Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

 


Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα. Στα βάθη του χρόνου, ο μεγάλος ιστορικός Ηρόδοτος, στο αριστουργηματικό του έργο Ἱστορίαι (5ος αιώνας π.Χ.), αναφέρεται στους Θεσπρωτούς, ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή, και εξυμνεί τη Δωδώνη, όπου δεσπόζει το ιερό βουνό Τόμαρος¹. Το βουνό αυτό υπήρξε το πνευματικό κέντρο λατρείας, μαντείου και πολιτισμού, εστία μιας θρησκευτικής παράδοσης που άντεξε στον χρόνο.

Παράλληλα, η περιοχή αυτή ήταν το κέντρο του κράτους των Μολοσσών, ενός λαού με σημαντική ιστορική και πολιτισμική παρουσία στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Πετρίδη, το Σιεντενικού ή Σουδενίκον είναι οροσειρά του Τόμαρου, και το χωριό Μάλτσιανη ήταν παλαιότερα γνωστό ως Μολωσιάνη, όνομα που μαρτυρεί την καταγωγή και την ένταξή του στο μολοσσικό σύστημα οικισμών². Αυτή η ονομασία δεν αποτελεί απλώς τοπική λεπτομέρεια, αλλά αποκαλύπτει τη βαθιά ιστορική συνέχεια που συνδέει τον σύγχρονο οικισμό με τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους Μολοσσούς, οι οποίοι, όπως επιβεβαιώνουν αρχαίες πηγές και σύγχρονες μελέτες³, κατείχαν και πολιτισμικά επηρέαζαν τα εδάφη γύρω από τον Τόμαρο και τη Δωδώνη.

Από αυτή τη μακραίωνη πολιτισμική κληρονομιά πηγάζει και η ζωντανή λαϊκή μνήμη της Μάλτσιανης, που μεταφέρεται προφορικά από γενιά σε γενιά. Το τοπωνύμιο Μαγκανάρη, που χαρακτηρίζει μια απότομη ανηφόρα και παλιό οικισμό κοντά στο χωριό, κουβαλά δύο βασικές ερμηνείες αφενός, τη σχέση με το εργαλείο του μάγγανου ή αργαλειού  ένα στοιχείο της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης και της τεχνικής γνώσης αφετέρου, με τις μαγγανείες, τις μαγικές και θεραπευτικές πρακτικές που, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ασκούσε μια γυναίκα, συνδυάζοντας βότανα και τελετουργικά για να βοηθά όσους είχαν ανάγκη για τεκνοποίηση⁴.

Η ύπαρξη αυτής της γυναικείας μορφής που έκανε μάγια αποτελεί ζωντανό παράδειγμα της διαχρονικής παρουσίας ενός κόσμου όπου το καθημερινό συνυπάρχει με το ιερό και το μυστήριο. Αυτές οι πρακτικές μαγείας και θεραπείας θυμίζουν τις αρχαίες θρησκευτικές και μαντικές τελετουργίες που περιγράφει ο Ηρόδοτος για την περιοχή¹, μεταφέροντας έτσι την ιστορική και πνευματική συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.

Μέσα από τα τοπωνύμια, τους μύθους και τις αφηγήσεις, η Μάλτσιανη αποκαλύπτει την πολύπλευρη ταυτότητά της, τόπος όπου η ανθρώπινη καθημερινότητα, η τεχνική γνώση και το πνεύμα συναντώνται και διαπλέκονται αρμονικά. Η σύνδεση αυτή επιβεβαιώνει ότι η περιοχή υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών, όπου το ιερό και το λαϊκό αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο.

Έτσι, το τοπωνύμιο Μαγκανάρης δεν είναι απλώς το όνομα μιας τοποθεσίας ή ενός εργαλείου είναι σύμβολο μιας βαθιάς πολιτισμικής συνέχειας, που αντανακλά την ψυχή και την ιστορία της Μάλτσιανης  μια φλόγα που φωτίζει τη διαδρομή από τους αρχαίους Θεσπρωτούς και Μολοσσούς του Ηροδότου μέχρι τις ζωντανές αφηγήσεις των σημερινών κατοίκων.

Στο ιστορικό υπόβαθρο της Μάλτσιανης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση με τους αρχαίους Μολοσσούς, το ηπειρωτικό φύλο που κυριάρχησε στην περιοχή της Ηπείρου. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Πετρίδη, το χωριό παλαιότερα ήταν γνωστό ως Μολωσιάνη², όνομα που φανερώνει την καταγωγή και την πολιτισμική του ταυτότητα, καθώς αποτελούσε τμήμα του μολοσσικού συστήματος οικισμών. Αυτή η ονομασία δεν είναι τυχαία, μαρτυρεί τη βαθιά ιστορική συνέχεια που συνδέει τον σύγχρονο οικισμό με τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους Μολοσσούς, οι οποίοι, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς και επιβεβαιώνουν οι σύγχρονες αρχαιολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες³, είχαν έντονη παρουσία και σημαντική πολιτισμική επιρροή στα εδάφη γύρω από τον Τόμαρο και τη Δωδώνη.

Η περιοχή της Μάλτσιανης, με το ιστορικό τοπωνύμιο Μαγκανάρη, διατηρεί ζωντανή την παράδοση μιας κοινωνίας που συνδύαζε την παραγωγική τέχνη (κατασκευή μάγγανων) με μυστικιστικές πρακτικές θεραπείας και μάγια. Αυτή η σύνδεση θυμίζει τις αναφορές του Ηροδότου για τους Θεσπρωτούς και άλλους αρχαίους ηπειρώτες, που μέσα από τις αφηγήσεις τους διατηρούσαν ζωντανές τις θρησκευτικές και πολιτιστικές τους παραδόσεις, ανάμεικτες με δεισιδαιμονίες και λαϊκή σοφία. Η ιστορία του Μαγκανάρη αποκαλύπτει την ιστορική συνέχεια και το βάθος της λαογραφίας στην περιοχή, που αντλεί από τις ρίζες της αρχαίας Ηπείρου.


* Η ονομασία Σουδενίκον, με την οποία αναφέρεται η περιοχή από τον Αθανάσιο Πετρίδη (1866), πιθανώς φέρει ετυμολογική ρίζα από την αρχαιοελληνική λέξη σούδα (αύλακας, τάφρος, υδατορροή) και το νίκη/νικ-, αποδίδοντας την έννοια του «υδάτινου τόπου που κυριεύθηκε ή ιδρύθηκε μετά από νίκη».

Η Μάλτσιανη, με τις άφθονες πηγές της, τα φυσικά ρέματα και τα πέτρινα αυλάκια που διασχίζουν τον οικισμό, επιβεβαιώνει γεωγραφικά αυτή την ερμηνεία, δείχνοντας ότι το ίδιο το όνομά της φέρει αποτύπωμα του νερού και της ιστορικής συνέχειας.

Παραπομπές

¹ Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Βιβλίο 2, §52 και 57· Βιβλίο 1, §56 — αναφορά στο μαντείο της Δωδώνης και τους Θεσπρωτούς.
² Αθανάσιος Πετρίδης, Ιστορικά και τοπωνυμικά της Ηπείρου, εκδ. Νέα Σύνορα (πιθανώς σελ. 135–140) — αναφορά στο Σιεντενικού και τη «Μολωσιάνη».
³ Πρβλ. Θουκυδίδης 2.80, Πλούταρχος (Αλέξανδρος), Στράβων 7.7· και επιγραφικές μαρτυρίες (IG IX, επιγραφές Ηπείρου).
⁴ Προφορική παράδοση από κατοίκους της Μάλτσιανης (καταγραφή 1987), σε συνδυασμό με σχετική αναφορά στη λαϊκή ιαματική μαγεία. Βλ. και Ν. Πολίτης, Παραδόσεις.


Τα παλιά πανηγύρια της Βορείου Ηπείρου

 


Τα παλιά πανηγύρια στον τόπο μας

Παλαιότερα, τα πανηγύρια στον τόπο μας είχαν κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα. Με τον καιρό, όμως, εμφανίστηκαν και τα εμποροπανήγυρα, συνδυάζοντας τη θρησκεία με το εμπόριο και την κοινωνική συναναστροφή.

Τα πανηγύρια της υπαίθρου χωρίζονταν σε δύο βασικές κατηγορίες:

Τα θρησκευτικά πανηγύρια

Αυτά τελούνταν με αφορμή τη γιορτή κάποιου Αγίου. Ξεκινούσαν με θεία λειτουργία και λιτάνευση της εικόνας και ακολουθούσε γλέντι με τραγούδια της τάβλας ή πολυφωνικά τραγούδια και παραδοσιακούς χορούς.

Με την εμφάνιση των μουσικών συγκροτημάτων των λεγόμενων ζυγιών τα πανηγύρια απέκτησαν ιδιαίτερο κύρος. Το να έχει ένα πανηγύρι "όργανα" ήταν σημαντικό γεγονός, καθώς οι ζυγιές ήταν τότε ελάχιστες σε όλη την Ήπειρο. Έτσι, η φήμη του πανηγυριού ξεπερνούσε τα όρια του χωριού και προσέλκυε επισκέπτες και από άλλες περιοχές.Μερικά από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά πανηγύρια της περιοχής ήταν:

  • της Παναγίας στη Σορωνιά, για τα χωριά του Βούρκου, και τις επαρχίας Δελβίνου.

  • του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Μάλτσιανη, για τα χωριά των Ριζών και ολόκληρη την επαρχία Δελβίνου,

  • της Παναγίας της Ρίππεσης στη Σμίνετση, με συμμετοχή των χωριών των Ριζών και της Μουργκάνας (Πόβλα, Λία, Λίστα, Τσαμαντάς κ.ά.),

  • το πανηγύρι του Λάμποβου του Σταυρού, στην περιοχή του Αργυροκάστρου,

  • και της Αγίας Τριάδας Πέπελης στην Άνω Δερόπολη.

Τα παραπάνω πανηγύρια διαρκούσαν συνήθως τρεις ημέρες.

Τα εμποροπανήγυρα

Αν και είχαν εμπορικό χαρακτήρα, πάντοτε συνέπιπταν με κάποια θρησκευτική εορτή. Εκεί πραγματοποιούνταν κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές, διακινούνταν τρόφιμα, υφάσματα, είδη ένδυσης και υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, προικιά, σαμάρια και άλλα. Συχνό φαινόμενο ήταν και οι αγοραπωλησίες ζώων, γαϊδουριών, μουλαριών, αλόγων, γιδιών, προβάτων, αγελάδων κ.ά. 

Έμποροι από μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής όπως το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, τα Γιάννενα και οι Φιλιάτες έφταναν με τις πραμάτειες τους.

Τα πανηγύρια αυτά έδιναν την ευκαιρία στους κατοίκους να επικοινωνήσουν, να συνάψουν οικονομικές συμφωνίες, αλλά και να γίνουν συνοικέσια που συχνά κατέληγαν σε γάμους.

Η προετοιμασία και το τελετουργικό

Σύμφωνα με αφηγήσεις, οι προετοιμασίες των χωρικών πριν από το πανηγύρι ήταν εντατικές καθάριζαν τις αυλές, ασβέστωναν τα σπίτια, τακτοποιούσαν το αχούρι και γενικά φρόντιζαν όλο το νοικοκυριό τους, σε περίπτωση που θα φιλοξενούσαν συγγενείς ή φίλους από μακρινά χωριά.

Το πανηγύρι ξεκινούσε με θεία λειτουργία και συνεχιζόταν στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Τον χορό άνοιγε ο ιερέας, ακολουθούσε ο γηραιότερος του χωριού, και μετά κατά σειρά ηλικίας οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Πρώτοι χόρευαν οι άνδρες και στη συνέχεια οι γυναίκες. Ο πρώτος χορός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο που γιόρταζε. Αν δεν υπήρχε τραγούδι αφιερωμένο στον Άγιο, ο γηραιότερος επέλεγε το εναρκτήριο τραγούδι, ανάλογα με το πνεύμα της γιορτής. Ο χορός ήταν τραγουδιστός και χορευόταν σε δύο ή τρία μέρη. Το τραγούδι ξεκινούσε ο καλύτερος τραγουδιστής και στη συνέχεια το σιγοντάριζαν οι υπόλοιποι άνδρες μετά ακολουθούσαν οι γυναίκες.

Λόγω της μεγάλης συμμετοχής, στο χορό του προαυλίου χόρευαν κυρίως οι ντόπιοι. Οι επισκέπτες έστηναν δικό τους χορό, κατά παρέες. Συχνά υπήρχε και άμιλλα ανάμεσα στις παρέες, για το ποια θα ξεχωρίσει για το τραγούδι και το κέφι. 

Επειδή οι καλοί τραγουδιστές ήταν λίγοι, όλοι προσπαθούσαν να τους έχουν στην παρέα τους με προτεραιότητα όμως στο χωριό που φιλοξενούσε το πανηγύρι, ως ένδειξη σεβασμού.


Η δική μου πατρίδα έχει χνάρια προγόνων







Κάθε τόπος έχει τη δική του ιστορία και κάθε χωριό τις δικές του ιδιαιτερότητες τις δικές του αφηγήσεις, μύθους, θρύλους και παραδόσεις, που περνούν από γενιά σε γενιά και συχνά καταγράφονται στη βιβλιογραφία.
Υπάρχουν όμως και εκείνες οι ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ σε μια κόλλα χαρτί αποτυπώθηκαν στη μνήμη των ανθρώπων, στα σοκάκια και στα χωράφια, στα μονοπάτια που περπάτησαν οι παλιότεροι. Ένα από αυτά τα χωριά είναι και η δική μας Μάλτσιανη. Κι αν δεν υπάρχουν πολλές γραπτές καταγραφές, υπάρχουν ακόμη ζωντανά τα χνάρια των προγόνων μας χαραγμένα στον Αέλια, στους Βουρλάτες, στην Πλασιά, στη Γράβα και σε τόσα άλλα τοπωνύμια του τόπου.
Είναι ένα μικρό, ορεινό χωριουδάκι, φωλιασμένο στους πρόποδες του όρους Σιεντενίκου. Από τη μία πλευρά του ορίζοντα δεσπόζει η ράχη του Σκόλη και από την άλλη το Ζιμόρι και στο κέντρο η Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στις παρυφές του βουνού βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, μέσα σε μια έκταση γεμάτη αιωνόβια πουρνάρια. Δίπλα στο εκκλησάκι, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γηραιότερων, υπήρχε αρχαίο ιερό αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη. Κάτω από το ιερό διακρίνονται ακόμη αρχαίοι τοίχοι, με τεράστιους ογκόλιθους αρχαϊκής περιόδου.
Νοτιοανατολικά του χωριού υψώνεται καμαρωτός, σαν πυραμίδα, ο Αέλιας, με την Ακρόπολη των Ελίκρανων και τα κυκλώπεια τείχη του. Η ονομασία του είναι υπό μελέτη, καθώς δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα ανασκαφές ή αρχαιολογικές μελέτες. 


Ακρόπολη Ελίκρανων




Η θέα από εκεί είναι μαγευτική. Απλώνεται απέραντη μπροστά σου, με το νησί των Φαιάκων στο βάθος, τα στενά και τις ακτές του Βουθρωτού. Όταν δύει ο ήλιος, το τοπίο γίνεται ειδυλλιακό τα στενά λάμπουν και οι ακτίνες του ήλιου αντανακλούν πάνω στο Κάρπενο, σαν να ξυπνούν εικόνες βγαλμένες από τον παράδεισο. Το φως βυθίζεται στη θάλασσα, και μαζί του χάνεται η μέρα.

Με το που πέφτει το σκοτάδι, ξεπροβάλλουν μακριά τα φώτα από το Μπάρι της Ιταλίας, από την Κέρκυρα και τα Διαπόντια νησιά, και η θάλασσα χάνεται στη λάμψη τους.
Αυτές τις μαγικές εικόνες μπορεί να τις απολαύσει κανείς μόνο εκεί, ψηλά στους Βουρλάτες.
Απέναντι από το χωριό στέκει αγέρωχο το αρχαίο κάστρο. Σύμφωνα με καταγραφές του Στράβωνα και του Θουκυδίδη, αλλά και μετέπειτα λογίους του τόπου μας, όπως ο Αθανάσιος Πετρίδης και ο Ζώτος ο Μολοσσός από τη Δρόβιανη, δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την ονομασία του. Ο Πετρίδης το αναφέρει ως «Ακρόπολις των Μολοσσών» και την ονομασία του χωριού ως «Μολοσιανή», ενώ ο Ζώτος ο Μολοσσός το αποκαλεί «Μάλτσιανη».
Στον Πετρίδη βρίσκουμε επίσης αναφορά στον μύθο της λίμνης έναν μύθο που συναντάμε και στις αφηγήσεις των χωριανών, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Αναφέρεται ακόμη ότι η παλαιότερη τοποθεσία του χωριού ήταν στους Βουρλάτες. Οι μαρτυρίες των παλιών λένε πως μέχρι τις αρχές ή τα μέσα του 18ου αιώνα, η τελευταία οικογένεια που εγκατέλειψε τον παλιό οικισμό ήταν οι Πλακάλι μαρτυρία που επιβεβαιώνεται ως και σήμερα από την ονομασία του τοπωνυμίου.
Εκείνη την εποχή, πιθανολογείται πως το χωριό μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, πιθανότατα λόγω της εγγύτητας σε πηγές νερού. Σύμφωνα με τους μελετητές, εκείνη την περίοδο η μαύρη πανώλη θέριζε σχεδόν ολόκληρη την Ήπειρο.
Αυτός ο τόπος δεν ήταν απλώς ένα σημείο στο χάρτη. Ήταν ένα κομμάτι από τις ζωές όλων όσων έζησαν πριν από εμάς.
Ο ήχος του νερού που κυλούσε γαλήνια από την πηγή γινόταν ένα με τον ψίθυρο του ανέμου. Τα φύλλα του πλάτανου τρεμόπαιζαν, αφήνοντας μικρές δέσμες φωτός να χορεύουν πάνω στο χώμα.
Αυτή είναι η Μάλτσιανη.



Άποψη του χωριού από Κάρπενο

Η καταγωγή και η ονομασία της Μάλτσιανης Σταυρινός Βιστιάρης



Η καταγωγή και η ονομασία της Μάλτσιανης. 
Η καρδιά που χτυπάει μέσα στους αιώνες.
Σε μια γωνιά των Ριζών όπου τα βουνά αγκαλιάζουν τον ουρανό και το φως παίζει κρυφτό με τις σκιές των αιωνόβιων πλατανιών και πουρναριών  ξεπροβάλλει η Μάλτσιανη. Ένα χωριό που δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός τόπος, αλλά ένας ζωντανός θρύλος, μια ψυχή χαραγμένη στο πέρασμα του χρόνου.
Εκεί γεννήθηκε ο Σταυριανός Βηστιαρής, ποιητής και φωνή ενός κόσμου που πάλευε να κρατήσει ζωντανά τα ιδανικά της πίστης και της ελευθερίας. Παρά το μακρύ του ταξίδι μακριά από την αγαπημένη του γενέτειρα, η Μάλτσιανη παρέμενε πάντα η σιωπηλή μούσα του, η πηγή έμπνευσης και νοσταλγίας που έτρεφε το πνεύμα του και έδενε τους στίχους του με τη γη και τους ανθρώπους της.
Η ονομασία Μάλτσιανη δεν είναι απλώς μια λέξη. Είναι η φωνή των προγόνων, το ψίθυρο της ιστορίας που περνά από γενιά σε γενιά. Ο Αθανάσιος Πετρίδης αναφέρει πως το όνομα αυτό κρατά ζωντανή την ελληνική συνέχεια, σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, παρά τους ανέμους που πέρασαν και σάρωσαν τη γη της Βορείου Ηπείρου.
Ο Ζώτος Μολοσσός, με τη ματιά του λαογράφου, μας υπενθυμίζει πως τα τοπωνύμια είναι οι φύλακες της μνήμης πέτρες σκαλισμένες με την ψυχή του τόπου και του λαού. Η Μάλτσιανη δεν είναι μόνο ένα όνομα είναι ένα κομμάτι της ψυχής της Ηπείρου, ένας φάρος που φωτίζει το αέναο ταξίδι των ανθρώπων της.
Οι πλαγιές όπου κυλούν τα νερά των πηγών, τα μονοπάτια που γνώρισαν τα βήματα των προγόνων, οι αυλές όπου αντηχούσαν γέλια και τραγούδια όλα αυτά ζωντανεύουν μέσα από τα λόγια του Βηστιαρή. Ο ίδιος, αν και μακριά από τον τόπο του, κουβαλούσε πάντα μέσα του το βάρος και την τιμή της καταγωγής του. Η Μάλτσιανη ήταν η ρίζα που τον κρατούσε σταθερό, το φως που δεν άφησε να σβήσει η ψυχή του.
Έτσι, η Μάλτσιανη γίνεται σύμβολο μιας ελληνικής ταυτότητας που αντιστέκεται στον χρόνο και στην λήθη. Είναι η αιώνια πατρίδα της ψυχής, το αιώνιο τραγούδι της ελευθερίας και της αγάπης για τον τόπο.



Ο μύθος της λίμνης, ριζωμένος στην μνήμη των κατοίκων.




 Όποιος έχει επισκεφθεί τη Μάλτσιανη εντυπωσιάζεται από τη μοναδική τοποθεσία του χωριού. Στις παρυφές του όρους Σιεντενίκου, κάτω από τα Χαλάσματα όπως τα λέμε στο χωριό απλώνεται η Μάλτσιανη, από τον Σταυρό που βρίσκεται κάτω από τον Αριά μέχρι τον άλλο Σταυρό, στους Παπουτσιάτες.
Από τα δυτικά ξεκινά ο μαχαλάς των Αντωναίων, κατεβαίνει την πλαγιά και φτάνει στους Τζωράτες, που είναι μοιρασμένοι σε δύο αντικριστές ράχες, στη μία πλευρά είναι τα σπίτια του Κώστα Τζώρου και η άλλη ράχη ξεκινά από του Δημήτρη και του Θεόδωρου Τζώρου, καταλήγοντας στου Ζαρμπαλλά ή στο αλώνι, στις Λακκιές.
Από την πλευρά των Παπουτσαίων ξεκινά μια άλλη πλαγιά που κατηφορίζει προς το Μπούρτζι και φτάνει ως τα Σταμουλάτικα περιοχή πιο βατή,  ίσιωμα όπως λέμε στο χωριό.
Αν αντικρίσουμε το χωριό από τον Αη-Μαρτίνη, ερχόμενοι από το μοναστήρι, θα προσέξουμε πώς το βουνό κάθεται, δημιουργώντας δύο φυσικά διαζώματα ή ζωνάρια. 
Το ένα βρίσκεται πάνω από τους Αντωνάτες, ενώ το άλλο, που λέγεται Σπαρτήλας, ξεκινά από το τέλος των Ζωναριών και προχωρά πάνω από τους Παπαδάτες, φτάνοντας μέχρι τους Παπουτσιάτες.
Αυτό το φυσικό ανάγλυφο έχει εμπνεύσει έναν από τους πιο παλιούς και διαδεδομένους μύθους του τόπου. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των παλιών, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το χωριό, υπήρχε κάποτε μια λίμνη. Μετά από έναν μεγάλο σεισμό, έγινε κατολίσθηση και η λίμνη «χάθηκε» όμως, κατά τον λαϊκό λόγο, τα νερά της δεν εξαφανίστηκαν. 
Άρχισαν να αναβλύζουν αλλού στο παλιό χωριό, τον Μαχαλά, δίπλα από το Καισαράτι στου Μέρκου.
Ο μύθος αυτός δεν περιορίζεται στη Μάλτσιανη είναι γνωστός σε ολόκληρη την περιοχή των Ριζών και φαίνεται να κρατάει ζωντανή μια βαθιά ριζωμένη μνήμη.
Την πρώτη γραπτή καταγραφή της παράδοσης τη συναντούμε στο έργο του Αθανασίου Πετρίδη, λόγιου από τη Δρόβιανη. 
Ο Πετρίδης, το 1866 αναφέρει: «Οι γεωργοί, όταν έσπερναν εκεί, και ιδιαίτερα οι Μαλοσιανίτες, επιβεβαίωναν πως ο χώρος ήταν κάποτε μικρή λίμνη, αλλά εξαφανίστηκε από σεισμό....»¹.

Υποσημείωση
¹ Αθανάσιος Πετρίδης, Κριτικαί Επιστασίαι περί Δωδώνης  Ηπείρου, 1866 σελ. 87.


Μια όχθη είναι αρκετή για τον άνθρωπο

Καθρέφτης μιας Παρακμασμένης Δύσης και μια πράξη φωτός στην Άρτα
Μέσα στον κυκεώνα της καθημερινής σήψης, εκεί όπου οι κοινωνίες της Δύσης και κυρίως της δικής μας χώρας επιδεικνύουν τις πληγές τους σαν σύμβολα ανωτερότητας, και οι δημοσιογράφοι καθρεφτίζουν τις δικές τους σκοπιμότητες αντί για την αλήθεια, λάμπει ξαφνικά μια πράξη σιωπηλής ηθικής,
ένας άνθρωπος ρίχνεται στο νερό για να σώσει δύο παιδιά από βέβαιο πνιγμό, στην Άρτα.
Οι λέξεις βαριές:
Αλβανός έσωσε δύο παιδιά, ακούστηκαν κι από τις δύο όχθες!
Από την απέκει όχθη, την αλβανική, κάποιοι αγράμματοι που ξέρουν να αραδιάζουν λέξεις χωρίς σκέψεις ποτισμένες με εθνικές κορόνες άριας φυλής από τις στέπες προσπάθησαν να δώσουν ταυτότητα στην πράξη ενός ανθρώπου. Την εγκλώβισαν σε εθνικιστικά καλούπια.
Από την απ’ εδώ όχθη, τη δική μας, η πράξη δεν προβλήθηκε όσο της άξιζε.
Αναφέρθηκε σχεδόν μόνο η λέξη Αλβανός. Δεν χωρούσε σε καμία πολιτική ατζέντα, δεν μπορούσε να κεφαλαιοποιηθεί, δεν ταίριαζε στο πρότυπο της κοινωνίας του θεάματος.
Κι όμως, εκεί βρίσκεται όλη η ουσία, στη σιωπηλή, αυθόρμητη αντίσταση του Ανθρώπου απέναντι στον κυνισμό της εποχής του.
Ο άνθρωπος αυτός δεν ρώτησε για θρησκείες, για έθνη, για ιδεολογίες.
Είδε δύο παιδιά που κινδύνευαν. Και βούτηξε.
Σε έναν κόσμο όπου οι εξουσίες λογοδοτούν στις πολυεθνικές και οι κοινωνίες παραπαίουν ανάμεσα στην απάθεια και την εσωτερική διάλυση, αυτή η πράξη είναι ένα φιλοσοφικό ρήγμα.
Μια απόδειξη ότι, μέσα στον πολιτισμό της απανθρωπιάς, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνεχίζει να αναπνέει.
Από την Άρτα δεν φτάνει απλώς μια είδηση.
Φτάνει μια υπαρξιακή υπενθύμιση.
Η ηθική δεν είναι η ρητορική των ισχυρών.
Είναι το αθόρυβο θάρρος του απλού ανθρώπου.
Σε έναν κόσμο που μας ζητά να διαλέξουμε στρατόπεδο, εκείνος διάλεξε τον Άνθρωπο.
Κι αν η κατάσταση για τα δύο παιδιά παραμένει κρίσιμη,
αν κρατάμε την ανάσα μας ευχόμενοι να βγουν νικητές στη μάχη της ζωής, το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα που μπορούμε να κρατήσουμε είναι τούτο.
Πάντα, σε μια δύσκολη στιγμή, θα υπάρχει ένας άνθρωπος που θα είναι εκεί.

Δούλα και κυρά, φράση βαριά, που την κάναμε ελαφριά

    Φωτογραφία, από διαδυκτιο.

Υπάρχουν λόγια που μας κληροδοτήθηκαν με πόνο κι εμείς τα επαναλαμβάνουμε σαν να είναι ανέκδοτα, φράσεις που τις κληρονομήσαμε χωρίς να τις αναρωτηθούμε. Τις κουβαλάμε από στόμα σε στόμα, σαν οικογενειακά κειμήλια η σεντούκια, χωρίς να τα ανοίξουμε να δούμε τι έχουν μέσα. Μία από αυτές είναι το περίφημο δούλα και κυρά. Ακούγεται συχνά άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε με θαυμασμό, κι άλλοτε με έναν τόνο, επιτηδευμένου λαϊκού βαθυγνωστικού ύφους.
Κάποιοι την πετάνε με την άνεση του σοφού του καφενείου, «Οι παλιές γυναίκες ήξεραν… Ήταν δούλες και κυράδες». Σαν να πρόκειται για παράσημο που δεν ξεθωριάζει ποτέ. Σαν να είναι αυτός ο ιδανικός συνδυασμός υπηρέτρια και αρχόντισσα μαζί. Λες κι ο μόχθος και η αξιοπρέπεια είναι υποχρεωτικό δίπολο για να είσαι επαρκής.
Μα δούλα και κυρά δεν είναι φιλοφρόνηση. Είναι βίωμα. Είναι η γυναίκα που ξυπνούσε πρώτη και κοιμόταν τελευταία. Που δεν είχε δικό της χρόνο, αλλά ανήκε στους άλλους. Που έπλενε, μαγείρευε, ανέθρεφε, υπέμενε, χαμογελούσε και σπανίως ακουγόταν. Κυρά στην αξιοπρέπεια, δούλα στην καθημερινότητα.
Αυτή η φράση, λοιπόν, δεν είναι για να την λέμε αβίαστα. Δεν είναι τιμητική φράση, από ένα παλιό καλό παρελθόν. Είναι μια υπενθύμιση μιας ανισότητας και όχι μόνο που καλύφθηκε με το χρώμα της συνήθειας. Και το να την εξιδανικεύεις δίχως να την  κατανοείς, είναι σαν να γυαλίζεις αλυσίδες και να τις λες βραχιόλια.
Ίσως, λοιπόν, ήρθε ο καιρός να προσέχουμε λίγο περισσότερο τις λέξεις μας. Όχι για λόγους πολιτικής ορθότητας αλλά για λόγους αλήθειας. Γιατί οι φράσεις της παράδοσης δεν είναι για να τις επαναλαμβάνουμε σαν συνθήματα. Είναι για να τις κατανοούμε, να τις σκεφτόμαστε και, όταν χρειάζεται, να τις αφήνουμε πίσω μας. Με σεβασμό όχι με τύψεις.
 
Λαογραφική ερμηνεία της φράσης «δούλα και κυρά»
Η φράση δούλα και κυρά ανήκει στο λαϊκό λεξιλόγιο και αποτελεί μια συμπυκνωμένη αναφορά στον διττό ρόλο της γυναίκας, κυρίως στην ύπαιθρο και στις παλαιότερες δεκαετίες, ταυτόχρονα υπηρέτρια της καθημερινότητας και κυρία του σπιτικού. Η δούλα συμβολίζει τη σκληρή, αθόρυβη εργασία το πλύσιμο στο ποτάμι, στο πηγάδι το ζύμωμα, το μεγάλωμα των παιδιών, τη φροντίδα όλης της οικογένειας χωρίς τέλος. Η κυρά δηλώνει το κύρος και την ευθύνη μέσα στο σπίτι την αρχόντισσα που κρατά ισορροπίες, που προσφέρει σοφία και φροντίδα.
Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για μια ιεραρχία ρόλων που η ανάγκη και η συνήθεια έχτισαν. Κι αν τη θαυμάζουμε σήμερα, ας το κάνουμε με τη συναίσθηση ότι αυτός ο ρόλος ήταν συχνά καμάρι με τίμημα. Κι ίσως, η πραγματική τιμή σε αυτές τις γυναίκες να είναι η δέσμευσή μας να μην τις ξαναζητήσουμε από καμία. Ούτε ως δούλες, ούτε ως κυράδες. Αλλά ως ανθρώπους ελεύθερους και ολοκληρωμένους.

Η Αγία Τριάδα της Μάλτσιανης Τοπωνύμια.


Η τοπωνυμία Αγία Τριάδα παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Μάλτσιανης, συνδεδεμένη με τη θέση Μπούρτζι, στην ανατολική πλευρά του χωριού, σε υπερυψωμένο σημείο με θέα. 
Η θέση αυτή θεωρούνταν παλαιότερα στρατηγική και συνδυάζει το φυσικό ανάγλυφο με την εσωτερική ιερότητα που αποδιδόταν σε τόπους λατρείας. Από προφορικές μαρτυρίες, και συγκεκριμένα από τον Κ.Τ., διασώζεται η πληροφορία ότι εκεί βρισκόταν μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα, το οποίο ανεγέρθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Ο δημιουργός του, Γ.Μ.(Σ.), ήταν κάτοικος του χωριού που είχε επιστρέψει από την Αργεντινή, όπου είχε μεταναστεύσει ως νέος, όπως και πολλοί άλλοι της εποχής. Η ανέγερση ενός παρεκκλησιού από έναν ξενιτεμένο αποτελεί συνηθισμένη πρακτική εκείνων των χρόνων αφενός ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την επιστροφή στον τόπο του και αφετέρου ως τάμα πράξη ευχαριστίας ή ικεσίας προς τον Θεό. Η Αγία Τριάδα θεωρείται στην ορθόδοξη παράδοση σύμβολο ενότητας, συμφιλίωσης και θείου μυστηρίου ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή της αφιέρωσης, καθώς οι ξενιτεμένοι πάντοτε πάσχιζαν να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κόσμο ανάμεσα στη ρίζα και τον αγώνα.
Το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με την ίδια πηγή, είχε μορφή λιτή, πετρόκτιστη, και πιθανόν ξύλινη στέγη με κεραμίδια. Δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος του, αλλά η ανάμνηση παραμένει έντονη, κυρίως λόγω του τραγικού περιστατικού που συνδέεται με την ιστορία του ιδρυτή του.
Περί το 1932, το παιδί του Γ.Μ. ασθένησε σοβαρά και μεταφέρθηκε στη Λεσινίτσα, όπου τότε λειτουργούσε ο μοναδικός ιατρός των χωριών των Ριζών. Παρά την προσπάθεια, η μεταφορά έγινε καθυστερημένα στον δρόμο της επιστροφής και συγκεκριμένα στη θέση Κοκιές, το παιδί απεβίωσε. Την επόμενη ημέρα, ο πατέρας, κυριευμένος από απόγνωση και θλίψη, κατέστρεψε το παρεκκλήσι που είχε ο ίδιος οικοδομήσει, με λοστό. Το περιστατικό αυτό παρέμεινε χαραγμένο στη μνήμη των συγχωριανών ως ενδεικτικό της σπαρακτικής σχέσης του ανθρώπου με την πίστη και την απώλεια.
Λίγο αργότερα, ο Γ.Μ. φέρεται να αναχώρησε εκ νέου για την Αργεντινή, συνοδευόμενος από τον Ζ.Τ. Χωρίς να διαθέτει νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, επιβιβάστηκε λαθραία από τη Σαγιάδα, κρυμμένος στο αμπάρι του πλοίου ανάμεσα σε κάρβουνα. Όταν έφτασε στον προορισμό του, κατάμαυρος από την αιθάλη, οι αρχές σύμφωνα με τη μαρτυρία τον ρώτησαν πώς έφτασε εκεί. Όταν τους εξήγησε, του απάντησαν,
«Αφού έφτασες ζωντανός, είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις».
Η Αγία Τριάδα στο Μπούρτζι δεν διασώζεται σήμερα, ωστόσο τοπωνυμικά και προφορικά τεκμήρια την καθιστούν μέρος του τοπικού θρησκευτικού και ιστορικού χάρτη. Η ιστορία της αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της πλούσιας εκκλησιαστικής παρουσίας στη Μάλτσιανη, που μετρούσε πολλούς λατρευτικούς τόπους εκκλησίες, παρεκκλήσια και κοντισματα, ως εκφράσεις της τοπικής πίστης, της παράδοσης, αλλά και του ανθρώπινου πόνου.

Η Γούρα με τις παπαρούνες μνήμες και σκέψεις




Ήταν Μάρτιος. Το τοπίο στο χωριό είχε ντυθεί στα καταπράσινα. Τα αγριολούλουδα είχαν ανθίσει, τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι μικρούς κόκκινους καρπούς. Ήταν τόσο νόστιμοι, που αν βρίσκαμε κανέναν καλό, τον τρώγαμε αμέσως. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ, άλλα κατακόκκινα. Ήταν όλα τόσο όμορφα, που το χωριό, όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο, έμοιαζε παραμυθένιο.
Τέτοια εποχή, οι δουλειές για τους κατοίκους του μικρού χωριού ήταν πολλές. Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους τους, που έπρεπε να καλλιεργήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα. Είχαν τα γίδια, τα πρόβατα ότι είχε η καθεμιά και φυσικά την υποχρεωτική δουλειά στον συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω. Λίγες ήταν οι οικογένειες με δύο παιδιά. Έτσι, πέρα από τον συνεταιρισμό, έπρεπε να φροντίσουν και τα ζωντανά, και τους κήπους. Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις, αν ήθελες να έχεις τα απαραίτητα για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί, έξι ή επτά χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν. Θυμάμαι όμως καλά την εικόνα εκείνη. Έχει αποτυπωθεί τόσο βαθιά μέσα μου, που κάθε φορά που έρχεται μια δυσκολία στη ζωή, η μνήμη φέρνει μπροστά εκείνο το τοπίο σαν παρηγοριά.
Εκείνη την περίοδο χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες. Η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να τα ταΐσει. Κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά που τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, πήγα μαζί της.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες, κοντά στου Παπαλέξη, που είχε πολλά πυράρια με φρέσκα βλαστάρια. Επειδή ήταν δύσκολο το μέρος, δεν μπορούσα να μπω και εγώ μέσα, κι έτσι με άφησε στη γούρα του Παπαλέξη. Στην κορυφή της υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και κάθισα.
Η γούρα ήταν σπαρμένη με βρίζα, που είχε αρχίσει να δένει τα στάχυα. Μια καταπράσινη έκταση περίπου ενάμισι στρέμμα. Ό,τι έπιανε το μάτι ήταν ανθισμένο σχεδόν σε όλη η γούρα ήταν κατακόκκινη σαν χαλί από παπαρούνες. Μια εικόνα βγαλμένη από τον παράδεισο.
Αυτή είναι η εικόνα που για μένα έγινε ο ίδιος ο παράδεισος. Κι αν κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εκδοχή του παραδείσου, για μένα είναι αυτή. Ο δικός μου παράδεισος.
Αυτός ο παράδεισος, όπως για πολλούς από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε χωριά, έσβησε με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. Το ίδιο έγινε και με τη νέα γη της επαγγελίας, που πιστέψαμε όταν πρωτοήρθαμε, μέχρι να καταλάβουμε πως τα συστήματα είναι τα ίδια μόνο το αφήγημα αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, αγαπούν τα παραμύθια.
Όσο η πολιτική δεν έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αυτή η απογοήτευση θα συνεχίζεται. Όσοι προερχόμαστε από την απέκει πλευρά, πιστεύαμε πως έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς. Όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία τι φταίει άραγε;
Το καθεστώς ή το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης;
Μα δεν είναι κομμουνιστικό. Είναι καπιταλισμός, ελεύθερη οικονομία, αγορά…
Κι όμως, στα παραπάνω ερωτήματα, και στις δύο όχθες, η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.

Όταν η πατρίδα σιωπά το χρονικό της εγκατάλειψης




Δεν είναι μόνο χωριά η πόλεις. 
Είναι πατρίδα που δεν διεκδικεί κι όμως διεκδικείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν χάνεται από χάρτες.
Χάνεται σιωπηλά, μέρα τη μέρα, από την αδιαφορία μας, από τη λήθη, από μια κοινότητα που έπαψε να ελπίζει στον εαυτό της και απλώς περιμένει κάθε τόσο τον σωτήρα από την Ελλάδα.
Κι όμως, αυτός ο σωτήρας δεν υπάρχει. 
Γιατί το ίδιο το ελληνικό κράτος έχει πάψει να ασχολείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι πλέον για το εθνικό κέντρο ούτε καν ζήτημα. 
Είναι ένα αγκάθι που πολλοί θέλουν να θεωρείται λυμένο. 
Μια ενοχλητική υπενθύμιση μιας ιστορικής εκκρεμότητας που δεν βολεύει σε συμφωνίες, ισορροπίες και διπλωματικά τραπέζια.
Όταν κάτι χάνεται ή υποχωρεί, όταν περιορίζονται δικαιώματα, όταν καταπατώνται υποδομές, θυμούνται για λίγο να φωνάξουν πατριωτικά. 
Λένε πέντε εθνικιστικές κορώνες για τις κάμερες και έπειτα σιωπή.
Καμία στρατηγική. 
Καμία πίεση. 
Καμία θεσμική συνέχεια.
Δεν κινητοποιούνται μηχανισμοί. 
Δεν κινούνται διπλωματικές πηγές. 
Δεν πιέζονται διεθνείς οργανισμοί.
Και όταν οι φορείς της κοινότητας ζητούν στήριξη, η απάντηση είναι: αφού είστε διασκορπισμένοι ή ακόμα χειρότερα αποφασίστε τι θέλετε, να τελειώνουμε μ’ αυτό το θέμα.
Αυτό δεν είναι απλώς παραμέληση. 
Είναι πολιτική συνενοχή στην εγκατάλειψη ενός ιστορικού τμήματος του Ελληνισμού.
Απέναντι σε αυτή την κρατική αδράνεια, η ίδια η κοινότητα δείχνει σημάδια εσωτερικής διάλυσης.
Η αλήθεια είναι πως για χρόνια περιμένει σωτήρες απ’ αλλού, αντί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. 
Όμως η Ιστορία δεν γράφεται με αναμονή και παρακάλια. 
Όπως λέει και η παροιμία, “άμα δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίνει η μάνα”. 
Αν δεν διεκδικήσεις, δεν θα σε ακούσει κανείς. 
Και δυστυχώς, μεγάλο μέρος του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού έχει βυθιστεί σε έναν σιωπηλό συμβιβασμό.
Η γλώσσα υποχωρεί.
Η μνήμη χάνεται.
Η νέα γενιά φεύγει ή σιωπά.
Και η κοινότητα ελπίζει, μάταια, σε κάποιο χέρι από την Αθήνα που δεν θα απλωθεί ποτέ.
Γι’ αυτό γράφω. 
Όχι από ρομαντισμό, ούτε από εθνικισμό.
Αλλά γιατί η σιωπή σκοτώνει.
Και η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι ένας μύθος. 
Είναι παρόν που ασφυκτιά και μέλλον που δεν σχεδιάζεται.
Αν δεν μιλήσουμε, αν δεν καταγράψουμε, αν δεν απαιτήσουμε σοβαρή εθνική πολιτική,
τότε θα γίνουμε η τελευταία γενιά που θυμάται ότι υπήρχε εκεί ένας κόσμος ελληνικός

Μάλτσιανη Ιστορίες που Ψιθυρίζει η Γη και τα Νερά




Η στροφή στη Μάλτσιανη δεν είναι φυγή από την πολιτική καθημερινότητα. Είναι επιστροφή στην ουσία της.
Τελευταία γράφω για πολιτικά ζητήματα. Όχι τόσο για την κομματική επικαιρότητα, όσο για τη μεγάλη εικόνα τη θέση της πατρίδας, το βάρος της ιστορίας, τις ευθύνες μας απέναντι σε έναν τόπο που ζητά λόγο και μέλλον.
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα δεν είναι πάντα εύκολα. Κάποιες φορές είναι φορτισμένα, απαιτητικά, ή πικρά. 
Είναι, όπως λέει κι ο λόγος, η φροντίδα του πολιτικού ανθρώπου για τον κοινό τόπο, για το εμείς.
Κι αυτό το «εμείς», αν δεν έχει ρίζες, καταντά λόγος αφηρημένος. Αν δεν πατά πάνω σε χώμα, σε μνήμη, σε πέτρα, σε πρόσωπα και ποτάμια, χάνει τη δύναμή του.
Γι’ αυτό επιστρέφω ή μάλλον συνεχίζω με τη Μάλτσιανη. Όχι ως φυγή από την πολιτική στην ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά ως βαθιά πολιτική πράξη να μιλήσεις για τον τόπο σου όταν σβήνει να τον καταγράψεις όταν ξεχνιέται να τον κατανοήσεις όταν αλλάζει.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό με παρελθόν. 
Είναι μια μνήμη ζωντανή, ένας χάρτης αξιών, μια πυξίδα πολιτισμού. 
Κάθε πηγή της, κάθε εκκλησάκι, κάθε μαχαλάς, δεν είναι μόνο ιστορία είναι μαρτυρία ύπαρξης.
Σήμερα που η πολιτική συχνά χάνει τον προσανατολισμό της, ίσως είναι καιρός να στραφούμε ξανά σε αυτά που δεν φαίνονται.
Στους τόπους. Στους ανθρώπους. Στα αποτυπώματα που άφησαν οι πρόγονοί μας στις πέτρες, και στα ερωτήματα που μας απευθύνουν οι σκιές τους.
Από τη Μάλτσιανη αρχίζω ξανά.
 Όχι για να αφήσω τα πολιτικά. 
Αλλά για να θυμίσω τι αξίζει να θεωρούμε πολιτικό.

Άγιος Νικόλαος Μάλτσιανης Προστάτης των πανωμεριάς


Ανάμεσα σε αρχαία ιερά και ξεχασμένες ακροπόλεις, η πίστη επιβιώνει εκεί όπου η ιστορία και η παράδοση γίνονται ένα.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό είναι ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό ιστορίας, αρχαιοτήτων και πίστης. Εκεί όπου τα αρχαία ιερά της Αθηνάς και της Αρτέμιδος γειτνιάζουν με την πέτρινη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ο τόπος ανασαίνει μέσα από τις γενιές. Σήμερα, θυμόμαστε τον Άγιο που έμελλε να γίνει φύλακας και σημείο αναφοράς για τους πάνωμερίτες και για όλους όσοι κουβαλούν τη Μάλτσιανη στην ψυχή τους.
Αν και το χωριό Μάλτσιανη είναι ένας τόπος ιερός για τους χωριανούς πού κάποτε είχε 17 εκκλησίες, και μετρά χιλιάδες χρόνια ύπαρξης εκεί ψηλά στης παρυφές του Σιεντενίκου.
Σύμφωνα με όσα αρχαιολογικά μνημεία που διασώζονται ακόμη σήμερα, και με τις καταγραφές που υπάρχουν από την εποχή του Θουκυδίδη, του Στράβωνα και μεταγενέστερων, αν και δεν είναι σαφώς προσδιορισμένη η περιοχή που αναφέρεται ως Μάλτσιανη, η (Μαλσιανή)η (Μολλωσιανή) εν τούτοις όμως μέσα στα γεωγραφικά όρια που αναφέρουν είναι και το χωριό μας.
Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε το θέμα διαφορετικά, να δούμε τι διασώζεται ακόμη σήμερα στο χωριό μας.
Πρώτον η Ακρόπολη Ελίκρανων στο τοπωνύμιο Αέλια, κάστρο αρχαϊκής περιόδου με δύο διαζώματα που τα ερείπια τους σώζονται ακόμη σήμερα.
Δεύτερο στοιχείο τα αρχαία τοίχοι στους Βουρλάτες στον Άγιο Νικόλαο, ακριβώς δίπλα βρίσκεται το αρχαίο ιερό της Θεάς Αρτέμιδος σύμφωνα με τις αφηγήσεις των χωριανών που έρχονται από γενιά σε γενιά.
Τρίτον το αρχαίο ιερό της θεάς Αθηνάς που βρίσκεται η εκκλησία Κοιμήσεως Θεοτόκου στο κέντρο του χωριού, προστατευόμενο μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τέταρτον τα αρχαία κυκλώπεια τοίχοι στην Πλασιά.
Αν πάρουμε σαν δεδομένα τα παραπάνω ερείπια που σώζονται ακόμη σήμερα, σημαίνει ότι το χωριό κατοικείται χιλιάδες χρόνια.
Ένας Άγιος που για εμάς τους χωριανούς θεωρείται ο προστάτης του χωριού μας, κυρίως όμως για τους πανωμερίτες είναι ο Άγιος Νικόλαος.
Θυμάμαι παιδί που έλεγε η γιαγιά Α.Π.: «Μας προστατεύει ο Αϊ-Νικόλας, εμάς παιδί μου».
Πληροφορίες ή καταγραφές σχετικά με την κατασκευή του Αγίου δεν υπάρχουν, όμως ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα λίγο διαφορετικά η πρώτη καταγραφή που έγινε στην περιοχή μας και γενικότερα στην Ήπειρο ήταν από τους Σλάβους όταν κατέβηκαν στην Ήπειρο το 1280.
Γεγονός που μαρτυράται και από τις ονομασίες που συναντάμε στα χωριά μας: Τσερκοβίτσα, Γριάζδανη, Σμινέτση και σε πολλά τοπωνύμια.
Θα σταθώ στην ονομασία του όρους Σιεντενίκου που έχει μια ιδιαίτερη αξία για εμάς. Αν ψάξουμε τη ρίζα της λέξης και την ετυμολογία, σημαίνει ότι προέρχεται από τα σλαβικά και σημαίνει Σβέτι Νικόλα, δηλαδή Άγιος Νικόλαος πράγμα που σημαίνει ότι η εκκλησία υπήρχε πριν την κάθοδο των Σλάβων και από αυτήν πιθανόν πήρε την ονομασία το όρος Σιεντενίκου.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε είναι οι μαρτυρίες των χωριανών ότι το χωριό μέχρι και τα μέσα του 1850 βρισκόταν στους Βουρλάτες και δεν έχουμε κάποια καταγραφή ώστε να γνωρίζουμε πότε πρωτοκατοικήθηκε εκεί το χωριό.

Όταν η πολιτική γίνεται έργο η προσπάθεια του Ρωμέου Τσάκουλη στον Δήμο Φοινικαίων

Οι εκλογές τελείωσαν, και μαζί με αυτές ξεθώριασε η ελπίδα για μια ουσιαστική αλλαγή στις δημοκρατικές διαδικασίες της Αλβανίας.
Για άλλη μια φορά, τα κατάλοιπα του καθεστώτος και το οργανωμένο έγκλημα κυριάρχησαν στο πολιτικό σκηνικό, επιβεβαιώνοντας ότι το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ο Έντι Ράμα, αλλά το βαθιά ριζωμένο σύστημα εξουσίας που διαφεντεύει τη χώρα.

Με την επιστροφή στην καθημερινότητα, πίσω από τον κουρνιαχτό των εκλογικών συγκρούσεων, ο Δήμος Φοινικαίων συνεχίζει τη μάχη για επιβίωση και ανάπτυξη. Στο τιμόνι αυτής της προσπάθειας βρίσκεται ο δήμαρχος Ρωμέος Τσάκουλης, ένας άνθρωπος που, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, επιδεικνύει πολιτικό σθένος και αποφασιστικότητα.
Ίσως να μην έχει τον πολιτικό λόγο που θα τον έκανε πρωταγωνιστή στην κεντρική σκηνή, αλλά διαθέτει την τόλμη και την επιμονή να παλέψει καθημερινά για τα 58 χωριά του Δήμου. Ένας δήμος που κουβαλάει στις πλάτες του δεκαετίες εγκατάλειψης, με ένα οδικό δίκτυο ανύπαρκτο, ένα δίκτυο ηλεκτροδότησης βγαλμένο από τη δεκαετία του '70 και αμέτρητες ελλείψεις σε βασικές υποδομές.
Κι όμως, όσα έγιναν τα τελευταία  χρόνια στον Δήμο Φοινικαίων δεν έγιναν τα προηγούμενα 27 σε ολόκληρη τη Μειονότητα. Η πρόοδος είναι αργή, αλλά υπαρκτή, αποτέλεσμα της προσωπικής προσπάθειας και της πίστης του Ρωμέου Τσάκουλη, ενός ανθρώπου που αγωνίζεται με θηρία και στέκεται σαν θηρίο ο ίδιος απέναντι στις αντιξοότητες.
Το παράδειγμα του Δήμου Φοινικαίων και του δημάρχου του είναι χαρακτηριστικό μιας αλήθειας που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η αλλαγή δεν έρχεται με υποσχέσεις και μεγάλες δηλώσεις, αλλά με πράξεις, αποφασιστικότητα και πίστη σε έναν σκοπό. Αν η Αλβανία θέλει πραγματικά να βγει από τη σκιά του καθεστώτος και της διαφθοράς, θα πρέπει να δώσει χώρο σε τέτοιες φωνές να ακουστούν και σε τέτοιες προσπάθειες να ενισχυθούν.
Οι εκλογές μπορεί να τελείωσαν, αλλά η μάχη για την αξιοπρέπεια και την πρόοδο μόλις άρχισε. Κι αυτή η μάχη κρίνεται καθημερινά, στα χωριά, στους δρόμους και στις καρδιές των ανθρώπων που δεν σταματούν να ελπίζουν όπως και ο ιδιος.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στον ρόλο του νονού Δημοκρατία-φερετζές στην Αλβανία

Η κίνηση του πρωθυπουργού της Αλβανίας, Έντι Ράμα, στην άφιξη της πρωθυπουργού της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, κάνει σήμερα τον γύρο του διαδικτύου. Ένα σκηνικό που ξυπνά μνήμες από τη δεκαετία του '70, όταν η Αλβανία διατηρούσε άριστες σχέσεις με την Κίνα. Σχέσεις που στηρίζονταν σε μια φαινομενικά αμοιβαία συνεργασία, αλλά με βαθύτερες προθέσεις που αποκαλύφθηκαν αργότερα.

Στη δεκαετία του '70, οι Κινέζοι επένδυσαν στην ανάπτυξη της αλβανικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα στην επεξεργασία βαρέων μετάλλων, τα οποία περιείχαν σημαντική ποσότητα χρυσού. Η βιομηχανική μονάδα στο Ελμπασάν ήταν το επιστέγασμα αυτής της συνεργασίας. Όμως, όταν οι Αλβανοί αξιωματούχοι θεώρησαν πως δεν χρειάζονταν πλέον την κινεζική υποστήριξη, άρχισαν να τους απομακρύνουν σκόπιμα, θεωρώντας πως είχαν ήδη αντλήσει ό,τι πολύτιμο μπορούσαν από αυτή τη συνεργασία.
Η ποσότητα χρυσού από τα ορυχεία εξόρυξης χαλκού ήταν αρκετή, και η βιομηχανία φαινόταν να είναι σε πλήρη λειτουργία. Οι Κινέζοι εκδιώχθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, με τις υποσχέσεις συνεργασίας να χάνονται στον άνεμο. Ήταν μια ένδειξη του πώς η Αλβανία χειρίστηκε τις διεθνείς της σχέσεις εκείνη την εποχή με ωφελιμιστική διάθεση και χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για τη συνέχεια.

Η σημερινή υποδοχή της Μελόνι από τον Ράμα, πέρα από τη θεατρικότητα, φέρνει στον νου εκείνη την παλιά ιστορία. Η διαρκής επιδίωξη ωφελιμιστικών συνεργασιών, χωρίς μακροχρόνια στρατηγική και ηθικές δεσμεύσεις, μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Η ιστορία δείχνει ότι, όταν μια χώρα στερείται ηθικών αρχών και αξιών, οι συμφωνίες της καταρρέουν όπως οι ψεύτικες υποσχέσεις.
Η διαχρονική στάση της Αλβανίας στις διεθνείς της σχέσεις χαρακτηρίζεται από παρόμοια μοτίβα ευκαιριακής συνεργασίας και στρατηγικών ανατροπών. Από τη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του '50, που κατέρρευσε όταν οι σχέσεις Μόσχας-Τίρανα διαταράχθηκαν, μέχρι την ανοιχτή αγκαλιά στην Κίνα και την απότομη απομάκρυνσή της όταν θεώρησαν ότι είχαν εξαντλήσει τα οφέλη, η Αλβανία έχει δείξει μια τάση να εκμεταλλεύεται στρατηγικές συμμαχίες μέχρι να μην της είναι πλέον χρήσιμες.

Σήμερα, η νέα προσέγγιση της Αγγλίας προς την Αλβανία για την επίλυση του μεταναστευτικού ζητήματος φαντάζει ως ακόμη ένα κεφάλαιο σε αυτήν την ιστορική συνέχεια. Διαβάζοντας για τη νέα χρηματοδότηση της Αγγλίας, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ την πόρνη της Ιστορίας Αγγλία  να ετοιμάζεται για ένα ακόμη πολιτικό θέατρο. Η Ιστορία έχει δείξει πως τέτοιες συμφωνίες δεν μακροημερεύουν, όταν βασίζονται σε εφήμερα συμφέροντα και όχι σε πραγματική αλληλεγγύη και ηθική βάση.
Κι όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή που διακηρύττει τη σημασία της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βρέθηκε στην Αλβανία μόλις μία εβδομάδα μετά τις εκλογές-παρωδία, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι της οι παρατηρητές κατακεραυνώνουν τα αποτελέσματα για νοθεία, εξαγορά ψήφων και έλλειψη δημοκρατικών θεσμών. 
Τι ακριβώς ήρθε να επιβεβαιώσει; 
Ότι σε μια χώρα όπου η δημοκρατία αποτελεί φερετζέ για την εξουσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει τον ρόλο του νονού; Ένα ακόμα πολιτικό θέατρο σε μια σκηνή που αλλάζουν οι πρωταγωνιστές, αλλά το σενάριο παραμένει ίδιο.
Η Αλβανία μοιάζει να βαδίζει ξανά στον ίδιο δρόμο, αλλά αυτή τη φορά με νέους συμμάχους. 
Το ερώτημα παραμένει, θα έχει την ίδια κατάληξη;

Πολιτική και εξουσία στην Αλβανία φερετζές Δημοκρατίας ή οργανωμένο έγκλημα;

Οι αλβανικές εκλογές και το αποτέλεσμα τους ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα για όσους γνωρίζουν το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα, παρά τη στήριξη του γνωστού συμβούλου επικοινωνίας Λάτσιβιτα ο οποίος είχε αναλάβει και την εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, δεν κατάφερε να ανατρέψει τον Έντι Ράμα. Ο αρνητικός, καταγγελτικός και απειλητικός λόγος του Μπερίσα, αντί να συσπειρώσει, απομάκρυνε τους ψηφοφόρους, χαρίζοντας στον Ράμα μία ακόμη εκλογική νίκη.
Για να κατανοήσουμε πλήρως το αποτέλεσμα, πρέπει να δούμε με μια διαφορετική ματιά την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αλβανίας. Η διαφθορά, τα ναρκωτικά, οι αυθαιρεσίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Χαρακτηριστικό είναι πως σχεδόν το μισό υπουργικό συμβούλιο του Ράμα έχει βρεθεί πίσω από τα κάγκελα, ενώ δήμαρχοι και δημόσιοι λειτουργοί εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς. Ωστόσο, το σύστημα εξουσίας φαίνεται να παραμένει απόλυτα ελεγχόμενο, σε σημείο που οι ψηφοφόροι στην Αλβανία εξαρτώνται πλήρως από αυτό, είτε εργάζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι είτε διατηρούν επιχειρήσεις  φοβούμενη το σύστημα ελέγχου.

Αυτό το σύστημα, με τις ρίζες του στον παλαιό κομμουνισμό, διατηρείται ανέπαφο, απλώς με διαφορετική μορφή. Ο Ράμα, έχοντας οικοδομήσει ένα δίκτυο επιρροής, λειτουργεί με όρους που θυμίζουν περισσότερο οργανωμένο έγκλημα παρά σύγχρονη δημοκρατία, κάτι που εξηγεί και τη στενή του σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν. Άλλωστε, η επίφαση δημοκρατίας δεν είναι παρά ένας φερετζές που καλύπτει τις παλιές δομές εξουσίας.

Αξίζει να σταθούμε, όμως, στην ποιότητα των ψηφοφόρων. Μέσω εκφοβισμού, πρακτικών που θυμίζουν τον παλαιό κομμουνισμό και τακτικές οργανωμένου εγκλήματος, πολλοί από αυτούς παραμένουν όμηροι του συστήματος. Η απόλυτη εξάρτηση από το καθεστώς τους καθιστά ανίκανους να εκφράσουν ελεύθερα τη βούλησή τους, διατηρώντας έτσι την κατάσταση αμετάβλητη. Ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά παραβλέπεται είναι πως μια μεγάλη μερίδα πολιτών που ζει στην Αλβανία δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη χώρα, διότι είναι καταδικασμένη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ή έχει απελαθεί από αυτές, καθιστώντας την επιστροφή σε ένα διεφθαρμένο σύστημα μονόδρομο.

Η αδυναμία του Μπερίσα να κερδίσει τις εκλογές δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική του ρητορική ή στους επικοινωνιακούς συμβούλους που επέλεξε. Οι Αλβανοί δεν πρόκειται να τον ξαναψηφίσουν και για έναν ακόμη λόγο,  τη μνήμη του οικονομικού σκανδάλου με τις τράπεζες-πυραμίδες, το οποίο υποχρέωσε χιλιάδες πολίτες να ξενιτευτούν για δεύτερη φορά. Το τραύμα εκείνης της εποχής παραμένει ζωντανό και δύσκολα θα διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη.

Επιπλέον, η ελληνική μειονότητα υπήρξε θύμα συστηματικών λαθών και παραλείψεων. Οι υφαρπαγές περιουσιών στις περιοχές της μειονότητας πραγματοποιήθηκαν με τρόπο μεθοδικό, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση της παρουσίας των Ελλήνων. Το αλβανικό καθεστώς, με την ανοχή ή ακόμα και τη στήριξη των κυβερνήσεων, επέτρεψε τη κατάληψη ιδιοκτησιών, με την δικαιοσύνη σε εντεταλμένη υπηρεσία υπερ του θύτη,  εκφοβίζοντας τους μειονοτικούς και υποχρεώνοντάς τους σε φυγή. Η απουσία νομικής προστασίας, οι πλαστογραφήσεις τίτλων και η έλλειψη καταγραφής ιδιοκτησιών συνέβαλαν σε ένα περιβάλλον αδικίας και αβεβαιότητας.
Ακόμη πιο απογοητευτική ήταν η στάση της Ελλάδας, η οποία δεν παρενέβη με αποφασιστικότητα για την προστασία της μειονότητας, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στις αλβανικές αρχές να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Ωστόσο, εξίσου ηχηρή ήταν και η απουσία της διεθνούς κοινότητας. Η έλλειψη διεθνούς πίεσης και ελέγχου στις παραβιάσεις δικαιωμάτων, η απουσία καταδίκης των αυθαιρεσιών και η σιωπή απέναντι στις καταπατήσεις περιουσιών ενίσχυσαν την αυθαιρεσία του αλβανικού καθεστώτος, επιτρέποντας την αλλοίωση της δημογραφικής ταυτότητας στις μειονοτικές περιοχές χωρίς συνέπειες.

Άραγε η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί πραγματικά την Αλβανία έτοιμη για ένταξη; Και τι πρωτοβουλίες προτίθεται να αναλάβει για να διασφαλίσει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας σε μια χώρα όπου η διαφθορά και η αυθαιρεσία παραμένουν βαθιά ριζωμένες;
Τελικά, οι αλβανικές εκλογές δεν κρίθηκαν απλώς από τις εκστρατείες και τους συμβούλους. Κρίθηκαν από ένα καθεστώς βαθιά ριζωμένο στην εξουσία και από μνήμες παλαιών σφαλμάτων που συνεχίζουν να καθορίζουν τη συλλογική ψυχολογία των ψηφοφόρων. Ο φερετζές της δημοκρατίας μπορεί να κρύβει πολλά, αλλά όχι την αλήθεια.

Διχασμός και μετανάστευση η πραγματικότητα της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία

Η εξάρτηση της μειονότητας στην Αλβανία.
Μια κοινότητα σε διχασμό.
Ένα από τα πλέον ανησυχητικά ερωτήματα που αναδύονται για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία είναι ο διχασμός και η διχόνοια που παρατηρούνται εντός της. Για να κατανοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα, χρειάζεται να ρίξουμε μια πιο ρεαλιστική ματιά στις κοινωνικές και πολιτικές δομές που τη διαμορφώνουν.
Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο της μειονότητας, αλλά αντικατοπτρίζει την ευρύτερη πραγματικότητα της αλβανικής κοινωνίας. Το κράτος της Αλβανίας απέτυχε να εγκαθιδρύσει ουσιαστικούς δημοκρατικούς θεσμούς και ελευθερίες, καθώς η εξουσία παραμένει σφιχτά ελεγχόμενη από τα στελέχη του παλιού καθεστώτος. Οι πρακτικές αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα, προσηλωμένη στην εθνικιστική ρητορική  με σκοπό την δημιουργία αλβανικής ταυτότητας , αυτό αποτελεί κυρίαρχη πολιτική προτεραιότητα απο την δεκαετία του 60 και μετα από το αλβανικό καθεστώς.
Οικονομική εξάρτηση και πολιτική επιρροή
Η ελληνική μειονότητα, ανήκοντας στο αλβανικό κράτος, βρίσκεται απολύτως εξαρτημένη από την οικονομική πολιτική της χώρας. Το σύστημα εξουσίας που κληροδοτήθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς εξακολουθεί να επηρεάζει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, με πρακτικές που θυμίζουν ολοκληρωτισμό. Αν άλλοτε ο θείος Ενβέρ καθόριζε τις ζωές των πολιτών, σήμερα ο ρόλος αυτός φαίνεται να έχει μεταβιβαστεί στον Έντι Ράμα, ο οποίος ασκεί επιρροή σχεδόν απόλυτη στη δικαιοσύνη και την αστυνομία.
Η νέα γενιά της Αλβανίας και κυρίως τις μειονότητας, πλήρως απογοητευμένη από αυτή την πραγματικότητα, αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο από τα κοινά, αδιαφορώντας για την πολιτική κατάσταση που μοιάζει στάσιμη.
Η μεγάλη φυγή και η αλλαγή ταυτότητας
Η μαζική φυγή από τις πατρογονικές εστίες το 1990 άλλαξε ριζικά την ταυτότητα των Βορειοηπειρωτών, αλλά και του συνόλου του αλβανικού πληθυσμού. Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων της μειονότητας, εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Η μετάβαση από ένα κλειστό καθεστώς σε μια ανοιχτή κοινωνία διαμόρφωσε μια νέα, πιο απελευθερωμένη αλλά και πιο ασταθή προσωπικότητα.
Σημαντικό είναι πως, τόσο οι Βορειοηπειρώτες όσο και οι ίδιοι οι Αλβανοί της διασποράς, έχουν αποστασιοποιηθεί από τα πολιτικά δρώμενα της χώρας τους. Απογοητευμένοι από τις πολιτικές εξελίξεις και τη διαφθορά, πολλοί επέλεξαν να μην εμπλέκονται ενεργά, κρατώντας μια στάση απόμακρη και αδιάφορη απέναντι στις εσωτερικές συγκρούσεις. Η αποστασιοποίηση αυτή, όμως, δεν είναι απλώς θέμα αδιαφορίας. Είναι αποτέλεσμα βαθιάς δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και απογοήτευσης από την έλλειψη προόδου. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και η έννοια της ταυτότητας άρχισε να μεταβάλλεται, καθώς οι νέες γενιές που γεννήθηκαν στη διασπορά δυσκολεύονται να συνδεθούν με τις ρίζες τους.
Παράλληλα, η διασπορά των Αλβανών, που αριθμεί χιλιάδες σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, βιώνει ανάλογα συναισθήματα αποστασιοποίησης. Οι δεσμοί με την πατρίδα τους παραμένουν συναισθηματικοί, αλλά η ελπίδα για επιστροφή ή ενεργή ανάμειξη στα κοινά είναι αμυδρή, λόγω της διαρκούς πολιτικής αστάθειας και της έλλειψης ευκαιριών.
Η εξάρτηση από την ελληνική πολιτική
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης, η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα διατήρησε τη μειονότητα εξαρτημένη στο όνομα του εθνικού ζητήματος. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο δεκαετίες για να αποκτήσουν οι Έλληνες της Αλβανίας τα απαραίτητα έγγραφα για να κυκλοφορούν ελεύθερα ή να ανοίξουν επιχειρήσεις. Πίσω από αυτή την αργοπορία κρύβονταν παρακέντρα εξουσίας που εκμεταλλεύονταν την κατάσταση για προσωπικά οφέλη.
Ο αείμνηστος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε δηλώσει πως διοχετεύτηκαν σημαντικά ποσά για τη Βόρειο Ήπειρο, όμως τα έργα που υλοποιήθηκαν ανύπαρκτα.
Η στάση της Ελλάδας, τι έγινε και τι θα μπορούσε να γίνει;
Η Ελλάδα, παρά τις δυνατότητες που υπήρχαν, δεν έδειξε ποτέ πραγματικό ενδιαφέρον για τη βελτίωση των συνθηκών στη Βόρειο Ήπειρο. Μέσα από διασυνοριακά ευρωπαϊκά προγράμματα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν υποδομές, θέσεις εργασίας και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που θα στήριζαν ουσιαστικά την ελληνική μειονότητα.
Μια στρατηγική και μακροπρόθεσμη προσέγγιση θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, ενισχύοντας την αυτάρκεια και την ανάπτυξή της.
Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία παραμένει δέσμια της οικονομικής εξάρτησης, της πολιτικής εκμετάλλευσης και της αδυναμίας πραγματικής ανάπτυξης. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, είναι η πολιτική κατεύθυνση τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα, με στόχο την πραγματική αυτονομία και ευημερία των κοινοτήτων αυτών.

Μην πυροβολείτε τα παιδιά μας




Η πρόσφατη υπόθεση του Χρήστου Μάστορα ανέδειξε δύο ζητήματα που ταλανίζουν διαχρονικά την κοινότητα των Βορειοηπειρωτών την αμφισβήτηση των νέων που διακρίνονται και την αδυναμία υπέρβασης παλαιών αντιλήψεων.
Μην πυροβολείτε τα παιδιά μας
Η ελπίδα κάθε έθνους βρίσκεται στα παιδιά του. Αντί να τα απομακρύνουμε από τα κοινά, οφείλουμε να τα βοηθήσουμε να ανέβουν όσο πιο ψηλά γίνεται.
 Όσο πιο ψηλά φτάνουν, τόσο πιο δυνατή θα είναι η φωνή μας. 
Ο Χρήστος δεν πέτυχε στη Βόρειο Ήπειρο αλλά εκτός αυτής. 
Και δεν το κατάφερε επειδή είχε πατέρα κομμουνιστή την εποχή του καθεστώτος ή θείο υπουργό στην Ελλάδα, αλλά με σκληρή δουλειά, σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, με κόπο και αφοσίωση στο όνειρό του.
Όλη αυτή η διχαστική συμπεριφορά που παρατηρείται σήμερα στους Βορειοηπειρώτες αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, επιτυχία του Ράμα και των συνεργατών του, ακόμη και εκείνων που προέρχονται από τη μειονότητα. 
Το παιδί πήγε να τραγουδήσει, να κάνει αυτό που ξέρει καλά, και κάποιοι επιτήδειοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, ένθεν και εκείθεν των συνόρων.
Η μικροπρέπεια και ο διχασμός
Η μικροπρέπεια και η στενοκεφαλιά δεν είναι σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, ούτε της κοινότητας των Βορειοηπειρωτών ούτε της Ελλάδας. 
Υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. 
Στη δική μας, όμως, είναι πιο εμφανή, γιατί γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. 
Και μεταξύ κατεργαραίων, η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί.
Δεν γνωρίζω τον Χρήστο Μάστορα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά δεν γίνεται ο κάθε άσχετος να τον πυροβολεί δημόσια, επειδή μπορεί να πληκτρολογήσει πέντε κακίες στα κοινωνικά δίκτυα. 
Λες και η ευκολία γραφείς από τα κινητά στα σόσιαλ μίντια  δίνει το δικαίωμα στον καθένα να συμπεριφέρεται ως ....
Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι πολιτικοί άρχοντες της κοινότητάς μας βρήκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, με τη βοήθεια των κολάκων τους, να σπείρουν άλλη μια φορά τη διχόνοια.
Δύο μεγάλα ζητήματα
Το πρώτο ζήτημα αφορά τη στάση ορισμένων απογόνων του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι οποίοι σήμερα εμφανίζονται ως τιμητές της ηθικής, παρά την κληρονομιά που φέρουν. 
Το δεύτερο έχει να κάνει με την αδυναμία της πλειοψηφίας να ξεπεράσει τις νοοτροπίες του παρελθόντος, παρά τα 35 χρόνια που έχουν περάσει από την πτώση του καθεστώτος.
Η κοινωνία μας δείχνει να μην έχει βρει ακόμη τον βηματισμό της. Παραμένει δέσμια ιδεών που τη συγκρατούν πίσω, ενώ θα έπρεπε να έχει προχωρήσει σε μια νέα πορεία ανάπτυξης και προόδου.
Ανάγκη για αλλαγή
Αυτή η στασιμότητα είναι εμφανής και στην οργάνωση των Βορειοηπειρωτών, η οποία δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ως πυρήνας ενότητας και προόδου. Αντί να διαμορφώνει όραμα και στρατηγική, αρκείται σε ρόλους διαχείρισης, χωρίς ουσιαστική κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινότητα χωρίς σαφή στόχευση, αδύναμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις.
Για να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα απαιτείται μια ξεκάθαρη πολιτική στρατηγική. Οι καθοδηγητές της κοινότητας πρέπει να αφήσουν πίσω τα στερεότυπα του παρελθόντος και να εργαστούν με γνώμονα την ενότητα και την πρόοδο. Η κοινότητα χρειάζεται ένα νέο πολιτικό αφήγημα, που θα βασίζεται στην ενεργή συμμετοχή των νέων και στη χάραξη ενός ρεαλιστικού πλάνου για το μέλλον.
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται, ενίσχυση της πολιτικής παιδείας , η νεολαία πρέπει να μάθει να συμμετέχει στα κοινά και να διεκδικεί ουσιαστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων.
Συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο η πλάνο με στόχους και στρατηγική για την ανάπτυξη και την πολιτική εκπροσώπηση της κοινότητας.
Ενότητα και συνεργασία, οι προσωπικές αντιπαραθέσεις πρέπει να παραμεριστούν για το κοινό καλό.
Αλλαγή νοοτροπίας,  πρέπει να ξεφύγουμε από τις παρωχημένες αντιλήψεις και να χαράξουμε ένα νέο πολιτικό μονοπάτι.
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη, αλλά είναι απαραίτητη. Μόνο με συλλογική προσπάθεια και συγκεκριμένους στόχους μπορούμε να πετύχουμε μια νέα πορεία για την κοινότητά μας.

Η ιστορική συνέχεια της Μάλτσιανης από τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και το Μαγκανάρη.

  Η Ήπειρος αποτελεί γη πλούσια σε μνήμες και ιστορίες που διαπερνούν τους αιώνες, χαράσσοντας μια διαρκή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα...