Πληροφορίες

Η αγάπη και η νοσταλγία για την γενέθλια γη, είναι μια άσβεστη φλόγα.

Τα παλιά πανηγύρια της Βορείου Ηπείρου

 


Τα παλιά πανηγύρια στον τόπο μας

Παλαιότερα, τα πανηγύρια στον τόπο μας είχαν κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα. Με τον καιρό, όμως, εμφανίστηκαν και τα εμποροπανήγυρα, συνδυάζοντας τη θρησκεία με το εμπόριο και την κοινωνική συναναστροφή.

Τα πανηγύρια της υπαίθρου χωρίζονταν σε δύο βασικές κατηγορίες:

Τα θρησκευτικά πανηγύρια

Αυτά τελούνταν με αφορμή τη γιορτή κάποιου Αγίου. Ξεκινούσαν με θεία λειτουργία και λιτάνευση της εικόνας και ακολουθούσε γλέντι με τραγούδια της τάβλας ή πολυφωνικά τραγούδια και παραδοσιακούς χορούς.

Με την εμφάνιση των μουσικών συγκροτημάτων των λεγόμενων ζυγιών τα πανηγύρια απέκτησαν ιδιαίτερο κύρος. Το να έχει ένα πανηγύρι "όργανα" ήταν σημαντικό γεγονός, καθώς οι ζυγιές ήταν τότε ελάχιστες σε όλη την Ήπειρο. Έτσι, η φήμη του πανηγυριού ξεπερνούσε τα όρια του χωριού και προσέλκυε επισκέπτες και από άλλες περιοχές.Μερικά από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά πανηγύρια της περιοχής ήταν:

  • της Παναγίας στη Σορωνιά, για τα χωριά του Βούρκου, και τις επαρχίας Δελβίνου.

  • του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Μάλτσιανη, για τα χωριά των Ριζών και ολόκληρη την επαρχία Δελβίνου,

  • της Παναγίας της Ρίππεσης στη Σμίνετση, με συμμετοχή των χωριών των Ριζών και της Μουργκάνας (Πόβλα, Λία, Λίστα, Τσαμαντάς κ.ά.),

  • το πανηγύρι του Λάμποβου του Σταυρού, στην περιοχή του Αργυροκάστρου,

  • και της Αγίας Τριάδας Πέπελης στην Άνω Δερόπολη.

Τα παραπάνω πανηγύρια διαρκούσαν συνήθως τρεις ημέρες.

Τα εμποροπανήγυρα

Αν και είχαν εμπορικό χαρακτήρα, πάντοτε συνέπιπταν με κάποια θρησκευτική εορτή. Εκεί πραγματοποιούνταν κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές, διακινούνταν τρόφιμα, υφάσματα, είδη ένδυσης και υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, προικιά, σαμάρια και άλλα. Συχνό φαινόμενο ήταν και οι αγοραπωλησίες ζώων, γαϊδουριών, μουλαριών, αλόγων, γιδιών, προβάτων, αγελάδων κ.ά. 

Έμποροι από μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής όπως το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, τα Γιάννενα και οι Φιλιάτες έφταναν με τις πραμάτειες τους.

Τα πανηγύρια αυτά έδιναν την ευκαιρία στους κατοίκους να επικοινωνήσουν, να συνάψουν οικονομικές συμφωνίες, αλλά και να γίνουν συνοικέσια που συχνά κατέληγαν σε γάμους.

Η προετοιμασία και το τελετουργικό

Σύμφωνα με αφηγήσεις, οι προετοιμασίες των χωρικών πριν από το πανηγύρι ήταν εντατικές καθάριζαν τις αυλές, ασβέστωναν τα σπίτια, τακτοποιούσαν το αχούρι και γενικά φρόντιζαν όλο το νοικοκυριό τους, σε περίπτωση που θα φιλοξενούσαν συγγενείς ή φίλους από μακρινά χωριά.

Το πανηγύρι ξεκινούσε με θεία λειτουργία και συνεχιζόταν στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Τον χορό άνοιγε ο ιερέας, ακολουθούσε ο γηραιότερος του χωριού, και μετά κατά σειρά ηλικίας οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Πρώτοι χόρευαν οι άνδρες και στη συνέχεια οι γυναίκες. Ο πρώτος χορός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο που γιόρταζε. Αν δεν υπήρχε τραγούδι αφιερωμένο στον Άγιο, ο γηραιότερος επέλεγε το εναρκτήριο τραγούδι, ανάλογα με το πνεύμα της γιορτής. Ο χορός ήταν τραγουδιστός και χορευόταν σε δύο ή τρία μέρη. Το τραγούδι ξεκινούσε ο καλύτερος τραγουδιστής και στη συνέχεια το σιγοντάριζαν οι υπόλοιποι άνδρες μετά ακολουθούσαν οι γυναίκες.

Λόγω της μεγάλης συμμετοχής, στο χορό του προαυλίου χόρευαν κυρίως οι ντόπιοι. Οι επισκέπτες έστηναν δικό τους χορό, κατά παρέες. Συχνά υπήρχε και άμιλλα ανάμεσα στις παρέες, για το ποια θα ξεχωρίσει για το τραγούδι και το κέφι. 

Επειδή οι καλοί τραγουδιστές ήταν λίγοι, όλοι προσπαθούσαν να τους έχουν στην παρέα τους με προτεραιότητα όμως στο χωριό που φιλοξενούσε το πανηγύρι, ως ένδειξη σεβασμού.


Η δική μου πατρίδα έχει χνάρια προγόνων







Κάθε τόπος έχει τη δική του ιστορία και κάθε χωριό τις δικές του ιδιαιτερότητες τις δικές του αφηγήσεις, μύθους, θρύλους και παραδόσεις, που περνούν από γενιά σε γενιά και συχνά καταγράφονται στη βιβλιογραφία.
Υπάρχουν όμως και εκείνες οι ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ σε μια κόλλα χαρτί αποτυπώθηκαν στη μνήμη των ανθρώπων, στα σοκάκια και στα χωράφια, στα μονοπάτια που περπάτησαν οι παλιότεροι. Ένα από αυτά τα χωριά είναι και η δική μας Μάλτσιανη. Κι αν δεν υπάρχουν πολλές γραπτές καταγραφές, υπάρχουν ακόμη ζωντανά τα χνάρια των προγόνων μας χαραγμένα στον Αέλια, στους Βουρλάτες, στην Πλασιά, στη Γράβα και σε τόσα άλλα τοπωνύμια του τόπου.
Είναι ένα μικρό, ορεινό χωριουδάκι, φωλιασμένο στους πρόποδες του όρους Σιεντενίκου. Από τη μία πλευρά του ορίζοντα δεσπόζει η ράχη του Σκόλη και από την άλλη το Ζιμόρι και στο κέντρο η Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στις παρυφές του βουνού βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, μέσα σε μια έκταση γεμάτη αιωνόβια πουρνάρια. Δίπλα στο εκκλησάκι, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γηραιότερων, υπήρχε αρχαίο ιερό αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη. Κάτω από το ιερό διακρίνονται ακόμη αρχαίοι τοίχοι, με τεράστιους ογκόλιθους αρχαϊκής περιόδου.
Νοτιοανατολικά του χωριού υψώνεται καμαρωτός, σαν πυραμίδα, ο Αέλιας, με την Ακρόπολη των Ελίκρανων και τα κυκλώπεια τείχη του. Η ονομασία του είναι υπό μελέτη, καθώς δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα ανασκαφές ή αρχαιολογικές μελέτες. 


Ακρόπολη Ελίκρανων




Η θέα από εκεί είναι μαγευτική. Απλώνεται απέραντη μπροστά σου, με το νησί των Φαιάκων στο βάθος, τα στενά και τις ακτές του Βουθρωτού. Όταν δύει ο ήλιος, το τοπίο γίνεται ειδυλλιακό τα στενά λάμπουν και οι ακτίνες του ήλιου αντανακλούν πάνω στο Κάρπενο, σαν να ξυπνούν εικόνες βγαλμένες από τον παράδεισο. Το φως βυθίζεται στη θάλασσα, και μαζί του χάνεται η μέρα.

Με το που πέφτει το σκοτάδι, ξεπροβάλλουν μακριά τα φώτα από το Μπάρι της Ιταλίας, από την Κέρκυρα και τα Διαπόντια νησιά, και η θάλασσα χάνεται στη λάμψη τους.
Αυτές τις μαγικές εικόνες μπορεί να τις απολαύσει κανείς μόνο εκεί, ψηλά στους Βουρλάτες.
Απέναντι από το χωριό στέκει αγέρωχο το αρχαίο κάστρο. Σύμφωνα με καταγραφές του Στράβωνα και του Θουκυδίδη, αλλά και μετέπειτα λογίους του τόπου μας, όπως ο Αθανάσιος Πετρίδης και ο Ζώτος ο Μολοσσός από τη Δρόβιανη, δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την ονομασία του. Ο Πετρίδης το αναφέρει ως «Ακρόπολις των Μολοσσών» και την ονομασία του χωριού ως «Μολοσιανή», ενώ ο Ζώτος ο Μολοσσός το αποκαλεί «Μάλτσιανη».
Στον Πετρίδη βρίσκουμε επίσης αναφορά στον μύθο της λίμνης έναν μύθο που συναντάμε και στις αφηγήσεις των χωριανών, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Αναφέρεται ακόμη ότι η παλαιότερη τοποθεσία του χωριού ήταν στους Βουρλάτες. Οι μαρτυρίες των παλιών λένε πως μέχρι τις αρχές ή τα μέσα του 18ου αιώνα, η τελευταία οικογένεια που εγκατέλειψε τον παλιό οικισμό ήταν οι Πλακάλι μαρτυρία που επιβεβαιώνεται ως και σήμερα από την ονομασία του τοπωνυμίου.
Εκείνη την εποχή, πιθανολογείται πως το χωριό μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, πιθανότατα λόγω της εγγύτητας σε πηγές νερού. Σύμφωνα με τους μελετητές, εκείνη την περίοδο η μαύρη πανώλη θέριζε σχεδόν ολόκληρη την Ήπειρο.
Αυτός ο τόπος δεν ήταν απλώς ένα σημείο στο χάρτη. Ήταν ένα κομμάτι από τις ζωές όλων όσων έζησαν πριν από εμάς.
Ο ήχος του νερού που κυλούσε γαλήνια από την πηγή γινόταν ένα με τον ψίθυρο του ανέμου. Τα φύλλα του πλάτανου τρεμόπαιζαν, αφήνοντας μικρές δέσμες φωτός να χορεύουν πάνω στο χώμα.
Αυτή είναι η Μάλτσιανη.



Άποψη του χωριού από Κάρπενο

Η καταγωγή και η ονομασία της Μάλτσιανης Σταυρινός Βιστιάρης



Η καταγωγή και η ονομασία της Μάλτσιανης. 
Η καρδιά που χτυπάει μέσα στους αιώνες.
Σε μια γωνιά των Ριζών όπου τα βουνά αγκαλιάζουν τον ουρανό και το φως παίζει κρυφτό με τις σκιές των αιωνόβιων πλατανιών και πουρναριών  ξεπροβάλλει η Μάλτσιανη. Ένα χωριό που δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός τόπος, αλλά ένας ζωντανός θρύλος, μια ψυχή χαραγμένη στο πέρασμα του χρόνου.
Εκεί γεννήθηκε ο Σταυριανός Βηστιαρής, ποιητής και φωνή ενός κόσμου που πάλευε να κρατήσει ζωντανά τα ιδανικά της πίστης και της ελευθερίας. Παρά το μακρύ του ταξίδι μακριά από την αγαπημένη του γενέτειρα, η Μάλτσιανη παρέμενε πάντα η σιωπηλή μούσα του, η πηγή έμπνευσης και νοσταλγίας που έτρεφε το πνεύμα του και έδενε τους στίχους του με τη γη και τους ανθρώπους της.
Η ονομασία Μάλτσιανη δεν είναι απλώς μια λέξη. Είναι η φωνή των προγόνων, το ψίθυρο της ιστορίας που περνά από γενιά σε γενιά. Ο Αθανάσιος Πετρίδης αναφέρει πως το όνομα αυτό κρατά ζωντανή την ελληνική συνέχεια, σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, παρά τους ανέμους που πέρασαν και σάρωσαν τη γη της Βορείου Ηπείρου.
Ο Ζώτος Μολοσσός, με τη ματιά του λαογράφου, μας υπενθυμίζει πως τα τοπωνύμια είναι οι φύλακες της μνήμης πέτρες σκαλισμένες με την ψυχή του τόπου και του λαού. Η Μάλτσιανη δεν είναι μόνο ένα όνομα είναι ένα κομμάτι της ψυχής της Ηπείρου, ένας φάρος που φωτίζει το αέναο ταξίδι των ανθρώπων της.
Οι πλαγιές όπου κυλούν τα νερά των πηγών, τα μονοπάτια που γνώρισαν τα βήματα των προγόνων, οι αυλές όπου αντηχούσαν γέλια και τραγούδια όλα αυτά ζωντανεύουν μέσα από τα λόγια του Βηστιαρή. Ο ίδιος, αν και μακριά από τον τόπο του, κουβαλούσε πάντα μέσα του το βάρος και την τιμή της καταγωγής του. Η Μάλτσιανη ήταν η ρίζα που τον κρατούσε σταθερό, το φως που δεν άφησε να σβήσει η ψυχή του.
Έτσι, η Μάλτσιανη γίνεται σύμβολο μιας ελληνικής ταυτότητας που αντιστέκεται στον χρόνο και στην λήθη. Είναι η αιώνια πατρίδα της ψυχής, το αιώνιο τραγούδι της ελευθερίας και της αγάπης για τον τόπο.



Ο μύθος της λίμνης, ριζωμένος στην μνήμη των κατοίκων.




 Όποιος έχει επισκεφθεί τη Μάλτσιανη εντυπωσιάζεται από τη μοναδική τοποθεσία του χωριού. Στις παρυφές του όρους Σιεντενίκου, κάτω από τα Χαλάσματα όπως τα λέμε στο χωριό απλώνεται η Μάλτσιανη, από τον Σταυρό που βρίσκεται κάτω από τον Αριά μέχρι τον άλλο Σταυρό, στους Παπουτσιάτες.
Από τα δυτικά ξεκινά ο μαχαλάς των Αντωναίων, κατεβαίνει την πλαγιά και φτάνει στους Τζωράτες, που είναι μοιρασμένοι σε δύο αντικριστές ράχες, στη μία πλευρά είναι τα σπίτια του Κώστα Τζώρου και η άλλη ράχη ξεκινά από του Δημήτρη και του Θεόδωρου Τζώρου, καταλήγοντας στου Ζαρμπαλλά ή στο αλώνι, στις Λακκιές.
Από την πλευρά των Παπουτσαίων ξεκινά μια άλλη πλαγιά που κατηφορίζει προς το Μπούρτζι και φτάνει ως τα Σταμουλάτικα περιοχή πιο βατή,  ίσιωμα όπως λέμε στο χωριό.
Αν αντικρίσουμε το χωριό από τον Αη-Μαρτίνη, ερχόμενοι από το μοναστήρι, θα προσέξουμε πώς το βουνό κάθεται, δημιουργώντας δύο φυσικά διαζώματα ή ζωνάρια. 
Το ένα βρίσκεται πάνω από τους Αντωνάτες, ενώ το άλλο, που λέγεται Σπαρτήλας, ξεκινά από το τέλος των Ζωναριών και προχωρά πάνω από τους Παπαδάτες, φτάνοντας μέχρι τους Παπουτσιάτες.
Αυτό το φυσικό ανάγλυφο έχει εμπνεύσει έναν από τους πιο παλιούς και διαδεδομένους μύθους του τόπου. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των παλιών, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το χωριό, υπήρχε κάποτε μια λίμνη. Μετά από έναν μεγάλο σεισμό, έγινε κατολίσθηση και η λίμνη «χάθηκε» όμως, κατά τον λαϊκό λόγο, τα νερά της δεν εξαφανίστηκαν. 
Άρχισαν να αναβλύζουν αλλού στο παλιό χωριό, τον Μαχαλά, δίπλα από το Καισαράτι στου Μέρκου.
Ο μύθος αυτός δεν περιορίζεται στη Μάλτσιανη είναι γνωστός σε ολόκληρη την περιοχή των Ριζών και φαίνεται να κρατάει ζωντανή μια βαθιά ριζωμένη μνήμη.
Την πρώτη γραπτή καταγραφή της παράδοσης τη συναντούμε στο έργο του Αθανασίου Πετρίδη, λόγιου από τη Δρόβιανη. 
Ο Πετρίδης, το 1866 αναφέρει: «Οι γεωργοί, όταν έσπερναν εκεί, και ιδιαίτερα οι Μαλοσιανίτες, επιβεβαίωναν πως ο χώρος ήταν κάποτε μικρή λίμνη, αλλά εξαφανίστηκε από σεισμό....»¹.

Υποσημείωση
¹ Αθανάσιος Πετρίδης, Κριτικαί Επιστασίαι περί Δωδώνης  Ηπείρου, 1866 σελ. 87.


Μια όχθη είναι αρκετή για τον άνθρωπο

Καθρέφτης μιας Παρακμασμένης Δύσης και μια πράξη φωτός στην Άρτα
Μέσα στον κυκεώνα της καθημερινής σήψης, εκεί όπου οι κοινωνίες της Δύσης και κυρίως της δικής μας χώρας επιδεικνύουν τις πληγές τους σαν σύμβολα ανωτερότητας, και οι δημοσιογράφοι καθρεφτίζουν τις δικές τους σκοπιμότητες αντί για την αλήθεια, λάμπει ξαφνικά μια πράξη σιωπηλής ηθικής,
ένας άνθρωπος ρίχνεται στο νερό για να σώσει δύο παιδιά από βέβαιο πνιγμό, στην Άρτα.
Οι λέξεις βαριές:
Αλβανός έσωσε δύο παιδιά, ακούστηκαν κι από τις δύο όχθες!
Από την απέκει όχθη, την αλβανική, κάποιοι αγράμματοι που ξέρουν να αραδιάζουν λέξεις χωρίς σκέψεις ποτισμένες με εθνικές κορόνες άριας φυλής από τις στέπες προσπάθησαν να δώσουν ταυτότητα στην πράξη ενός ανθρώπου. Την εγκλώβισαν σε εθνικιστικά καλούπια.
Από την απ’ εδώ όχθη, τη δική μας, η πράξη δεν προβλήθηκε όσο της άξιζε.
Αναφέρθηκε σχεδόν μόνο η λέξη Αλβανός. Δεν χωρούσε σε καμία πολιτική ατζέντα, δεν μπορούσε να κεφαλαιοποιηθεί, δεν ταίριαζε στο πρότυπο της κοινωνίας του θεάματος.
Κι όμως, εκεί βρίσκεται όλη η ουσία, στη σιωπηλή, αυθόρμητη αντίσταση του Ανθρώπου απέναντι στον κυνισμό της εποχής του.
Ο άνθρωπος αυτός δεν ρώτησε για θρησκείες, για έθνη, για ιδεολογίες.
Είδε δύο παιδιά που κινδύνευαν. Και βούτηξε.
Σε έναν κόσμο όπου οι εξουσίες λογοδοτούν στις πολυεθνικές και οι κοινωνίες παραπαίουν ανάμεσα στην απάθεια και την εσωτερική διάλυση, αυτή η πράξη είναι ένα φιλοσοφικό ρήγμα.
Μια απόδειξη ότι, μέσα στον πολιτισμό της απανθρωπιάς, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνεχίζει να αναπνέει.
Από την Άρτα δεν φτάνει απλώς μια είδηση.
Φτάνει μια υπαρξιακή υπενθύμιση.
Η ηθική δεν είναι η ρητορική των ισχυρών.
Είναι το αθόρυβο θάρρος του απλού ανθρώπου.
Σε έναν κόσμο που μας ζητά να διαλέξουμε στρατόπεδο, εκείνος διάλεξε τον Άνθρωπο.
Κι αν η κατάσταση για τα δύο παιδιά παραμένει κρίσιμη,
αν κρατάμε την ανάσα μας ευχόμενοι να βγουν νικητές στη μάχη της ζωής, το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα που μπορούμε να κρατήσουμε είναι τούτο.
Πάντα, σε μια δύσκολη στιγμή, θα υπάρχει ένας άνθρωπος που θα είναι εκεί.

Δούλα και κυρά, φράση βαριά, που την κάναμε ελαφριά

    Φωτογραφία, από διαδυκτιο.

Υπάρχουν λόγια που μας κληροδοτήθηκαν με πόνο κι εμείς τα επαναλαμβάνουμε σαν να είναι ανέκδοτα, φράσεις που τις κληρονομήσαμε χωρίς να τις αναρωτηθούμε. Τις κουβαλάμε από στόμα σε στόμα, σαν οικογενειακά κειμήλια η σεντούκια, χωρίς να τα ανοίξουμε να δούμε τι έχουν μέσα. Μία από αυτές είναι το περίφημο δούλα και κυρά. Ακούγεται συχνά άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε με θαυμασμό, κι άλλοτε με έναν τόνο, επιτηδευμένου λαϊκού βαθυγνωστικού ύφους.
Κάποιοι την πετάνε με την άνεση του σοφού του καφενείου, «Οι παλιές γυναίκες ήξεραν… Ήταν δούλες και κυράδες». Σαν να πρόκειται για παράσημο που δεν ξεθωριάζει ποτέ. Σαν να είναι αυτός ο ιδανικός συνδυασμός υπηρέτρια και αρχόντισσα μαζί. Λες κι ο μόχθος και η αξιοπρέπεια είναι υποχρεωτικό δίπολο για να είσαι επαρκής.
Μα δούλα και κυρά δεν είναι φιλοφρόνηση. Είναι βίωμα. Είναι η γυναίκα που ξυπνούσε πρώτη και κοιμόταν τελευταία. Που δεν είχε δικό της χρόνο, αλλά ανήκε στους άλλους. Που έπλενε, μαγείρευε, ανέθρεφε, υπέμενε, χαμογελούσε και σπανίως ακουγόταν. Κυρά στην αξιοπρέπεια, δούλα στην καθημερινότητα.
Αυτή η φράση, λοιπόν, δεν είναι για να την λέμε αβίαστα. Δεν είναι τιμητική φράση, από ένα παλιό καλό παρελθόν. Είναι μια υπενθύμιση μιας ανισότητας και όχι μόνο που καλύφθηκε με το χρώμα της συνήθειας. Και το να την εξιδανικεύεις δίχως να την  κατανοείς, είναι σαν να γυαλίζεις αλυσίδες και να τις λες βραχιόλια.
Ίσως, λοιπόν, ήρθε ο καιρός να προσέχουμε λίγο περισσότερο τις λέξεις μας. Όχι για λόγους πολιτικής ορθότητας αλλά για λόγους αλήθειας. Γιατί οι φράσεις της παράδοσης δεν είναι για να τις επαναλαμβάνουμε σαν συνθήματα. Είναι για να τις κατανοούμε, να τις σκεφτόμαστε και, όταν χρειάζεται, να τις αφήνουμε πίσω μας. Με σεβασμό όχι με τύψεις.
 
Λαογραφική ερμηνεία της φράσης «δούλα και κυρά»
Η φράση δούλα και κυρά ανήκει στο λαϊκό λεξιλόγιο και αποτελεί μια συμπυκνωμένη αναφορά στον διττό ρόλο της γυναίκας, κυρίως στην ύπαιθρο και στις παλαιότερες δεκαετίες, ταυτόχρονα υπηρέτρια της καθημερινότητας και κυρία του σπιτικού. Η δούλα συμβολίζει τη σκληρή, αθόρυβη εργασία το πλύσιμο στο ποτάμι, στο πηγάδι το ζύμωμα, το μεγάλωμα των παιδιών, τη φροντίδα όλης της οικογένειας χωρίς τέλος. Η κυρά δηλώνει το κύρος και την ευθύνη μέσα στο σπίτι την αρχόντισσα που κρατά ισορροπίες, που προσφέρει σοφία και φροντίδα.
Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για μια ιεραρχία ρόλων που η ανάγκη και η συνήθεια έχτισαν. Κι αν τη θαυμάζουμε σήμερα, ας το κάνουμε με τη συναίσθηση ότι αυτός ο ρόλος ήταν συχνά καμάρι με τίμημα. Κι ίσως, η πραγματική τιμή σε αυτές τις γυναίκες να είναι η δέσμευσή μας να μην τις ξαναζητήσουμε από καμία. Ούτε ως δούλες, ούτε ως κυράδες. Αλλά ως ανθρώπους ελεύθερους και ολοκληρωμένους.

Η Αγία Τριάδα της Μάλτσιανης Τοπωνύμια.


Η τοπωνυμία Αγία Τριάδα παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Μάλτσιανης, συνδεδεμένη με τη θέση Μπούρτζι, στην ανατολική πλευρά του χωριού, σε υπερυψωμένο σημείο με θέα. 
Η θέση αυτή θεωρούνταν παλαιότερα στρατηγική και συνδυάζει το φυσικό ανάγλυφο με την εσωτερική ιερότητα που αποδιδόταν σε τόπους λατρείας. Από προφορικές μαρτυρίες, και συγκεκριμένα από τον Κ.Τ., διασώζεται η πληροφορία ότι εκεί βρισκόταν μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα, το οποίο ανεγέρθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Ο δημιουργός του, Γ.Μ.(Σ.), ήταν κάτοικος του χωριού που είχε επιστρέψει από την Αργεντινή, όπου είχε μεταναστεύσει ως νέος, όπως και πολλοί άλλοι της εποχής. Η ανέγερση ενός παρεκκλησιού από έναν ξενιτεμένο αποτελεί συνηθισμένη πρακτική εκείνων των χρόνων αφενός ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την επιστροφή στον τόπο του και αφετέρου ως τάμα πράξη ευχαριστίας ή ικεσίας προς τον Θεό. Η Αγία Τριάδα θεωρείται στην ορθόδοξη παράδοση σύμβολο ενότητας, συμφιλίωσης και θείου μυστηρίου ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή της αφιέρωσης, καθώς οι ξενιτεμένοι πάντοτε πάσχιζαν να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κόσμο ανάμεσα στη ρίζα και τον αγώνα.
Το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με την ίδια πηγή, είχε μορφή λιτή, πετρόκτιστη, και πιθανόν ξύλινη στέγη με κεραμίδια. Δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος του, αλλά η ανάμνηση παραμένει έντονη, κυρίως λόγω του τραγικού περιστατικού που συνδέεται με την ιστορία του ιδρυτή του.
Περί το 1932, το παιδί του Γ.Μ. ασθένησε σοβαρά και μεταφέρθηκε στη Λεσινίτσα, όπου τότε λειτουργούσε ο μοναδικός ιατρός των χωριών των Ριζών. Παρά την προσπάθεια, η μεταφορά έγινε καθυστερημένα στον δρόμο της επιστροφής και συγκεκριμένα στη θέση Κοκιές, το παιδί απεβίωσε. Την επόμενη ημέρα, ο πατέρας, κυριευμένος από απόγνωση και θλίψη, κατέστρεψε το παρεκκλήσι που είχε ο ίδιος οικοδομήσει, με λοστό. Το περιστατικό αυτό παρέμεινε χαραγμένο στη μνήμη των συγχωριανών ως ενδεικτικό της σπαρακτικής σχέσης του ανθρώπου με την πίστη και την απώλεια.
Λίγο αργότερα, ο Γ.Μ. φέρεται να αναχώρησε εκ νέου για την Αργεντινή, συνοδευόμενος από τον Ζ.Τ. Χωρίς να διαθέτει νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, επιβιβάστηκε λαθραία από τη Σαγιάδα, κρυμμένος στο αμπάρι του πλοίου ανάμεσα σε κάρβουνα. Όταν έφτασε στον προορισμό του, κατάμαυρος από την αιθάλη, οι αρχές σύμφωνα με τη μαρτυρία τον ρώτησαν πώς έφτασε εκεί. Όταν τους εξήγησε, του απάντησαν,
«Αφού έφτασες ζωντανός, είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις».
Η Αγία Τριάδα στο Μπούρτζι δεν διασώζεται σήμερα, ωστόσο τοπωνυμικά και προφορικά τεκμήρια την καθιστούν μέρος του τοπικού θρησκευτικού και ιστορικού χάρτη. Η ιστορία της αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της πλούσιας εκκλησιαστικής παρουσίας στη Μάλτσιανη, που μετρούσε πολλούς λατρευτικούς τόπους εκκλησίες, παρεκκλήσια και κοντισματα, ως εκφράσεις της τοπικής πίστης, της παράδοσης, αλλά και του ανθρώπινου πόνου.

Τα παλιά πανηγύρια της Βορείου Ηπείρου

  Τα παλιά πανηγύρια στον τόπο μας Παλαιότερα, τα πανηγύρια στον τόπο μας είχαν κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα. Με τον καιρό, όμως, εμφανίστηκ...