχρεωτική δουλειά στον συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω. Λίγες ήταν οι οικογένειες με δύο παιδιά. Έτσι, πέρα από τον συνεταιρισμό, έπρεπε να φροντίσουν και τα ζωντανά, και τους κήπους. Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις, αν ήθελες να έχεις τα απαραίτητα για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί, έξι ή επτά χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν. Θυμάμαι όμως καλά την εικόνα εκείνη. Έχει αποτυπωθεί τόσο βαθιά μέσα μου, που κάθε φορά που έρχεται μια δυσκολία στη ζωή, η μνήμη φέρνει μπροστά εκείνο το τοπίο σαν παρηγοριά.
Εκείνη την περίοδο χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες. Η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να τα ταΐσει. Κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά που τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, πήγα μαζί της.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες, κοντά στου Παπαλέξη, που είχε πολλά πυράρια με φρέσκα βλαστάρια. Επειδή ήταν δύσκολο το μέρος, δεν μπορούσα να μπω και εγώ μέσα, κι έτσι με άφησε στη γούρα του Παπαλέξη. Στην κορυφή της υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και κάθισα.
Η γούρα ήταν σπαρμένη με βρίζα, που είχε αρχίσει να δένει τα στάχυα. Μια καταπράσινη έκταση περίπου ενάμισι στρέμμα. Ό,τι έπιανε το μάτι ήταν ανθισμένο σχεδόν σε όλη η γούρα ήταν κατακόκκινη σαν χαλί από παπαρούνες. Μια εικόνα βγαλμένη από τον παράδεισο.
Αυτή είναι η εικόνα που για μένα έγινε ο ίδιος ο παράδεισος. Κι αν κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εκδοχή του παραδείσου, για μένα είναι αυτή. Ο δικός μου παράδεισος.
Αυτός ο παράδεισος, όπως για πολλούς από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε χωριά, έσβησε με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. Το ίδιο έγινε και με τη νέα γη της επαγγελίας, που πιστέψαμε όταν πρωτοήρθαμε, μέχρι να καταλάβουμε πως τα συστήματα είναι τα ίδια μόνο το αφήγημα αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, αγαπούν τα παραμύθια.
Όσο η πολιτική δεν έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αυτή η απογοήτευση θα συνεχίζεται. Όσοι προερχόμαστε από την απέκει πλευρά, πιστεύαμε πως έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς. Όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία τι φταίει άραγε;
Το καθεστώς ή το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης;
Μα δεν είναι κομμουνιστικό. Είναι καπιταλισμός, ελεύθερη οικονομία, αγορά…
Κι όμως, στα παραπάνω ερωτήματα, και στις δύο όχθες, η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.

Μάλτσιανη Ιστορίες που Ψιθυρίζει η Γη και τα Νερά




Η στροφή στη Μάλτσιανη δεν είναι φυγή από την πολιτική καθημερινότητα. Είναι επιστροφή στην ουσία της.
Τελευταία γράφω για πολιτικά ζητήματα. Όχι τόσο για την κομματική επικαιρότητα, όσο για τη μεγάλη εικόνα τη θέση της πατρίδας, το βάρος της ιστορίας, τις ευθύνες μας απέναντι σε έναν τόπο που ζητά λόγο και μέλλον.
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα δεν είναι πάντα εύκολα. Κάποιες φορές είναι φορτισμένα, απαιτητικά, ή πικρά. 
Είναι, όπως λέει κι ο λόγος, η φροντίδα του πολιτικού ανθρώπου για τον κοινό τόπο, για το εμείς.
Κι αυτό το «εμείς», αν δεν έχει ρίζες, καταντά λόγος αφηρημένος. Αν δεν πατά πάνω σε χώμα, σε μνήμη, σε πέτρα, σε πρόσωπα και ποτάμια, χάνει τη δύναμή του.
Γι’ αυτό επιστρέφω ή μάλλον συνεχίζω με τη Μάλτσιανη. Όχι ως φυγή από την πολιτική στην ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά ως βαθιά πολιτική πράξη να μιλήσεις για τον τόπο σου όταν σβήνει να τον καταγράψεις όταν ξεχνιέται να τον κατανοήσεις όταν αλλάζει.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό με παρελθόν. 
Είναι μια μνήμη ζωντανή, ένας χάρτης αξιών, μια πυξίδα πολιτισμού. 
Κάθε πηγή της, κάθε εκκλησάκι, κάθε μαχαλάς, δεν είναι μόνο ιστορία είναι μαρτυρία ύπαρξης.
Σήμερα που η πολιτική συχνά χάνει τον προσανατολισμό της, ίσως είναι καιρός να στραφούμε ξανά σε αυτά που δεν φαίνονται.
Στους τόπους. Στους ανθρώπους. Στα αποτυπώματα που άφησαν οι πρόγονοί μας στις πέτρες, και στα ερωτήματα που μας απευθύνουν οι σκιές τους.
Από τη Μάλτσιανη αρχίζω ξανά.
 Όχι για να αφήσω τα πολιτικά. 
Αλλά για να θυμίσω τι αξίζει να θεωρούμε πολιτικό.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στον ρόλο του νονού Δημοκρατία-φερετζές στην Αλβανία

Η κίνηση του πρωθυπουργού της Αλβανίας, Έντι Ράμα, στην άφιξη της πρωθυπουργού της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, κάνει σήμερα τον γύρο του διαδικτύου. Ένα σκηνικό που ξυπνά μνήμες από τη δεκαετία του '70, όταν η Αλβανία διατηρούσε άριστες σχέσεις με την Κίνα. Σχέσεις που στηρίζονταν σε μια φαινομενικά αμοιβαία συνεργασία, αλλά με βαθύτερες προθέσεις που αποκαλύφθηκαν αργότερα.

Στη δεκαετία του '70, οι Κινέζοι επένδυσαν στην ανάπτυξη της αλβανικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα στην επεξεργασία βαρέων μετάλλων, τα οποία περιείχαν σημαντική ποσότητα χρυσού. Η βιομηχανική μονάδα στο Ελμπασάν ήταν το επιστέγασμα αυτής της συνεργασίας. Όμως, όταν οι Αλβανοί αξιωματούχοι θεώρησαν πως δεν χρειάζονταν πλέον την κινεζική υποστήριξη, άρχισαν να τους απομακρύνουν σκόπιμα, θεωρώντας πως είχαν ήδη αντλήσει ό,τι πολύτιμο μπορούσαν από αυτή τη συνεργασία.
Η ποσότητα χρυσού από τα ορυχεία εξόρυξης χαλκού ήταν αρκετή, και η βιομηχανία φαινόταν να είναι σε πλήρη λειτουργία. Οι Κινέζοι εκδιώχθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, με τις υποσχέσεις συνεργασίας να χάνονται στον άνεμο. Ήταν μια ένδειξη του πώς η Αλβανία χειρίστηκε τις διεθνείς της σχέσεις εκείνη την εποχή με ωφελιμιστική διάθεση και χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για τη συνέχεια.

Η σημερινή υποδοχή της Μελόνι από τον Ράμα, πέρα από τη θεατρικότητα, φέρνει στον νου εκείνη την παλιά ιστορία. Η διαρκής επιδίωξη ωφελιμιστικών συνεργασιών, χωρίς μακροχρόνια στρατηγική και ηθικές δεσμεύσεις, μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Η ιστορία δείχνει ότι, όταν μια χώρα στερείται ηθικών αρχών και αξιών, οι συμφωνίες της καταρρέουν όπως οι ψεύτικες υποσχέσεις.
Η διαχρονική στάση της Αλβανίας στις διεθνείς της σχέσεις χαρακτηρίζεται από παρόμοια μοτίβα ευκαιριακής συνεργασίας και στρατηγικών ανατροπών. Από τη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του '50, που κατέρρευσε όταν οι σχέσεις Μόσχας-Τίρανα διαταράχθηκαν, μέχρι την ανοιχτή αγκαλιά στην Κίνα και την απότομη απομάκρυνσή της όταν θεώρησαν ότι είχαν εξαντλήσει τα οφέλη, η Αλβανία έχει δείξει μια τάση να εκμεταλλεύεται στρατηγικές συμμαχίες μέχρι να μην της είναι πλέον χρήσιμες.

Σήμερα, η νέα προσέγγιση της Αγγλίας προς την Αλβανία για την επίλυση του μεταναστευτικού ζητήματος φαντάζει ως ακόμη ένα κεφάλαιο σε αυτήν την ιστορική συνέχεια. Διαβάζοντας για τη νέα χρηματοδότηση της Αγγλίας, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ την πόρνη της Ιστορίας Αγγλία  να ετοιμάζεται για ένα ακόμη πολιτικό θέατρο. Η Ιστορία έχει δείξει πως τέτοιες συμφωνίες δεν μακροημερεύουν, όταν βασίζονται σε εφήμερα συμφέροντα και όχι σε πραγματική αλληλεγγύη και ηθική βάση.
Κι όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή που διακηρύττει τη σημασία της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βρέθηκε στην Αλβανία μόλις μία εβδομάδα μετά τις εκλογές-παρωδία, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι της οι παρατηρητές κατακεραυνώνουν τα αποτελέσματα για νοθεία, εξαγορά ψήφων και έλλειψη δημοκρατικών θεσμών. 
Τι ακριβώς ήρθε να επιβεβαιώσει; 
Ότι σε μια χώρα όπου η δημοκρατία αποτελεί φερετζέ για την εξουσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει τον ρόλο του νονού; Ένα ακόμα πολιτικό θέατρο σε μια σκηνή που αλλάζουν οι πρωταγωνιστές, αλλά το σενάριο παραμένει ίδιο.
Η Αλβανία μοιάζει να βαδίζει ξανά στον ίδιο δρόμο, αλλά αυτή τη φορά με νέους συμμάχους. 
Το ερώτημα παραμένει, θα έχει την ίδια κατάληξη;

Πολιτική και εξουσία στην Αλβανία φερετζές Δημοκρατίας ή οργανωμένο έγκλημα;

Οι αλβανικές εκλογές και το αποτέλεσμα τους ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα για όσους γνωρίζουν το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα, παρά τη στήριξη του γνωστού συμβούλου επικοινωνίας Λάτσιβιτα ο οποίος είχε αναλάβει και την εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, δεν κατάφερε να ανατρέψει τον Έντι Ράμα. Ο αρνητικός, καταγγελτικός και απειλητικός λόγος του Μπερίσα, αντί να συσπειρώσει, απομάκρυνε τους ψηφοφόρους, χαρίζοντας στον Ράμα μία ακόμη εκλογική νίκη.
Για να κατανοήσουμε πλήρως το αποτέλεσμα, πρέπει να δούμε με μια διαφορετική ματιά την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αλβανίας. Η διαφθορά, τα ναρκωτικά, οι αυθαιρεσίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Χαρακτηριστικό είναι πως σχεδόν το μισό υπουργικό συμβούλιο του Ράμα έχει βρεθεί πίσω από τα κάγκελα, ενώ δήμαρχοι και δημόσιοι λειτουργοί εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς. Ωστόσο, το σύστημα εξουσίας φαίνεται να παραμένει απόλυτα ελεγχόμενο, σε σημείο που οι ψηφοφόροι στην Αλβανία εξαρτώνται πλήρως από αυτό, είτε εργάζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι είτε διατηρούν επιχειρήσεις  φοβούμενη το σύστημα ελέγχου.

Αυτό το σύστημα, με τις ρίζες του στον παλαιό κομμουνισμό, διατηρείται ανέπαφο, απλώς με διαφορετική μορφή. Ο Ράμα, έχοντας οικοδομήσει ένα δίκτυο επιρροής, λειτουργεί με όρους που θυμίζουν περισσότερο οργανωμένο έγκλημα παρά σύγχρονη δημοκρατία, κάτι που εξηγεί και τη στενή του σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν. Άλλωστε, η επίφαση δημοκρατίας δεν είναι παρά ένας φερετζές που καλύπτει τις παλιές δομές εξουσίας.

Αξίζει να σταθούμε, όμως, στην ποιότητα των ψηφοφόρων. Μέσω εκφοβισμού, πρακτικών που θυμίζουν τον παλαιό κομμουνισμό και τακτικές οργανωμένου εγκλήματος, πολλοί από αυτούς παραμένουν όμηροι του συστήματος. Η απόλυτη εξάρτηση από το καθεστώς τους καθιστά ανίκανους να εκφράσουν ελεύθερα τη βούλησή τους, διατηρώντας έτσι την κατάσταση αμετάβλητη. Ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά παραβλέπεται είναι πως μια μεγάλη μερίδα πολιτών που ζει στην Αλβανία δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη χώρα, διότι είναι καταδικασμένη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ή έχει απελαθεί από αυτές, καθιστώντας την επιστροφή σε ένα διεφθαρμένο σύστημα μονόδρομο.

Η αδυναμία του Μπερίσα να κερδίσει τις εκλογές δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική του ρητορική ή στους επικοινωνιακούς συμβούλους που επέλεξε. Οι Αλβανοί δεν πρόκειται να τον ξαναψηφίσουν και για έναν ακόμη λόγο,  τη μνήμη του οικονομικού σκανδάλου με τις τράπεζες-πυραμίδες, το οποίο υποχρέωσε χιλιάδες πολίτες να ξενιτευτούν για δεύτερη φορά. Το τραύμα εκείνης της εποχής παραμένει ζωντανό και δύσκολα θα διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη.

Επιπλέον, η ελληνική μειονότητα υπήρξε θύμα συστηματικών λαθών και παραλείψεων. Οι υφαρπαγές περιουσιών στις περιοχές της μειονότητας πραγματοποιήθηκαν με τρόπο μεθοδικό, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση της παρουσίας των Ελλήνων. Το αλβανικό καθεστώς, με την ανοχή ή ακόμα και τη στήριξη των κυβερνήσεων, επέτρεψε τη κατάληψη ιδιοκτησιών, με την δικαιοσύνη σε εντεταλμένη υπηρεσία υπερ του θύτη,  εκφοβίζοντας τους μειονοτικούς και υποχρεώνοντάς τους σε φυγή. Η απουσία νομικής προστασίας, οι πλαστογραφήσεις τίτλων και η έλλειψη καταγραφής ιδιοκτησιών συνέβαλαν σε ένα περιβάλλον αδικίας και αβεβαιότητας.
Ακόμη πιο απογοητευτική ήταν η στάση της Ελλάδας, η οποία δεν παρενέβη με αποφασιστικότητα για την προστασία της μειονότητας, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στις αλβανικές αρχές να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Ωστόσο, εξίσου ηχηρή ήταν και η απουσία της διεθνούς κοινότητας. Η έλλειψη διεθνούς πίεσης και ελέγχου στις παραβιάσεις δικαιωμάτων, η απουσία καταδίκης των αυθαιρεσιών και η σιωπή απέναντι στις καταπατήσεις περιουσιών ενίσχυσαν την αυθαιρεσία του αλβανικού καθεστώτος, επιτρέποντας την αλλοίωση της δημογραφικής ταυτότητας στις μειονοτικές περιοχές χωρίς συνέπειες.

Άραγε η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί πραγματικά την Αλβανία έτοιμη για ένταξη; Και τι πρωτοβουλίες προτίθεται να αναλάβει για να διασφαλίσει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας σε μια χώρα όπου η διαφθορά και η αυθαιρεσία παραμένουν βαθιά ριζωμένες;
Τελικά, οι αλβανικές εκλογές δεν κρίθηκαν απλώς από τις εκστρατείες και τους συμβούλους. Κρίθηκαν από ένα καθεστώς βαθιά ριζωμένο στην εξουσία και από μνήμες παλαιών σφαλμάτων που συνεχίζουν να καθορίζουν τη συλλογική ψυχολογία των ψηφοφόρων. Ο φερετζές της δημοκρατίας μπορεί να κρύβει πολλά, αλλά όχι την αλήθεια.

Διχασμός και μετανάστευση η πραγματικότητα της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία

Η εξάρτηση της μειονότητας στην Αλβανία.
Μια κοινότητα σε διχασμό.
Ένα από τα πλέον ανησυχητικά ερωτήματα που αναδύονται για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία είναι ο διχασμός και η διχόνοια που παρατηρούνται εντός της. Για να κατανοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα, χρειάζεται να ρίξουμε μια πιο ρεαλιστική ματιά στις κοινωνικές και πολιτικές δομές που τη διαμορφώνουν.
Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο της μειονότητας, αλλά αντικατοπτρίζει την ευρύτερη πραγματικότητα της αλβανικής κοινωνίας. Το κράτος της Αλβανίας απέτυχε να εγκαθιδρύσει ουσιαστικούς δημοκρατικούς θεσμούς και ελευθερίες, καθώς η εξουσία παραμένει σφιχτά ελεγχόμενη από τα στελέχη του παλιού καθεστώτος. Οι πρακτικές αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα, προσηλωμένη στην εθνικιστική ρητορική  με σκοπό την δημιουργία αλβανικής ταυτότητας , αυτό αποτελεί κυρίαρχη πολιτική προτεραιότητα απο την δεκαετία του 60 και μετα από το αλβανικό καθεστώς.
Οικονομική εξάρτηση και πολιτική επιρροή
Η ελληνική μειονότητα, ανήκοντας στο αλβανικό κράτος, βρίσκεται απολύτως εξαρτημένη από την οικονομική πολιτική της χώρας. Το σύστημα εξουσίας που κληροδοτήθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς εξακολουθεί να επηρεάζει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, με πρακτικές που θυμίζουν ολοκληρωτισμό. Αν άλλοτε ο θείος Ενβέρ καθόριζε τις ζωές των πολιτών, σήμερα ο ρόλος αυτός φαίνεται να έχει μεταβιβαστεί στον Έντι Ράμα, ο οποίος ασκεί επιρροή σχεδόν απόλυτη στη δικαιοσύνη και την αστυνομία.
Η νέα γενιά της Αλβανίας και κυρίως τις μειονότητας, πλήρως απογοητευμένη από αυτή την πραγματικότητα, αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο από τα κοινά, αδιαφορώντας για την πολιτική κατάσταση που μοιάζει στάσιμη.
Η μεγάλη φυγή και η αλλαγή ταυτότητας
Η μαζική φυγή από τις πατρογονικές εστίες το 1990 άλλαξε ριζικά την ταυτότητα των Βορειοηπειρωτών, αλλά και του συνόλου του αλβανικού πληθυσμού. Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων της μειονότητας, εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Η μετάβαση από ένα κλειστό καθεστώς σε μια ανοιχτή κοινωνία διαμόρφωσε μια νέα, πιο απελευθερωμένη αλλά και πιο ασταθή προσωπικότητα.
Σημαντικό είναι πως, τόσο οι Βορειοηπειρώτες όσο και οι ίδιοι οι Αλβανοί της διασποράς, έχουν αποστασιοποιηθεί από τα πολιτικά δρώμενα της χώρας τους. Απογοητευμένοι από τις πολιτικές εξελίξεις και τη διαφθορά, πολλοί επέλεξαν να μην εμπλέκονται ενεργά, κρατώντας μια στάση απόμακρη και αδιάφορη απέναντι στις εσωτερικές συγκρούσεις. Η αποστασιοποίηση αυτή, όμως, δεν είναι απλώς θέμα αδιαφορίας. Είναι αποτέλεσμα βαθιάς δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και απογοήτευσης από την έλλειψη προόδου. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και η έννοια της ταυτότητας άρχισε να μεταβάλλεται, καθώς οι νέες γενιές που γεννήθηκαν στη διασπορά δυσκολεύονται να συνδεθούν με τις ρίζες τους.
Παράλληλα, η διασπορά των Αλβανών, που αριθμεί χιλιάδες σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, βιώνει ανάλογα συναισθήματα αποστασιοποίησης. Οι δεσμοί με την πατρίδα τους παραμένουν συναισθηματικοί, αλλά η ελπίδα για επιστροφή ή ενεργή ανάμειξη στα κοινά είναι αμυδρή, λόγω της διαρκούς πολιτικής αστάθειας και της έλλειψης ευκαιριών.
Η εξάρτηση από την ελληνική πολιτική
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης, η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα διατήρησε τη μειονότητα εξαρτημένη στο όνομα του εθνικού ζητήματος. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο δεκαετίες για να αποκτήσουν οι Έλληνες της Αλβανίας τα απαραίτητα έγγραφα για να κυκλοφορούν ελεύθερα ή να ανοίξουν επιχειρήσεις. Πίσω από αυτή την αργοπορία κρύβονταν παρακέντρα εξουσίας που εκμεταλλεύονταν την κατάσταση για προσωπικά οφέλη.
Ο αείμνηστος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε δηλώσει πως διοχετεύτηκαν σημαντικά ποσά για τη Βόρειο Ήπειρο, όμως τα έργα που υλοποιήθηκαν ανύπαρκτα.
Η στάση της Ελλάδας, τι έγινε και τι θα μπορούσε να γίνει;
Η Ελλάδα, παρά τις δυνατότητες που υπήρχαν, δεν έδειξε ποτέ πραγματικό ενδιαφέρον για τη βελτίωση των συνθηκών στη Βόρειο Ήπειρο. Μέσα από διασυνοριακά ευρωπαϊκά προγράμματα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν υποδομές, θέσεις εργασίας και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που θα στήριζαν ουσιαστικά την ελληνική μειονότητα.
Μια στρατηγική και μακροπρόθεσμη προσέγγιση θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, ενισχύοντας την αυτάρκεια και την ανάπτυξή της.
Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία παραμένει δέσμια της οικονομικής εξάρτησης, της πολιτικής εκμετάλλευσης και της αδυναμίας πραγματικής ανάπτυξης. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, είναι η πολιτική κατεύθυνση τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα, με στόχο την πραγματική αυτονομία και ευημερία των κοινοτήτων αυτών.

Μην πυροβολείτε τα παιδιά μας




Η πρόσφατη υπόθεση του Χρήστου Μάστορα ανέδειξε δύο ζητήματα που ταλανίζουν διαχρονικά την κοινότητα των Βορειοηπειρωτών την αμφισβήτηση των νέων που διακρίνονται και την αδυναμία υπέρβασης παλαιών αντιλήψεων.
Μην πυροβολείτε τα παιδιά μας
Η ελπίδα κάθε έθνους βρίσκεται στα παιδιά του. Αντί να τα απομακρύνουμε από τα κοινά, οφείλουμε να τα βοηθήσουμε να ανέβουν όσο πιο ψηλά γίνεται.
 Όσο πιο ψηλά φτάνουν, τόσο πιο δυνατή θα είναι η φωνή μας. 
Ο Χρήστος δεν πέτυχε στη Βόρειο Ήπειρο αλλά εκτός αυτής. 
Και δεν το κατάφερε επειδή είχε πατέρα κομμουνιστή την εποχή του καθεστώτος ή θείο υπουργό στην Ελλάδα, αλλά με σκληρή δουλειά, σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, με κόπο και αφοσίωση στο όνειρό του.
Όλη αυτή η διχαστική συμπεριφορά που παρατηρείται σήμερα στους Βορειοηπειρώτες αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, επιτυχία του Ράμα και των συνεργατών του, ακόμη και εκείνων που προέρχονται από τη μειονότητα. 
Το παιδί πήγε να τραγουδήσει, να κάνει αυτό που ξέρει καλά, και κάποιοι επιτήδειοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, ένθεν και εκείθεν των συνόρων.
Η μικροπρέπεια και ο διχασμός
Η μικροπρέπεια και η στενοκεφαλιά δεν είναι σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, ούτε της κοινότητας των Βορειοηπειρωτών ούτε της Ελλάδας. 
Υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. 
Στη δική μας, όμως, είναι πιο εμφανή, γιατί γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. 
Και μεταξύ κατεργαραίων, η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί.
Δεν γνωρίζω τον Χρήστο Μάστορα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά δεν γίνεται ο κάθε άσχετος να τον πυροβολεί δημόσια, επειδή μπορεί να πληκτρολογήσει πέντε κακίες στα κοινωνικά δίκτυα. 
Λες και η ευκολία γραφείς από τα κινητά στα σόσιαλ μίντια  δίνει το δικαίωμα στον καθένα να συμπεριφέρεται ως ....
Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι πολιτικοί άρχοντες της κοινότητάς μας βρήκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, με τη βοήθεια των κολάκων τους, να σπείρουν άλλη μια φορά τη διχόνοια.
Δύο μεγάλα ζητήματα
Το πρώτο ζήτημα αφορά τη στάση ορισμένων απογόνων του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι οποίοι σήμερα εμφανίζονται ως τιμητές της ηθικής, παρά την κληρονομιά που φέρουν. 
Το δεύτερο έχει να κάνει με την αδυναμία της πλειοψηφίας να ξεπεράσει τις νοοτροπίες του παρελθόντος, παρά τα 35 χρόνια που έχουν περάσει από την πτώση του καθεστώτος.
Η κοινωνία μας δείχνει να μην έχει βρει ακόμη τον βηματισμό της. Παραμένει δέσμια ιδεών που τη συγκρατούν πίσω, ενώ θα έπρεπε να έχει προχωρήσει σε μια νέα πορεία ανάπτυξης και προόδου.
Ανάγκη για αλλαγή
Αυτή η στασιμότητα είναι εμφανής και στην οργάνωση των Βορειοηπειρωτών, η οποία δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ως πυρήνας ενότητας και προόδου. Αντί να διαμορφώνει όραμα και στρατηγική, αρκείται σε ρόλους διαχείρισης, χωρίς ουσιαστική κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινότητα χωρίς σαφή στόχευση, αδύναμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις.
Για να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα απαιτείται μια ξεκάθαρη πολιτική στρατηγική. Οι καθοδηγητές της κοινότητας πρέπει να αφήσουν πίσω τα στερεότυπα του παρελθόντος και να εργαστούν με γνώμονα την ενότητα και την πρόοδο. Η κοινότητα χρειάζεται ένα νέο πολιτικό αφήγημα, που θα βασίζεται στην ενεργή συμμετοχή των νέων και στη χάραξη ενός ρεαλιστικού πλάνου για το μέλλον.
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται, ενίσχυση της πολιτικής παιδείας , η νεολαία πρέπει να μάθει να συμμετέχει στα κοινά και να διεκδικεί ουσιαστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων.
Συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο η πλάνο με στόχους και στρατηγική για την ανάπτυξη και την πολιτική εκπροσώπηση της κοινότητας.
Ενότητα και συνεργασία, οι προσωπικές αντιπαραθέσεις πρέπει να παραμεριστούν για το κοινό καλό.
Αλλαγή νοοτροπίας,  πρέπει να ξεφύγουμε από τις παρωχημένες αντιλήψεις και να χαράξουμε ένα νέο πολιτικό μονοπάτι.
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη, αλλά είναι απαραίτητη. Μόνο με συλλογική προσπάθεια και συγκεκριμένους στόχους μπορούμε να πετύχουμε μια νέα πορεία για την κοινότητά μας.

Υποψηφιότητες με φωνή και χωρίς φωνή η ελληνική μειονότητα μπροστά στις κάλπες.





Οι εκλογές της 11ης Μαΐου πλησιάζουν, και η πολιτική σκηνή της Αλβανίας κινείται στους γνώριμους τόνους μιας βαθιά παγιωμένης πραγματικότητας, όπου το παρελθόν συχνά καθορίζει το παρόν. Η ελληνική εθνική μειονότητα, παρά τις αντιξοότητες, παραμένει ενεργή και παρούσα, διεκδικώντας πολιτική φωνή και παρουσία σε μια χώρα που ακόμα δυσκολεύεται να αφομοιώσει το ευρωπαϊκό της προσωπείο.
Στο Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα, βασικό πρόσωπο αποτελεί ο Βαγγέλης Ντούλες, πρόεδρος του ΚΕΑΔ και από τους πλέον αναγνωρίσιμους πολιτικούς της μειονότητας. Με μακρόχρονη παρουσία στο αλβανικό κοινοβούλιο και εμπειρία στους μηχανισμούς εξουσίας, η εκλογή του θεωρείται σχεδόν σίγουρη. Αν και συχνά του ασκείται κριτική για τον ρόλο του εντός του κατεστημένου, παραμένει σταθερός θεσμικός παράγοντας με πολιτική επιρροή.
Υποψήφιος στην ίδια παράταξη και στην εκλογική περιφέρεια Αυλώνας είναι ο Πέτρος Γκικούριας. Ανήκει στη νεότερη γενιά πολιτικών και προέρχεται από τον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Παρότι δεν έχει εξασφαλισμένη εκλογή, οι αυξανόμενες τάσεις υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος και η υποστήριξη που φαίνεται να συγκεντρώνει στις περιοχές με ελληνικό πληθυσμό, τον κατατάσσουν στους πιθανούς έκπληξη των εκλογών.
Από την άλλη, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του πρωθυπουργού Έντι Ράμα, η υποψηφιότητα του Βασίλη Λάγιου δημιουργεί ποικίλες αντιδράσεις. Παρά την έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής πορείας, η επιλογή του από το κυβερνών κόμμα έγινε σε μια προσπάθεια να καλλιεργηθεί η εντύπωση εκπροσώπησης της μειονότητας. Ωστόσο, η σιωπή του ή η χλιαρή του στάση απέναντι στις συστηματικές προσβολές και τις αυθαιρεσίες που βιώνει η ελληνική κοινότητα ειδικά στους Αγίους Σαράντα δεν αφήνουν περιθώρια εμπιστοσύνης. Πρόκειται, όπως λέγεται, για υποψηφιότητα βιτρίνα, χωρίς πολιτική βαρύτητα ή ρεαλιστική πιθανότητα εκλογής.
Πιο αυθεντική και άξια αναφοράς είναι η περίπτωση του Δημήτρη Μπόλη, που κατεβαίνει υποψήφιος με το μικρό PSD. Αν και το κόμμα του έχει περιορισμένη επιρροή, ο ίδιος ξεχωρίζει για τη γνησιότητα του

λόγου του, την απλή και προσιτή στάση του προς τον κόσμο, καθώς και για την επιλογή του να συμμετέχει στον εκλογικό στίβο γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις δυσκολίες. Μοιάζει να μπαίνει σε αυτή τη μάχη όχι για την καρέκλα, αλλά για να ακουστεί μια διαφορετική φωνή μια πράξη που από μόνη της έχει μεγαλύτερη αξία από το τελικό αποτέλεσμα.
Το πολιτικό σκηνικό της Αλβανίας, ωστόσο, παραμένει βαλτωμένο. Τα απομεινάρια του χοτζικού καθεστώτος είναι ακόμη ενεργά και διαμορφώνουν δομές εξουσίας που πνίγουν κάθε φρέσκια πρωτοβουλία. Πώς να προχωρήσει μια χώρα όταν πρώην υπουργοί και βουλευτές κατηγορούνται για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας, ενώ τα κόμματα τους διεκδικούν ξανά την ψήφο εμπιστοσύνης του λαού;
Η ελπίδα για μια ουσιαστική πολιτική μεταμόρφωση στην Αλβανία είναι υπαρκτή αλλά δεν έρχεται γρήγορα. Ίσως χρειαστούν γενιές και άνθρωποι που θα επιλέγουν τον δρόμο της προσφοράς και όχι της καρέκλας. Μέχρι τότε, η ελληνική μειονότητα καλείται να πορευτεί με ρεαλισμό, χωρίς να εγκαταλείπει τις αξίες της.


Η μειονότητα χωρίς πυξίδα: τριάντα χρόνια στασιμότητας και πολιτικής ομηρίας

Από την κομματική ενσωμάτωση στην ανάγκη για ανεξάρτητη φωνή

Στις εκλογές της Αλβανίας, η ελληνική εθνική μειονότητα εμφανίζεται ξανά χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα, χωρίς πυξίδα. Είναι άλλο να είσαι πολιτικός που εκπροσωπεί την  μειονότητα, κι άλλο να είσαι πολιτικός σε αλβανικό κόμμα  που απλώς επικαλείται την εκπροσώπησή της. Η διάκριση αυτή είναι ουσιώδης και πρέπει να ειπωθεί ανοιχτά.
Όταν το εθνικό κέντρο στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προώθησε την ένταξη των Βορειοηπειρωτών στα αλβανικά κόμματα, η κίνηση αυτή παρουσιάστηκε ως ρεαλιστική στρατηγική. 
Στην πράξη, όμως, αποδείχθηκε η πιο επιζήμια επιλογή για τη μειονότητα. Μπορεί να εξυπηρετούσε πρόσκαιρες διπλωματικές ισορροπίες και πολιτικά ανταλλάγματα, όμως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου σήμανε τη σταδιακή απογύμνωση από κάθε ανεξάρτητη πολιτική φωνή, κάθε μέσο διεκδίκησης, κάθε μηχανισμό επιρροής.
Από τότε μέχρι σήμερα, ο έλεγχος του αλβανικού κράτους είναι απόλυτος. 
Δεν μπορεί να εκλεγεί κανείς, ούτε καν πρόεδρος ενός χωριού, χωρίς την έγκριση του συστήματος εξουσίας στα Τίρανα. 
Οι υποψηφιότητες για βουλευτές, δήμαρχοι, ακόμη και κοινοτάρχες, περνούν πρώτα από κομματικά και κρατικά φίλτρα, με προϋπόθεση τη συμβατότητα με τις επιδιώξεις του καθεστώτος. 
Η όποια διαφορετική φωνή, η ελάχιστη απόπειρα ανεξαρτησίας ή εθνικής ευθύνης, αποκλείεται βιαίως ή απαξιώνεται από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό.
Το αποτέλεσμα είναι εμφανές. 
Μετά από τρεις δεκαετίες, βασικές υποδομές στις περιοχές της μειονότητας είναι ανύπαρκτες. Δρόμοι, ενέργεια, υδροδότηση  παραμένουν στον προηγούμενο αιώνα. 
Ο απλός πολίτης της μειονότητας, αποξενωμένος από την πατρογονική του εστία, δεν γνωρίζει ούτε τι μεταφέρει κάθε πλευρά στο όνομά του. 
Η πλειονότητα των μειονοτικών πολιτών ελπίζει ακόμη σε ένα κόμμα όλων, λες και η πολυφωνία είναι απειλή και όχι δύναμη. 
Πρόκειται για απόρροια της χρόνιας απουσίας δημοκρατικών διαδικασιών, που διαμόρφωσε γενιές φοβισμένες, ανήμπορες, καχύποπτες και εξαρτημένες.
Οι τοπικοί άρχοντες είναι αιχμάλωτοι του συστήματος. 
Δεν μπορούν να μιλήσουν, δεν μπορούν να αντιδράσουν, γιατί γνωρίζουν πως την επόμενη μέρα θα έρθει περικοπή κονδυλίων, μισθοδοσιών, καθημερινών εξόδων λειτουργίας. Το σύστημα ελέγχει, διανέμει και εκβιάζει. Και η μειονότητα αποδυναμωμένη, κατακερματισμένη, φοβισμένη μετατρέπεται σταδιακά σε έρημο τόπο.
Και η Ομόνοια; 
Αντί να λειτουργήσει ως φορέας ένωσης, διεκδίκησης και αναγέννησης του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, έχει μετατραπεί σε κλειστή κάστα. Τα ίδια πρόσωπα την εκπροσωπούν εδώ και 25 χρόνια, ανακυκλώνοντας τις ίδιες πρακτικές, τις ίδιες αδιέξοδες συμμαχίες και την ίδια υποταγή. Η Ομόνοια σήμερα δεν αποτελεί όργανο της μειονότητας αποτελεί μέσο επιβίωσης για μια μικρή ομάδα προσώπων.
Η πρόταση πλέον είναι ριζική αλλά αναγκαία: η Ομόνοια πρέπει να αποδεσμευτεί πλήρως όχι μόνο από τα αλβανικά κόμματα αλλά και από κάθε εκλογική διαδικασία. Δεν μπορεί να συνεχίζει να είναι άλλο ένα κομματικό παραμάγαζο. 
Ο ρόλος της πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.
Οφείλει να μετατραπεί σε έναν ζωντανό και ανεξάρτητο φορέα συλλογής, επεξεργασίας και διεκδίκησης προτάσεων για τα προβλήματα της μειονότητας. 
Να συγκροτεί δημόσιες διαβουλεύσεις, να οργανώνει επιτροπές κατοίκων, επιστημόνων και τοπικών εκπροσώπων, να προβάλλει αιτήματα προς την κεντρική διοίκηση όχι ως υπηρέτης της, αλλά ως συνομιλητής με αξιοπρέπεια και αυτοτέλεια.
Μόνο με τέτοιου τύπου ριζική αναδιάρθρωση η Ομόνοια μπορεί να ξαναποκτήσει νομιμοποίηση στη συνείδηση της ίδιας της βάσης της. 
Όσο μένει εγκλωβισμένη σε εκλογικά παζάρια και στενές διαδρομές εξουσίας, τόσο θα συνεχίζει να αποξενώνεται από τον Βορειοηπειρώτη της καθημερινότητας.
Αρκετά πια με τις αυταπάτες και τις διαμεσολαβήσεις. 
Οι Βορειοηπειρώτες δεν χρειάζονται άλλους σωτήρες ούτε διαχειριστές της σιωπής τους. Χρειάζονται δομές που να εκπροσωπούν πραγματικά τις ανάγκες τους, να ακούν τη φωνή της βάσης και να την κάνουν πολιτικό λόγο και πράξη.
Ήρθε η ώρα η ίδια η μειονότητα να πάρει την τύχη της στα χέρια της. 
Όχι μέσα από κομματικούς σωλήνες ή εκλογικές λίστες που εγκρίνονται από τα Τίρανα, αλλά μέσα από ανοιχτές, ανεξάρτητες και δημοκρατικές διαδικασίες.
Η Ομόνοια, αν θέλει να επιβιώσει ιστορικά και πολιτικά, οφείλει να μετασχηματιστεί. 
Να γίνει ο χώρος συγκρότησης της συλλογικής φωνής του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Ένας θεσμός πολιτικής διεκδίκησης, πολιτιστικής ταυτότητας και κοινωνικής συνοχής.
Αν δεν το πράξει, θα είναι απλώς μία ακόμα χαμένη ευκαιρία σε μια σειρά από ήττες.
Η μειονότητα δεν έχει ανάγκη από πρόσωπα που απλώς επιβιώνουν στο σύστημα. Χρειάζεται πρόσωπα που θα τολμήσουν να το αμφισβητήσουν.

Στη σκιά των εκλογών στην Αλβανία και ο ρόλος της ελληνικής μειονότητας






Τριάντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από την κατάρρευση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και την «απελευθέρωση» της Αλβανίας από το σιδερένιο πέπλο της απομόνωσης. Τριάντα πέντε χρόνια, και όμως η κατάσταση για την ελληνική μειονότητα όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε δραματικά σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα χειρότερα και από την κομμουνιστική εποχή. Σήμερα, ενόψει των εκλογών, η ελπίδα για μια ουσιαστική αλλαγή μοιάζει περισσότερο με ψευδαίσθηση.
Ο ύπουλος αφελληνισμός και η υφαρπαγή της γης
Η πολιτική της αλβανικής κεντρικής εξουσίας τα τελευταία χρόνια μπορεί να συνοψιστεί σε δύο βασικούς άξονες: την εθνοτική αλλοίωση και την υφαρπαγή της ελληνικής περιουσίας. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι πρώτοι Βορειοηπειρώτες ξεκίνησαν να επιστρέφουν ή να διεκδικούν δικαιώματα, το επίσημο κράτος κινήθηκε με μεθοδικότητα. 
Η αποσταθεροποίηση του 1997 αποτέλεσε ιστορικό σημείο καμπής: στο γενικό χάος, οι μειονοτικές περιοχές λεηλατήθηκαν, οικογένειες εκδιώχθηκαν και η αίσθηση ανασφάλειας ρίζωσε βαθιά.
Οι μεθοδεύσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Τα τελευταία 20 χρόνια, ιδιαίτερα στα παραθαλάσσια μέτωπα της Χιμάρας, των Αγίων Σαράντα και μέχρι τα Εξαμίλια, ο πληθυσμός αλλοιώθηκε μεθοδικά. Φανατικοί έποικοι μεταφέρθηκαν από το εσωτερικό της Αλβανίας, ενισχυμένοι από θρησκευτικό φανατισμό ή αντικίνητρα κατοικίας και γης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν άρχισε η οργανωμένη «περιφρούρηση» με την κυριολεκτική έννοια ελληνικών κτημάτων. Με την ευλογία, αν όχι την εντολή, του κράτους, εκτάσεις καταλήφθηκαν, χτίστηκαν, νομιμοποιήθηκαν. Η Βόρειος Ήπειρος άλλαξε όψη και ψυχή.

Οι εκπρόσωποι της μειονότητας και η σιωπή τους
Την ίδια ώρα, οι εκπρόσωποι της μειονότητας είτε αποδείχθηκαν ανεπαρκείς είτε συνθηκολόγησαν για προσωπικά οφέλη. Σε πολιτικό επίπεδο, η συμμετοχή Ελλήνων στις αλβανικές εκλογές κατέληξε συχνά σε διακοσμητικό ρόλο, χωρίς θεσμική δύναμη, χωρίς ηχηρή φωνή. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις εκείνες όπου καταγράφηκε σοβαρή πολιτική αντίσταση ή στρατηγική ανάδειξης των μειονοτικών ζητημάτων στα διεθνή φόρα. Ορισμένοι, μάλιστα, αντί να αντισταθούν, έγιναν συνεργοί στη σιωπή.
Η διεθνής κοινότητα και η αδιαφορία της Ελλάδας
Ίσως το πιο οδυνηρό στοιχείο αυτής της κατάστασης να είναι η αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας και, δυστυχώς, της ίδιας της Ελλάδας. Το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο έχει πάψει να αποτελεί μέρος της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Οι πιέσεις που θα μπορούσαν να ασκηθούν μέσω της Ε.Ε., του Συμβουλίου της Ευρώπης ή διμερών συμφωνιών παραμένουν ανενεργές. Η ένταξη της Αλβανίας στην ευρωπαϊκή προοπτική δεν συνοδεύτηκε από την παραμικρή εγγύηση προστασίας της ελληνικής ταυτότητας στη Χιμάρα, στους Αγίους Σαράντα, στη Δρόπολη και αλλού.
Η γη του Βούρκου και η επόμενη φάση
Καθώς το παραλιακό μέτωπο έχει πλέον αλλάξει οριστικά χαρακτήρα, σειρά παίρνουν τα ηπειρωτικά χωριά η καρδιά της μειονότητας. Η περιοχή του Βούρκου, πλούσια σε ιστορία και μνήμες, αντιμετωπίζει τη νέα απειλή: η γη διατίθεται, τα χωριά ερημώνουν, και η ελληνική παρουσία σβήνει, όχι πια με τη βία, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, την αδιαφορία, και την πολιτική εγκατάλειψη.
Το εκλογικό θέατρο και τα πραγματικά διλήμματα
Μπροστά στις επικείμενες εκλογές, το ερώτημα ποιος θα εκλεγεί ο Ράμα ή ο Μπερίσα είναι, δυστυχώς, άνευ ουσίας. Η πολιτική προς τη μειονότητα δεν πρόκειται να αλλάξει, γιατί δεν αποτελεί αντικείμενο διαλόγου ούτε έχει κομματικό κόστος για κανέναν. Η ελληνική μειονότητα δεν αριθμεί πλέον αρκετούς ψήφους ώστε να επηρεάσει αποφασιστικά τα αποτελέσματα. Και όταν στους Αγίους Σαράντα οι αλβανικής καταγωγής ψηφοφόροι είναι τρεις φορές περισσότεροι από τους Έλληνες, ποια εκπροσώπηση και ποια αλλαγή να περιμένει κανείς;
Η μόνη διέξοδος: αλλαγή πλεύσης και εγρήγορση
Το μόνο που μπορεί να αναστρέψει την πορεία του αργού θανάτου της ελληνικής παρουσίας στη Βόρειο Ήπειρο είναι μια ριζική αναθεώρηση: 
– Των αποδήμων, που πρέπει να σταθούν αρωγοί στους εναπομείναντες κατοίκους.
– Της ελληνικής πολιτείας, που πρέπει επιτέλους να εντάξει το Βορειοηπειρωτικό στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής, διεκδικώντας, προειδοποιώντας, θέτοντας όρους.
– Της διεθνούς κοινότητας, που πρέπει να σταματήσει να θεωρεί την Ελλάδα απλώς πύλη της σταθερότητας χωρίς ανταλλάγματα.

Και γιατί όχι την επαναφορά του αιτήματος της αυτοδιάθεσης, ως νόμιμου, ιστορικού και δημοκρατικού δικαιώματος.
Διαφορετικά, ο αφανισμός θα συνεχιστεί. Ήσυχα, καθημερινά, αργά και αναπόφευκτα. Όπως σβήνει μια φλόγα όταν την αφήσεις χωρίς προστασία.


Οι Σκιές του Παρελθόντος και η Επαφή με το Παρόν



Με αφορμή τα προεκλογικά σποτ για τις εκλογές στην Αλβανία και μια συζήτηση με φίλους, αισθάνθηκα την ανάγκη να σκιαγραφήσω το προφίλ των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα από την Αλβανία μετά το 1990.
Η Αλβανία, πριν την πτώση του καθεστώτος, υπήρξε ίσως η πιο ερμητικά κλειστή χώρα της Ευρώπης. Τα σύνορα απαγορευτικά, η κοινωνία πλήρως απομονωμένη, δίχως την παραμικρή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Η εκπαίδευση ήταν εργαλείο υποταγής: βασική ανάγνωση και γραφή, και κυρίως πίστη στην κομματική γραμμή. Η κριτική σκέψη δεν υπήρχε ούτε σαν λέξη· όποιος την τόλμησε, βρέθηκε γρήγορα σε υπόγεια και απομόνωση.
Μια ολόκληρη κοινωνία ανατράφηκε στη σκιά του φόβου, του ψεύδους και της σιωπής. Χωρίς γνώσεις, χωρίς εικόνες από τον έξω κόσμο, χωρίς περιθώρια επιλογής. Το καθεστώς δεν παρήγαγε πολίτες· παρήγαγε υπηκόους.
Όταν το καθεστώς έπεσε, η κοινωνία αυτή δεν απελευθερώθηκε απλώς άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας. Η έξοδος έμοιαζε με ξόρκι. Όσοι μπορούσαν, έφυγαν. Άλλοι προς Ιταλία, άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα. Κοινώς, όπου φύγει φύγει, αρκεί να ήταν μακριά απ’ την Αλβανία.
Στο ταξίδι της φυγής δεν κουβαλούσαν σχεδόν τίποτα. Ούτε αποσκευές, ούτε γλώσσα, ούτε προσόντα με τη δυτική έννοια. Είχαν μόνο τα χέρια τους, ένα σθένος βγαλμένο από τη σκληρή ζωή και την ελπίδα ότι κάπου, κάπως, θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή. Κι έτσι έγινε.
Η ελληνική κοινωνία, ωστόσο, δεν ήταν έτοιμη. Δεν ήταν πάντα φιλόξενη. Προσέγγισε με επιφύλαξη, με καχυποψία, με την παλιά προκατάληψη για το άλλο, το κατώτερο, το επικίνδυνο. 
Τα μέσα ενημέρωσης και η μικροπολιτική δεν έχαναν ευκαιρία: για κάθε πρόβλημα, κάποιος Αλβανός έφταιγε.
Η διαφορά μεταξύ Βορειοηπειρωτών και Αλβανών, στην καθημερινή κοινωνία, ποτέ δεν μπήκε στην ίδια ζυγαριά. Σχεδόν 35 χρόνια μετά, το σκηνικό έχει αλλάξει ελάχιστα. Κανείς δεν έλεγε έχω έναν Βορειοηπειρώτη στη δουλειά. Όλοι έλεγαν έχω έναν Αλβανό.
Οι μετανάστες από την Αλβανία έγιναν το απαραίτητο εργατικό χέρι, αλλά σπάνια είδαν το πρόσωπό τους να καθρεφτίζεται ίσα. Κι όμως, δεν έμειναν εκεί. Δούλεψαν, σπούδασαν, πρόκοψαν. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν με δύο γλώσσες, δύο ιστορίες και καμιά σιγουριά ότι ανήκουν στην Αλβανία. 
Όλοι έμαθαν να επιβιώνουν. Άλλοι χαμηλόφωνα και διακριτικά, άλλοι επιδεικνύοντας το πτυχίο της κομμουνιστικής μορφώσεως.
Πίσω, στην Αλβανία, έμειναν οι γέροι, οι φοβισμένοι, και οι ίδιοι οι μηχανισμοί του παλιού καθεστώτος που, κατά ειρωνεία, βρήκαν ξανά τρόπο να σταθούν όρθιοι. Διαχειρίζονται και σήμερα την εξουσία με παλιά μέσα, σε νέο περιτύλιγμα. 
Το σκηνικό άλλαξε, οι ρόλοι παρέμειναν.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η ελληνική εθνική μειονότητα αποτελεί μια ξεχωριστή αλλά παράλληλη ιστορία. Ελάχιστοι έμειναν να παλεύουν για τα χώματα, τη γλώσσα, τη μνήμη. Κι εκεί, το αόρατο χέρι του ελέγχου συνεχίζει το έργο του. Όχι με απειλές, αλλά με πιο ύπουλους, πολιτικούς τρόπους. Η φωνή τους είναι συχνά χαμηλή. Όχι από αδυναμία, αλλά γιατί το έμαθαν πια: όποιος φωνάζει, στερείται το δικαίωμα εισόδου στην Αλβανία να πάει σπίτι του, το πληρώνει ακριβά.
Αν κάτι συνδέει τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα με τους Βορειοηπειρώτες που έμειναν στον τόπο τους, είναι αυτή η διαρκής προσπάθεια να υπάρξουν μέσα σε ένα σύστημα που ποτέ δεν τους έκανε χώρο για τα αυτονόητα. 
Άνθρωποι ενδιάμεσοι, που ζουν ανάμεσα σε πατρίδες, γλώσσες, καθεστώτα και αναμνήσεις. Που κρατούν μέσα τους τη μνήμη της απώλειας και την ανάγκη για μέλλον.
Αξίζει να τους κοιτάξει με σοβαρότητα η ελληνική πολιτική σκηνή. Όχι σαν στατιστική ψήφων, αλλά σαν κομμάτι δικό μας. Οι Έλληνες πολιτικοί το μόνο που μας υποχρέωσαν να μάθουμε εμάς, τους Βορειοηπειρώτες είναι τι σημαίνει να ξεκινάς από το μηδέν, χωρίς καν να στο επιτρέπουν.

Η Επιστροφή της Πίστης




 Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου πίσω από το Ζιμόρι ανέβαιναν προς τον ουρανό, χαρίζοντας λάμψη. Τα πάντα γύρω είχαν πάρει μορφή. Ηρεμία και γαλήνη κυριαρχούσε παντού. Ήταν τόσο όμορφα αυτό το πρωινό. Η Μεγαλόχαρη έφερε αυτό που ποθούσαν. Τα πουλιά κελαϊδούσαν γεμίζοντας τις ψυχές των ανθρώπων. Ένα απαλό αεράκι χάιδευε τα πρόσωπα, σαν να ήταν το χέρι της Μεγαλόχαρης. Απ' τον Κάρπενο ανέβαιναν σύννεφα με τις ακτίνες να πέφτουν και να λάμπουν. Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα και μαγικά. Ήταν η αρχή…

Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν. Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90 άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό, που η μόνη εικόνα που θυμούνται ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους. Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού. Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία, ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.

Μα τώρα, καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια, κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα που μόλις γνώρισε. Άκουγαν λόγια που δεν καταλάβαιναν όλα, μα κάτι μέσα τους ανασάλευε σαν να τα ήξεραν από πριν, από μια άλλη ζωή.

Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι και τους έδειχνε: Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού. Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου. Μην βιάζεσαι. Με την καρδιά.

Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι, χωρίς να ντρέπονται. Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια, μα τώρα ήξεραν και γιατί. Και τα παιδιά, εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό, ρώταγαν:

Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;

Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις. Ήταν βλέμματα, ήταν χάδια, ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».

Οι πρώτες ακτίνες, πίσω απ’ το Ζιμόρι,
ανέβαιναν δειλά, σαν προσευχή στον ουρανό.
Χρυσόφωτη λάμψη απλωνόταν στη γη,
και τα πράγματα έπαιρναν μορφή
σαν να ξυπνούσαν απ’ το όνειρο.

Σιωπή γεμάτη νόημα.
Η γαλήνη απλωνόταν,
σαν πέπλο της Μεγαλόχαρης.
Όμορφο το πρωινό, αλλιώτικο
ευλογημένο.

Τα πουλιά κελαηδούσαν,
όχι για τον κόσμο,
μα για τις ψυχές των ανθρώπων.
Κι ένα αεράκι γλυκό
χάιδευε τα πρόσωπα,
όπως το χέρι της Παναγιάς
στις μέρες της προσμονής.

Απ’ τον Κάρπενο,
σύννεφα ταξίδευαν αργά,
κι οι ακτίνες τούς χάριζαν φως
λάμψη μέσα στη σιγή.

Ήταν η αρχή.
Και τίποτα δεν ήταν μικρό.

Κάποιος έσφιγγε το κομποσχοίνι του
δίχως να το καταλαβαίνει
όχι από φόβο,
μα γιατί το φως τού ’φέρνε μνήμες.
Εκείνες τις παλιές,
που έρχονται δίχως θόρυβο,
όπως έρχεται κι η ευλογία.

Τα σπίτια είχαν ακόμη τη δροσιά της νύχτας
στις πέτρες τους,
και οι αυλές μύριζαν γιασεμί.
Μια γριά καθισμένη στη γωνιά
κοιτούσε προς το βουνό
και στα μάτια της έλαμπε
μια ιστορία που δεν ειπώθηκε ποτέ.

Οι καμπάνες δεν είχαν χτυπήσει ακόμη,
μα μέσα στους ανθρώπους
ένας ήχος αντηχούσε
σαν κάλεσμα που δεν προφέρεται με λέξεις.

Η μέρα δεν είχε πάρει ακόμα την τροπή της.
Κι όμως, όλα είχαν ήδη γραφτεί
στο φως, στο αεράκι,
στις σκιές που άλλαζαν θέση
χωρίς να βιάζονται.

Και τότε, κάπου μακριά,
ένα παιδί γέλασε.
Ήταν το πρώτο γέλιο της μέρας.
Και μέσα του
χώρεσε ολόκληρη η ζωή.

Και κάπου πιο πέρα,
μες στη σιγαλιά της πέτρας
και των κλειστών παραθύρων,
ένα κερί άναψε.
Όχι για να φανεί
αλλά για να θυμίσει.

Ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής,
ύστερα από δεκαετίες
που δεν επιτρεπόταν ούτε στα μάτια
να στραφούν προς τον ουρανό,
η προσευχή ξαναβρήκε τον δρόμο της.

Η Αλβανία του Χότζα
δεν ήταν πια η ίδια.
Η πίστη, κάποτε απαγορευμένη,
σαν παράνομο μυστικό ανάμεσα σε τοίχους,
σήμερα άνοιγε παράθυρο στον ήλιο.

Οι παλιές εικόνες,
θαμμένες σε πατάρια και κάτω από σανίδια,
ξεθάβονταν με χέρια που έτρεμαν,
μα δεν δίσταζαν.
Η Μεγαλόχαρη,
που άλλοτε ψιθυριζόταν μόνο 

 στα κρυφά και σκοτεινά,
ξαναπήρε θέση σε κάθε τοίχο
όχι μόνο στο σπίτι,
μα και στην καρδιά.

Τα σταυρουδάκια βγήκαν απ’ τα σεντούκια.
Τα παιδιά ρωτούσαν.
Οι γέροντες χαμογελούσαν.

Μια γυναίκα στάθηκε μπροστά στην εκκλησία
που κάποτε ήταν στάβλος.
Στα μάτια της καθρεφτιζόταν ο ουρανός
και στα χείλη της
μία λέξη:

Ήρθε ο καιρός.

Ήταν η κυρά-Τάσσω.
Μεγάλωσε με την εικόνα κρυμμένη κάτω απ’ τη σανίδα της κουζίνας.
Μάθαινε στα εγγόνια της να κάνουν το σταυρό
όπως οι παλιοί αντάρτες κρυβόντουσαν στα βουνά
μυστικά, στα σκοτεινά,
με μάτια που κοίταζαν πίσω απ’ τις κουρτίνες.

Κάθε Πάσχα,
έβαφε αυγά με βότανα και σιωπή.
Γιατί, γιαγιά;
Έτσι, παιδί μου. Για το καλό, κοίτα μην σου ξεφύγει τίποτα;

Και τώρα
τώρα που δεν κινδυνεύεις πια να σε στείλουν εξορία
επειδή άναψες κερί,
πήρε την παλιά εικόνα
με τα άχυρα ακόμα κολλημένα πίσω,
την σκούπισε με το ποδόγυρό της
και την έβαλε στο εικονοστάσι,
που ήταν πάντα εκεί.
Αόρατο, μα ζωντανό.

Έπειτα,
πήγε στην εκκλησία.
Εκείνη που είχαν κάνει αποθήκη.
Τώρα μοσχοβολούσε λιβάνι.

Ο παπάς νέος, με γένι,
με φωνή που έτρεμε
έψελνε δειλά.
Μα μέσα απ’ τα λόγια του
έβγαιναν δεκαετίες καταπίεσης,
συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν,
και πίστη που δεν έσβησε ποτέ.

Οι γυναίκες δάκρυζαν.
Οι άντρες στέκονταν ίσια,
όπως παλιά στις δοξολογίες.

Η κυρά-Τάσσω δεν είπε τίποτα.
Μόνο κάθισε στο παλιό της στασίδι
κι έσφιξε το κομποσχοίνι.

Στον κόμπο τον εκατοστό
είπε το όνομα του πατέρα της,
στον εκατόν πρώτο
το όνομα του άντρα της,
στον εκατόν δεύτερο
έκλαψε.

Μα ήταν πια ελεύθερο το δάκρυ.

Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήξεραν.
Παιδιά του ’70, του ’80, ακόμα και του ’90
άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς σταυρό,
που η μόνη εικόνα που θυμούνται
ήταν σβησμένη απ’ τη μνήμη των γονιών τους.


Δεν τους δίδαξε κανείς πώς γίνεται το σημείο του σταυρού.
Δεν ήξεραν πώς μοιάζει μια λειτουργία,
ούτε τι θα πει να ανάβεις κερί
και να το βάζεις με πρόσωπο στραμμένο προς την ανατολή.

Μα τώρα,
καθισμένοι στα ξύλινα στασίδια,
κοίταζαν τον ιερέα όπως κοιτάει κανείς πατέρα
που μόλις γνώρισε.
Άκουγαν λόγια που δεν τα καταλάβαιναν όλα,
μα κάτι μέσα τους ανασάλευε
σαν να τα ήξεραν από πριν,
από μια άλλη ζωή.

Η γιαγιά Τάσσω έπαιρνε τα εγγόνια της από το χέρι
και τους έδειχνε:
«Εδώ το κερί. Κι εδώ το εικονάκι του Χριστού.
Κάνε έτσι το σταυρό, παιδί μου.
Μην βιάζεσαι.
Με την καρδιά.»

Οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι,
χωρίς να ντρέπονται.
Οι γυναίκες έπλεκαν ξανά τσουρέκια,
μα τώρα ήξεραν και γιατί.
Και τα παιδιά,
εκείνα που μάθαιναν πρώτα να διαβάζουν με το κινητό,
ρώταγαν:

Ποια είναι η Μεγαλόχαρη;

Κι οι απαντήσεις δεν ήταν πάντα λέξεις.
Ήταν βλέμματα,
ήταν χάδια,
ήταν η σιγή που έπεφτε πριν το «Αμήν».

Ο Νικόδημος γεννήθηκε το 1969,αβαπτιστος
σε μια χώρα που είχε ήδη ξεχάσει πώς προσεύχεται.
Ο πατέρας του ήταν εργάτης,
η μάνα του δασκάλα.
Ούτε εικόνες στο σπίτι,
ούτε σταυροί στον λαιμό.
Μόνο σφυροδρέπανα στους τοίχους
και συνθήματα για έναν ουρανό χωρίς Θεό.

Και όμως, από παιδί
ένιωθε πως κάτι έλειπε.
Όχι σαν έλλειψη,
μα σαν σκιά
σαν ήχος που δεν τον ακούς,
μα καταλαβαίνεις ότι υπάρχει.

Όταν η χώρα άνοιξε ξανά τις πόρτες της στην πίστη,
ο Ιωνας ήταν ήδη άντρας.
Είχε γυναίκα, παιδί, και μια ζωή τακτοποιημένη.
Μα η ψυχή του
ατάκτως ερριμμένη.

Πήγε μια μέρα στην εκκλησία,
χωρίς να ξέρει γιατί.
Ίσως τον τράβηξε η καμπάνα.
Ίσως η μυρωδιά του κεριού
που τον πήγε πίσω, σε κάτι που δεν έζησε.
Ίσως το βλέμμα μιας γριάς
που κρατούσε το κομποσχοίνι σαν πυξίδα.

Στάθηκε στην πόρτα.
Δεν μπήκε.
Κοίταζε.

Και τότε
είδε ένα παιδί να κάνει τον σταυρό του.
Άτσαλα.
Μπερδεμένα.

Και σκέφτηκε:
Αυτό το παιδί ξέρει περισσότερο από μένα.
Κι εγώ είμαι ο πατέρας του.

Μπήκε σιγά σιγά.
Έκατσε πίσω πίσω.
Και όταν ο ιερέας ψιθύρισε «Ειρήνη πάσι»,
ο Ιωνας ένιωσε να τον αφορά.

Για πρώτη φορά στη ζωή του
δεν ένιωσε μόνος.

Ο πατήρ Αναστάσιος δεν γεννήθηκε παπάς.
Ούτε παιδί ιερέα ήταν.
Γεννήθηκε κι αυτός μέσα στη σιγή,
το 1969, δύο χρόνια μετά τη μεγάλη απαγόρευση.

Η γιαγιά του
του μάθαινε το «Πάτερ Ημών»
σαν παραμύθι.
Χαμηλόφωνα,
ανάμεσα στο μεσημεριανό υπνο και το πλύσιμο των  ρούχων.
«Μην το πεις στο σχολείο, παιδί μου.
Είναι μυστικό.»

Κι αυτό το μυστικό,
αντί να τον πνίξει,
τον ρίζωσε.
Έφυγε,

 λιποτάκτησε από το καθεστώς,

 και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη.
Έμαθε θεολογία δίχως να ξέρει αν ποτέ
θα λειτουργήσει στην πατρίδα του.
Μα ήλπιζε.

Κι όταν το καθεστώς έπεσε,
δεν γύρισε αμέσως.
Περίμενε.

Ήθελε να γυρίσει
όχι μόνο ως ιερέας,
αλλά ως θεραπευτής μιας πληγής.
Όχι για να θυμίσει ποιος είναι ο Θεός,
αλλά για να σταθεί δίπλα σ’ εκείνους
που δεν τον γνώρισαν ποτέ.

Η πρώτη του λειτουργία
έγινε σε μια εκκλησία μισογκρεμισμένη.
Τα τζάμια έλειπαν,
οι εικόνες είχαν γίνει στάχτη.
Μα μέσα στους τοίχους
υπήρχε ακόμα σιωπή.
Και η σιωπή αυτή ήταν ιερή.



Ο Ιωνας ήταν εκεί.
Και η γιαγιά Τάσσω.
Και ένα παιδί με μάτια γεμάτα ερωτήσεις.

Ο πατήρ Αναστάσιος στάθηκε στο ιερό,
έκανε τον σταυρό του
και είπε σιγανά,
με φωνή που έτρεμε:

Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…


Κανείς δεν κοινώνησε εκείνη τη μέρα.
Κανείς δεν τόλμησε.
Μα όλοι ένιωσαν,
για πρώτη φορά ίσως,
πως η ψυχή τους στεκόταν όρθια.

Ο πατήρ Αναστάσιος δεν έλεγε πολλά.
Μιλούσε με τα μάτια,
με τις πράξεις,
με μια καλοσύνη που δεν φώναζε,
μόνο ακουμπούσε σιγά στο βάθος.

Τον έβλεπες κάθε πρωί
να ανοίγει την παλιά εκκλησία,
να σκουπίζει τις σκόνες του καιρού
και να στήνει ένα τραπεζάκι
με λίγο καφέ και δυο καρέκλες απ’ το καφενείο.

Δεν έκανε κατήχηση
έκανε κουβέντα.
Όποιος περνούσε,
καθόταν λίγο.
Για να ξεκουραστεί, έλεγαν.
Μα η ψυχή ήξερε καλύτερα.

Έτσι γνώρισε και τον Ιωνας.
Ο Ιωνας ερχόταν κάθε μέρα λίγο πιο κοντά.
Πρώτα στάθηκε απ’ έξω,
μετά στον νάρθηκα,
και ύστερα στο παγκάρι δίπλα, όχι μπροστά.

Ο ιερέας δεν τον πίεσε ποτέ.
Μια μέρα μόνο του είπε:

Η πίστη δεν ζητάει βεβαιότητα.
Μόνο αλήθεια.
Κι η αλήθεια σου αρκεί.
Όπως είσαι.

Ο Ιωνας τον κοίταξε σαν να άκουγε τον πατέρα του.
Από εκείνη τη μέρα,
κάθε Σάββατο, ερχόταν και βοηθούσε.
Άναβε κεριά,
έφερνε λουλούδια,
κάποιες φορές έφερνε και το παιδί του.

Ο πατήρ Αναστάσιος έπιανε το παιδί από τον ώμο
και του έλεγε ιστορίες
όχι μόνο για αγίους,
αλλά και για ανθρώπους σαν τον παππού του,
που έσκαβε και μες στο χώμα φύλαγε το σταυρό του.

Κι έτσι,
μέσα απ’ τον Ιωνα,
ξαναγύριζε μια γενιά στην πίστη.
Όχι με φωνές και νουθεσίες,
αλλά με αγάπη.
Με συντροφιά.
Με ανάσες ειλικρινείς.

Ήταν Κυριακή της Ανάστασης.
Μα για το χωριό,
ήταν Ανάσταση με κάθε έννοια.

Η παλιά εκκλησία της Παναγιάς
χτισμένη περίπου τον 11ο αιώνα,
με πέτρα λαξευμένη απ’ τα χέρια των προγόνων
είχε γίνει στάβλος στα χρόνια της σιωπής.

Εκεί που κάποτε ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη»,
είχαν δεθεί αγελάδες.
Οι τοιχογραφίες είχαν καλυφθεί με ασβέστη.
Το ιερό, χωρίς Άγιο Τραπέζι,
είχε γίνει αποθήκη σανού.

Κι όμως
η πέτρα θυμάται.

Με κόπο, με ιδρώτα,
με χέρια απλών ανθρώπων και λίγα λεφτά από δω κι από κει,
το καθάρισαν.
Σήκωσαν σιγά σιγά την Αγία Τράπεζα,
βρήκαν υπολείμματα από την παλιά εικόνα,
κι ο πατήρ Αναστάσιος έστησε το πρώτο κερί
στο σημείο όπου επί δεκαετίες υπήρχε μονάχα σκοτάδι.

Εκείνη τη μέρα,
ήρθε όλο το χωριό.
Άλλοι από πίστη,
άλλοι από περιέργεια,
μα όλοι με καρδιά που χτυπούσε.

Ο Ιωνας έφερε τα παιδιά του.
Η κυρά-Τασσω φόρεσε το μαύρο της μαντήλι
κι έσφιγγε το κομποσχοίνι μέχρι να ματώσει το δάχτυλο.

Όταν χτύπησε η καμπάνα
όλοι σιώπησαν.

Ο πατήρ Αναστάσιος μπήκε από το Ιερό,
κρατώντας το Άγιο Φως,
και ψιθύρισε:

«Δεύτε λάβετε φως...»

Τα κεριά άναψαν.
Μέσα σε δευτερόλεπτα,
το ερειπωμένο κτίσμα φώτισε
μα όχι απ’ τη φλόγα.
Απ’ την πίστη που είχε κρυφτεί
και τώρα επέστρεφε.

Ο ιερέας δάκρυσε.
Δεν το ’κρυψε.

Πόσα χρόνια...
Πόσα χρόνια να περιμένει ένας τόπος,
για να του ξαναμιλήσει ο Θεός;

Κανείς δεν απάντησε.
Μα όλοι ήξεραν την απάντηση.

Όσα χρειάζονται.
Μα όχι ένα παραπάνω.


Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...