Ήταν Μάρτιος. Το τοπίο στο χωριό είχε ντυθεί στα καταπράσινα. Τα αγριολούλουδα είχαν ανθίσει, τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι μικρούς κόκκινους καρπούς. Ήταν τόσο νόστιμοι, που αν βρίσκαμε κανέναν καλό, τον τρώγαμε αμέσως. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ, άλλα κατακόκκινα. Ήταν όλα τόσο όμορφα, που το χωριό, όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο, έμοιαζε παραμυθένιο.
Τέτοια εποχή, οι δουλειές για τους κατοίκους του μικρού χωριού ήταν πολλές. Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους τους, που έπρεπε να καλλιεργήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα. Είχαν τα γίδια, τα πρόβατα ότι είχε η καθεμιά και φυσικά την υποχρεωτική δουλειά στον συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω. Λίγες ήταν οι οικογένειες με δύο παιδιά. Έτσι, πέρα από τον συνεταιρισμό, έπρεπε να φροντίσουν και τα ζωντανά, και τους κήπους. Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις, αν ήθελες να έχεις τα απαραίτητα για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί, έξι ή επτά χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν. Θυμάμαι όμως καλά την εικόνα εκείνη. Έχει αποτυπωθεί τόσο βαθιά μέσα μου, που κάθε φορά που έρχεται μια δυσκολία στη ζωή, η μνήμη φέρνει μπροστά εκείνο το τοπίο σαν παρηγοριά.
Εκείνη την περίοδο χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες. Η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να τα ταΐσει. Κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά που τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, πήγα μαζί της.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες, κοντά στου Παπαλέξη, που είχε πολλά πυράρια με φρέσκα βλαστάρια. Επειδή ήταν δύσκολο το μέρος, δεν μπορούσα να μπω και εγώ μέσα, κι έτσι με άφησε στη γούρα του Παπαλέξη. Στην κορυφή της υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και κάθισα.
Η γούρα ήταν σπαρμένη με βρίζα, που είχε αρχίσει να δένει τα στάχυα. Μια καταπράσινη έκταση περίπου ενάμισι στρέμμα. Ό,τι έπιανε το μάτι ήταν ανθισμένο σχεδόν σε όλη η γούρα ήταν κατακόκκινη σαν χαλί από παπαρούνες. Μια εικόνα βγαλμένη από τον παράδεισο.
Αυτή είναι η εικόνα που για μένα έγινε ο ίδιος ο παράδεισος. Κι αν κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εκδοχή του παραδείσου, για μένα είναι αυτή. Ο δικός μου παράδεισος.
Αυτός ο παράδεισος, όπως για πολλούς από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε χωριά, έσβησε με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. Το ίδιο έγινε και με τη νέα γη της επαγγελίας, που πιστέψαμε όταν πρωτοήρθαμε, μέχρι να καταλάβουμε πως τα συστήματα είναι τα ίδια μόνο το αφήγημα αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, αγαπούν τα παραμύθια.
Όσο η πολιτική δεν έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αυτή η απογοήτευση θα συνεχίζεται. Όσοι προερχόμαστε από την απέκει πλευρά, πιστεύαμε πως έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς. Όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία τι φταίει άραγε;
Το καθεστώς ή το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης;
Μα δεν είναι κομμουνιστικό. Είναι καπιταλισμός, ελεύθερη οικονομία, αγορά…
Κι όμως, στα παραπάνω ερωτήματα, και στις δύο όχθες, η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.