Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Η Γούρα με τις παπαρούνες μνήμες και σκέψεις




Ήταν Μάρτιος. Το τοπίο στο χωριό είχε ντυθεί στα καταπράσινα. Τα αγριολούλουδα είχαν ανθίσει, τα πυράρια είχαν πετάξει βλαστάρια μαζί και κάτι μικρούς κόκκινους καρπούς. Ήταν τόσο νόστιμοι, που αν βρίσκαμε κανέναν καλό, τον τρώγαμε αμέσως. Τα δέντρα ήταν γεμάτα λουλούδια λευκά, μωβ, άλλα κατακόκκινα. Ήταν όλα τόσο όμορφα, που το χωριό, όπως είναι χτισμένο με τους κήπους στο κέντρο, έμοιαζε παραμυθένιο.
Τέτοια εποχή, οι δουλειές για τους κατοίκους του μικρού χωριού ήταν πολλές. Λίγο πολύ όλες οι οικογένειες είχαν λίγα ζωντανά και τους κήπους τους, που έπρεπε να καλλιεργήσουν για να βγάλουν τον επόμενο χειμώνα. Είχαν τα γίδια, τα πρόβατα ότι είχε η καθεμιά και φυσικά την υποχρεωτική δουλειά στον συνεταιρισμό.
Με τα λεφτά από το μεροκάματο δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους οι περισσότεροι είχαν από τρία παιδιά και πάνω. Λίγες ήταν οι οικογένειες με δύο παιδιά. Έτσι, πέρα από τον συνεταιρισμό, έπρεπε να φροντίσουν και τα ζωντανά, και τους κήπους. Η άνοιξη ήταν η εποχή που έπρεπε να τρέξεις, αν ήθελες να έχεις τα απαραίτητα για όλο το έτος.
Ήμουν μικρό παιδί, έξι ή επτά χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μήνας ήταν. Θυμάμαι όμως καλά την εικόνα εκείνη. Έχει αποτυπωθεί τόσο βαθιά μέσα μου, που κάθε φορά που έρχεται μια δυσκολία στη ζωή, η μνήμη φέρνει μπροστά εκείνο το τοπίο σαν παρηγοριά.
Εκείνη την περίοδο χώριζαν τα κατσίκια από τις αίγες. Η μητέρα μου πήγαινε και έκοβε κλαρί για να τα ταΐσει. Κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά που τρέχαμε πίσω από τα φουστάνια της μάνας μας, πήγα μαζί της.
Ανεβήκαμε στους Βουρλάτες, κοντά στου Παπαλέξη, που είχε πολλά πυράρια με φρέσκα βλαστάρια. Επειδή ήταν δύσκολο το μέρος, δεν μπορούσα να μπω και εγώ μέσα, κι έτσι με άφησε στη γούρα του Παπαλέξη. Στην κορυφή της υπήρχε μια τεράστια πέτρα ανέβηκα επάνω και κάθισα.
Η γούρα ήταν σπαρμένη με βρίζα, που είχε αρχίσει να δένει τα στάχυα. Μια καταπράσινη έκταση περίπου ενάμισι στρέμμα. Ό,τι έπιανε το μάτι ήταν ανθισμένο σχεδόν σε όλη η γούρα ήταν κατακόκκινη σαν χαλί από παπαρούνες. Μια εικόνα βγαλμένη από τον παράδεισο.
Αυτή είναι η εικόνα που για μένα έγινε ο ίδιος ο παράδεισος. Κι αν κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εκδοχή του παραδείσου, για μένα είναι αυτή. Ο δικός μου παράδεισος.
Αυτός ο παράδεισος, όπως για πολλούς από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε χωριά, έσβησε με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος. Το ίδιο έγινε και με τη νέα γη της επαγγελίας, που πιστέψαμε όταν πρωτοήρθαμε, μέχρι να καταλάβουμε πως τα συστήματα είναι τα ίδια μόνο το αφήγημα αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, αγαπούν τα παραμύθια.
Όσο η πολιτική δεν έχει ως άξονα τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αυτή η απογοήτευση θα συνεχίζεται. Όσοι προερχόμαστε από την απέκει πλευρά, πιστεύαμε πως έφταιγε το κομμουνιστικό καθεστώς. Όσοι όμως προέρχονται από την ελληνική επαρχία τι φταίει άραγε;
Το καθεστώς ή το σύστημα;
Το σύστημα διοίκησης;
Μα δεν είναι κομμουνιστικό. Είναι καπιταλισμός, ελεύθερη οικονομία, αγορά…
Κι όμως, στα παραπάνω ερωτήματα, και στις δύο όχθες, η απάντηση είναι ίδια, το σύστημα.

Όταν η πατρίδα σιωπά το χρονικό της εγκατάλειψης




Δεν είναι μόνο χωριά η πόλεις. 
Είναι πατρίδα που δεν διεκδικεί κι όμως διεκδικείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν χάνεται από χάρτες.
Χάνεται σιωπηλά, μέρα τη μέρα, από την αδιαφορία μας, από τη λήθη, από μια κοινότητα που έπαψε να ελπίζει στον εαυτό της και απλώς περιμένει κάθε τόσο τον σωτήρα από την Ελλάδα.
Κι όμως, αυτός ο σωτήρας δεν υπάρχει. 
Γιατί το ίδιο το ελληνικό κράτος έχει πάψει να ασχολείται.
Η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι πλέον για το εθνικό κέντρο ούτε καν ζήτημα. 
Είναι ένα αγκάθι που πολλοί θέλουν να θεωρείται λυμένο. 
Μια ενοχλητική υπενθύμιση μιας ιστορικής εκκρεμότητας που δεν βολεύει σε συμφωνίες, ισορροπίες και διπλωματικά τραπέζια.
Όταν κάτι χάνεται ή υποχωρεί, όταν περιορίζονται δικαιώματα, όταν καταπατώνται υποδομές, θυμούνται για λίγο να φωνάξουν πατριωτικά. 
Λένε πέντε εθνικιστικές κορώνες για τις κάμερες και έπειτα σιωπή.
Καμία στρατηγική. 
Καμία πίεση. 
Καμία θεσμική συνέχεια.
Δεν κινητοποιούνται μηχανισμοί. 
Δεν κινούνται διπλωματικές πηγές. 
Δεν πιέζονται διεθνείς οργανισμοί.
Και όταν οι φορείς της κοινότητας ζητούν στήριξη, η απάντηση είναι: αφού είστε διασκορπισμένοι ή ακόμα χειρότερα αποφασίστε τι θέλετε, να τελειώνουμε μ’ αυτό το θέμα.
Αυτό δεν είναι απλώς παραμέληση. 
Είναι πολιτική συνενοχή στην εγκατάλειψη ενός ιστορικού τμήματος του Ελληνισμού.
Απέναντι σε αυτή την κρατική αδράνεια, η ίδια η κοινότητα δείχνει σημάδια εσωτερικής διάλυσης.
Η αλήθεια είναι πως για χρόνια περιμένει σωτήρες απ’ αλλού, αντί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. 
Όμως η Ιστορία δεν γράφεται με αναμονή και παρακάλια. 
Όπως λέει και η παροιμία, “άμα δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίνει η μάνα”. 
Αν δεν διεκδικήσεις, δεν θα σε ακούσει κανείς. 
Και δυστυχώς, μεγάλο μέρος του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού έχει βυθιστεί σε έναν σιωπηλό συμβιβασμό.
Η γλώσσα υποχωρεί.
Η μνήμη χάνεται.
Η νέα γενιά φεύγει ή σιωπά.
Και η κοινότητα ελπίζει, μάταια, σε κάποιο χέρι από την Αθήνα που δεν θα απλωθεί ποτέ.
Γι’ αυτό γράφω. 
Όχι από ρομαντισμό, ούτε από εθνικισμό.
Αλλά γιατί η σιωπή σκοτώνει.
Και η Βόρειος Ήπειρος δεν είναι ένας μύθος. 
Είναι παρόν που ασφυκτιά και μέλλον που δεν σχεδιάζεται.
Αν δεν μιλήσουμε, αν δεν καταγράψουμε, αν δεν απαιτήσουμε σοβαρή εθνική πολιτική,
τότε θα γίνουμε η τελευταία γενιά που θυμάται ότι υπήρχε εκεί ένας κόσμος ελληνικός

Μάλτσιανη Ιστορίες που Ψιθυρίζει η Γη και τα Νερά




Η στροφή στη Μάλτσιανη δεν είναι φυγή από την πολιτική καθημερινότητα. Είναι επιστροφή στην ουσία της.
Τελευταία γράφω για πολιτικά ζητήματα. Όχι τόσο για την κομματική επικαιρότητα, όσο για τη μεγάλη εικόνα τη θέση της πατρίδας, το βάρος της ιστορίας, τις ευθύνες μας απέναντι σε έναν τόπο που ζητά λόγο και μέλλον.
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα δεν είναι πάντα εύκολα. Κάποιες φορές είναι φορτισμένα, απαιτητικά, ή πικρά. 
Είναι, όπως λέει κι ο λόγος, η φροντίδα του πολιτικού ανθρώπου για τον κοινό τόπο, για το εμείς.
Κι αυτό το «εμείς», αν δεν έχει ρίζες, καταντά λόγος αφηρημένος. Αν δεν πατά πάνω σε χώμα, σε μνήμη, σε πέτρα, σε πρόσωπα και ποτάμια, χάνει τη δύναμή του.
Γι’ αυτό επιστρέφω ή μάλλον συνεχίζω με τη Μάλτσιανη. Όχι ως φυγή από την πολιτική στην ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά ως βαθιά πολιτική πράξη να μιλήσεις για τον τόπο σου όταν σβήνει να τον καταγράψεις όταν ξεχνιέται να τον κατανοήσεις όταν αλλάζει.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό με παρελθόν. 
Είναι μια μνήμη ζωντανή, ένας χάρτης αξιών, μια πυξίδα πολιτισμού. 
Κάθε πηγή της, κάθε εκκλησάκι, κάθε μαχαλάς, δεν είναι μόνο ιστορία είναι μαρτυρία ύπαρξης.
Σήμερα που η πολιτική συχνά χάνει τον προσανατολισμό της, ίσως είναι καιρός να στραφούμε ξανά σε αυτά που δεν φαίνονται.
Στους τόπους. Στους ανθρώπους. Στα αποτυπώματα που άφησαν οι πρόγονοί μας στις πέτρες, και στα ερωτήματα που μας απευθύνουν οι σκιές τους.
Από τη Μάλτσιανη αρχίζω ξανά.
 Όχι για να αφήσω τα πολιτικά. 
Αλλά για να θυμίσω τι αξίζει να θεωρούμε πολιτικό.

Άγιος Νικόλαος Μάλτσιανης Προστάτης των πανωμεριάς


Ανάμεσα σε αρχαία ιερά και ξεχασμένες ακροπόλεις, η πίστη επιβιώνει εκεί όπου η ιστορία και η παράδοση γίνονται ένα.
Η Μάλτσιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό είναι ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό ιστορίας, αρχαιοτήτων και πίστης. Εκεί όπου τα αρχαία ιερά της Αθηνάς και της Αρτέμιδος γειτνιάζουν με την πέτρινη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ο τόπος ανασαίνει μέσα από τις γενιές. Σήμερα, θυμόμαστε τον Άγιο που έμελλε να γίνει φύλακας και σημείο αναφοράς για τους πάνωμερίτες και για όλους όσοι κουβαλούν τη Μάλτσιανη στην ψυχή τους.
Αν και το χωριό Μάλτσιανη είναι ένας τόπος ιερός για τους χωριανούς πού κάποτε είχε 17 εκκλησίες, και μετρά χιλιάδες χρόνια ύπαρξης εκεί ψηλά στης παρυφές του Σιεντενίκου.
Σύμφωνα με όσα αρχαιολογικά μνημεία που διασώζονται ακόμη σήμερα, και με τις καταγραφές που υπάρχουν από την εποχή του Θουκυδίδη, του Στράβωνα και μεταγενέστερων, αν και δεν είναι σαφώς προσδιορισμένη η περιοχή που αναφέρεται ως Μάλτσιανη, η (Μαλσιανή)η (Μολλωσιανή) εν τούτοις όμως μέσα στα γεωγραφικά όρια που αναφέρουν είναι και το χωριό μας.
Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε το θέμα διαφορετικά, να δούμε τι διασώζεται ακόμη σήμερα στο χωριό μας.
Πρώτον η Ακρόπολη Ελίκρανων στο τοπωνύμιο Αέλια, κάστρο αρχαϊκής περιόδου με δύο διαζώματα που τα ερείπια τους σώζονται ακόμη σήμερα.
Δεύτερο στοιχείο τα αρχαία τοίχοι στους Βουρλάτες στον Άγιο Νικόλαο, ακριβώς δίπλα βρίσκεται το αρχαίο ιερό της Θεάς Αρτέμιδος σύμφωνα με τις αφηγήσεις των χωριανών που έρχονται από γενιά σε γενιά.
Τρίτον το αρχαίο ιερό της θεάς Αθηνάς που βρίσκεται η εκκλησία Κοιμήσεως Θεοτόκου στο κέντρο του χωριού, προστατευόμενο μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τέταρτον τα αρχαία κυκλώπεια τοίχοι στην Πλασιά.
Αν πάρουμε σαν δεδομένα τα παραπάνω ερείπια που σώζονται ακόμη σήμερα, σημαίνει ότι το χωριό κατοικείται χιλιάδες χρόνια.
Ένας Άγιος που για εμάς τους χωριανούς θεωρείται ο προστάτης του χωριού μας, κυρίως όμως για τους πανωμερίτες είναι ο Άγιος Νικόλαος.
Θυμάμαι παιδί που έλεγε η γιαγιά Α.Π.: «Μας προστατεύει ο Αϊ-Νικόλας, εμάς παιδί μου».
Πληροφορίες ή καταγραφές σχετικά με την κατασκευή του Αγίου δεν υπάρχουν, όμως ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα λίγο διαφορετικά η πρώτη καταγραφή που έγινε στην περιοχή μας και γενικότερα στην Ήπειρο ήταν από τους Σλάβους όταν κατέβηκαν στην Ήπειρο το 1280.
Γεγονός που μαρτυράται και από τις ονομασίες που συναντάμε στα χωριά μας: Τσερκοβίτσα, Γριάζδανη, Σμινέτση και σε πολλά τοπωνύμια.
Θα σταθώ στην ονομασία του όρους Σιεντενίκου που έχει μια ιδιαίτερη αξία για εμάς. Αν ψάξουμε τη ρίζα της λέξης και την ετυμολογία, σημαίνει ότι προέρχεται από τα σλαβικά και σημαίνει Σβέτι Νικόλα, δηλαδή Άγιος Νικόλαος πράγμα που σημαίνει ότι η εκκλησία υπήρχε πριν την κάθοδο των Σλάβων και από αυτήν πιθανόν πήρε την ονομασία το όρος Σιεντενίκου.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε είναι οι μαρτυρίες των χωριανών ότι το χωριό μέχρι και τα μέσα του 1850 βρισκόταν στους Βουρλάτες και δεν έχουμε κάποια καταγραφή ώστε να γνωρίζουμε πότε πρωτοκατοικήθηκε εκεί το χωριό.

Όταν η πολιτική γίνεται έργο η προσπάθεια του Ρωμέου Τσάκουλη στον Δήμο Φοινικαίων

Οι εκλογές τελείωσαν, και μαζί με αυτές ξεθώριασε η ελπίδα για μια ουσιαστική αλλαγή στις δημοκρατικές διαδικασίες της Αλβανίας.
Για άλλη μια φορά, τα κατάλοιπα του καθεστώτος και το οργανωμένο έγκλημα κυριάρχησαν στο πολιτικό σκηνικό, επιβεβαιώνοντας ότι το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ο Έντι Ράμα, αλλά το βαθιά ριζωμένο σύστημα εξουσίας που διαφεντεύει τη χώρα.

Με την επιστροφή στην καθημερινότητα, πίσω από τον κουρνιαχτό των εκλογικών συγκρούσεων, ο Δήμος Φοινικαίων συνεχίζει τη μάχη για επιβίωση και ανάπτυξη. Στο τιμόνι αυτής της προσπάθειας βρίσκεται ο δήμαρχος Ρωμέος Τσάκουλης, ένας άνθρωπος που, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, επιδεικνύει πολιτικό σθένος και αποφασιστικότητα.
Ίσως να μην έχει τον πολιτικό λόγο που θα τον έκανε πρωταγωνιστή στην κεντρική σκηνή, αλλά διαθέτει την τόλμη και την επιμονή να παλέψει καθημερινά για τα 58 χωριά του Δήμου. Ένας δήμος που κουβαλάει στις πλάτες του δεκαετίες εγκατάλειψης, με ένα οδικό δίκτυο ανύπαρκτο, ένα δίκτυο ηλεκτροδότησης βγαλμένο από τη δεκαετία του '70 και αμέτρητες ελλείψεις σε βασικές υποδομές.
Κι όμως, όσα έγιναν τα τελευταία  χρόνια στον Δήμο Φοινικαίων δεν έγιναν τα προηγούμενα 27 σε ολόκληρη τη Μειονότητα. Η πρόοδος είναι αργή, αλλά υπαρκτή, αποτέλεσμα της προσωπικής προσπάθειας και της πίστης του Ρωμέου Τσάκουλη, ενός ανθρώπου που αγωνίζεται με θηρία και στέκεται σαν θηρίο ο ίδιος απέναντι στις αντιξοότητες.
Το παράδειγμα του Δήμου Φοινικαίων και του δημάρχου του είναι χαρακτηριστικό μιας αλήθειας που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η αλλαγή δεν έρχεται με υποσχέσεις και μεγάλες δηλώσεις, αλλά με πράξεις, αποφασιστικότητα και πίστη σε έναν σκοπό. Αν η Αλβανία θέλει πραγματικά να βγει από τη σκιά του καθεστώτος και της διαφθοράς, θα πρέπει να δώσει χώρο σε τέτοιες φωνές να ακουστούν και σε τέτοιες προσπάθειες να ενισχυθούν.
Οι εκλογές μπορεί να τελείωσαν, αλλά η μάχη για την αξιοπρέπεια και την πρόοδο μόλις άρχισε. Κι αυτή η μάχη κρίνεται καθημερινά, στα χωριά, στους δρόμους και στις καρδιές των ανθρώπων που δεν σταματούν να ελπίζουν όπως και ο ιδιος.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στον ρόλο του νονού Δημοκρατία-φερετζές στην Αλβανία

Η κίνηση του πρωθυπουργού της Αλβανίας, Έντι Ράμα, στην άφιξη της πρωθυπουργού της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, κάνει σήμερα τον γύρο του διαδικτύου. Ένα σκηνικό που ξυπνά μνήμες από τη δεκαετία του '70, όταν η Αλβανία διατηρούσε άριστες σχέσεις με την Κίνα. Σχέσεις που στηρίζονταν σε μια φαινομενικά αμοιβαία συνεργασία, αλλά με βαθύτερες προθέσεις που αποκαλύφθηκαν αργότερα.

Στη δεκαετία του '70, οι Κινέζοι επένδυσαν στην ανάπτυξη της αλβανικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα στην επεξεργασία βαρέων μετάλλων, τα οποία περιείχαν σημαντική ποσότητα χρυσού. Η βιομηχανική μονάδα στο Ελμπασάν ήταν το επιστέγασμα αυτής της συνεργασίας. Όμως, όταν οι Αλβανοί αξιωματούχοι θεώρησαν πως δεν χρειάζονταν πλέον την κινεζική υποστήριξη, άρχισαν να τους απομακρύνουν σκόπιμα, θεωρώντας πως είχαν ήδη αντλήσει ό,τι πολύτιμο μπορούσαν από αυτή τη συνεργασία.
Η ποσότητα χρυσού από τα ορυχεία εξόρυξης χαλκού ήταν αρκετή, και η βιομηχανία φαινόταν να είναι σε πλήρη λειτουργία. Οι Κινέζοι εκδιώχθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, με τις υποσχέσεις συνεργασίας να χάνονται στον άνεμο. Ήταν μια ένδειξη του πώς η Αλβανία χειρίστηκε τις διεθνείς της σχέσεις εκείνη την εποχή με ωφελιμιστική διάθεση και χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για τη συνέχεια.

Η σημερινή υποδοχή της Μελόνι από τον Ράμα, πέρα από τη θεατρικότητα, φέρνει στον νου εκείνη την παλιά ιστορία. Η διαρκής επιδίωξη ωφελιμιστικών συνεργασιών, χωρίς μακροχρόνια στρατηγική και ηθικές δεσμεύσεις, μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Η ιστορία δείχνει ότι, όταν μια χώρα στερείται ηθικών αρχών και αξιών, οι συμφωνίες της καταρρέουν όπως οι ψεύτικες υποσχέσεις.
Η διαχρονική στάση της Αλβανίας στις διεθνείς της σχέσεις χαρακτηρίζεται από παρόμοια μοτίβα ευκαιριακής συνεργασίας και στρατηγικών ανατροπών. Από τη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του '50, που κατέρρευσε όταν οι σχέσεις Μόσχας-Τίρανα διαταράχθηκαν, μέχρι την ανοιχτή αγκαλιά στην Κίνα και την απότομη απομάκρυνσή της όταν θεώρησαν ότι είχαν εξαντλήσει τα οφέλη, η Αλβανία έχει δείξει μια τάση να εκμεταλλεύεται στρατηγικές συμμαχίες μέχρι να μην της είναι πλέον χρήσιμες.

Σήμερα, η νέα προσέγγιση της Αγγλίας προς την Αλβανία για την επίλυση του μεταναστευτικού ζητήματος φαντάζει ως ακόμη ένα κεφάλαιο σε αυτήν την ιστορική συνέχεια. Διαβάζοντας για τη νέα χρηματοδότηση της Αγγλίας, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ την πόρνη της Ιστορίας Αγγλία  να ετοιμάζεται για ένα ακόμη πολιτικό θέατρο. Η Ιστορία έχει δείξει πως τέτοιες συμφωνίες δεν μακροημερεύουν, όταν βασίζονται σε εφήμερα συμφέροντα και όχι σε πραγματική αλληλεγγύη και ηθική βάση.
Κι όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή που διακηρύττει τη σημασία της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βρέθηκε στην Αλβανία μόλις μία εβδομάδα μετά τις εκλογές-παρωδία, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι της οι παρατηρητές κατακεραυνώνουν τα αποτελέσματα για νοθεία, εξαγορά ψήφων και έλλειψη δημοκρατικών θεσμών. 
Τι ακριβώς ήρθε να επιβεβαιώσει; 
Ότι σε μια χώρα όπου η δημοκρατία αποτελεί φερετζέ για την εξουσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει τον ρόλο του νονού; Ένα ακόμα πολιτικό θέατρο σε μια σκηνή που αλλάζουν οι πρωταγωνιστές, αλλά το σενάριο παραμένει ίδιο.
Η Αλβανία μοιάζει να βαδίζει ξανά στον ίδιο δρόμο, αλλά αυτή τη φορά με νέους συμμάχους. 
Το ερώτημα παραμένει, θα έχει την ίδια κατάληξη;

Πολιτική και εξουσία στην Αλβανία φερετζές Δημοκρατίας ή οργανωμένο έγκλημα;

Οι αλβανικές εκλογές και το αποτέλεσμα τους ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα για όσους γνωρίζουν το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα, παρά τη στήριξη του γνωστού συμβούλου επικοινωνίας Λάτσιβιτα ο οποίος είχε αναλάβει και την εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, δεν κατάφερε να ανατρέψει τον Έντι Ράμα. Ο αρνητικός, καταγγελτικός και απειλητικός λόγος του Μπερίσα, αντί να συσπειρώσει, απομάκρυνε τους ψηφοφόρους, χαρίζοντας στον Ράμα μία ακόμη εκλογική νίκη.
Για να κατανοήσουμε πλήρως το αποτέλεσμα, πρέπει να δούμε με μια διαφορετική ματιά την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αλβανίας. Η διαφθορά, τα ναρκωτικά, οι αυθαιρεσίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Χαρακτηριστικό είναι πως σχεδόν το μισό υπουργικό συμβούλιο του Ράμα έχει βρεθεί πίσω από τα κάγκελα, ενώ δήμαρχοι και δημόσιοι λειτουργοί εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς. Ωστόσο, το σύστημα εξουσίας φαίνεται να παραμένει απόλυτα ελεγχόμενο, σε σημείο που οι ψηφοφόροι στην Αλβανία εξαρτώνται πλήρως από αυτό, είτε εργάζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι είτε διατηρούν επιχειρήσεις  φοβούμενη το σύστημα ελέγχου.

Αυτό το σύστημα, με τις ρίζες του στον παλαιό κομμουνισμό, διατηρείται ανέπαφο, απλώς με διαφορετική μορφή. Ο Ράμα, έχοντας οικοδομήσει ένα δίκτυο επιρροής, λειτουργεί με όρους που θυμίζουν περισσότερο οργανωμένο έγκλημα παρά σύγχρονη δημοκρατία, κάτι που εξηγεί και τη στενή του σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν. Άλλωστε, η επίφαση δημοκρατίας δεν είναι παρά ένας φερετζές που καλύπτει τις παλιές δομές εξουσίας.

Αξίζει να σταθούμε, όμως, στην ποιότητα των ψηφοφόρων. Μέσω εκφοβισμού, πρακτικών που θυμίζουν τον παλαιό κομμουνισμό και τακτικές οργανωμένου εγκλήματος, πολλοί από αυτούς παραμένουν όμηροι του συστήματος. Η απόλυτη εξάρτηση από το καθεστώς τους καθιστά ανίκανους να εκφράσουν ελεύθερα τη βούλησή τους, διατηρώντας έτσι την κατάσταση αμετάβλητη. Ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά παραβλέπεται είναι πως μια μεγάλη μερίδα πολιτών που ζει στην Αλβανία δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη χώρα, διότι είναι καταδικασμένη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ή έχει απελαθεί από αυτές, καθιστώντας την επιστροφή σε ένα διεφθαρμένο σύστημα μονόδρομο.

Η αδυναμία του Μπερίσα να κερδίσει τις εκλογές δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική του ρητορική ή στους επικοινωνιακούς συμβούλους που επέλεξε. Οι Αλβανοί δεν πρόκειται να τον ξαναψηφίσουν και για έναν ακόμη λόγο,  τη μνήμη του οικονομικού σκανδάλου με τις τράπεζες-πυραμίδες, το οποίο υποχρέωσε χιλιάδες πολίτες να ξενιτευτούν για δεύτερη φορά. Το τραύμα εκείνης της εποχής παραμένει ζωντανό και δύσκολα θα διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη.

Επιπλέον, η ελληνική μειονότητα υπήρξε θύμα συστηματικών λαθών και παραλείψεων. Οι υφαρπαγές περιουσιών στις περιοχές της μειονότητας πραγματοποιήθηκαν με τρόπο μεθοδικό, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση της παρουσίας των Ελλήνων. Το αλβανικό καθεστώς, με την ανοχή ή ακόμα και τη στήριξη των κυβερνήσεων, επέτρεψε τη κατάληψη ιδιοκτησιών, με την δικαιοσύνη σε εντεταλμένη υπηρεσία υπερ του θύτη,  εκφοβίζοντας τους μειονοτικούς και υποχρεώνοντάς τους σε φυγή. Η απουσία νομικής προστασίας, οι πλαστογραφήσεις τίτλων και η έλλειψη καταγραφής ιδιοκτησιών συνέβαλαν σε ένα περιβάλλον αδικίας και αβεβαιότητας.
Ακόμη πιο απογοητευτική ήταν η στάση της Ελλάδας, η οποία δεν παρενέβη με αποφασιστικότητα για την προστασία της μειονότητας, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στις αλβανικές αρχές να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Ωστόσο, εξίσου ηχηρή ήταν και η απουσία της διεθνούς κοινότητας. Η έλλειψη διεθνούς πίεσης και ελέγχου στις παραβιάσεις δικαιωμάτων, η απουσία καταδίκης των αυθαιρεσιών και η σιωπή απέναντι στις καταπατήσεις περιουσιών ενίσχυσαν την αυθαιρεσία του αλβανικού καθεστώτος, επιτρέποντας την αλλοίωση της δημογραφικής ταυτότητας στις μειονοτικές περιοχές χωρίς συνέπειες.

Άραγε η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί πραγματικά την Αλβανία έτοιμη για ένταξη; Και τι πρωτοβουλίες προτίθεται να αναλάβει για να διασφαλίσει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας σε μια χώρα όπου η διαφθορά και η αυθαιρεσία παραμένουν βαθιά ριζωμένες;
Τελικά, οι αλβανικές εκλογές δεν κρίθηκαν απλώς από τις εκστρατείες και τους συμβούλους. Κρίθηκαν από ένα καθεστώς βαθιά ριζωμένο στην εξουσία και από μνήμες παλαιών σφαλμάτων που συνεχίζουν να καθορίζουν τη συλλογική ψυχολογία των ψηφοφόρων. Ο φερετζές της δημοκρατίας μπορεί να κρύβει πολλά, αλλά όχι την αλήθεια.

Τα παλιά πανηγύρια της Βορείου Ηπείρου

  Τα παλιά πανηγύρια στον τόπο μας Παλαιότερα, τα πανηγύρια στον τόπο μας είχαν κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα. Με τον καιρό, όμως, εμφανίστηκ...