Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Βόρειος Ήπειρος Ο Αργός Θάνατος μιας Πατρίδας



Τις τελευταίες εβδομάδες, η Βόρειος Ήπειρος ζει έναν εφιάλτη. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, οι φλόγες κατέκαψαν τη Νιβίτσα, την επαρχία Ριζών και άλλες περιοχές με έντονη ελληνική παρουσία.

Η έλλειψη μέσων κατάσβεσης στην Αλβανία, σε συνδυασμό με τη συστηματική απροθυμία να ζητηθεί διεθνής βοήθεια, δεν είναι τυχαία. Για οποιονδήποτε λόγο  πολιτικό, οικονομικό ή στρατηγικό η αδράνεια αυτή εξυπηρετεί απόλυτα τους στόχους της αλβανικής πολιτικής απέναντι στη μειονότητα. Ο Δήμος Φοινικαίων, παρά τις φιλότιμες και συνεχείς προσπάθειες του δημάρχου, δεν διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε την υποστήριξη που θα μπορούσαν να αλλάξουν την πορεία της καταστροφής.

Η φωτιά καίει για έβδομη συνεχόμενη ημέρα. Βελιαχόβο, Κρόγγι, Αρδάσοβα, Ναβαρίτσα Λεσινίτσα, Δρόβιανη και Κρανιά έχουν μετατραπεί σε «κρανίου τόπο». Ο καπνός, η στάχτη και οι καμένες ελιές έχουν γίνει το νέο τοπίο της περιοχής, ενώ οι κάτοικοι παλεύουν με ό,τι μέσα έχουν για να σώσουν ό,τι απέμεινε.Τα μέτωπα φωτιάς δεν ξεσπούν τυχαία εμφανίζονται σχεδόν ταυτόχρονα, με τρόπο που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση. Η αίσθηση ότι πρόκειται για οργανωμένο σχέδιο δεν είναι πια ψίθυρος, αλλά κοινή πεποίθηση στους κατοίκους.

Η σταδιακή στρατηγική αφελληνισμού

Η εικόνα που σχηματίζεται δεν αφορά απλώς πυρκαγιές. Πρόκειται για μια μακρόχρονη στρατηγική αφελληνισμού, που εφαρμόζεται με μικρά αλλά σταθερά βήματα. Η μείωση του πληθυσμού, η εγκατάλειψη της γης και η αλλοίωση του χαρακτήρα των περιοχών δημιουργούν συνθήκες για την εγκατάσταση νέων εποίκων και την αλλαγή του δημογραφικού χάρτη.

Μαύρο χρήμα και ο ρόλος της αλβανικής μαφίας

Πραγματικά στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας όχι μόνο στις τελευταίες αλβανικές εκλογές αποκάλυψαν πως καταζητούμενοι για εμπόριο ναρκωτικών χρηματοδοτούν πολιτικά πρόσωπα. Το μαύρο χρήμα, που ρέει άφθονο από το διασυνοριακό εμπόριο ναρκωτικών, χρησιμοποιείται για την εξαγορά γης ειδικά στο παραλιακό μέτωπο της Βορείου Ηπείρου με το πρόσχημα στρατηγικών επενδύσεων.

Η Αλβανία λειτουργεί ως βασικός κόμβος για τη διακίνηση ναρκωτικών στην Ευρώπη. Οποιον απλό πολίτη Αλβανό να ρωτήσεις θα απάντηση μόνο μαύρο χρήμα κυκλοφορεί στην Αλβανία. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την ικανότητα των αλβανικών δικτύων. Οι αριθμοί συλλήψεων Αλβανών για εμπόριο ναρκωτικών στην ΕΕ είναι υψηλοί, αλλά το σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί απρόσκοπτα. Αυτό πιθανόν οδηγεί σε ένα συμπέρασμα κάποιοι μεγαλύτεροι παίκτες, σε διεθνές επίπεδο, χρησιμοποιούν τους Αλβανούς ως βιτρίνα, διασφαλίζοντας ότι η πραγματική ισχύς και τα πραγματικά κέρδη μένουν αθέατα.

Η σιωπή και η συνενοχή της διεθνούς κοινότητας

Η διεθνής κοινότητα, από την δημιουργία του αλβανικού κράτους μέχρι σήμερα, παραμένει ουσιαστικά απούσα από την προστασία της ελληνικής μειονότητας. Από τη μία μιλά για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, και από την άλλη διαχειρίζεται και στηρίζει το ίδιο το αλβανικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα που συνεργάζεται με τη μαφία. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ και χώρες όπως η Ιταλία γνωρίζουν πλήρως τη διαδρομή του μαύρου χρήματος και τον ρόλο της Αλβανίας στο διεθνές εμπόριο ναρκωτικών. Το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα ενισχύει την αίσθηση πως υπάρχει είτε ανοχή είτε συμμετοχή στα κέρδη αυτού του κυκλώματος.

Η αδυναμία της Ελλάδας σε ένα εχθρικό περιβάλλον

Η Ελλάδα, για να είμαστε δίκαιοι όσο κι αν θέλει να προστατεύσει τη μειονότητα, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα περιβάλλον στο οποίο η Αλβανία έχει διεθνή στήριξη, ανεπίσημες πλάτες και εσωτερικό έλεγχο μέσω του μαύρου χρήματος. Οι δυνατότητες της Αθήνας περιορίζονται, τόσο διπλωματικά όσο και επιχειρησιακά, καθώς κάθε κίνηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της.

Η Τουρκία ως τρίτος παίκτης

Στην εξίσωση αυτή, η Τουρκία προσπαθεί να διαδραματίζει ρόλο κλειδί. Έχοντας επενδύσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στην Αλβανία, η Άγκυρα ενισχύει ένα κράτος που πολλές φορές λειτουργεί σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Οι τουρκο-αλβανικές συνεργασίες, είτε πρόκειται για υποδομές είτε για στρατιωτική βοήθεια, αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα που δυσχεραίνει την ελληνική παρουσία και αντίδραση στη Βόρειο Ήπειρο.

Το κρίσιμο ερώτημα για τους Βορειοηπειρώτες

Μέσα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, το μεγάλο ερώτημα απευθύνεται πλέον στους ίδιους τους Βορειοηπειρώτες θέλουν πραγματικά η Βόρειος Ήπειρος να παραμείνει πατρίδα τους; Αν ναι, τότε η σιωπή και η παθητική αναμονή δεν αποτελούν πλέον επιλογές.

Η μόνη πραγματική κίνηση που μπορεί να ταρακουνήσει το κατεστημένο είναι μία, όλοι οι Έλληνες μειονοτικοί που κατέχουν θέσεις ευθύνης  βουλευτές, δήμαρχοι, ή άλλοι θεσμικοί παράγοντες  να παραιτηθούν άμεσα. Όχι αύριο, αλλά χθες. Να σταματήσουν να αποτελούν άλλοθι ενός συστήματος που τους χρησιμοποιεί ως βιτρίνα «εκπροσώπησης» ενώ στην πράξη τους στερεί το δικαίωμα να υπερασπιστούν την ίδια τους την πατρίδα.

Μια τέτοια πράξη θα έστελνε σαφές μήνυμα, τόσο στα Τίρανα όσο και στη διεθνή κοινότητα, ότι η μειονότητα αρνείται να συμμετέχει σε ένα παιχνίδι προσχημάτων και απαιτεί πραγματική προστασία και ισονομία.


Ο Αφελληνισμός της Βορείου Ηπείρου Έγκλημα με Δύο Υπογραφές



Όταν τα Τίρανα πιέζουν και η Αθήνα σιωπά, το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο λιγότεροι Έλληνες, λιγότερη πατρίδα.

Η Βόρειος Ήπειρος δεν αδειάζει από τύχη ούτε από φυσική φθορά.
Αδειάζει γιατί δύο κέντρα εξουσίας ένα στα Τίρανα κι ένα στην Αθήνα δουλεύουν, το καθένα με τον δικό του τρόπο, για το ίδιο αποτέλεσμα να μείνουν οι Έλληνες λιγότεροι, πιο αδύναμοι, και τελικά αόρατοι.
Η Αλβανία το επιδιώκει πάση θυσία.
Δεν κρύβεται.
Καταπατά περιουσίες στα παράλια από τη Χιμάρα ως τα Εξαμίλια, με χαρτιά φτιαγμένα στα μέτρα της.
Ψηφίζει νόμους που απαλλοτριώνουν γη για ένα ευρώ το τετραγωνικό.
Κλείνει σχολεία, αλλοιώνει την ιστορία στα βιβλία, συγχωνεύει δήμους για να εξαφανίσει την ελληνική πλειοψηφία.
Κι όλα αυτά τα βαφτίζει «ανάπτυξη» και «εκσυγχρονισμό».

Η Ελλάδα, από την άλλη, δεν σηκώνει ούτε το βλέμμα.
Κρατάει το ζήτημα χαμηλά για να μη χαλάσει η εικόνα της καλής γειτονίας.
Αντί να στηρίξει την παραμονή των Ελλήνων στη γη τους, τους απορροφά εδώ, αδειάζοντας τα χωριά τους.
Διατηρεί σε θέσεις κλειδιά πρόσωπα φθαρμένα ή ελεγχόμενα, για να υπάρχει εκπροσώπηση χωρίς ενοχλήσεις.
Και όταν η Αλβανία περνά την επόμενη επίθεση, η αντίδραση περιορίζεται σε δηλώσεις ανησυχίας και μερικές φωτογραφίες επισκέψεων.
Κι εδώ βρίσκεται το πιο πικρό σημείο πόσο λυπηρό είναι για τη μητέρα πατρίδα να μην μπορεί ή να μην θέλει να ενεργοποιήσει έστω πέντε ικανούς ανθρώπους για να στηρίξουν την ελληνική μειονότητα.
Κι όμως, μιλάμε για μια πατρίδα που χτίστηκε, στερεώθηκε και ανδρώθηκε χάρη και στους Βορειοηπειρώτες ευεργέτες, οι οποίοι πρόσφεραν περιουσίες, σχολεία, νοσοκομεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα.
Η σιωπή και η απραξία μπροστά στον αφελληνισμό δεν είναι μόνο πολιτική αποτυχία είναι ηθική αχαριστία.

Η μέθοδος είναι απλή και κυνική.
Η Αλβανία διώχνει.
Η Ελλάδα δεν κρατά.
Κι έτσι, κάθε χρόνο που περνά, οι φωνές λιγοστεύουν, οι αυλές κλείνουν, τα σχολεία σιωπούν.

Αυτό δεν είναι εξωτερική πολιτική.
Είναι συνενοχή.
Είναι μια σιωπηρή συμφωνία η Αλβανία κερδίζει χώρο, η Ελλάδα κερδίζει ησυχία.
Μόνο που σε αυτό το παζάρι, ο χαμένος είναι πάντα ο ίδιος ο Έλληνας της Βορείου Ηπείρου.

Δεν ζητούμε λύπηση.
Δεν ζητούμε χάρες.
Ζητούμε το αυτονόητο να σταματήσει το παιχνίδι στις πλάτες μας.
Να πάψει η μειονότητα να είναι το εύκολο νόμισμα σε κάθε διπλωματική συναλλαγή.

Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι τουριστικό οικόπεδο.
Δεν είναι χαρτί για παζάρι.
Είναι πατρίδα.
Και η πατρίδα δεν ξεπουλιέται ούτε με νόμους, ούτε με σιωπές.
Ο αφελληνισμός της γίνεται πάση θυσία και πρέπει πάση θυσία να σταματήσει.

Κι αν η σημερινή ηγεσία στην Αθήνα δεν έχει το θάρρος να το πράξει, ας θυμάται ότι η Ιστορία δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί.
Θα καταγραφεί όχι μόνο τι έγινε, αλλά και ποιος σιώπησε.
Και η σιωπή, όταν απέναντί σου έχεις την εξαφάνιση ενός ολόκληρου κομματιού του ελληνισμού, δεν είναι ουδετερότητα είναι συνενοχή.

Η Μεγάλη Σιωπή Όταν η Ελλάδα Πούλησε τη Βόρειο Ήπειρο


Από την Ελπίδα στη Σιωπή

Η κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία το 1991 φάνταζε σαν ξημέρωμα για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Μετά από δεκαετίες σιωπής, φόβου και κρατικής απομόνωσης, ο ελληνικός πληθυσμός ανέμενε δικαίωση. Ανέμενε ότι η Ελλάδα, η ιστορική και πνευματική του πατρίδα, θα απλώσει το χέρι. Αντί γι’ αυτό, ήρθε η σιωπή. Μια σιωπή βαθιά, διαβρωτική, που με τον καιρό έγινε εγκατάλειψη. Η ελπίδα ξεθώριασε. Οι υποσχέσεις έγιναν στάχτη. Κι η κραυγή της μειονότητας ηθική, ιστορική, ανθρώπινη δεν βρήκε ποτέ αποδέκτη.

Από τον έλεγχο του καθεστώτος στον έλεγχο της "μητέρας πατρίδας"

Οι Βορειοηπειρώτες βγήκαν από το εγκλειστικό καθεστώς του Χότζα για να βρεθούν υπό μια νέα μορφή ελέγχου πιο ύπουλη, πιο υποκριτική, με ελληνική υπογραφή. Η Ελλάδα, αντί να σταθεί δίπλα τους, υιοθέτησε μια πολιτική ομηρίας. Για να υπάρξει κάποιος νόμιμα, απαιτήθηκαν δεκαετίες χαρτιών, ταπεινωτικής γραφειοκρατίας και σιωπηρής εξάρτησης. Αντί για αλληλεγγύη, υπήρξε εργαλειοποίηση. Ο Έλληνας της Βορείου Ηπείρου μετατράπηκε σε πολίτη δεύτερης ταχύτητας, χρήσιμο όσο είναι ελεγχόμενος και σιωπηλός.

Η ψήφος ως εμπόρευμα, η κοινωνία ως πελάτης

Το σύνολο των Βορειοηπειρωτών που ζει σήμερα στην Ελλάδα έχει ελληνική ιθαγένεια. Όμως για την ελληνική πολιτεία, αυτή η ιθαγένεια δεν ήταν ποτέ αμοιβαία αναγνώριση. 
Ήταν συναλλαγή. 
Ολόκληρη η κοινότητα χρησιμοποιήθηκε ως δεξαμενή ψήφων, με αντάλλαγμα διορισμούς, επιδόματα, θέσεις. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες φιγούρες, ανακυκλώνονται για να συντηρούν την ψευδαίσθηση εκπροσώπησης. 
Η μειονότητα δεν ενισχύθηκε ευτελίστηκε.
Όταν δεν μιλάς, πεθαίνεις.
Όταν μιλάς, σε εξευτελίζουν.
Κάθε προσπάθεια αντίδρασης καταπνίγεται με πατριωτικό θέατρο. 
Από τη μια οι εθνικιστικές κορόνες, από την άλλη οι διακηρύξεις του τίποτα. 
Πάντα οι ίδιοι, πάντα ακίνδυνοι, πάντα συντεταγμένοι με την πολιτική της αδράνειας. 
Η Ελλάδα δεν ανέχεται φωνές που εκθέτουν τη συνενοχή της. 
Το μόνο που θέλει είναι σιωπή, υπακοή και εκλογική πειθαρχία. 
Κάθε άλλο θεωρείται απειλή. 
Κι όποιος τολμήσει να ξεχωρίσει, χλευάζεται ως "γραφικός" ή "διχαστικός".

Μια Ελλάδα που δεν έκανε αποτυχία, έκανε επιλογή.
Η ελληνική πολιτεία δεν αμέλησε απλώς τη Βόρειο Ήπειρο. 
Την πούλησε. 
Συνειδητά. 
Πουλώντας την περιουσία των μειονοτικών για να μην ταράξει τις διμερείς σχέσεις. 
Πουλώντας τις προσδοκίες των Ελλήνων της Χιμάρας, του Δελβίνου, των Ριζών, για να φανεί "ρεαλιστική". Πουλώντας τη Δικαιοσύνη, τη Μνήμη, την Τιμή ενός λαού, για να κλείσει συμφωνίες στις Βρυξέλλες. 
Δεν είναι λάθος στρατηγική. 
Είναι επιλογή υποταγής.
Καμία υπόθεση δεν έφτασε στην Ευρώπη
Η Ελλάδα είχε όλα τα εργαλεία διεθνείς συμβάσεις, ευρωπαϊκές δομές, θεσμικά όπλα. 
Κι όμως, ποτέ δεν στήριξε συλλογικά υπόθεση της μειονότητας. 
Ούτε για τις καταπατήσεις γης, ούτε για τα σχολεία που κλείνουν, ούτε για τους ναούς που ρημάζουν. 
Καμία προσφυγή από το κράτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 
Καμία ουσιαστική παρέμβαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 
Ό,τι έγινε, έγινε από μεμονωμένους πολίτες. Η πολιτεία σώπασε. 
Και η σιωπή της δεν είναι απλή αμέλεια. 
Είναι πολιτική συνενοχή με τις πιο σκοτεινές δυνάμεις της αδιαφορίας.
Ο Ρόλος της Αλβανίας και η Στρατηγική της Εξαφάνισης
Η Αλβανία δεν στάθηκε ποτέ ουδέτερη απέναντι στην ελληνική μειονότητα. Αντίθετα, ακολουθεί μια στρατηγική σταθερή και μεθοδική την πλήρη ερήμωση των πατρογονικών εστιών του ελληνισμού. Όχι με πόλεμο, αλλά με μέσα ύπουλα και συστημικά. 
Μέσω απαλλοτριώσεων, μέσω απόκρυψης τίτλων ιδιοκτησίας, μέσω κρατικών παραλείψεων και στοχευμένων αποκλεισμών από ευκαιρίες ανάπτυξης. Όλα αυτά συμβαίνουν μεθοδικά και πάντα με τα ίδια πρόσωπα του παρελθόντος σε θέσεις-κλειδιά.

Το ίδιο σύστημα που στήθηκε επί κομμουνισμού, απλώς άλλαξε ρούχα. Οι μηχανισμοί παραμένουν τοπικοί "παράγοντες", ελεγχόμενα συμβούλια, δήθεν μειονοτικές οργανώσεις, φωνές που δήθεν εκπροσωπούν, αλλά στην πράξη αποσυντονίζουν. 
Η επιβίωση των Ελλήνων στα πάτρια εδάφη μετατρέπεται σταδιακά σε πράξη αντίστασης, γιατί το κράτος λειτουργεί ως μηχανή φθοράς αποθαρρύνει την επιστροφή, εμποδίζει την επένδυση, σαμποτάρει την παιδεία, απαξιώνει την εκκλησία.
Η Αλβανία δεν θέλει την παρουσία των Ελλήνων. 
Δεν το λέει φωναχτά το εφαρμόζει σιωπηρά, επίμονα και μακροπρόθεσμα.
Η κοινότητα σε κρίση προσανατολισμού και ύπαρξης.

Οι νέες γενιές μεγαλώνουν χωρίς ρίζες. 
Η πολιτεία τους προσέφερε διαβατήριο, αλλά ποτέ ταυτότητα. 
Δεν ξέρουν αν ανήκουν, πού ανήκουν, γιατί ανήκουν. Οι παλιές αξίες εγκαταλείφθηκαν. 
Η ιστορική μνήμη διαγράφηκε. 
Κι η πολιτεία αντί να ανανεώσει τη φλόγα, φρόντισε να σβήσει τη σπίθα. 
Μια κοινωνία χωρίς παιδεία, χωρίς πολιτισμό, χωρίς ελπίδα είναι καταδικασμένη. 
Κι αυτή η καταδίκη έγινε με ελληνική υπογραφή.

Προς όσους υπήρξαν ή παραμένουν χρήσιμοι στο αλβανικό σύστημα να θυμάστε πως η εξουσία δεν χαρίζει. 
Χρησιμοποιεί και ξεφορτώνεται. 
Όσοι σήμερα σιωπούν, συναινούν ή μετέχουν στα δίκτυα αποδόμησης του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, θα έχουν αύριο την ίδια μοίρα με αυτούς που πρόδωσαν, αφωνία, απαξίωση και σβήσιμο από την ιστορία. 
Η σιωπηρή συμμετοχή στην αποξήλωση του τόπου δεν είναι ουδετερότητα είναι συνενοχή.

Τι έκανε το ελληνικό κράτος για να εκπαιδεύσει τη νέα γενιά Βορειοηπειρωτών; 
Τι έκανε για να διαμορφώσει στελέχη, επιστήμονες, δασκάλους, νομικούς, διπλωμάτες που θα αναλάμβαναν την ευθύνη της επόμενης μέρας;

Η Αλβανία κράτησε για δεκαετίες τους Έλληνες αγράμματους από καταναγκασμό. 
Η Ελλάδα, με τη σιωπή της, τους κράτησε στο περιθώριο από αδιαφορία. 
Αντί για σχέδιο ανάπτυξης, υπήρξε ψηφοθηρία. 
Αντί για στήριξη θεσμών, υπήρξε βόλεμα ημετέρων. Αντί για στρατηγική, υπήρξε συμβιβασμός και φόβος.

Αυτό το πολιτικό σύστημα, που αρνείται να σηκώσει εθνικό βάρος και προτιμά την ευκολία της εγκατάλειψης, πρέπει να κριθεί και να αλλάξει.
Η Ελλάδα δεν αδιαφόρησε. 
Συμμετείχε.
Δεν πρόκειται για παραμέληση. 
Πρόκειται για πολιτική συνενοχή. 
Η Ελλάδα δεν φέρθηκε στη Βόρειο Ήπειρο ως μητέρα. Φέρθηκε ως έμπορος. 
Αντάλλαξε ένα εθνικό ζήτημα για πρόσκαιρες διπλωματικές νίκες. 
Αντάλλαξε έναν λαό με λίγη ησυχία στη γειτονιά. 
Αυτή δεν είναι εξωτερική πολιτική. 
Είναι εθνική προδοσία με γραβάτα και υπογραφές.
Δεν ζητείται λύπηση. 
Δεν ζητείται φιλανθρωπία. 
Ζητείται Δικαιοσύνη. 
Ζητείται αποκατάσταση. 
Και πάνω απ’ όλα, ζητείται η φωνή της μειονότητας να ακουστεί, έστω και τώρα.




Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων

Το Κάστρο της Μνήμης  Η Μάλτσιανη, το Ελίκρανον και το μυστήριο των προγόνων.
Εκεί όπου οι πέτρες μιλούν ακόμα
«Ήτανε μια από κείνες τις καθαρές αυγουστιάτικες μέρες που η σκιά του πλάτανου στη Μαργάρο απλωνόταν βαριά, σαν αγκαλιά δροσιάς και στοργής. Ο παππούς ο Γιώτης καθότανε στο πεζούλι και κοίταζε απέναντι, προς το λόφο με τ’ αγριοβότανα, που χρόνια τώρα όλοι τον λένε κάστρο. Κάθε τόσο έλεγε ιστορίες πότε για το χρυσό γουρούνι και τα εννιά γουρουνόπουλα που χάθηκαν στη στοά, πότε για πολέμους, πότε για βασιλιάδες. 
Μια φορά τον ρώτησα: Παππού, ποιος το ’φτιαξε το κάστρο;
Κι εκείνος, μ’ ένα βλέμμα που γινόταν βουνό και θύμηση, απάντησε Το ’φτιαξε ο Πύρρος, παιδί μου. 
Ήταν κάστρο μεγάλο, του βασιλιά της Ηπείρου, γι’ αυτό και τόσα χρόνια δεν το πήρε κανείς, ούτε οι ξένοι, ούτε οι Ιλλυριοί, ούτε ο χρόνος..."

Το χωριό που φυλάει μνήμη και μυστήριο
Υπάρχουν χωριά που δεν τα πιάνει εύκολα το μάτι στον χάρτη κι όμως κρύβουν ιστορία βαθιά, μνήμη πεισματάρα και μυστήριο που περνάει από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά.
 Η Μάλτσιανη, χωμένη στους πρόποδες των βουνών της Βορείου Ηπείρου, είναι ακριβώς τέτοιο χωριό, ένας τόπος όπου το παλιό συναντά το καινούριο και κάθε μονοπάτι έχει τη δική του αφήγηση.
Κάπως ψηλότερα, απέναντι από το χωριό, ξεχωρίζει ο λόφος με τ’ αρχαία ερείπια. Εδώ είναι, λένε οι ντόπιοι, το παλιό κάστρο του Πύρρου. Οι πέτρες, μισοσβησμένες και σκεπασμένες με ασπαρτιές και ασφάκες, μαρτυρούν πως κάποτε εδώ υπήρχε κάτι σπουδαίο ένα κάστρο, μια πόλη, ένας κόσμος.
Οι μεγαλύτεροι, όταν σμίγουν τα καλοκαίρια κάτω από τον πλάτανο στη Μαργάρο, θα σου πουν ιστορίες για θησαυρούς, μάχες, στοές που βγαίνουν ποιος ξέρει πού, και για τους Χάονες, τους Μολοσσοούς, τους «απ’ εδώ» και τους «απ’ εκεί».
Κι αν ρωτήσεις, κανείς δεν ξέρει πού αρχίζει η αλήθεια και πού τελειώνει ο θρύλος. 
Όλοι όμως συμφωνούν σε ένα, το κάστρο ήταν πάντα εκεί, σημάδι και αίνιγμα.
Το μυστήριο του Ελίκρανον
Λίγο λίγο, οι άνθρωποι του τόπου άκουγαν τα ονόματα από τους παλιούς.
 Ελίκρανον έτσι το έλεγαν στην αρχαιότητα, λέει η επιστήμη. 
Μια πόλη φρούριο στα σύνορα των Χαόνων και των Μολοσσών, τόπος δύσκολος και στρατηγικός.
Εδώ, πάνω στον λόφο, σε υψόμετρο έξι εκατοντάδων τριάντα μέτρων, χτίστηκε η ακρόπολη με θέα που κόβει την ανάσα. 
Κι αν σηκώσεις το βλέμμα, βλέπεις ίσαμε μακριά, κάτω στο Βούρκο, ίσα που φαίνεται το ύψωμα της αρχαίας Φοινίκης, της μεγάλης πρωτεύουσας των Χαόνων. 
Δεν είναι λίγες οι φορές που τα απογεύματα, με καθαρό καιρό, ο ήλιος βουτάει στο Ιόνιο κι όλα μοιάζουν σαν σε αρχαίο όνειρο.
Το κάστρο τούτο δεν είναι απλώς σωρός από πέτρες.
Είναι τοποθεσία κλειδί, σημείο ελέγχου του περάσματος, της επικοινωνίας, του ποιος κρατά τη μοίρα του τόπου στα χέρια του.

Ο Πολύβιος και οι καπνοί της Χαονίας
Δεν είναι μόνο οι ιστορίες των γερόντων που δίνουν βάρος στο κάστρο. 
Είναι και οι γραφές των παλιών των ιστορικών. 
Ο Πολύβιος, σπουδαίος χρονογράφος των ελληνιστικών χρόνων, μιλάει ακριβώς για τούτο τον τόπο, όταν περιγράφει την εποχή που οι Ιλλυριοί επιτέθηκαν στα χωριά της Χαονίας και τα ελληνικά στρατεύματα έτρεξαν να βοηθήσουν:
«Καὶ στρατοπεδεῦσαι πρὸς τῷ Ἐλικράνῳ ἐθεώρουν τοὺς καπνοὺς τῶν καταφλεγομένων ὑπὸ τῶν Ἰλλυριῶν χωρίων τῆς Χαονίας· καὶ πολὺ διηπόρουν, ὅπως εὐπορήσουσιν ὑπὲρ τῆς ὑπαγωγῆς τῶν συμμάχων.»
 (Πολύβιος, Ιστορίαι 2.8.5)

Δηλαδή, στρατοπεδεύοντας κοντά στο Ελίκρανον, έβλεπαν τους καπνούς από τα χωριά της Χαονίας που καιγόταν από τους Ιλλυριούς και βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία ως προς το πώς θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους συμμάχους τους.
Αυτή η σκηνή, γραμμένη πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, αποτυπώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο πόσο σημαντικό ήταν το κάστρο της Μάλτσιανης όχι μόνο ως άμυνα, αλλά και ως μάτι και αυτί για όλη την πεδιάδα της Χαονίας.
Με άλλα λόγια, όταν οι Χάονες κινδύνευαν από τις επιδρομές των Ιλλυριών, τα ελληνικά στρατεύματα στρατοπέδευσαν εδώ, στο Ελίκρανον, κι από το ύψωμα έβλεπαν τους καπνούς από τα χωριά που καιγόντουσαν στην πεδιάδα.
 Αυτό το στιγμιότυπο αποτυπώνει τη σημασία του λόφου όχι μόνο ως άμυνα, αλλά και ως σημείο εποπτείας και ειδοποίησης. Μπορούσες να δεις τα πάντα κι έτσι το κάστρο έμεινε μνήμη και σύμβολο.

Τα αρχαία ευρήματα και οι θρύλοι του τόπου.
Σήμερα, λίγα φαίνονται στην επιφάνεια κάποιες μεγάλες πέτρες, ίχνη από θεμέλια, και μια γη που ξέρει να κρύβει καλά τα μυστικά της. Οι χωριανοί, όμως, θυμούνται ιστορίες για αγγειοπλασμένα κομμάτια, για κρυμμένα νομίσματα που βρέθηκαν κατά καιρούς στο λόφο, και για σπηλιές που μπορεί να ήταν καταφύγια ή στοές.
Από στόμα σε στόμα έφτασαν οι διηγήσεις για αρχαία νομίσματα του Πύρρου, για επιγραφές που κανείς δεν ήξερε να διαβάσει, για σπασμένα αγγεία που φανέρωναν ότι εδώ υπήρχε ζωή παλιά, πολύ παλιά. Οι άνθρωποι σέβονταν αυτά τα ευρήματα τα κρατούσαν σπίτι ή τα άφηναν εκεί όπου τα βρήκαν, σαν να ήξεραν πως ανήκουν σε άλλον χρόνο, σε άλλους ανθρώπους.
Η επιστήμη λέει πως τέτοια νομίσματα, με τη μορφή του Πύρρου και τη φράση “Βασιλεύς των Μολοσσών”, κυκλοφόρησαν ευρέως σε όλη την Ήπειρο, και δεν σημαίνει πως το κάστρο ήταν μολοσσικό. 
Περισσότερο μαρτυρούν το μεγαλείο μιας εποχής που όλη η Ήπειρος είχε κοινό νόμισμα και πολιτική δύναμη. 
Όμως, για τον απλό κάτοικο, το να βρει ένα τέτοιο νόμισμα στο χώμα της Μάλτσιανης, ήταν σαν να πιάνει στα χέρια του ένα κομμάτι της ιστορίας, μια απόδειξη ότι κι εδώ, σε τούτο το λόφο, πέρασε ο Πύρρος ο δικός τους βασιλιάς, ο θρυλικός πολεμιστής.
Κι έτσι, η φαντασία, η μνήμη και το πραγματικό μπλέκουν σ’ ένα γλυκό κουβάρι. 
Το κάστρο γίνεται του Πύρρου, το νόμισμα παίρνει το όνομα του μεγάλου βασιλιά, και κάθε μισογκρεμισμένο τείχος αποκτά στόμα και φωνή.
Οι Χάονες, οι Μολοσσοί και το όριο της μνήμης
Αν ρωτήσεις δέκα ανθρώπους στη Μάλτσιανη, θα ακούσεις δέκα εκδοχές για το σε ποιον ανήκε το κάστρο. Άλλοι θα πουν Χάονες, άλλοι Μολοσσοί, κι άλλοι απλώς οι παλιοί μας πρόγονοι. 
Η αλήθεια είναι πως τούτος ο τόπος ήταν πάντα σταυροδρόμι. Τα βιβλία λένε πως οι Χάονες ήταν τα πρώτα αφεντικά του κάμπου, με πρωτεύουσα τη Φοινίκη, αλλά κάποια εποχή ήρθαν οι Μολοσσοί, ένωσαν το βασίλειο, κι όλα μπερδεύτηκαν.
Η επιστήμη τοποθετεί το Ελίκρανον περισσότερο στην αγκαλιά των Χαόνων, λόγω εγγύτητας με τη Φοινίκη και με βάση τις μαρτυρίες του Πολύβιου.
Όμως, στη μακρά διαδρομή του χρόνου, το κάστρο πέρασε και από χέρια Μολοσσών, ίσως και Ρωμαίων, ίσως και άλλων. 
Για εμάς που γεννηθήκαμε σε αυτό το όμορφο χωριουδάκι την Μάλτσιανη, όμως, έχει μικρή σημασία η εθνικότητα των παλιών. Αυτό που μένει είναι η μνήμη του τόπου, η σιγουριά ότι εδώ υπήρχε πολιτεία, δύναμη, ζωή.
Μια λαϊκή ιστορία για το κάστρο.
Λένε πως μια φορά, στους καιρούς της τουρκοκρατίας, ήρθε κάποιος κυνηγός από άλλο χωριό και ανέβηκε στο κάστρο να μαζέψει ρίγανη. Εκεί, στο λάκκο του Ριζοράδι, βρήκε έναν παράξενο λαγό, άσπρο σαν το γάλα. Τον κυνήγησε ώσπου ο λαγός χώθηκε σε μια τρύπα και χάθηκε. Σκύβει ο κυνηγός να δει, κι από μέσα άρχισε να ακούει έναν βόμβο, σαν να τραγουδούσε ο άνεμος μέσα σε χάλκινα πιθάρια. Οι παλιοί λέγαν πως εκεί, στα σκοτεινά της γης, κοιμάται το χρυσό γουρούνι του Πύρρου, μαζί με τα εννιά γουρουνόπουλα, φρουροί του κάστρου, ώσπου να ξανάρθουν καιροί καλύτεροι.
Και πάντα, όταν πέρναγε κανείς από το λόφο σούρουπο, έριχνε μια πέτρα ή έκανε το σταυρό του, για να μην ξυπνήσει τα πνεύματα που κατοικούν εκεί κάτω. Γιατί, όπως έλεγε ο παππούς, οι πέτρες έχουν μνήμη κι οι τόποι ψυχή, αν τους σέβεσαι, σου ανοίγουν τις πόρτες τους.
Το βλέμμα προς τη Φοινίκη το σήμερα και το αύριο.
Αν σταθείς στην κορυφή του κάστρου στον Αελιά ένα πρωινό που ο αέρας είναι καθαρός, κοιτάς πέρα στη μεγάλη πεδιάδα που απλώνεται σαν χάρτης κάτω από τα πόδια σου. 
Στο βάθος, σχεδόν μυστηριακά, ξεχωρίζει το ύψωμα της αρχαίας Φοινίκης. Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά, όπως λένε οι ειδικοί, από εδώ πάνω ο φρουρός της ακρόπολης του Ελίκρανον μπορούσε να δει τα σήματα και τους καπνούς από την πρωτεύουσα των Χαόνων.
Και ίσως, τότε, σε μια μακρινή εποχή, κάποιος να καθόταν όπως εσύ τώρα, και να αναρωτιόταν τι άνθρωποι ζούσαν στη Φοινίκη, τι μυστικά έκρυβε ο κάμπος, και πώς θα ήταν η ζωή όταν το κάστρο ήταν γεμάτο φωνές, άλογα και παιδικά γέλια.
Τοπίο και μνήμη
Η Μάλτσιανη σήμερα μπορεί να έχει λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, αλλά στις πέτρες του κάστρου φυλάει τη μνήμη όλων όσων πέρασαν Χάονες, Μολοσσοί, Ρωμαίοι, Τούρκοι, βλάχοι βοσκοί, αντάρτες και ξενιτεμένοι. 
Το χώμα εδώ μυρίζει ιστορία, κι αν προσέξεις, κάθε λουλούδι που φυτρώνει ανάμεσα στα τείχη μοιάζει να έχει ρίζες βαθιές, τόσο βαθιές όσο οι ρίζες των ανθρώπων που δεν ξεχνούν.
Το κάστρο δεν είναι μόνο αρχαιολογικός χώρος. 
Είναι σημείο αναφοράς, σύμβολο και τόπος όπου ο χρόνος κυλάει αλλιώς. Οι μανάδες λένε στα παιδιά ιστορίες για στοιχειά και βασιλιάδες, οι παππούδες θυμούνται πολέμους και γιορτές, και όλοι ξέρουν πως χωρίς το λόφο, χωρίς τη μνήμη, το χωριό θα ήταν άλλο ίσως απλώς μια στάση στον δρόμο.
Το μεγάλο ερώτημα, σε ποιον ανήκει το κάστρο;
Όσοι ασχολούνται με τα βιβλία θα πουν πως το Ελίκρανον ήταν χαονικό, πως η γειτνίαση με τη Φοινίκη δείχνει σαφώς την ταυτότητά του, πως ο Πολύβιος το συνδέει με τις τύχες των Χαόνων.
Κάποιοι θα προσθέσουν πως στα χρόνια του Πύρρου όλοι στην Ήπειρο ζούσαν κάτω από το ίδιο βασίλειο γι’ αυτό και τα νομίσματα του Πύρρου βρέθηκαν παντού, κι εδώ.
Μα οι ντόπιοι ξέρουν κάτι ακόμα, πως οι ταυτότητες δεν είναι πάντα απλές. Τούτος ο τόπος έμαθε να είναι πέρασμα και σύνορο, να αλλάζει αφέντες και να κρατά τα μυστικά του. 
Το κάστρο είναι όλων και κανενός. 
Είναι της ιστορίας, της μνήμης, των παιδιών που παίζουν ακόμα μέσα στα χόρτα και όλων των γενεών που έφυγαν, αλλά πάντα γυρίζουν με τη σκέψη εδώ.

Όταν ήμουνα παιδί, ανέβαινα στο κάστρο με τον πατέρα μου. Εκείνος δεν ήξερε να μου πει πολλά από τα βιβλία, μα έδειχνε τις πέτρες και έλεγε: "Εδώ φύλαγαν, εδώ κοιμόντουσαν, εδώ είναι ο τάφος του βασιλιά". Και κάθε φορά που ο ήλιος έγερνε πίσω απ’ τα βουνά, μου φαινόταν πως οι σκιές χόρευαν ανάμεσα στα χαλάσματα ίσως ήταν οι παλιοί Χάονες, ίσως οι πολεμιστές του Πύρρου, ίσως οι δικοί μας άνθρωποι που άφησαν το χώμα, αλλά ποτέ τη μνήμη.
Η μνήμη, το τοπίο και η ταυτότητα
Το κάστρο της Μάλτσιανης, το Ελίκρανον των αρχαίων, δεν είναι μόνο ένας σωρός από πέτρες είναι η απόδειξη πως η ιστορία δεν πεθαίνει, αν υπάρχει κάποιος να τη θυμάται, να τη διηγείται και να τη σέβεται. Το ποιοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, τι γλώσσα μιλούσαν, ποιας φυλής ήταν όλα αυτά έχουν σημασία για τα βιβλία.
Για τους ανθρώπους όμως, η αληθινή ταυτότητα του τόπου είναι η μνήμη, το φως του ήλιου στα χαλάσματα, το δειλινό πάνω από την πεδιάδα, η σκιά του πλάτανου και η μυρωδιά της γης μετά τη βροχή.
Κι έτσι το κάστρο στέκει πότε ως θρύλος, πότε ως μυστήριο, πότε ως βεβαιότητα και περιμένει τους επόμενους να του δώσουν φωνή.




Αλβανία: Η “Δημοκρατία” των Παλιών Μηχανισμών, τα Μικροσυμφέροντα και η Υφαρπαγή της Βορείου Ηπείρου



Η Αλβανία, τρεις δεκαετίες μετά την πτώση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, παρουσιάζεται διεθνώς ως μια μεταρρυθμισμένη δημοκρατία που πορεύεται προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πραγματικότητα όμως, η χώρα αποτελεί παράδειγμα του πώς ένα αυταρχικό καθεστώς μπορεί να αλλάξει ρητορική και σύμβολα, αλλά να παραμείνει ίδιο στον πυρήνα του στους ανθρώπους, στις δομές και στις μεθόδους εξουσίας του. Για την ελληνική μειονότητα, η μετάβαση αυτή δεν έφερε απελευθέρωση έφερε μια νέα μορφή ομηρίας, με βία όχι εμφανή αλλά βαθύτερη τη διάβρωση της ταυτότητας, την υφαρπαγή της περιουσίας και την εξαγορά της σιωπής μέσω μικροσυμφερόντων.

Οι ίδιοι μηχανισμοί, νέα ελίτ

Μετά την πτώση του καθεστώτος Χότζα, αντί να υπάρξει εκκαθάριση, πρώην κομματικά στελέχη, αξιωματούχοι της Σιγκουρίμι και διοικητές της κομμουνιστικής νομενκλατούρας «αναβαπτίστηκαν» σε δημοκράτες και ανέλαβαν θέσεις-κλειδιά. Αυτοί οι άνθρωποι διατήρησαν τον έλεγχο στις μειονοτικές περιοχές, μέσω δικτύων «εκπροσώπων» και δημάρχων που λογοδοτούν στα Τίρανα και όχι στις κοινότητές τους. Η μετάβαση ήταν ανακύκλωση του ίδιου αυταρχικού μηχανισμού, προσαρμοσμένου στη νέα εποχή.

Η αλλοίωση της ελληνικής ταυτότητας

Παρά τις συνταγματικές προβλέψεις για την προστασία των μειονοτήτων, στην πράξη η πολιτική απέναντι στους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου υπήρξε διάβρωση εκ των έσω: περιορισμός της ελληνικής εκπαίδευσης, υποχρηματοδότηση σχολείων, αντικαταστάσεις ελληνοφώνων δασκάλων με φιλοκυβερνητικά στελέχη, εκφοβισμός όσων διεκδικούσαν συλλογικά δικαιώματα και προώθηση «διαμεσολαβητών» που λειτουργούν υπέρ της κρατικής πολιτικής.

Η υφαρπαγή του παραλιακού μετώπου

Η πιο εμφανής μορφή αυτής της πολιτικής είναι η συστηματική υφαρπαγή ιδιοκτησίας κατά μήκος της ακτογραμμής της Βορείου Ηπείρου από τα Εξαμίλια μέχρι τη Χιμάρα. Η κυβέρνηση απαλλοτριώνει εκτάσεις χωρίς ουσιαστική αποζημίωση, επικαλούμενη επενδυτικούς νόμους όπως τον Ν.55/2015 για στρατηγικές επενδύσεις και τον Ν.8561/1999 περί απαλλοτρίωσης, επιτρέποντας τιμές έως και 1€/μ². Το 2019, απόφαση της κυβέρνησης προέβλεψε τη μεταβίβαση 22.000 εκταρίων από τον Δήμο Φοινικαίων, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και ανησυχία για τον χαρακτήρα των μειονοτικών περιοχών.


Η ομηρία μέσω μικροσυμφερόντων

Η υφαρπαγή δεν γίνεται μόνο με νόμους ή βία. Γίνεται και μέσω χειραγώγησης τοπικά στελέχη, επενδυτές και διορισμένοι λειτουργούν ως μεσάζοντες, προσφέροντας μικρά οφέλη, διορισμούς και διευκολύνσεις που κρατούν την κοινότητα σιωπηλή. Έτσι, το μικροσυμφέρον γίνεται εργαλείο υποταγής  η πιο ύπουλη μορφή εξουσίας, γιατί δεν φαίνεται βίαιη αλλά είναι διαβρωτική.

Η Αλβανία έχει υπογράψει και ενσωματώσει στο εσωτερικό της δίκαιο το Πρωτόκολλο 1 της ΕΣΔΑ (Άρθρο 1: προστασία της ιδιοκτησίας), τον Ν.133/2015 για την αποζημίωση ιδιοκτησιών και τη Σύμβαση-Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες. Παρά ταύτα, η εφαρμογή αυτών των συμβάσεων είναι ελλιπής, ενώ οι απαλλοτριώσεις σε μειονοτικές περιοχές παραβιάζουν ευθέως το πνεύμα τους, διαλύοντας την παραδοσιακή παρουσία των κοινοτήτων.

Χρονοδιάγραμμα κρίσιμων αποφάσεων

  • 1991 – Νόμος 7501: Διανομή αγροτικής γης (βάσεις για σημερινές διεκδικήσεις).

  • 1999 – Νόμος 8561: Επιτρέπει απαλλοτριώσεις για «δημόσιο συμφέρον».

  • 2015 – Νόμος 55/2015: «Στρατηγικές επενδύσεις» – διευκόλυνση κρατικών και ιδιωτικών έργων με εξευτελιστικές αποζημιώσεις.

  • 2019 – Απόφαση κυβέρνησης: Μεταβίβαση 22.000 εκταρίων από τον Δήμο Φοινικαίων.

  • 2023–2024 – Συνεχείς αποφάσεις κατεδάφισης και αμφισβήτησης τίτλων στη Χιμάρα.

Η υπόθεση της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο δεν είναι μόνο ένα ζήτημα τοπικής αδικίας. Είναι καθρέφτης του τρόπου που λειτουργούν τα καθεστώτα, όποιο όνομα κι αν φέρουν: ανακυκλώνουν τους ίδιους μηχανισμούς, βαφτίζουν την καταπίεση “ανάπτυξη” και μετατρέπουν τα δικαιώματα σε παραχωρήσεις υπό όρους.

Κι αν η βία των δεκαετιών του κομμουνισμού έσπαγε σώματα, η βία της σημερινής “δημοκρατίας” καταστέλλει συνειδήσεις. Το μικροσυμφέρον, το βόλεμα, η ψευδαίσθηση συμμετοχής κρατούν τους ανθρώπους ακίνητους. Έτσι, η ομηρία παύει να είναι επιβολή από τα πάνω γίνεται συνενοχή από τα κάτω.

Το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα προστατευθούν οι εκτάσεις, οι τίτλοι, η γλώσσα. Το βαθύτερο ερώτημα είναι αν οι κοινωνίες και ιδίως οι ίδιες οι μειονότητες θα βρουν το θάρρος να αποτινάξουν τη σιωπή τους. Γιατί αν η ελευθερία παραχωρείται ως χάρη και όχι διεκδικείται ως δικαίωμα, τότε η δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα καλοφτιαγμένο προσωπείο της εξουσίας.

Το πηγάδι του Γλυκερά εκεί που στάζει η μνήμη




Το πηγάδι του Γλυκερά  Εκεί που στάζει η μνήμη
Η νοσταλγία είναι ένα περίεργο πράγμα δεν έχει ώρα, δεν έχει ηλικία, δεν προειδοποιεί. Κι όμως, την καταλαβαίνεις με το που σου σφίγγει την ψυχή. Ίσως φταίει μια εικόνα η μία φωτογραφία, μια μυρωδιά υγρής γης, μια πέτρα γεμάτη βρύα που σου θυμίζει το χτες. Για μένα, ήταν μια εικόνα από την παλιά πηγή το πηγάδι του Γλυκερά, όπως το λέγαμε που μ’ έφερε ξανά πίσω, στα χωμάτινα μονοπάτια της παιδικής μου ηλικίας.
Όσοι ζήσαμε έστω και λίγα χρόνια σ’ αυτό τον τόπο, κουβαλάμε μέσα μας κάτι απ’ το νερό εκείνο. Όχι μόνο γιατί μας δρόσιζε, αλλά γιατί ένωνε τους ανθρώπους, τις φωνές, τις συνεργασίες, την ανάγκη. Ήταν το κοινό μας ρίζωμα.
Ο Γλυκεράς δεν ήταν απλώς μια πηγή ήταν σημείο συνάντησης, καθημερινής ανάγκης και άτυπης τελετουργίας. Θυμάμαι να συζητούν οι μεγαλύτεροι, με σοβαρό ύφος, πως «το πηγάδι πρέπει να φτιαχτεί ξανά». Το νερό δεν έφτανε στις κάνουλες, και το αυλάκι που πότιζε τους κήπους δεν επαρκούσε. Το περισσότερο νερό χανόταν χαμηλότερα, στη μεγάλη κορύτα, εκεί όπου μαζευόταν, ελεύθερο, άτακτο, δίπλα στις πέτρες. Και όλοι Αντωνάτες, Παπαδάτες, Παπουτσιάτες βασίζονταν σε αυτό το νερό. Με αυτό πότιζαν τους κήπους τούς και τάιζαν τις οικογένειες. Ήταν ζήτημα κοινής ανάγκης, ζωής και συνεργασίας.
Το θυμάμαι καλά κάτω απ’ τον βράχο ανάβλυζε το νερό, και για να μη χαλάσουν το όμορφο πέτρινο τοιχίο με τις κάνουλες, οι παλιοί άνοιξαν το πίσω μέρος του πηγαδιού. Έσκαψαν ως τη μεγάλη πέτρα εκείνη που βρίσκεται ακόμη εκεί, αγέρωχη σαν απομεινάρι αρχαίου χρόνου και μάζεψαν το νερό, δίνοντάς του ξανά ροή και προορισμό.
Πάνω ακριβώς απ’ το πηγάδι δέσποζε η συκιά του Φωτό Γληγόρη. Ψηλή, φορτωμένη με μαύρα, ζουμερά σύκα γλυκά σαν μυστικά καλοκαιριού. Ο ίσκιος της δρόσιζε τον Γλυκερά και τον έκανε καταφύγιο. Απέναντι από τις κάνουλες υπήρχε μια άλλη συκεριά, μια κερασιά φορτωμένη άνοιξη, και δίπλα της μια κρανιά με τα πικρούτσικα φρούτα που μας μάθαιναν υπομονή.
Καθόμασταν εκεί, κάτω από τη συκιά, παιδιά ακόμη, με τα γόνατα γρατζουνισμένα και τις φανέλες ιδρωμένες, και παρατηρούσαμε τις γυναίκες του χωριού. Έπλεναν τα σκεπάσματα με κόπο και ρυθμό, χτυπώντας τα με τον κόπανο πάνω στις κορύτες. Το νερό έτρεχε ασταμάτητα και χυνόταν στο αυλάκι, τα σαπούνια αφρίζανε, τα χέρια έσταζαν κόπωση κι αγάπη. Κι ύστερα, γέμιζαν τις  βαρέλιες, τις ακουμπούσαν στο στηθαίο και τα ζαλώνονταν με τη γνώριμη κίνηση που μόνο εκείνες ήξεραν. Το νερό έφευγε από το πηγάδι και ανέβαινε στα σπίτια μαζί του και ένα κομμάτι μνήμης.
Πιο πάνω, εκεί που το έδαφος γινόταν γήπεδο, παίζαμε μπάλα. Με τόπι  45 ή 100 αν είχαμε την τύχη, κι αν όχι, με εφημερίδες και κουρέλια που τα δέναμε σφιχτά και κάναμε τη δική μας μπάλα του κόσμου. Έτριζε το χώμα, γέμιζε η γειτονιά με φωνές, γελούσαν τα μεσημέρια.
Ο Γλυκεράς ήταν όλα αυτά μαζί φωνές, νερά, σύκα, κόπανοι και μπάλα. Κι εμείς, παιδιά που ζούσαμε χωρίς να ξέρουμε πως φτιάχνουμε αναμνήσεις.
Τώρα, χρόνια μετά, εκείνο το πηγάδι δεν είναι πια κέντρο ζωής. Ο τόπος ερήμωσε, οι αυλακιές στέρεψαν, οι φωνές σώπασαν. Μα η μνήμη, σαν το υπόγειο νερό, συνεχίζει να κυλά. Στέκει ακόμη εκεί το πηγάδι, κάτω απ’ τον ίσκιο της συκιάς και μας περιμένει. Να σκύψουμε πάνω του όπως τότε, να πάρουμε μια χούφτα παρελθόν και να ξεδιψάσουμε.



Από τη σιγή στην ελευθερία, το τέλος του Ανθρώπου εργαλείου

 Από τη Σιγή στην Ελευθερία: Το Τέλος του Ανθρώπου-Εργαλείου

Τι σημαίνει να ζεις ως εργαλείο; 

Πόσο εύκολα η ανθρώπινη συνείδηση γίνεται μέσο για τα συμφέροντα των άλλων, όταν η βούληση υποτάσσεται, όταν η ελευθερία διαβρώνεται από τον φόβο ή την επιβράβευση.

Η ιστορία της Βορείου Ηπείρου, όπως και άλλων τόπων, είναι μια αφήγηση τέτοιας αλλοτρίωσης  αλλά και μια σιωπηλή, βαθιά αναζήτηση της ελευθερίας.

Η Αλβανία του Ενβέρ Χότζα δεν χαρακτηρίστηκε μόνο από ένα σκληρό καθεστώς. Ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός διαβρώθηκε από μηχανισμούς ελέγχου ο αδελφός κατέδιδε τον αδελφό, ο γείτονας παρακολουθούσε τον γείτονα, το σύστημα τροφοδοτούνταν από ανθρώπους που έγιναν εργαλεία εκφοβισμού, σιωπής και υποταγής.

Το καθεστώς έπεσε, αλλά οι σκιές επιβιώνουν ακόμη  ως νοοτροπία, ως συμπεριφορά, ως καινούργια πρόσωπα με παλιές συνήθειες. Αυτές οι σκιές πέρασαν τα σύνορα. Στην Ελλάδα, αρκετοί πρώην εργαλεία του καθεστώτος βρήκαν νέα θέση, διατηρώντας τις ίδιες μεθόδους σιωπή, παρακολούθηση, συναλλαγή, συμμόρφωση με όποιον έχει δύναμη.

Αυτή η εργαλειοποίηση δεν είναι φαινόμενο του παρελθόντος συνεχίζεται ακόμη σήμερα και αλλάζει μορφή. Υπάρχει ο εθελοντικός εκτελεστής αυτός που προσφέρει υπηρεσίες πρόθυμα για προσωπικό όφελος, χρήμα, κύρος ή ασφάλεια. Υπάρχει ο εκβιαζόμενος που συνήθισε ξεκίνησε με φόβο ή ανάγκη, αλλά ενσωμάτωσε τον ρόλο του ως αναγκαίο κακό ή ακόμη και αρετή. Υπάρχει ο σιωπηλός διαμεσολαβητής: κινείται στο παρασκήνιο, μεταφέρει εντολές ή πληροφορίες, δεν εκτίθεται ποτέ αλλά διατηρεί κύρος. Τέλος, υπάρχει ο πολιτευόμενος με οικογενειακό παρελθόν συνεργασίας με μηχανισμούς εξουσίας, που προσαρμόζονται στο σήμερα με νέο προσωπείο, αλλά την ίδια φιλοσοφία.

Η μεταμόρφωση της εργαλειοποίησης είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα κάθε συστήματος εξουσίας. Κανένας μηχανισμός δεν διατηρείται μόνο με τη βία  χρειάζεται ανθρώπους που πρόθυμα, φοβισμένα ή αμειβόμενα, συντηρούν τη σιωπή και την υποταγή.

Όταν μιλάμε για τη Βόρειο Ήπειρο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη στάση της Ελλάδας. Η επιλογή υποψηφίων βουλευτών η δημάρχων στη Βόρειο Ήπειρο εξαρτάται συχνά από το αλβανικό σύστημα εξουσίας. Οι δήμαρχοι παραμένουν αιχμάλωτοι της κεντρικής εξουσίας στα Τίρανα, ενώ κάθε διαφορετική άποψη διώκεται όχι τόσο με τον νόμο, όσο από το παρακράτος που ελέγχει τον μηχανισμό εξουσίας.

Ο ρόλος της Ελλάδας υπήρξε συνήθως ανύπαρκτος ή επιφανειακός, συχνά διαπλεκόμενος με τα ίδια ιδιοτελή συμφέροντα όπως στην Αλβανία. Οι σχέσεις, οι εξαρτήσεις και οι εξυπηρετήσεις δεν προστατεύουν τη μειονότητα, αλλά την αφήνουν εκτεθειμένη σε πιέσεις, συναλλαγές και εκμετάλλευση από δύο κέντρα εξουσίας. Οι αυθεντικές φωνές σπανίως βρίσκουν χώρο.

Μπορεί να αλλάξει η ιστορία μιας κοινότητας αλλάζοντας τα πρόσωπα ή το πλαίσιο.

Όχι.

Η αλλαγή εξωτερικών συνθηκών δεν σημαίνει εσωτερική λύτρωση.

Αυτός που έμαθε να είναι εργαλείο δεν απελευθερώνεται επειδή άλλαξε αφεντικό ή χώρα.

Η πραγματική ελευθερία έρχεται μόνο με εσωτερική ρήξη, με συνειδητή απόφαση να μην υπηρετείς κανένα σύστημα όταν αυτό σημαίνει απώλεια αξιοπρέπειας ή νοήματος.

Ας ρίξουμε μια ματιά τι αναφέρουν στην βιβλιογραφία σε παρόμοιες περιπτώσεις η ιστορικές πήγες.

«Η χειρότερη μορφή ανελευθερίας είναι εκείνη που μιμείται την ελευθερία.»

Αλμπέρ Καμύ

«Το πρόσωπο δεν μπορεί να είναι εργαλείο. Είναι τέλος, όχι μέσον.»

Κωνσταντίνος Τσάτσος

«Εκείνος που δεν εξεγείρεται απέναντι στο ψεύδος, συναινεί στη λειτουργία του.»

Χάνα Άρεντ

«Κανείς δεν είναι πιο δουλωμένος από αυτόν που λανθασμένα θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο.»

Γκαίτε

«Η αδικία συμβαίνει όταν ο άνθρωπος χάνει τη θέση που του ταιριάζει στην κοινωνία και γίνεται απλό εργαλείο.»

Πλάτων

«Η πραγματική ελευθερία δεν είναι η απουσία περιορισμών, αλλά η συνειδητή επιλογή της προσωπικής ευθύνης.»

Νίτσε


Όταν μια κοινότητα βγαίνει από μισό αιώνα καταστολής χωρίς κοινωνική και ακαδημαϊκή παιδεία, φέρει μέσα της φόβους, αδράνειες και νοοτροπίες που δεν ξεπερνιούνται με μια απλή αλλαγή καθεστώτος. Ο εγκλεισμός μένει στη μνήμη, στη σκέψη, στη συμπεριφορά. Η έννοια της ελευθερίας, της ευθύνης, της δημοκρατίας μοιάζει ξένη. Η μετάβαση στην αυτογνωσία είναι αργή, αλλά εφικτή ξεκινά από την ενίσχυση της κριτικής σκέψης, από τον δημόσιο διάλογο, τη μνήμη, τις ειλικρινείς αφηγήσεις.

Στην περίπτωση μας δεν υπάρχει ούτε διάλογος, ούτε φορέας σύγκλησης απόψεων, πάρα μαγαζιά για ίδιον όφελος με έλλειψη στοιχειωδώς γνώσεων.

Η τοπική μνήμη, οι αφηγήσεις των γεροντότερων, η καταγραφή της καταπίεσης λειτουργούν ως αντίδοτα στη λήθη. Η ανάμνηση όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται μια νέα γενιά που θα δεχθεί την αλήθεια αλλά δεν θα αναπαράγει το φόβο.

Μπορεί μια μικρή κοινότητα να αντισταθεί σε δύο συστήματα εξουσίας με αντίθετα συμφέροντα; 

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. 

Οι δυσκολίες τεράστιες οικονομική εξάρτηση, κοινωνικός έλεγχος, απειλές και φόβος της απομόνωσης.

Η αντίσταση ξεκινά με τη διατήρηση της συλλογικής συνείδησης και αλληλεγγύης. 

Μορφές αυτοοργάνωσης, ενίσχυση της πολιτιστικής αυτονομίας, δικτύωση με άλλες κοινότητες, αξιοποίηση ανεξάρτητων ΜΜΕ, διαφάνεια και δημόσιος διάλογος. Όλα αυτά χρειάζονται χρόνο, συνέπεια και επιμονή. Η αλλαγή δεν θα έρθει γρήγορα. Κάθε μικρή νίκη μια γιορτή, μια καταγραφή, μια ανοιχτή συζήτηση είναι σπόρος για το μέλλον και ας είναι παρόν τα φαντάσματα.

Πολλές κοινότητες ζουν με τα φαντάσματά τους  άλλοτε αόρατα και διωγμένα, άλλοτε φανερά και καλοπληρωμένα. Ο άνθρωπος φάντασμα είναι εκείνος που έσπασε τη σιωπή, που αντιστάθηκε, που έδειξε το πρόβλημα γι’ αυτό και βρέθηκε στο περιθώριο, απομονώθηκε κοινωνικά ή ηθικά, και συχνά έγινε στόχος τόσο των μηχανισμών όσο και της ίδιας της κοινότητας που φοβάται την αλλαγή.

Όμως, στη σημερινή πραγματικότητα, οι μεγαλύτεροι ρυθμιστές της σιωπής είναι τα καλοπληρωμένα φαντάσματα αυτοί που αμείβονται για να σιωπούν, να χειραγωγούν ή να λειτουργούν ως εργαλεία εξουσίας. Η σιωπή δεν είναι απλώς φόβος  έχει μετατραπεί σε επάγγελμα και σε κοινωνική επιβράβευση. Έτσι, η κοινότητα συνηθίζει να ζει με τις σκιές της, να αποδέχεται το ψέμα ως φυσιολογικό και να μαθαίνει να αποφεύγει όποιον τολμά να σπάσει τον κύκλο.

Ο άνθρωπος φάντασμα, είτε σιωπηλός είτε καλοπληρωμένος, υπάρχει επειδή η συλλογικότητα δεν τολμά να ακούσει την αλήθεια του. Η αληθινή ρήξη αρχίζει όταν μια κοινωνία δεν θαυμάζει ή δεν ζηλεύει τα φαντάσματά της  αλλά αρχίζει να τα λυπάται, να τα ξεπερνά και να τα απορρίπτει. Μέχρι τότε, τα φαντάσματα θα κυκλοφορούν, άλλοτε ως μάρτυρες και άλλοτε ως υπηρέτες της σιωπής.

Ζούμε σε μια εποχή όπου κάθε φωνή που υπερασπίζεται το δικαίωμα μιας μικρής κοινότητας στη μνήμη, στην αξιοπρέπεια και στην αυτονομία, κινδυνεύει να της κολλήσουν την ταμπέλα του εθνικιστή, του αναχρονιστικού ή του ακραίου. Δεν σε εξορίζουν πια σωματικά, αλλά κοινωνικά και ηθικά  σε απομονώνουν, σε παρουσιάζουν ως πρόβλημα, αφαιρούν το κύρος της φωνής σου.

Αυτό το δίλημμα να σιωπήσεις ή να μιλήσεις με κάθε κόστος είναι το μεγάλο στοίχημα κάθε μικρής κοινότητας και κάθε ελεύθερου ανθρώπου. Και όμως, η ιστορία διδάσκει πως αυτοί που αντέχουν το βάρος της ταμπέλας και επιμένουν να μιλούν, είναι αυτοί που αλλάζουν τον ρου των πραγμάτων. Δεν είναι ο φόβος που γεννά ελευθερία, αλλά το θάρρος της μοναξιάς και της αλήθειας.

Όταν η ιστορία επιστρέφει με το ίδιο προσωπείο, απλώς ντυμένο με νέα ρούχα, η ευθύνη δεν είναι της ιστορίας. 

Είναι δική μας. 

Όσο υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν να παραμένουν εργαλεία για κύρος, για φόβο ή για βολική σιωπή η πραγματική ελευθερία δεν μπορεί να ριζώσει.

Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι μόνο γη. 

Είναι πνευματικός τόπος. 

Και η αξία της δεν θα κριθεί από το πόσες θέσεις κατέχουν οι λεγόμενοι εκπρόσωποί της, αλλά από το αν μπορούν οι απλοί άνθρωποι να αναπνεύσουν, να εκφραστούν, να ζήσουν ως πρόσωπα.

Το μεγάλο στοίχημα για κάθε κοινωνία δεν είναι ποιος κυβερνά, αλλά ποιος έχει το θάρρος να μη λειτουργεί ως εξάρτημα της εξουσίας. Όταν ο τελευταίος άνθρωπος σε έναν τόπο σταματήσει να είναι εργαλείο και θυμηθεί πως είναι φορέας νοήματος, τότε και μόνο τότε υπάρχει ελπίδα.

Γιατί εκεί αρχίζει η πολιτική. 

Και εκεί ξαναγεννιέται η ελευθερία.


Βόρειος Ήπειρος Ο Αργός Θάνατος μιας Πατρίδας

Τις τελευταίες εβδομάδες, η Βόρειος Ήπειρος ζει έναν εφιάλτη. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, οι φλόγες κατέκαψαν τη Νιβίτσα, την επαρχία Ρι...